Translate

Βάσος Μαυροβουνιώτης.

Ο Βάσος Μαυροβουνιώτης. Πίνακας του Νικηφόρου Λύτρα.

Ο Βάσος Μαυροβουνιώτης (στα σέρβικα Βάσο Μπράγιοβιτς – Васо Брајовић) υπήρξε στρατηγός του 19ου αιώνα, μαυροβουνιακής καταγωγής, με σημαντική δράση στα ελληνικά επαναστατικά και μετεπαναστατικά χρόνια.

Ο Βάσος γεννήθηκε το 1797 στην πεδιάδα Μπιελοπάβλιτσι (σε σλαβικά: Бјелопавлићи), μια περιοχή στο κεντρικό Μαυροβούνιο. Η καταγωγή του ήταν σλαβική. Οι πληροφορίες που διαθέτουμε για τα πρώτα χρόνια της ζωής του είναι περιορισμένες. Σε ηλικία είκοσι ετών, το 1817, εγκατέλειψε τον τόπο καταγωγής του μαζί με τα αδέλφια του – Ράντο, Σπύρο, Λάζαρο και Θεόδωρο. Η αναχώρησή τους σχετίζεται με τις δυσμενείς συνθήκες που επικρατούσαν τότε στην περιοχή: την πείνα και την επακόλουθη φτώχεια, αλλά και τις συνεχείς έριδες μεταξύ των φατριών, που εντείνονταν εξαιτίας της αδυναμίας του τότε ηγέτη της περιοχής, του βλάχικα Πέταρ Α΄ Πέτροβιτς-Νιέγκος, να επιβάλει την τάξη και την ενότητα.

Ο Βάσος και τα αδέλφια του κατευθύνθηκαν αρχικά προς τη Σμύρνη, στην επαρχία του Αϊδινίου, όπου έμειναν μέχρι το 1820. Εκεί εργάστηκε ως βοσκός και επιστάτης, στην υπηρεσία της οικογένειας των Καραοσμάνογλου, αποκτώντας έτσι εμπειρία και επαφή με τον ελλαδικό χώρο, εμπειρίες που έμελλε να σημαδέψουν τη μετέπειτα πορεία του.

Οικογενειακή κατάσταση του Βάσου Μαυροβουνιώτη

Κατά την πορεία του προς τον Λίβανο, ο Βάσος Μαυροβουνιώτης στάθμευσε στην Κέα, όπου γνώρισε την Ελέγκω, κόρη του εμπόρου Γιώργου Ιωαννίτη. Η νεαρή, τότε δεκαέξι ετών και σε κατάσταση εγκυμοσύνης, συνδέθηκε ερωτικά με τον Μαυροβουνιώτη και, με τη θέλησή της, εγκατέλειψε το νησί μαζί του. Εκείνος την οδήγησε στον πύργο του στενού του φίλου και αρχηγού των αλβανοφώνων της Άνδρου, Γιαννούλη Δημητρίου, στον Αμμόλοχο. Μετά την επιστροφή του από τη στρατιωτική αποστολή στον Λίβανο, την νυμφεύθηκε στο μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής στο Γαύριο της Άνδρου.

Η έγγαμη ζωή τους εξελίχθηκε υπό συνθήκες διαρκούς πολέμου. Η Ελέγκω, παρά την ηλικία και την κοινωνική της καταγωγή, επέδειξε θάρρος και αντοχή, συνοδεύοντας τον σύζυγό της στις στρατιωτικές επιχειρήσεις και αναλαμβάνοντας συχνά καθήκοντα νοσοκόμας στα πεδία των μαχών. Ωστόσο, οι βαθιές διαφορές στον χαρακτήρα και την κοσμοθεωρία των δύο συζύγων οδήγησαν τελικά σε ρήξη. Η Ελέγκω ήταν μορφωμένη, με προοδευτικές κοινωνικοπολιτικές απόψεις και ισχυρή προσωπικότητα, γεγονός που δεν συνάδει με τον αυταρχικό και στρατιωτικά προσανατολισμένο βίο του Μαυροβουνιώτη. Η απομάκρυνσή του από την οικογενειακή εστία – καθώς κατά τα χρόνια εκείνα διέμενε κυρίως στη Στυλίδα, έδρα της Οροφυλακής – επέτεινε το χάσμα μεταξύ τους. Το 1839, η Ελέγκω σύναψε δεσμό με άλλον άνδρα, γεγονός που τραυμάτισε βαθιά τον Μαυροβουνιώτη, όπως μαρτυρεί η σωζόμενη αλληλογραφία τους.

