Ο Οδυσσέας Βερούσης ή Ανδρούτσος (Ιθάκη, περ. 1790 – Αθήνα, 5 Ιουνίου 1825) υπήρξε μία από τις πιο αντιφατικές και ηρωικές μορφές του Αγώνα της Ανεξαρτησίας του 1821. Γνωστός για τη γενναιότητά του και την πολεμική του δεινότητα, υπηρέτησε αρχικώς ως οπλαρχηγός στην υπηρεσία του Αλή Πασά, αλλά από το 1820 και έπειτα αφιέρωσε τις δυνάμεις του στην επαναστατημένη Ελλάδα.
Κατά το 1825, εν μέσω της πολιτικής και στρατιωτικής αναστάτωσης που ταλάνιζε την Επανάσταση, ο Ανδρούτσος κατηγορήθηκε για συνεννόηση με τους Οθωμανούς· η κατηγορία αυτή οδήγησε στη σύλληψη και φυλάκισή του στην Ακρόπολη των Αθηνών. Πριν προλάβει να δικαστεί, δολοφονήθηκε εν ψυχρώ, στις 5 Ιουνίου 1825, κατ’ εντολή του Γεωργίου Γκούρα, ενός άλλοτε συμπολεμιστή και έμπιστού του.
Ο Οδυσσέας ήταν γιος του καπετάν Ανδρέα Βερούση, γνωστού με το προσωνύμιο καπετάν Ανδρούτσος, αρβανίτικης καταγωγής, και της Ακριβής Τσαρλαμπά, ελληνίδας από την Πρέβεζα. Υπάρχει διχογνωμία ως προς τον ακριβή τόπο και χρόνο της γέννησής του: σύμφωνα με ορισμένες πηγές, γεννήθηκε στην Πρέβεζα τον Δεκέμβριο του 1790· κατά άλλες, στην Ιθάκη· ενώ άλλες μαρτυρίες τοποθετούν το έτος γεννήσεώς του μεταξύ 1788 και 1790.
Η βάπτισή του τελέστηκε στην Ιθάκη και το όνομα “Οδυσσέας” του δόθηκε συμβολικά, αντλώντας από τον επώνυμο ομηρικό ήρωα του νησιού. Νονοί του υπήρξαν εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής: η Μαρία Σοφιανού, σύζυγος του θρυλικού ναυάρχου Λάμπρου Κατσώνη και κόρη προκρίτου της Κέας, καθώς και ο Ιωάννης Ζαβός, επιφανής άρχοντας της Ιθάκης.
Η παιδική και εφηβική ηλικία του Ανδρούτσου διαμορφώθηκε μέσα σε ένα περιβάλλον πολιτικής ρευστότητας, αγωνιστικών παραδόσεων και ενίοτε περιπετειώδους ζωής, συνθήκες που θα σφυρηλατήσουν τον χαρακτήρα και τη στρατιωτική του πορεία.
Πρέβεζα, Ιθάκη, Λευκάδα
Τα πρώτα χρόνια της ζωής του Οδυσσέα Ανδρούτσου σημαδεύτηκαν από τραγικά γεγονότα και διαρκείς μετακινήσεις, υπό το βάρος της ιστορικής περιδίνησης του τέλους του 18ου αιώνα. Ο πατέρας του, καπετάν Ανδρέας Βερούσης (Ανδρούτσος), υπήρξε αγωνιστής της επανάστασης του Λάμπρου Κατσώνη· η δράση του όμως επισύρει τη σύλληψή του από τις βενετικές αρχές, την παράδοσή του στους Οθωμανούς και τελικώς τον αποκεφαλισμό του στην Κωνσταντινούπολη, το έτος 1797. Ο μικρός Οδυσσέας έμεινε τότε ορφανός από πατέρα σε ηλικία μόλις επτά ετών.
Η μητέρα του, η Ακριβή Τσαρλαμπά, κατέφυγε με τον γιο της στη Λευκάδα, προκειμένου να προστατευθούν από τις αναταραχές της εποχής. Εκεί, ανάμεσα στα έτη 1798-1800, ο μικρός Οδυσσέας ήρθε σε επαφή με την πνευματική ελίτ των Επτανήσων και σύναψε φιλική σχέση με τον μετέπειτα διαπρεπή λόγιο και ποιητή Ιωάννη Ζαμπέλιο. Η συναναστροφή αυτή άφησε, κατά την παράδοση, έντονα αποτυπώματα στη διαμόρφωση του χαρακτήρα και της σκέψης του.
