Γεώργιος Σ. Μαριδάκης
Γεώργιος Σ. Μαριδάκης (1890–1979): Νομομαθής, Πανεπιστημιακός και Ακαδημαϊκός της Ελλάδος
Ο Γεώργιος Σ. Μαριδάκης, εξέχουσα μορφή της ελληνικής νομικής επιστήμης και της πνευματικής ζωής του 20ού αιώνα, γεννήθηκε στη Σίφνο το έτος 1890. Μετά την ολοκλήρωση των νομικών του σπουδών, άσκησε με επιτυχία το επάγγελμα του δικηγόρου, διατελώντας Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, τίτλος που φανερώνει την ανώτατη βαθμίδα της δικηγορικής ιδιότητας στην Ελλάδα.
Η ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία υπήρξε λαμπρή και μακρόπνοη. Το 1925 εξελέγη έκτακτος καθηγητής του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και, τέσσερα έτη αργότερα, το 1929, κατέλαβε τη θέση του τακτικού καθηγητή στην ίδια έδρα. Κατά την αποχώρησή του από το διδακτικό έργο, το 1960, ανεκηρύχθη ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου, ως ένδειξη αναγνώρισης της πολυετούς προσφοράς του.
Ο Μαριδάκης συμμετείχε ενεργά στη νομοπαραγωγική διαδικασία της χώρας. Από το 1929 έως το 1945 ήταν μέλος της επιτροπής σύνταξης του Ελληνικού Αστικού Κώδικα, ενώ κατά την περίοδο 1952–1958 προήδρευσε της επιτροπής που εκπόνησε τον Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου, συμβάλλοντας ουσιαστικά στον εκσυγχρονισμό του ελληνικού ιδιωτικού δικαίου.
Η συμβολή του στην ακαδημαϊκή και πνευματική ζωή αναγνωρίστηκε και από την Ακαδημία Αθηνών, στην οποία εξελέγη τακτικό μέλος το 1941. Το 1951 ανέλαβε την προεδρία της, και το 1959 εξελέγη αντεπιστέλλον μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών, τιμή που μαρτυρεί το κύρος του και εκτός ελληνικών συνόρων.
Ο Γεώργιος Μαριδάκης διακρίθηκε και στην υπηρεσία της πολιτείας. Το 1924 διετέλεσε Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ενώ το 1952 ανέλαβε Υπουργός Δικαιοσύνης στην υπηρεσιακή κυβέρνηση του Δημητρίου Κιουσοπούλου. Στο διεθνές νομικό πεδίο, διετέλεσε μέλος του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου της Χάγης το 1940 και, αργότερα, το 1959, Δικαστής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο Στρασβούργο. Δίδαξε, επίσης, το 1954 και το 1961 στην Ακαδημία Διεθνούς Δικαίου της Χάγης, καταγράφοντας διεθνή εκπαιδευτική παρουσία υψηλού κύρους.
Σημειωτέον ότι, παρά την αναγνώρισή του από το σύνολο σχεδόν του πολιτικού φάσματος, ο Μαριδάκης αρνήθηκε να συμμετάσχει στην 20μελή επιτροπή νομομαθών που προσεκλήθη να συντάξει το Σύνταγμα του 1968 κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών — απόφαση που υποδηλώνει στάση ευθυκρισίας και επιστημονικής ανεξαρτησίας.
Το έργο και η προσωπικότητά του τιμήθηκαν εν ζωή και μετά θάνατον. Του απονεμήθηκαν οι τίτλοι του επίτιμου διδάκτορα από το Πανεπιστήμιο των Παρισίων το 1954 και από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης το 1974. Απεβίωσε στην Αθήνα στις 5 Ιουνίου 1979, σε ηλικία 89 ετών. Η κηδεία του ετελέσθη με δημόσιες τιμές και μεταξύ των παρισταμένων ήταν και ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Τσάτσος, γεγονός που επισφραγίζει το μέγεθος της αναγνώρισης του ανδρός.
Η προτομή του κοσμεί το Κάστρο της γενέτειράς του, Σίφνου, υπενθυμίζοντας διαρκώς στους κατοίκους του νησιού και στους επισκέπτες τη συμβολή ενός εκ των επιφανεστέρων νομικών και διανοουμένων του νεοελληνικού κράτους.
Το συγγραφικό και επιστημονικό έργο του Γεωργίου Σ. Μαριδάκη: Θεμελιώσεις και συμβολές στη νομική επιστήμη
Το πνευματικό έργο του Γεωργίου Σ. Μαριδάκη χαρακτηρίζεται από ευρύτητα, επιστημονική αυστηρότητα και ιστορική ευαισθησία. Καθ’ όλη τη διάρκεια της μακράς ακαδημαϊκής του πορείας, συνέγραψε πλήθος μονογραφιών, άρθρων, γνωμοδοτήσεων και επιστημονικών ανακοινώσεων, διαμορφώνοντας σε μεγάλο βαθμό το σώμα του ελληνικού ιδιωτικού και διεθνούς δικαίου κατά τον 20ό αιώνα.