Από τον γάμο τους απέκτησαν τέσσερις γιους: τον Αλέξανδρο (1831), τον Κωνσταντίνο (1832), τον Γεώργιο (1833) και τον Τιμολέοντα (1836) – εκ των οποίων ο πρώτος και ο τέταρτος ακολούθησαν στρατιωτική σταδιοδρομία. Είχαν επίσης μία κόρη, τη Ροδόεσσα, γεννημένη το 1826. Το 1842, ο Μαυροβουνιώτης τέλεσε δεύτερο γάμο με την Μπίλιω Οικονόμου, κόρη Υδραίου εμπόρου, με την οποία απέκτησε μία ακόμη κόρη, την Πέτρα. Η Ελέγκω Ιωαννίτη Μαυροβουνιώτη έζησε πολλά ακόμη χρόνια μετά τον χωρισμό τους και απεβίωσε το 1891.

Ληστρική δράση, φυλάκιση και στρατολόγηση στον οθωμανικό στρατό

Κατά την παραμονή του στη Σμύρνη, είναι πολύ πιθανό ο Βάσος Μαυροβουνιώτης να επιδόθηκε σε ληστρική ή παραβατική δράση. Η υπόνοια αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι, σε μεταγενέστερο χρόνο, όταν βρέθηκε στην Αθήνα, κατατέθηκε μήνυση εναντίον του από μουσουλμάνο της Σμύρνης, ο οποίος τον κατηγόρησε για κλοπές εις βάρος του. Ως συνέπεια των κατηγοριών αυτών, ο Βάσος φυλακίστηκε, αν και μόνο για σύντομο χρονικό διάστημα. Αποφυλακίστηκε σύντομα, αφού επέλεξε να καταταγεί ως μπαϊρακτάρης (σημαιοφόρος) στο στρατιωτικό σώμα του Πεχλιβάν Πασά, ενός Οθωμανού στρατιωτικού αξιωματούχου.

Δεν υπάρχει καμία τεκμηριωμένη μαρτυρία ούτε ένδειξη που να επιβεβαιώνει την ένταξή του στη Φιλική Εταιρεία, γεγονός που υποδηλώνει πως δεν είχε ακόμη συνδεθεί με τον ελληνικό επαναστατικό αγώνα. Εξάλλου, και η δράση του στο στρατιωτικό σώμα του Πεχλιβάν Πασά παραμένει άγνωστη· οι πηγές δεν παρέχουν πληροφορίες για τις ενέργειές του κατά το διάστημα αυτό. Έτσι, η περίοδος αυτή της ζωής του Βάσου Μαυροβουνιώτη χαρακτηρίζεται από σκοτεινά σημεία, όπου κυριαρχούν η περιπλάνηση, ο τυχοδιωκτισμός και η σταδιακή ένταξή του στις δίνες των πολιτικών και στρατιωτικών εξελίξεων της εποχής.

Η δράση του Βάσου Μαυροβουνιώτη στην Ελληνική Επανάσταση

Το καλοκαίρι του 1821 ο Βάσος Μαυροβουνιώτης εμφανίζεται επικεφαλής μιας ένοπλης ομάδας, αποτελούμενης κυρίως από συγγενείς του, καθώς και από άλλους Μαυροβούνιους και Σέρβους. Την ίδια χρονιά, ο επίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος Μεταξάς τού ανέθεσε τη διοίκηση των στρατιωτικών δυνάμεων της επαρχίας Καρυστίας. Η επιλογή αυτή οφειλόταν αφενός στα διαπιστωμένα στρατιωτικά του προσόντα και αφετέρου στην πολιτική σκοπιμότητα: η ανάδειξη του Μαυροβουνιώτη απέτρεπε την ενίσχυση άλλης ισχυρής προσωπικότητας, η οποία θα μπορούσε να απειλήσει την ηγεμονική θέση του επισκόπου Ταλαντίου, αλλά και την επιρροή του Αρείου Πάγου της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, στο οποίο συμμετείχε ο ίδιος ο Νεόφυτος.

