Γεώργιος Μιστριώτης
Η σταθερή αντίθεσή του προς τη δημοτική γλώσσα επέφερε στον Γεώργιο Μιστριώτη τον χαρακτηρισμό του αντιδραστικού, γεγονός που οδήγησε σε μείωση της εκτίμησης προς το πλούσιο και σοβαρό επιστημονικό του έργο. Παρότι η ιστορία τον έχει συνδέσει κυρίως με τα οξεία γεγονότα των «Ορεστειακών», δεν υπήρξε άκαμπτος στη στάση του απέναντι στη δημοτική, όπως αποδεικνύεται από την απόφασή του, το 1873, να βραβεύσει ως εισηγητής σε ποιητικό διαγωνισμό την ποιητική συλλογή «Η φωνή της καρδιάς μου» του Δημητρίου Καμπούρογλου, έργο γραμμένο στη δημοτική γλώσσα.
Το φιλολογικό του αποτύπωμα στα ομηρικά έπη, στα έργα του Πλάτωνα, καθώς και στις τραγωδίες των τριών μεγάλων τραγικών ποιητών, παραμένει αλώβητο στον χρόνο, αποτελώντας έως σήμερα πρότυπα ανάλυσης και ερμηνείας. Ιδιαίτερη θέση στην επιστημονική του παραγωγή κατέχει το έργο του «Ἡ Ἑλληνικὴ Γραμματολογία μέχρι τῆς ὑπὸ τῶν Τούρκων ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως», εκδοθέν σε δύο τόμους το 1897. Πρόκειται για μία λεπτομερή ιστορική καταγραφή της αρχαίας και μεσαιωνικής ελληνικής λογοτεχνίας, η οποία, μολονότι στηρίζεται κατά κύριο λόγο σε γερμανικές πηγές, διατηρεί το κύρος της ως ένα από τα ελάχιστα ολοκληρωμένα έργα του είδους που έχουν συνταχθεί από Έλληνα φιλόλογο.
Ο Γεώργιος Μιστριώτης υπηρέτησε ως πρόεδρος σε κορυφαίους επιστημονικούς και πολιτιστικούς φορείς της εποχής του, μεταξύ των οποίων η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία, η Εταιρεία προς Διδασκαλίαν των Αρχαίων Ελληνικών Δραμάτων, η Εταιρεία των Φίλων του Λαού και η Αρχαιολογική Εταιρεία. Με την προσφορά και την αφοσίωσή του στην πνευματική ζωή της πατρίδας, ο Μιστριώτης άφησε παρακαταθήκη έναν πλούσιο κληρονομικό θησαυρό, τον οποίο διέθεσε για κοινωφελείς σκοπούς στην γενέτειρά του, την Τρίπολη. Μεταξύ των έργων που χρηματοδοτήθηκαν με την κληρονομία του ήταν και η ανέγερση του Μιστριώτειου Διδακτηρίου, όπου σήμερα στεγάζονται το 1ο Γυμνάσιο και το 1ο Λύκειο Τρίπολης, ενώ εκεί φυλάσσονται και τα προσωπικά του βιβλία και συγγράμματα, διατηρώντας ζωντανή την πνευματική του κληρονομιά.
Η Συμβολή του στο Ελληνικό Θέατρο
Ως καθηγητής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρόεδρος πολυάριθμων συλλόγων, μεταξύ των οποίων και της ιδρυθείσας το 1895 «Ἑταιρείας πρὸς διδασκαλίαν τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν Δραμάτων», υπήρξε καθοριστική η συμβολή του στην εποχή του, ιδίως σε ό,τι αφορά το πολυσυζητημένο Γλωσσικό ζήτημα. Μέσα από την ως άνω εταιρεία, αλλά και χάρη στην σχολιασμένη έκδοση των αρχαίων τραγικών έργων, άσκησε σημαντική επιρροή στις κατευθύνσεις του ελληνικού δραματολογίου, επηρεάζοντας ουσιωδώς τις επιλογές και την ερμηνεία των θιάσων της εποχής.
