Πέτρος Κυριακός
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1893 (υπολογίζεται και 1899 κατά κάποιες πηγές)
Από μικρός, στις γειτονιές του Μεταξουργείου, επιβίωνε με διάφορες δουλειές – από την κατασκευή χαρταετών και σφεντονών, έως το μάζεμα κωκ από τα κάρα – που τον μύησαν στη ζωή του δρόμου και στην επικοινωνία με το λαϊκό κοινό.
Η πρώτη του επαφή με τις παραστατικές τέχνες έγινε ως βοηθός του καραγκιοζοπαίκτη Σωτήρη Σπαθάρη, όπου – αυτοδίδακτος – έφτιαχνε φιγούρες και τραγουδούσε ρεμπέτικα και αμανέδες.
Η θεατρική του εμφάνιση σημειώθηκε το 1919 στην «Μαμζέλ Νιτούς», ακολουθώντας παραστάσεις όπως «Βαφτιστικός» (1920) και «Απάχηδες των Αθηνών» (1922–23).
Η απλότητα και η έκφραση της φωνής του καθιέρωσαν τον Κυριακό ως εκφραστή της λαϊκής τάξης. Ο ρόλος του «Καρκαλέτσου» στους «Απάχηδες των Αθηνών» έμεινε στην ιστορία — έφερε 600.
Στην επιθεώρηση και την οπερέτα συνεργάστηκε με θιάσους όπου πρωτοτύπησε, ανάμεσα σε συντελεστές όπως οι αδελφές Καλουτά, ο Γιώργος Καμβύσης και η Σοφία Βέμπο.
Η γνήσια φωνή του προκαλούσε αυθόρμητο χειροκρότημα πριν ακόμα βγει στη σκηνή
Η μεγάλη του ανθοφορία στον ελληνικό κινηματογράφο ξεκίνησε στη δεκαετία του 1950, πρωταγωνιστώντας σε ταινίες όπως «Οι απάχηδες των Αθηνών» (1930), «Ο πύργος των ιπποτών» (1952), «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται» (1953) και «Η νύφη το ’σκασε» (1962), όπου τραγούδησε μαζί με την Τζένη Καρέζη το «Το σαραβαλάκι μου»
Συνέδεσε τη θεατρική του παρουσία με το τραγούδι, ηχογραφώντας παραστάσεις και ρεμπέτικα που εναρμονίζονταν με την αυθεντική του ταυτότητα .
Κατά τη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας, στο πλαίσιο σατιρικών νούμερων, απαγγέλθηκε ειρωνικά κατά του καθεστώτος με φράσεις όπως «Μετάξι‑μετάξι το ψωμί θα πάει δεκάξι», που οδήγησαν στη σύλληψη και βασανιστήριο με μέθοδο πάγου
Το 1929, ανέβηκε στη θεατρική σκηνή της Νέας Υόρκης με ενθουσιώδη υποδοχή από την ομογένεια. Το 1949 επανεμφανίστηκε στο εμβληματικό Carnegie Hall, αποδεικνύοντας το διεθνές του κύρος .
Μετά το 1968, οι εμφανίσεις του σπανίζουν· το 1984 απεβίωσε στην Αθήνα, πλήρως παραμελημένος από τα ΜΜΕ και τους συναδέλφους. Η τελευταία του κατοικία βρίσκεται στο Α’ Νεκροταφείο
τον «μάγκα» του Μεταξουργείου — μία μορφή που συνδύαζε τη σάτιρα, το τραγούδι και τη μimesis της ρεμπέτικης κουλτούρας στο θεατρικό και κινηματογραφικό πεδίο. Μέσα από τις παραστάσεις, τους δίσκους και τις ταινίες του άφησε ανεξίτηλο το σημάδι μιας εποχής που αναζητούσε την αυθεντικότητα της λαϊκής ψυχής.
Με τον τρόπο αυτόν, ο Κυριακός ξεχώρισε ως φωνή του λαϊκού θεάτρου, πραγματώνοντας στο πρόσωπό του τη μεταβατική περίοδο από το λαϊκό θίασο στην κινηματογραφική σκηνή του 20ού αιώνα.
Θεατρικές παραστάσεις
Η θεατρική πορεία του Πέτρου Κυριακού, αν και λιγότερο προβεβλημένη σε σχέση με την κινηματογραφική του παρουσία, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της συνολικής του καλλιτεχνικής διαδρομής και φέρει τη σφραγίδα της μεταπολεμικής ελληνικής θεατρικής αναγέννησης.
Κατά την ελληνική θεατρική περίοδο 1949–1950, ο Κυριακός συμμετείχε στην παράσταση «Δώδεκα και πέντε», η οποία ανέβηκε στο Θέατρο Σαμαρτζή. Η συγκεκριμένη παραγωγή, αν και τα στοιχεία για τον ρόλο του δεν διασώζονται επακριβώς, τοποθετεί τον ηθοποιό μέσα σε ένα πλαίσιο επανεκκίνησης του θεάτρου στα δύσκολα χρόνια μετά τον Εμφύλιο, όπου ο κόσμος αναζητούσε ψυχαγωγία αλλά και ανακούφιση από τη συλλογική τραυματική εμπειρία.
Την επόμενη θεατρική χρονιά, 1950–1951, εμφανίζεται στην επιθεώρηση «Έχετε γεια... βρυσούλες», ενταγμένος στον θίασο της Σοφίας Βέμπο — της «τραγουδίστριας της Νίκης» που υπήρξε και επιχειρηματικά δραστήρια. Η παράσταση ανέβηκε στο Θέατρο Βέμπο, υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Ρενάτο Μόρντο, επιφανούς σκηνοθέτη της εποχής, γνωστού για την ανανεωτική του προσέγγιση στο ελληνικό θέατρο. Η συνεργασία του Κυριακού με τη Βέμπο και τον Μόρντο δηλώνει την αποδοχή και εκτίμηση που απολάμβανε στον χώρο του θεάτρου.