Η πρώτη φάση της στρατιωτικής του δράσης εκτυλίχθηκε κυρίως στην Εύβοια, όπου ο Μαυροβουνιώτης συμμετείχε σε πλήθος συγκρούσεων. 

Συγκεκριμένα, το 1821 πήρε μέρος:
α) στα Στύρα, εναντίον του Ομέρ Μπέη Καρύστου και του Γιουσούφ Πασά, όπου και τραυματίστηκε,
β) στις Πετριές, ξανά κατά του Ομέρ Μπέη,
γ) στο Κάδι, επίσης εναντίον του ίδιου.

Το 1822 συνέχισε τη δράση του:
δ) στα Στύρα,
ε) στα Πολιτικά, εναντίον του Αλή Πασά Τζαρκατζή,
στ) στα Βλαχώρια κατά του Ομέρ Μπέη,
ζ) στη Βάθεια, εναντίον του Σαντή Ντίπα Αγά.

Το 1823 συμμετείχε:
η) στον πύργο του Καστροβαλά της Κύμης, πολεμώντας τον Ομέρ Μπέη και τον Γενιτσάραγα,
θ) στην ίδια την Κύμη, επίσης κατά του Ομέρ Μπέη.

Αν και δεν πέτυχε αποφασιστικές νίκες στην Εύβοια, η παραμονή του εκεί υπήρξε καθοριστική για την προσωπική του ανέλιξη. Κατάφερε να διευρύνει την πολεμική του εμπειρία και να αποκτήσει πλούτο – είτε με πλιάτσικο σε βάρος των αγροτών είτε με ιδιοποίηση της δεκάτης. Αυτές οι πρακτικές, αν και αμφιλεγόμενες, συνέβαλαν στην καθιέρωσή του ως αυτόνομου και ανεξάρτητου καπετάνιου. Την ίδια περίοδο, έλαβε και τον βαθμό του πεντακοσιάρχου.

Λίγο πριν ή κατά τη διάρκεια του 1823, ο Μαυροβουνιώτης, μαζί με το σώμα του, συμμετείχε σε επιτυχημένη πειρατική επιδρομή στη Θάσο, από την οποία αποκόμισαν σημαντικά λάφυρα. Η στρατιωτική του αξία αναγνωρίστηκε και θεσμικά: η Προσωρινή Διοίκηση και ο Πρόεδρος του Βουλευτικού Σώματος, Σωτήριος Χαραλάμπης, τον αναγνώρισαν ως χιλίαρχο των σωμάτων της Αττικής.

Αργότερα, το 1824, του ανατέθηκε από την κυβέρνηση να μεταβεί στην Ύδρα, με αποστολή την υπεράσπιση του νησιού. Η συμβολή του στην άμυνα εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από τον πρόεδρο του Εκτελεστικού Σώματος, Υδραίο Γεώργιο Κουντουριώτη, ο οποίος τον προήγαγε στον βαθμό του στρατηγού. Έτσι, ο Μαυροβουνιώτης, αν και με παρελθόν αμφιλεγόμενο, κατόρθωσε μέσα σε λίγα χρόνια να μετασχηματιστεί σε ισχυρή στρατιωτική φυσιογνωμία του επαναστατημένου Ελληνισμού.