Από τις πρώτες του μελέτες, ήδη από το 1911, διαφαίνεται η εις βάθος προσέγγισή του στα θεμελιώδη ζητήματα του δικαίου. Στη μελέτη Η νομική θέσις της γυναικός εν τω αυστηρώ γάμω των Ρωμαίων, αναλύει με ακρίβεια τις νομικές προϋποθέσεις και συνέπειες της ρωμαϊκής conjugalis potestas, φανερώνοντας εξ αρχής την ιστορική διάσταση της νομικής του σκέψης. Ακολουθεί το 1915 η μελέτη Περί των προικώων συμβολαίων ως συστατικών του γάμου κατά το ιουστινιάνειον δίκαιον και της επιρροής του ελληνικού δικαίου, έργο όπου συναντώνται η ρωμαϊκή και η βυζαντινή παράδοση του ιδιωτικού δικαίου.
Με το έργο του Ο χρόνος επί της διά χρησικτησίας συστάσεως των δουλειών εν τω βυζαντινώ και ισχύοντι δικαίω (1916), εισέρχεται στην κατεξοχήν ιστορικο-συγκριτική μελέτη της έννοιας της δουλείας, η οποία διαπερνά διαχρονικά το δίκαιο των ακινήτων. Οι πολυετείς του έρευνες γύρω από το θεσμό του διαζυγίου εκτείνονται από το 1921 έως το 1938, με έργα όπως Το διαζύγιον κατά το εν Ελλάδι ισχύον δίκαιον, Το διαζύγιον κατά το ελληνικόν και το ρωμαϊκόν δίκαιον, καθώς και Το διαζύγιον κατά το ιδιωτικόν διεθνές δίκαιον. Οι μελέτες αυτές συνιστούν διαδοχικούς σταθμούς στην επιστημονική παρακολούθηση της εξέλιξης του οικογενειακού δικαίου στην Ελλάδα και την Ευρώπη.
Παράλληλα, το 1922 δημοσιεύεται το έργο Το αστικόν δίκαιον εν ταις Νεαραίς των βυζαντινών αυτοκρατόρων, όπου αναδεικνύεται η βυζαντινή συμβολή στη μεταρρύθμιση του ιδιωτικού δικαίου. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η συμβολή του με τη μονογραφία Η κτητική δύναμις του νομίσματος και αι σχέσεις αστικού δικαίου (1924), όπου εξετάζει τις θεμελιώδεις σχέσεις δικαίου και οικονομίας, θέτοντας προβληματισμούς που διατηρούν την επικαιρότητά τους.
Στην κατηγορία του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, ο Μαριδάκης διακρίνεται ως πρωτοπόρος με το έργο Αι σύγχρονοι κατευθύνσεις του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (1927), αλλά και με τη δίτομη πραγματεία Ιδιωτικόν Διεθνές Δίκαιον, η οποία κυκλοφόρησε σε δύο περιόδους (1950 και 1954–1958), αποτελώντας μια από τις σημαντικότερες ελληνικές συνεισφορές στον χώρο.
Η ενασχόλησή του με την αποδοχή και ισχύ των αλλοδαπών αποφάσεων εκφράζεται μέσα από έργα όπως Η αντίφασις των αλλοδαπών αποφάσεων εις αποδεδειγμένα πράγματα (1930) και Διαζύγιον αλλοδαπών εν Ελλάδι (1933), ενώ με το Σχέδιον Αστικού Κώδικος (1936), τόσο στις Γενικές αρχές όσο και στο Δίκαιον των προσώπων, διαδραματίζει ενεργό ρόλο στη θεμελίωση του μεταπολεμικού νομοθετικού έργου.
Η επιστημονική του συμβολή στον Αστικό Κώδικα εδραιώνεται με την έκδοση του Αστικού Κώδικος ως διετυπώθη τελικώς υπό της επιτροπής του Νόμου 2145/1945 και τις επόμενες μελέτες του, όπως Το ζήτημα του Αστικού Κώδικος (1946) και Τα κύρια χαρακτηριστικά της ελληνικής κωδικοποιήσεως (1947), στα οποία αποτιμά τις επιλογές του κωδικοποιητικού έργου.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το έργο Ο Δημοσθένης, θεωρητικός του Δικαίου (1951), όπου η φιλολογική προσέγγιση του νομομαθούς Μαριδάκη συναντά την κλασική ρητορική, επιβεβαιώνοντας τη σπάνια παιδεία του. Ένα έργο ιδιότυπο, που εξέπληξε μεταγενέστερα, είναι η μελέτη Ο υπερβολικός οργασμός γυναικός ως λόγος διαζεύξεως, η οποία εκδόθηκε σε ξεχωριστό τόμο το 2006, και καταδεικνύει την προθυμία του συγγραφέα να ερευνά ακόμη και τα πλέον ευαίσθητα ή παραγνωρισμένα θέματα της κοινωνικής ζωής μέσα από νομική σκοπιά.
Αξιομνημόνευτη υπήρξε και η συνεισφορά του στο πεδίο των νομικών μεταφράσεων. Μαζί με τον συνάδελφό του Χρήστο Πράτσικα μετέφρασαν τους Πανδέκτες του Ρεγελσβέργερ, ένα έργο θεμελιώδους σημασίας για τη ρωμαϊκή νομική γραμματεία και την κατανόησή της από το ελληνικό νομικό κοινό.
Το συγγραφικό αποτύπωμα του Μαριδάκη παραμένει αδιαμφισβήτητο: η ευρυμάθεια, η φιλολογική του ευαισθησία, η ιστορική και συγκριτική του μέθοδος, αλλά και η αδιάλειπτη αναφορά του στις ουσιαστικές ανάγκες της κοινωνίας και της έννομης τάξης, τον κατατάσσουν στους κορυφαίους νομομαθείς του ελληνικού 20ού αιώνα.
Σχόλια