Το 1798, έτος σημαδιακό για τη μοίρα της Ηπείρου, σημειώθηκε η Μάχη της Νικόπολης και ακολούθησε ο Χαλασμός της Πρέβεζας από τα στρατεύματα του Αλή Πασά Τεπελενλή. Η μητέρα και ο γιος Ανδρούτσου σώθηκαν, καθώς ήδη είχαν βρει καταφύγιο στη Λευκάδα, διαφεύγοντας την αιματοχυσία. Αργότερα, όταν οι συνθήκες το επέτρεψαν, επέστρεψαν στην Πρέβεζα, όπου ο Οδυσσέας διέμεινε έως το 1806, έτος κατά το οποίο η ζωή του θα ακολουθήσει νέο, καθοριστικό για την ιστορία της Επανάστασης, δρόμο.
Στην Αυλή του Αλή Πασά Τεπελενλή
Το έτος 1806, ο Αλή Πασάς Τεπελενλής, ενθυμούμενος τη στενή φιλία που τον συνέδεε με τον εκτελεσθέντα πατέρα του Οδυσσέα, καπετάν Ανδρέα Ανδρούτσο, κάλεσε τον νεαρό Οδυσσέα στην αυλή του στα Ιωάννινα. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, δεν ήταν ο ίδιος ο Αλή που τον αναζήτησε, αλλά η μητέρα του Ακριβή Τσαρλαμπά που ζήτησε να τον δεχθεί ο πασάς, ίσως ελπίζοντας σε προστασία και πρόοδο για τον ορφανό της γιο. Έτσι, ο Ανδρούτσος εγκαταστάθηκε στην αυλή του ισχυρού δεσπότη της Ηπείρου και φοίτησε στη στρατιωτική σχολή που εκείνος είχε ιδρύσει.
Παρά τον ταραχώδη χαρακτήρα και τις συχνές απερισκεψίες του, ο Αλή Πασάς του συγχωρούσε διαρκώς κάθε παράπτωμα, γεγονός που μαρτυρεί τη συμπάθεια ή και την πολιτική πρόνοια που έτρεφε προς το πρόσωπό του. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών, ο Οδυσσέας κατατάχθηκε στην προσωπική φρουρά του Αλή Πασά, όπου γρήγορα ανελίχθηκε, φθάνοντας να ηγείται της σωματοφυλακής του. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην αυλή των Ιωαννίνων, φαίνεται να προσήλθε, κατά μία εκδοχή, στην αλεβιτική θρησκευτική παράδοση των Μπεκτασήδων, στην οποία ανήκε και ο προστάτης του πασάς — αν και το βάθος αυτής της ένταξης παραμένει αμφίβολο.
Το 1818 ο Ανδρούτσος μυείται στη Φιλική Εταιρεία, συμμετέχοντας έτσι στα σχέδια για τον ξεσηκωμό του γένους. Ένα χρόνο αργότερα, το 1819, διορίζεται δερβέναγας στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα, αναλαμβάνοντας ρόλο στρατιωτικού διοικητή, με στόχο τη διατήρηση της τάξης και την επιβολή του νόμου στους δρόμους και τα περάσματα της περιοχής.
Στο διάστημα αυτό, συμμετέχει σε σημαντικές μάχες υπό τις διαταγές του Αλή Πασά: στο Βεράτιο, στο Αργυρόκαστρο και στο Γαρδίκι, καταδεικνύοντας αξιοσημείωτη στρατιωτική ικανότητα. Για τις υπηρεσίες του, ο Αλή Πασάς τον ανταμείβει με την οπλαρχηγία της Λιβαδειάς, αναγνωρίζοντας τη στρατιωτική του δεινότητα.