Ο Βάσος Μαυροβουνιώτης στον Εμφύλιο Πόλεμο

Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου που ξέσπασε στο εσωτερικό του αγωνιζόμενου ελληνικού έθνους, ο Βάσος Μαυροβουνιώτης κλήθηκε να παρουσιαστεί στην έδρα της κυβέρνησης στο Ναύπλιο. Η αποστολή του ήταν η συμμετοχή στην καταστολή της ανταρσίας που είχαν οργανώσει οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου, καθώς και η στρατιωτική παράταξη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.

Η ένταξή του στο στρατόπεδο των κυβερνητικών δεν υπαγορεύτηκε μόνο από πολιτικά ή ιδεολογικά κίνητρα, αλλά και από την ελπίδα για οικονομικά ανταλλάγματα και διοικητική ανέλιξη. Σε αυτή τη συγκυρία, ο Μαυροβουνιώτης δεν στάθηκε απλός παρατηρητής: υπήρξε ένας από τους πιο αποφασιστικούς και αφοσιωμένους εκτελεστές της πολιτικής του Εκτελεστικού Σώματος, λειτουργώντας – σύμφωνα με χαρακτηρισμούς της εποχής – ως «σιδερένιος βραχίονας» της κυβέρνησης. Η δράση του συνέβαλε ουσιαστικά στην επικράτηση των κυβερνητικών δυνάμεων στον εμφύλιο αγώνα, εδραιώνοντας τη θέση του ανάμεσα στους πρωταγωνιστές της κρατικής εξουσίας της περιόδου.

Η πολιτική φατρία του Βάσου Μαυροβουνιώτη

Ύστερα από τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου, ο Βάσος Μαυροβουνιώτης δεν περιορίστηκε στον ρόλο του στρατιωτικού ηγέτη, αλλά προχώρησε στη συγκρότηση πολιτικής φατρίας με ισχυρά ερείσματα στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Κεντρικά πρόσωπα σε αυτό το δίκτυο συμμάχων ήταν ο αδελφοποιτός του (βλάμης), ο καπετάνιος της Εύβοιας Νικόλαος Κριεζιώτης, ο Θεσσαλός πολιτικός Δρόσος Μανσόλας, καθώς και ο Ηπειρώτης στην καταγωγή και πρόκριτος των Θηβών, Αδάμ Δούκας.

Η ομάδα αυτή αποτέλεσε έναν συμπαγή πολιτικό πόλο στην Ανατολική Στερεά, και σύντομα συνδέθηκε οργανικά με το Γαλλικό Κόμμα, το οποίο προσέλκυε κατά την περίοδο αυτή ισχυρές προσωπικότητες από τον χώρο τόσο των όπλων όσο και της διοίκησης. Στενή υπήρξε και η συνεργασία τους με τον Ιωάννη Κωλέττη, ηγετική μορφή του Γαλλικού Κόμματος και από τους πιο επιδραστικούς πολιτικούς της πρώιμης ελληνικής κρατικής συγκρότησης. Η πολιτική αυτή συμμαχία αποδείχθηκε στρατηγικής σημασίας, καθώς επέτρεψε στον Μαυροβουνιώτη και τους συμμάχους του να διατηρήσουν και να ενισχύσουν τη θέση τους στο νέο πολιτικό σκηνικό που αναδυόταν μετά τον εμφύλιο και εν όψει της συγκρότησης τακτικής διοίκησης στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος.

Η στρατιωτική δράση του Βάσου Μαυροβουνιώτη

Ο Βάσος Μαυροβουνιώτης, παρά τη διαβόητη φήμη του και τις πολιτικές του φιλίες, υπήρξε ενεργός και ιδιαίτερα δραστήριος στον στρατιωτικό τομέα κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Το 1825 έλαβε μέρος σε σημαντικές συγκρούσεις με τις αιγυπτιακές δυνάμεις του Ιμπραήμ πασά στην Πελοπόννησο, πολεμώντας αρχικά στον Σχοινόλακα της Μεσσηνίας, κοντά στο Νεόκαστρο, και κατόπιν στο Κρεμμύδι της ίδιας περιοχής. Παράλληλα, στράφηκε και κατά των οθωμανικών δυνάμεων του βαλή της Ρούμελης Κιουταχή πασά, του Κεχαγιάμπεη στην Άμφισσα (Σάλωνα), καθώς και στις Θερμοπύλες, όπου ενεπλάκη σε συγκρούσεις με τις δυνάμεις του ίδιου αξιωματούχου. Έλαβε επίσης μέρος σε μάχη στη Ρούσσα της Ανατολικής Ελλάδας, εναντίον αποσπάσματος του Κεχαγιάμπεη.