Εντασσόμενος στην παράδοση του Διαφωτισμού, αποτέλεσε έναν από τους τελευταίους εκπροσώπους ενός κινήματος που πίστευε ακράδαντα πως η αρχαία Ελλάδα θα αναζωογονείτο στον ίδιο τόπο όπου άνθησε κάποτε, μέσω της εμφάνισης νέων δημιουργών, σύγχρονων Σοφοκλήδων και Ευριπίδων. Αυτή η ανάσταση του αρχαίου πνεύματος θα γινόταν ορατή και μέσω της προόδου και ανανέωσης του Ελληνικού Θεάτρου. Στην προοπτική αυτή, καταλυτικό ρόλο έπαιξε η ανακάλυψη, κατά τις δεκαετίες 1850-1860, των αρχαίων θεάτρων της Ακρόπολης —του Ωδείου του Ηρώδου του Αττικού και του Θεάτρου του Διονύσου— γεγονός που έδωσε νέα ώθηση στο όραμα της θεατρικής αναγέννησης.
Κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, διακεκριμένος φιλόλογος, καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και επιφανής δραματουργός, ανέλαβε με ζήλο την προσπάθεια αναστήλωσης και επαναλειτουργίας των αρχαίων θεάτρων των Αθηνών. Με συνέπεια και όραμα, επιδίωξε την ένταξή τους στην πολιτιστική και καλλιτεχνική ζωή της πρωτεύουσας, επιδιώκοντας να καταστήσει τους χώρους αυτούς εκ νέου ζωντανά κέντρα θεατρικής έκφρασης.
Ωστόσο, ο άνθρωπος που οδήγησε την όλη προσπάθεια στην πληρέστερη πραγμάτωσή της, προτείνοντας τη χρήση του αυθεντικού αρχαίου λόγου στις θεατρικές παραστάσεις των τραγικών ποιητών, υπήρξε ο νεότερος συνάδελφός του, Γεώργιος Μιστριώτης, επίσης καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1896, με αφορμή τη διεξαγωγή των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων της νεότερης εποχής, εγκαινίασε σειρά παραστάσεων σε αρχαία ελληνική γλώσσα με τη συμμετοχή φοιτητών· μια πρωτοβουλία που εκτεινόταν σε ολόκληρη την επόμενη δεκαετία και έθεσε, σε ιδεολογικό και αισθητικό επίπεδο, τα θεμέλια για την αναβίωση του αρχαίου θεάτρου κατά τον 20ό αιώνα.
Οραματιστής και βαθύς γνώστης της ελληνικής κλασικής γραμματείας, ο Μιστριώτης υπήρξε ο εισηγητής της συστηματικής αξιοποίησης των αρχαίων θεάτρων της χώρας για την καθιέρωση τακτικών, ετήσιων δραματικών περιόδων. Η πρότασή του δεν περιοριζόταν στη σφαίρα της τέχνης ή του λόγου, αλλά διευρυνόταν με στόχο την πολιτιστική ανάδειξη της Ελλάδας και την ανάπτυξη του τουρισμού μέσω της σκηνικής αναβίωσης της τραγικής ποίησης. Επιπλέον, ήταν ο πρώτος που συνέλαβε τη δυνατότητα σύζευξης των αρχαίων παραστάσεων με τη ζωντανή ελληνική μουσική παράδοση —τόσο τη δημοτική όσο και την εκκλησιαστική— επιδιώκοντας την ηχητική επένδυση των έργων με γηγενή, πολιτισμικά οικεία μέσα.
Η έντονη, όμως, ανάμειξή του στα γεγονότα των Ορεστειακών το 1903 —μία από τις κορυφαίες στιγμές της σύγκρουσης μεταξύ καθαρευουσιάνων και δημοτικιστών— είχε ως συνέπεια την πολιτική και ιδεολογική του στοχοποίηση. Η μεταγενέστερη υποτίμηση του έργου του από τις επόμενες γενιές, καθώς και η αποσιώπηση της ιστορικής του σημασίας, στέρησαν για καιρό από την ελληνική ιστοριογραφία του θεάτρου την πλήρη αποτίμηση της συμβολής του.