Σημαντική είναι και η συμμετοχή του κατά την περίοδο 1956–1957 στην κωμωδία «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται», όπου ενσάρκωσε τον ρόλο του Προκόπη Κολαούζου. Η παράσταση αυτή παρουσιάστηκε στο ιστορικό Θέατρο Rex, υπό την αιγίδα του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, και σκηνοθετήθηκε από τον Κωστή Μιχαηλίδη, προσωπικότητα με βαθιά γνώση του θεατρικού λόγου και των ιδιαιτεροτήτων της νεοελληνικής κωμωδίας. Εδώ, ο Κυριακός έδωσε άλλη μια ερμηνεία υψηλής υποκριτικής ποιότητας, συνδυάζοντας την αμεσότητα της λαϊκής εκφραστικότητας με τη σκηνική πειθαρχία του επαγγελματία ηθοποιού.
Μέσα από αυτές τις παραστάσεις, διαγράφεται η σταθερή παρουσία του Πέτρου Κυριακού στο θεατρικό γίγνεσθαι της εποχής του· όχι μόνο ως ερμηνευτής ρόλων αλλά και ως ζωντανός φορέας μιας λαϊκής αισθητικής που συνομιλούσε με την κοινωνική πραγματικότητα και τους παλμούς του κοινού της εποχής.
Φιλμογραφία
Η φιλμογραφία του Πέτρου Κυριακού, διατρέχοντας σχεδόν τέσσερις δεκαετίες, αποτελεί καθρέφτη της σταδιοδρομίας του και ζωντανή μαρτυρία της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας, ηθών και καλλιτεχνικών αναζητήσεων.
Η πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση έγινε το 1930, στην ταινία «Οι απάχηδες των Αθηνών», όπου ενσάρκωσε τον αξέχαστο Καρκαλέτσο, έναν λαϊκό χαρακτήρα που ταυτίστηκε με την εικόνα του «μάγκα» και του κατεργάρη των αθηναϊκών συνοικιών. Ήταν μια μεταφορά της δημοφιλούς οπερέτας, η οποία θεωρείται ιστορική για τον ελληνικό κινηματογράφο.
Δύο δεκαετίες αργότερα, το 1952, εμφανίστηκε στον «Πύργο των Ιπποτών», υποδυόμενος τον Δομένικο Δελαρόσα, έναν ρόλο που έφερε στοιχεία από τον κόσμο του παραμυθιού, δίνοντας την ευκαιρία στον Κυριακό να αναδείξει τη θεατρικότητα και την καρικατουρίστικη δύναμη της υποκριτικής του. Την επόμενη χρονιά, το 1953, συμμετείχε στην κοινωνική κωμωδία «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται» ως Προκόπης Κολαούζος, μια ερμηνεία που άγγιξε το κοινό με την αφοπλιστική της απλότητα και τον γνήσιο αθηναϊκό σαρκασμό.
Το 1959, στην ταινία «Πώς περνούν οι παντρεμένοι», υποδύθηκε τον Βρασίδα, έναν ακόμη τύπο καθημερινού ανθρώπου, σε ένα έργο που σχολίαζε τα ήθη του γάμου και της συμβίωσης στη μικροαστική Ελλάδα.
Το 1960 τον βρίσκουμε στο φιλμ «Ηδονή και πάθος», που κινείται στον χώρο του δραματικού μελοδράματος, ενώ το 1962 στην ταινία «Η νύφη το ’σκασε» εμφανίζεται ως αρχηγός κομπανίας, ρόλος που του επέτρεψε να παντρέψει την υποκριτική με το τραγούδι — εδώ ερμήνευσε και το χαρακτηριστικό ρεμπέτικο τραγούδι «Το σαραβαλάκι μου», μαζί με την Τζένη Καρέζη.
Στο μεταίχμιο της δεκαετίας του ’60, συνεχίζει να δίνει το παρών σε ταινίες όπως «Κουράστηκα να σ’ αποκτήσω» (1963), «Κλαίω και σ’ αναζητώ» (1965), και «Είναι βαρύς ο πόνος μου» (1965), όπου το μελόδραμα κυριαρχεί και ο Κυριακός φέρει την αύρα του λαϊκού αφηγητή με τη φωνή της παρηγοριάς.
Το 1966 εμφανίζεται στο δραματικό φιλμ «Τώρα που φεύγω απ’ τη ζωή», σε έναν από τους πιο φορτισμένους τίτλους της ύστερης καριέρας του. Η τελευταία του κινηματογραφική παρουσία έρχεται το 1968, με την ταινία «Κατηγορουμένη, απολογήσου», στην οποία υποδύεται τον καπετάν-Στάμο, ρόλο που του έδωσε το βήμα να αναδείξει την ερμηνευτική του ωριμότητα και την ηθική σταθερότητα του χαρακτήρα.
Από την εύθυμη σάτιρα έως το μελόδραμα, η φιλμογραφία του Πέτρου Κυριακού σκιαγραφεί ένα πολύπλευρο πορτρέτο ενός καλλιτέχνη που πορεύτηκε με συνέπεια, αμεσότητα και πίστη στις ρίζες της λαϊκής θεατρικής και μουσικής έκφρασης.
Σχόλια