Σαράντος Αγαπηνός (Τέλλος Άγρας)
Η μορφή και η δράση του ενέπνευσαν όχι μόνο τους συναγωνιστές του, αλλά και τη συλλογική μνήμη του ελληνικού λαού, περνώντας στην αθανασία μέσα από δημοτικά τραγούδια και λαϊκές αφηγήσεις. Ξεχωριστή θέση στην πνευματική αποτύπωση της ζωής του κατέχει το ιστορικό μυθιστόρημα «Στα μυστικά του Βάλτου» της Πηνελόπης Δέλτα, έργο που αναδεικνύει με λογοτεχνική δύναμη το ηρωικό ήθος του και τον βαθύ πατριωτισμό του.
Το πραγματικό όνομα του Τέλλου Άγρα ήταν Σαραντέλλος ή Σαράντος Αγαπηνός. Αν και επίσημα αναφέρεται ως τόπος γεννήσεώς του οι Γαργαλιάνοι Μεσσηνίας, στην πραγματικότητα γεννήθηκε το 1880 στο Ναύπλιο, όπου υπηρετούσε τότε ο πατέρας του, Ανδρέας Αντωνίου Αγαπηνός, ως Εφέτης. Ο Ανδρέας, γηγενής των Γαργαλιάνων, αποφάσισε εν τέλει να εγγράψει τον γιο του στα μητρώα αρρένων της ιδιαίτερης πατρίδας του, πράξη που προσδιόρισε και την επίσημη καταγωγή του Σαράντου.
Ο Σαράντος προερχόταν από ιστορική και δραστήρια οικογένεια των Γαργαλιάνων, την οικογένεια Αγαπηνών, με έντονη παρουσία στα γεγονότα της Επανάστασης του 1821. Ο προπάππος του, Αντώνιος Αγαπηνός, υπήρξε έφορος της επιμελητείας του Αγώνα, συμβάλλοντας στον ανεφοδιασμό και την οργάνωση των επαναστατικών δυνάμεων. Αξιοσημείωτη είναι και η μορφή του Διονυσίου Αγαπηνού, αδελφού του παππού του Σαράντου, ο οποίος ως οπλαρχηγός ηγήθηκε περίπου εκατό Γαργαλιανιωτών σε κρίσιμες μάχες του Αγώνα, όπως στα Δερβενάκια, στην εκστρατεία των Αθηνών, στη μάχη των Παλαιών Πατρών και στην πολιορκία του Νιόκαστρου στην Πύλο. Τόσο ο ίδιος όσο και ο παππούς του μετέπειτα Τέλλου Άγρα υπέγραψαν ως δημογέροντες των Γαργαλιάνων σε διάφορα έγγραφα της εποχής τους, γεγονός που μαρτυρά τη σημαίνουσα θέση της οικογένειας στα τοπικά κοινά. Ο Διονύσιος Αγαπηνός υπήρξε επίσης μέλος της Φιλικής Εταιρείας, αποδεικνύοντας τη βαθιά του ανάμειξη στα προεπαναστατικά δίκτυα.
Ο Σαράντος είχε ακόμη δύο αδελφούς: τον Αντώνη Αγαπηνό (γενν. στην Τρίπολη το 1877 – απεβ. στη Σύρο το 1923) και τον Νίκο Αγαπηνό (γενν. στο Ναύπλιο το 1890 – απεβ. στο Μπένι Σουέφ της Αιγύπτου το 1947), οι οποίοι έζησαν και διέπρεψαν σε άλλες περιοχές του ελληνικού κόσμου. Η οικογένεια, με ρίζες βαθιές στην ιστορία και την εθνική δράση, σημάδεψε με το παράδειγμά της τις μεταγενέστερες γενιές και ανέδειξε τον Τέλλο Άγρα ως φυσικό συνεχιστή μιας πατριωτικής παράδοσης με ρίζες στο ’21.