Οι θεωρήσεις του Μιστριώτη περί του καίριου ρόλου του θεάτρου ως μέσου ανασύστασης και πνευματικής αναγέννησης του νέου Ελληνισμού βρίσκονται κυρίως αποτυπωμένες στις προσφωνήσεις που εκφώνησε προ της παρουσίασης των αρχαίων δραματικών έργων, καθώς και στην επίσημη προκήρυξη που απηύθυνε προς τον Ελληνικό λαό, υπό την ιδιότητά του ως εκπροσώπου της «Ἑταιρείας πρὸς διδασκαλίαν τῶν Ἀρχαίων Δραμάτων». Από αυτά τα κείμενα αναδύονται ορισμένες κρίσιμες φράσεις, οι οποίες αποκαλύπτουν το βάθος της πεποίθησής του:
«Τὸ θέατρον ἀποτελεῖ τὴν γνησιωτάτην εἰκόνα παντὸς λαοῦ καὶ πάσης ἐποχῆς. Εἶναι τὸ μέγιστον σχολεῖον τοῦ ἔθνους, ἐν ᾧ συγκεντρώνονται ἄνδρες ὑψίστης ἐπιρροῆς, ἔχοντες τὴν δύναμιν νὰ ὠφελήσωσι ἢ νὰ βλάψωσι τὴν πολιτείαν. Ἐν τούτῳ ὑπάρχει ἀνάγκη ἀναβαθμίσεως τοῦ ἐθνικοῦ θεάτρου, ὥστε νὰ ἐνισχυθῇ καὶ ὁ ἐθνικὸς βίος. Ἡ διδασκαλία τῶν ἀρχαίων δράματων ἐπιδιώκει νὰ διεγείρῃ καὶ τὰς ζωηρὰς συμπαθείας τοῦ πεπολιτισμένου κόσμου. Ἐν τῇ πατρίδι ἡμῶν, κατὰ τὴν ἔαρ, καταφθάνουσι χιλιάδες φιλαρχαῖοι, οἵτινες συνεπαίρονται ἐκ τῆς θέας τῶν ἐρειπίων τῆς κλασικῆς ἀρχαιότητος διὰ ἀφάτου ἐνθουσιασμοῦ. Ἐὰν δὲ αἱ ταφαί τῶν προγόνων καὶ τὰ ψυχρὰ μάρμαρα ἀναζωπυροῦσι τὰς καρδίας αὐτῶν, οὐκ ἄρα ἡ θεία φωνὴ τοῦ Σοφοκλέους, ἐξερχομένη ἐκ τοῦ ἀρχαίου θεάτρου, ἐν ᾧ νῦν γλαῦκες κρώζουσι, δὲν θὰ ἐμπνέῃ τὰς εὐγενεστάτας καρδίας τῶν φιλομούσων;»
Οι εν λόγω παραστάσεις κατέστησαν πρότυπο του επιδιωκόμενου σκοπού· οι θεατές βίωσαν βαθιά συγκίνηση, ώστε ένθερμοι και επιφανείς άνδρες, αλλοεθνείς και Έλληνες, λύγισαν μπροστά στη διδασκαλία της «Αντιγόνης», και μάλιστα ένας εξ αυτών ανεκάλυψε με οδύνη την φράση: «πῶς ἤμεθα καὶ πῶς κατηντήσαμεν».
Άλλη σημαντική και θετική συνεισφορά του Μιστριώτη προς το ελληνικό θέατρο υπήρξε η παρότρυνση νεαρών κοριτσιών, προερχόμενων από το Πανεπιστήμιο και το Αρσάκειο, να αναλάβουν τους γυναικείους ρόλους των δραμάτων. Με τον τρόπο αυτό άρχισε να απενοχοποιείται και να αποκαθίσταται η θέση της επαγγελματίας ηθοποιού. Μία από τις δυσχέρειες που αντιμετώπιζαν τότε οι θίασοι ήταν η ανεύρεση γυναικών για τους γυναικείους ρόλους, οι οποίοι αναγκαστικά ανατίθεντο σε άνδρες. Παράλληλα, η εισαγωγή μορφωμένων γυναικών στο επάγγελμα συνέβαλε σημαντικά στην άρση μιας άλλης δυσκολίας, ήτοι στην εύρεση ηθοποιών ικανοτήτων ανάγνωσης, δεδομένου ότι ο αναλφαβητισμός βρισκόταν τότε σε δυσθεώρητα ύψη.
Περαιτέρω, ο Μιστριώτης δεν αρνήθηκε να συμμετάσχει στις προσπάθειες που στόχευαν στη σύνδεση των μετοικισάντων στην πρωτεύουσα Τριπολιτών με την γενέθλια πόλη τους. Έτσι, το 1899 εξελέγη παμψηφεί αντιπρόσωπος των «Φιλοπροόδων» στη Γενική Συνέλευση του Συνδέσμου Γυμναστικών και Αθλητικών Ελληνικών Συλλόγων, ενώ υπήρξε επίσης ένα από τα ιδρυτικά μέλη του «Μαντινικού Συλλόγου», στον οποίο συμμετείχαν ορισμένες από τις πλέον εξέχουσες προσωπικότητες καταγόμενες από τη Μαντινεία και εγκατεστημένες στην Αθήνα.
Σχόλια