Αθανάσιος Μιαούλης
Η κυβέρνηση του Ανδρέα Μιαούλη, ο οποίος διατήρησε ταυτόχρονα και το χαρτοφυλάκιο του Υπουργείου των Ναυτικών, αντιμετωπίστηκε από την κοινή γνώμη της εποχής ως φιλοαυστριακή και πλήρως υποταγμένη στη βούληση του βασιλιά Όθωνα. Η αντίληψη αυτή ενίσχυσε την έντονη αντίδραση της αντιπολίτευσης, η οποία κατηγόρησε την κυβέρνηση για έλλειψη πολιτικής αυτονομίας και εθνικής πρωτοβουλίας.
Τον Μάιο του 1859, ύστερα από τα γνωστά επεισόδια των Σκιαδικών —που εξέφρασαν τη γενικότερη κοινωνική και πολιτική δυσαρέσκεια— ο Μιαούλης υπέβαλε την παραίτησή του. Η αδυναμία, ωστόσο, του Κωνσταντίνου Κανάρη, τον οποίο είχε επιλέξει ο βασιλιάς για να αναλάβει τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης, να ανταποκριθεί στην αποστολή αυτή, οδήγησε εκ νέου τον Μιαούλη στην πρωθυπουργία.
Στις βουλευτικές εκλογές του ίδιου έτους, ο Ανδρέας Μιαούλης επανεξελέγη πρωθυπουργός. Ωστόσο, η κυβερνητική παράταξη παρουσίασε έντονα προβλήματα συνοχής, γεγονός που οδήγησε σε διαδοχικούς ανασχηματισμούς, αποκαλύπτοντας την εύθραυστη ισορροπία δυνάμεων εντός της κυβέρνησης.
Το 1860, ο Μιαούλης υπέβαλε εκ νέου την παραίτησή του, η οποία όμως απορρίφθηκε από τον βασιλιά Όθωνα. Αντί για την αποδοχή της, ο Όθωνας προχώρησε στη διάλυση της Βουλής τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, επιχειρώντας να ελέγξει την κατάσταση μέσω της προσφυγής σε νέα εκλογική αναμέτρηση. Η άρνηση του Δημητρίου Καλλέργη να αναλάβει τον σχηματισμό κυβέρνησης οδήγησε τελικά στην προκήρυξη νέων εκλογών, οι οποίες διεξήχθησαν σε διαδοχικά στάδια, από τον Δεκέμβριο του 1860 έως τον Μάρτιο του 1861.
Ο Μιαούλης αναδείχθηκε για ακόμη μία φορά νικητής, εν μέσω όμως σοβαρών καταγγελιών για εκλογική νοθεία και εκτεταμένη τρομοκρατία. Οι πρακτικές αυτές είχαν ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό από το Κοινοβούλιο αρκετών ισχυρών προσωπικοτήτων της αντιπολίτευσης, γεγονός που επιβάρυνε ακόμη περισσότερο το ήδη τεταμένο πολιτικό κλίμα.
Ύστερα από την απόπειρα δολοφονίας της βασίλισσας Αμαλίας, ακολούθησε η στάση του Ναυπλίου, μία από τις σημαντικότερες εκδηλώσεις λαϊκής δυσαρέσκειας κατά του καθεστώτος της εποχής. Το επαναστατικό αυτό κίνημα, αν και καταπνίγηκε στις 25 Απριλίου 1862, ανέδειξε το βάθος της πολιτικής κρίσης που συγκλόνιζε τη χώρα. Αμέσως μετά την καταστολή της στάσης, ο Αθανάσιος Μιαούλης υπέβαλε την παραίτησή του από την πρωθυπουργία και παρέδωσε την εξουσία στον Γενναίο Κολοκοτρώνη.
Με την εκθρόνιση του βασιλιά Όθωνα και της βασίλισσας Αμαλίας, ο Μιαούλης επέλεξε να τους ακολουθήσει στην εξορία, ενέργεια που φανερώνει τη στενή προσωπική και πολιτική του σύνδεση με το οθωνικό καθεστώς. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1863, κατά την άνοδο του βασιλιά Γεωργίου Α΄ στον θρόνο, αλλά από τότε δεν ασχολήθηκε ξανά με την ενεργό πολιτική. Η αποστασιοποίησή του αυτή ερμηνεύεται, σύμφωνα με τις πηγές, από την απουσία ευρύτερης λαϊκής υποστήριξης, γεγονός που περιόρισε τη δυνατότητά του να συνεχίσει τον δημόσιο βίο.
Κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του, ο Αθανάσιος Μιαούλης συνέχισε την πολιτική του προκατόχου του στον τομέα των δημοσίων έργων, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στα εγγειοβελτιωτικά προγράμματα. Τα έργα αυτά αποσκοπούσαν στην αξιοποίηση ακαλλιέργητων εκτάσεων και στη μετατροπή τους σε γόνιμη γεωργική γη, γεγονός που συνδεόταν άμεσα με την αγροτική ανάπτυξη και τη βελτίωση των συνθηκών ζωής της αγροτικής τάξης.
Παράλληλα, μερίμνησε για την πρόοδο σημαντικών τεχνικών έργων, όπως η διάνοιξη και η γεφύρωση του πορθμού του Ευρίπου, ένα έργο μεγάλης σημασίας για την επικοινωνία και τις μεταφορές στην περιοχή. Η ολοκλήρωση του έργου αυτού ενίσχυσε τη σύνδεση της Εύβοιας με τη Στερεά Ελλάδα, συμβάλλοντας στην εμπορική και στρατιωτική κινητικότητα της εποχής.
Ο Αθανάσιος Μιαούλης πέθανε το 1867 στο Παρίσι, μακριά από την πολιτική σκηνή της Ελλάδας, την οποία είχε υπηρετήσει για σειρά ετών. Ο θάνατός του στο εξωτερικό, λίγα μόλις χρόνια μετά την αποχώρησή του από τον δημόσιο βίο, επισφράγισε το τέλος μιας πορείας στενά συνδεδεμένης με τη μοναρχική περίοδο του Όθωνα και τις πολιτικές μεταπτώσεις της μετεπαναστατικής Ελλάδας.
Σχόλια