Σπουδές και η είσοδος στον Μακεδονικό Αγώνα
Το 1901, ο Σαράντος Αγαπηνός αποφοίτησε από τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και τοποθετήθηκε στη φρουρά των Αθηνών. Ωστόσο, η βαθιά του επιθυμία να προσφέρει στην πατρίδα ουσιαστικό και ενεργό έργο, πέρα από τα όρια της υπηρεσιακής ρουτίνας, τον οδήγησε λίγους μόλις μήνες αργότερα σε μια γενναία απόφαση: εθελοντικά κατατάχθηκε στα αντάρτικα στρατιωτικά σώματα που αγωνίζονταν στη Μακεδονία, αντιμέτωπα με τη βίαιη δράση των Βουλγάρων κομιτατζήδων.
Παρά το νεαρό της ηλικίας του, κατόρθωσε σύντομα να αναλάβει τη διοίκηση ενός ανταρτικού σώματος, το οποίο προετοίμαζε στον Βόλο ο ήδη διακεκριμένος καπετάνιος του Αγώνα, καπετάν Ακρίτας, κατά κόσμον Κωνσταντίνος Μαζαράκης. Η ανάθεση αυτής της ευθύνης στον Σαράντο μαρτυρεί όχι μόνο τις στρατιωτικές του ικανότητες, αλλά και την αποφασιστικότητά του να αφοσιωθεί ολόψυχα στην υπεράσπιση του ελληνικού στοιχείου της Μακεδονίας, σε μια περίοδο κρίσιμη για τη μοίρα της περιοχής.
Επαναστατική δράση στον Μακεδονικό Αγώνα
Με τον βαθμό του υπολοχαγού, ο Σαράντος Αγαπηνός εντάχθηκε ως αντάρτης στον Βάλτο των Γιαννιτσών, μια περιοχή στρατηγικής σημασίας για την εξέλιξη του Μακεδονικού Αγώνα. Εκεί, ανέλαβε ηγετικό ρόλο στις συγκρούσεις με τους Βούλγαρους κομιτατζήδες, αντιμετωπίζοντας όχι μόνο την εχθρική δράση αλλά και τις αντίξοες συνθήκες του βάλτου—τους τραυματισμούς, τις ασθένειες και τη σωματική καταπόνηση—χωρίς ποτέ να λυγίσει ή να εγκαταλείψει τον αγώνα.
Τον Σεπτέμβριο του 1906, κατόπιν αποφάσεως του Γενικού Προξενείου Θεσσαλονίκης, οργανώθηκε η αποστολή τριών νεοσυγκροτημένων ελληνικών σωμάτων στη λίμνη των Γιαννιτσών, με σκοπό την αναχαίτιση της βουλγαρικής επιρροής στην περιοχή. Ύστερα από μεσολάβηση του Νικολάου Ρόκα, ο Αγαπηνός εκλήθη να συμμετάσχει στην επιχείρηση. Το σώμα του ήταν το πρώτο που εισήλθε στην περιοχή, στις αρχές του μηνός, αποτελούμενο από είκοσι άνδρες. Λίγες ημέρες αργότερα κατέφθασαν και τα σώματα του υπολοχαγού του πεζικού Κωνσταντίνου Σάρρου (Κάλα) και του ανθυποπλοιάρχου Ιωάννη Δεμέστιχα (Νικηφόρου), καθένα εκ των οποίων διέθετε εικοσιπέντε μαχητές.
Κύρια αποστολή των ελληνικών αυτών ομάδων ήταν η εκδίωξη των βουλγαρικών ενόπλων συμμοριών από το νοτιοδυτικό τμήμα της λίμνης, όπου οι τελευταίοι είχαν εγκατασταθεί με ισχυρές δυνάμεις. Η επιχείρηση αποσκοπούσε στο να καταστήσει τον βάλτο κέντρο ανεφοδιασμού και ορμητήριο των ελληνικών σωμάτων για τις επιχειρήσεις τους σε ολόκληρη την Κεντρική Μακεδονία.