Τον επόμενο χρόνο, το 1826, συμμετείχε σε ακόμη μία καταδρομική επιχείρηση, αυτή τη φορά στο Λίβανο, ενέργεια που συνδύαζε στρατιωτικό αλλά και πειρατικό χαρακτήρα, καθώς απέφερε λάφυρα και πολιτικά οφέλη. Κατά την επιστροφή του, στάθμευσε για λίγο στη Σύρο, πριν σταλεί σε νέα αποστολή: να διασώσει αμάχους που είχαν εγκλωβιστεί στην παραλία Λυκόρεμμα της νότιας Εύβοιας από τις δυνάμεις του Ομέρ πασά.

Τον Ιούλιο του 1826 τέθηκε υπό τις διαταγές του Γεώργιου Καραϊσκάκη, ο οποίος τού ανέθεσε την άμυνα της Αττικής. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου συμμετείχε σε σειρά συγκρούσεων: τρεις μάχες στα Λιόσια εναντίον του Σιλιχτάρη, δύο στην Ελευσίνα και άλλες δύο στο Χαϊδάρι, όλες κατά του Κιουταχή πασά.

Τον Ιανουάριο του 1827 βρέθηκε εκ νέου αντιμέτωπος με τον Κιουταχή, αυτή τη φορά κατόπιν πίεσης του συνταγματάρχη Κωνσταντίνου-Διονύσιου Βούρβαχη. Ο Μαυροβουνιώτης εξέφρασε σοβαρές επιφυλάξεις, καθώς επικαλέστηκε προηγούμενες εντολές από τον Καραϊσκάκη και θεώρησε ακατάλληλο το πεδίο της μάχης. Παρ’ όλα αυτά, συμμετείχε στις συγκρούσεις στο Καματερό, στη Λιάτανη Θηβών και στο Κερατσίνι, αντιμέτωπος με τις οθωμανικές δυνάμεις του Κιουταχή.

Τέλος, συνέχισε τις πολεμικές επιχειρήσεις στη Θεσσαλία, και ειδικότερα στο Τρίκερι, όπου έλαβε μέρος σε τρεις μάχες εναντίον του Νούρκα Σέρβανη και του Νταΐραγα Κόνιτσας. Επίσης, πολέμησε στη Λάκκα Ζαγοράς, αντιμετωπίζοντας απόσπασμα του Κιουταχή πασά. Οι συγκρούσεις αυτές επιβεβαιώνουν τη μαχητική παρουσία του σε όλο το εύρος της Επανάστασης και την προσαρμοστικότητά του σε διαφορετικά πολεμικά περιβάλλοντα, από τη νότια Πελοπόννησο έως τη βόρεια Ελλάδα.

Ο Βάσος Μαυροβουνιώτης στην περίοδο του Καποδίστρια

Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Ιωάννη Καποδίστρια, ο Βάσος Μαυροβουνιώτης βρέθηκε αντιμέτωπος με σοβαρές κατηγορίες που προέρχονταν από πολιτικούς και προσωπικούς του εχθρούς. Οι τελευταίοι απέστειλαν αναφορές στην Κυβέρνηση, κατηγορώντας τον για λαφυραγωγία σε βάρος των αγροτών της Αττικής, καθώς και για ηθική αυτουργία σε περιστατικό κτηνοβασίας που φέρεται να συνέβη δημόσια σε στρατόπεδο στην Ελευσίνα. Οι βαρύτατες αυτές κατηγορίες οδήγησαν τον Κυβερνήτη να τον παραπέμψει σε στρατοδικείο· ωστόσο, το δικαστήριο τον απάλλαξε από κάθε ευθύνη. Κατόπιν σχετικών εισηγήσεων υποστηρικτών του, ο Καποδίστριας τον διόρισε χιλίαρχο της ΣΤ΄ Χιλιαρχίας.

Ως χιλίαρχος, ο Μαυροβουνιώτης συμμετείχε με ζήλο στην εκστρατεία για την ανακατάληψη της Στερεάς Ελλάδας, διαδραματίζοντας καίριο ρόλο σε οκτώ τουλάχιστον μάχες. Ενδεικτικά, έλαβε μέρος στη μάχη στο Στεβενίκο Λιβαδειάς κατά του Ομέρ πασά Καρύστου, στη μάχη εντός της ίδιας της πόλης της Λιβαδειάς, στην πολιορκία της ακρόπολης των Σαλώνων εναντίον του Μεχμέτ Διβόλη, στη μάχη στο Μαρτίνο κατά του Μαγιούτ πασά, στο Λιθάδο της Εύβοιας, στον Άγιο Ιωάννη (στη Χασιά Αττικής) σε δύο συμπλοκές εναντίον αποσπάσματος του Σιλιχτάρη.

Όταν, το 1829, οι Χιλιαρχίες καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν από τα Ελαφρά Τάγματα, ο Μαυροβουνιώτης αρνήθηκε να αναλάβει τη διοίκηση ενός εξ αυτών. Εντάχθηκε αντ’ αυτού σε Ταξιαρχικό Σώμα διατηρώντας τον βαθμό του χιλιάρχου. Αν και αρχικά έδειξε συμπάθεια προς το καθεστώς του Καποδίστρια, η απομάκρυνσή του από το στράτευμα την ίδια χρονιά τον οδήγησε να κρατήσει αποστάσεις τόσο από τον Κυβερνήτη όσο και από την οργανωμένη αντιπολίτευση.

Ο ιστορικός Χρήστος Λούκος υποστηρίζει ότι ο Μαυροβουνιώτης φάνηκε διατεθειμένος να προσεγγίσει την αντιπολίτευση, κυρίως εξαιτίας της περιθωριοποίησής του από τη νέα στρατιωτική δομή. Πράγματι, φέρεται να είχε συνάντηση με εκπρόσωπο της Ύδρας, στον οποίο εξέθεσε τους όρους υπό τους οποίους θα μπορούσε να επιτύχει μια αντικυβερνητική συμμαχία.

Μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, ο Μαυροβουνιώτης εντάχθηκε στο στρατόπεδο των Συνταγματικών και στράφηκε εναντίον του διαδόχου του, Αυγουστίνου Καποδίστρια. Συστρατεύθηκε με τον στενό του σύμμαχο και αδελφοποιτό Νικόλαο Κριεζιώτη, συμβάλλοντας αποφασιστικά στη νίκη των Συνταγματικών δυνάμεων. Έτσι, από έναν στρατιωτικό υπό αμφισβήτηση, ο Μαυροβουνιώτης κατάφερε να επανέλθει δυναμικά στο πολιτικό και στρατιωτικό προσκήνιο της εποχής.

Ο Βάσος Μαυροβουνιώτης κατά την Οθωνική περίοδο

Ο Βάσος Μαυροβουνιώτης υπήρξε ένας από τους λίγους ατάκτους στρατιωτικούς της Επανάστασης που κατόρθωσαν να ενταχθούν στον νεοσύστατο τακτικό στρατό του Όθωνα. Το 1833 επανήλθε στην ενεργό υπηρεσία, αναλαμβάνοντας θέση στην Εξεταστική Επιτροπή Εκδουλεύσεων και Διαγωγής των Ατάκτων, η οποία είχε ως αποστολή την αξιολόγηση της δράσης των αγωνιστών κατά την Επανάσταση. Από αυτή τη θέση εξασφάλισε την ένταξη στο στράτευμα αρκετών προσώπων που συνδέονταν προσωπικά μαζί του.