Ωστόσο, στις 5 Ιουνίου 1907, η ευθύτητα και η τιμιότητα του Τέλλου Άγρα μετατράπηκαν σε παγίδα. Ο Βούλγαρος βοεβόδας Ζλάταν, εκμεταλλευόμενος τον χαρακτήρα του, τον κάλεσε άοπλο σε δήθεν συνάντηση συμφιλίωσης. Αντί αυτής, τον αιχμαλώτισε και λίγες ημέρες αργότερα τον κρέμασε κοντά στο χωριό Τέχοβο (σημερινή Καρυδιά), στην περιοχή της Έδεσσας, θέτοντας τραγικό τέλος στη σύντομη αλλά ηρωική πορεία του Σαράντου Αγαπηνού στον Αγώνα για τη Μακεδονία.
Η ύστατη φάση της δράσης του Άγρα και η τραγική του κορύφωση
Τον Νοέμβριο του 1906, το σώμα του Σαράντου Αγαπηνού προέβη σε επιθετική ενέργεια με σκοπό την κατάληψη της καλύβας Κούγκα, σημείου-κλειδιού για τον έλεγχο της περιοχής. Η επιχείρηση, όμως, δεν στέφθηκε με επιτυχία· ο ίδιος ο Άγρας τραυματίστηκε και αναγκάστηκε να μεταφερθεί στη Θεσσαλονίκη για νοσηλεία. Παρά τις δυσκολίες, μέσα σε μια μόλις εβδομάδα επέστρεψε στο πεδίο δράσης, επιβεβαιώνοντας την αφοσίωσή του στον Αγώνα.
Στα τέλη Φεβρουαρίου του 1907, αναγκάστηκε να αποχωρήσει από τη λίμνη των Γιαννιτσών και να εγκατασταθεί στη Νάουσα, τόσο για να αναρρώσει από τα τραύματα και τους διαρκείς πυρετούς που τον ταλαιπωρούσαν, όσο και για να συντονίσει τον αγώνα της ευρύτερης περιοχής από μια ασφαλέστερη βάση. Αν και η υγεία του είχε πλέον κλονιστεί σοβαρά, δεν έπαψε να συμμετέχει ενεργά, καταβάλλοντας τις τελευταίες του δυνάμεις στην υπηρεσία του εθνικού σκοπού.
Τον Απρίλιο του 1907, το Γενικό Προξενείο Θεσσαλονίκης, αναγνωρίζοντας την κόπωση των ανδρών και τη μακρά διάρκεια της εμπλοκής τους, αποφάσισε να αντικαταστήσει τους παλαιούς αρχηγούς και αντάρτες με νεότερες δυνάμεις. Ανάμεσα στους αποχωρούντες ήταν και ο Τέλλος Άγρας.
Ωστόσο, ο ίδιος δεν έπαψε να ενημερώνεται και να παρακολουθεί τις εξελίξεις. Πληροφορίες που κατέφθαναν επανειλημμένα έκαναν λόγο για κάμψη του ηθικού μεταξύ των βουλγαρικών κομιτατζήδικων ομάδων, καθώς και για διάθεση αποσκίρτησης πολλών στελεχών τους. Ανάμεσα σ’ αυτούς, ξεχώριζε ο φημισμένος βοεβόδας Ζλάταν, ο οποίος φαινόταν πρόθυμος να διακόψει τους δεσμούς του με το βουλγαρικό κομιτάτο και να προσχωρήσει στον ελληνικό αγώνα.
Ο Άγρας χαιρέτισε θερμά αυτή τη διάθεση, διακρίνοντας σε αυτήν μια μοναδική ευκαιρία: να επισφραγίσει την πολύπλευρη δράση του με μια θεαματική μετάβαση σημαντικής ομάδας πρώην αντιπάλων στο πλευρό του Ελληνισμού. Για τον ίδιο, τούτη η εξέλιξη θα μπορούσε να αποτελέσει όχι μόνο στρατηγικό θρίαμβο αλλά και ηθική δικαίωση ενός αγώνα που έδωσε με γενναιότητα, αυταπάρνηση και πίστη μέχρι το τέλος.