Το 1834 διορίστηκε συνταγματάρχης και Νομοεπιθεωρητής Αττικής και Βοιωτίας, ενώ το 1836 ανέλαβε τη διοίκηση του Σώματος Οροφυλακής στη Φθιώτιδα. Η σταδιοδρομία του συνεχίστηκε με προαγωγή σε υποστράτηγο το 1843 και ανάληψη της διοίκησης της Οροφυλακής Λοκρίδας. Το 1846, ο Μαυροβουνιώτης τιμήθηκε με τον διορισμό του ως βασιλικός υπασπιστής του Όθωνα, γεγονός που φανερώνει το κύρος και την εμπιστοσύνη που απολάμβανε στους κόλπους της αυλής.

Παράλληλα με τη στρατιωτική του πορεία, διαδραμάτισε ρόλο και στα πολιτικά πράγματα, καθώς συνεργάστηκε με το Γαλλικό Κόμμα, το οποίο επηρέαζε τη διακυβέρνηση του κράτους. Η πολιτική του δραστηριότητα συνοδευόταν από σημαντική οικονομική επιφάνεια, είτε ως ιδιοκτήτης εκτεταμένων αγροτικών εκτάσεων σε Αττική, Φωκίδα και Εύβοια, είτε ως μισθωτής προσόδων, που του εξασφάλιζαν ένα αξιοσημείωτο εισόδημα.

Στο κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843

Κατά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, ο Μαυροβουνιώτης δεν συμμετείχε στην προετοιμασία ή στην εξέλιξη της συνωμοσίας. Παρότι έλαβε πλήθος επιστολών από τους κινηματίες, που επιδίωκαν να τον καθησυχάσουν για τις προθέσεις τους και να εξασφαλίσουν την ουδετερότητά του, εκείνος αρχικά έδειξε αρνητική στάση και απείλησε να καταστείλει την εξέγερση. Ωστόσο, συγκρατήθηκε τελικώς έπειτα από παρέμβαση του ίδιου του βασιλιά Όθωνα, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι η νέα πολιτική κατάσταση δεν θα έθιγε τη στρατιωτική του θέση ούτε την επιρροή του στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Η στάση αυτή του Μαυροβουνιώτη μαρτυρεί έναν στρατιωτικό που, αν και πιστός στη μοναρχία, προσαρμόστηκε ρεαλιστικά στις εξελίξεις, με γνώμονα τη διατήρηση της προσωπικής του ισχύος και επιρροής.

Ο θάνατος του Βάσου Μαυροβουνιώτη

Ο Βάσος Μαυροβουνιώτης πέθανε αιφνίδια από πνευμονία, στις 9 Ιουνίου 1847, σε ηλικία πενήντα ετών, ενώ βρισκόταν εν μέσω προεκλογικής εκστρατείας. Ο θάνατός του σήμανε το τέλος μιας έντονης και πολυσχιδούς πορείας, η οποία χαρακτηρίστηκε από στρατιωτική δράση, πολιτική συμμετοχή και κοινωνική επιρροή.

Παρά το γεγονός ότι δεν προερχόταν από τα παλαιά και ισχυρά αρματολικά γένη, ο Μαυροβουνιώτης κατάφερε, βασισμένος αποκλειστικά στα προσωπικά του προσόντα και την πολεμική του εμπειρία, να αναδειχθεί σε υψηλόβαθμο αξιωματικό του ελληνικού στρατού. Η σταδιοδρομία του αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα κοινωνικής ανόδου μέσα από τη στρατιωτική και την πολιτική διορατικότητα σε μια εποχή που η νεοσύστατη ελληνική πολιτεία προσπαθούσε να θεμελιωθεί θεσμικά και να εδραιώσει την εθνική της υπόσταση.

Η πορεία του Μαυροβουνιώτη δεν φωτίζει μονάχα τη στρατιωτική ιστορία του αγώνα και της μετεπαναστατικής περιόδου, αλλά αναδεικνύει επίσης τη διαμόρφωση νέων κοινωνικών και πολιτικών ισορροπιών στον ελεύθερο ελληνικό κράτος.

Σχόλια