Η προδοσία και το τραγικό τέλος του Καπετάν Τέλλου Άγρα
Είχαν προηγηθεί αρκετές διμερείς συναντήσεις μεταξύ του Τέλλου Άγρα και του Βούλγαρου βοεβόδα Ζλάταν, προτού φτάσουν στην τελική, μοιραία επαφή, στις 3 Ιουνίου 1907. Κατά τη συνάντηση εκείνη, οι Βούλγαροι κομιτατζήδες της ΕΜΕΟ – Κασάπτσε, Χαντούρη και Ζλάταν – παραβίασαν κάθε συμφωνηθέν όρο: συνέλαβαν τον Άγρα και τον συναγωνιστή του Αντώνη Μίγγα, αφήνοντας ελεύθερους τους υπόλοιπους άνδρες της συνοδείας, ίσως για να διαδοθεί το γεγονός και να προκαλέσει σύγχυση και φόβο.
Οι δύο Έλληνες μαχητές υπέστησαν δημόσια διαπόμπευση, περιφερόμενοι δεμένοι και ξυπόλυτοι σε χωριά της περιοχής, σαν αιχμάλωτοι, με στόχο να αναπτερωθεί το ηθικό των τρομοκρατημένων υποστηρικτών των κομιτατζήδων. Στο Σαρακηνό (τότε Σαρακίνοβο), το οποίο θεωρούνταν «Μικρή Σόφια» και αποτελούσε ορεινό ορμητήριο των Βουλγάρων, δεν έδειξαν ούτε ίχνος σεβασμού προς την τιμή και την αξιοπρέπεια των δύο Ελλήνων αιχμαλώτων.
Η τραγωδία κορυφώθηκε τη νύχτα της 7ης Ιουνίου 1907, όταν οι κομιτατζήδες απήγαγαν και απαγχόνισαν τους Άγρα και Μίγγα μεταξύ των χωριών Τέχοβο (σημερινή Καρυδιά) και Βλάδοβο (νυν Άγρας). Η εικόνα των δύο απαγχονισμένων αγωνιστών κάτω από μια καρυδιά χαράχτηκε βαθιά στη μνήμη των κατοίκων· το γεγονός συγκλόνισε τον ελληνισμό της Μακεδονίας και έγινε αιτία αναζωπύρωσης του αγώνα, με ακόμα μεγαλύτερη ένταση και περισσότερες επιτυχίες εκ μέρους των Ελλήνων.
Ο θάνατος του Τέλλου Άγρα έγινε θρύλος· η λαϊκή μνήμη τον τίμησε με μοιρολόγια και τραγούδια, που διέσωσαν τη μορφή του ως ήρωα και μάρτυρα.
Ως ελάχιστο φόρο τιμής, το χωριό Τέχοβο, τόπος του απαγχονισμού, μετονομάστηκε σε Καρυδιά, από το δέντρο όπου κρεμάστηκαν οι δύο αγωνιστές. Το Βλάδοβο, όπου ετάφησαν κοντά στον ναό του Αγίου Δημητρίου, έλαβε αργότερα την ονομασία Άγρας, προς αιώνια ανάμνηση του ήρωα.
Η θυσία του Καπετάν Άγρα δεν έμεινε μόνο στη συλλογική μνήμη του λαού· ενέπνευσε και τη λογοτεχνία. Η Πηνελόπη Δέλτα, συγκλονισμένη από την ιστορία του, τον απαθανάτισε στο εμβληματικό της μυθιστόρημα «Στα μυστικά του Βάλτου», δίνοντάς του μια θέση πέρα από την Ιστορία: στη συνείδηση του Γένους.
Σχόλια