Το 1820, όταν ξέσπασε η ρήξη μεταξύ του Αλή Πασά και της Οθωμανικής Πύλης, ο Ανδρούτσος εγκαταλείπει τη Λιβαδειά, αφού προηγουμένως μυεί τον Αθανάσιο Διάκο στη Φιλική Εταιρεία και του παραδίδει την αρχηγία των αρματολών της περιοχής, καθιστώντας τον διάδοχό του. Ο ίδιος καταφεύγει στην Αράχωβα, επιχειρώντας —μαζί με άλλους παλαιούς συνεργάτες του Αλή— να συστήσει ελληνοαλβανική συμμαχία, βασισμένη στους δεσμούς που είχαν όλοι αποκτήσει κατά τη θητεία τους στην αυλή του Αλή. Η προσπάθεια, ωστόσο, απέτυχε, καθώς ο Ομέρ Βρυώνης αρνήθηκε να συμμετάσχει.
Μετά την αποτυχία αυτή, ο Ανδρούτσος διέφυγε μέσω Ακαρνανίας στα Επτάνησα, και συγκεκριμένα στη Λευκάδα, η οποία τότε τελούσε υπό αγγλική κυριαρχία. Εκεί, στις αρχές του 1821, συμμετέχει σε σύσκεψη με σημαντικούς οπλαρχηγούς της Πελοποννήσου και της Στερεάς, μεταξύ των οποίων οι Γεώργιος Καραϊσκάκης, Γεώργιος Βαρνακιώτης, Ζόγγας, Μακρής, Κυριακούλης Μαυρομιχάλης και άλλοι. Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στην Αγία Μαύρα (Λευκάδα) στα τέλη Ιανουαρίου και επικεντρώθηκε στις προετοιμασίες για την εξέγερση της Στερεάς Ελλάδας. Εκεί ανατέθηκε στον Ανδρούτσο και στον Πανουργιά η οργάνωση της επανάστασης στην Ανατολική Στερεά.
Οι αποφάσεις της συνάντησης τέθηκαν αμέσως σε εφαρμογή. Ο Ανδρούτσος, με ομάδα ανδρών του και τη σύμπραξη του ηγουμένου Κυπριανού της Μονής Τατάρνας, επιτέθηκε στα μέσα Μαρτίου του 1821 στη γέφυρα της Τατάρνας κατά οθωμανικής αποστολής 60 ανδρών υπό τον Δερβέναγα Χασάν Μπέη Γκέκα, οι οποίοι μετέφεραν σημαντικό χρηματικό ποσό. Οι άνδρες του Ανδρούτσου κατάφεραν να διαλύσουν τη φρουρά αλλά δεν άγγιξαν τα χρήματα, θέλοντας να προβάλουν τον καθαρά επαναστατικό χαρακτήρα της επίθεσης και να απομακρύνουν κάθε υπόνοια ιδιοτέλειας.
Η πρόσκληση στην ένοπλη εξέγερση εκφράζεται εύγλωττα στην επιστολή που απέστειλε στις 22 Μαρτίου 1821 στους Γαλαξειδιώτες, καλώντας τους να πάρουν τα όπλα:
«Εγώ είμαι στο ποδάρι με τα παλληκάρια μου», τους γράφει, παροτρύνοντάς τους να υψώσουν και εκείνοι το λάβαρο της λευτεριάς.
Στον Απελευθερωτικό Αγώνα του 1821
Λίγο πριν από τον τραγικό θάνατο του Αλή Πασά Τεπελενλή, το 1822, και σε συνεννόηση μαζί του, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος αποσχίστηκε με ένα σώμα περίπου 2.000 ανδρών —Ελλήνων και Αλβανών— και ξεκίνησε τριετή αγώνα κατά των Οθωμανών. Αποκορύφωμα αυτής της δράσης υπήρξε η ηρωική μάχη στο Χάνι της Γραβιάς, στις 8 Μαΐου 1821, όπου μόλις 118 Έλληνες αντιστάθηκαν με επιτυχία σε 8.000 Οθωμανούς υπό τον Ομέρ Βρυώνη. Μεταξύ αυτών των 118 ηρώων υπήρξαν και μελλοντικοί δολοφόνοι του Ανδρούτσου.
Η μάχη αυτή ενέπνευσε και το γνωστό δημοτικό τραγούδι:
«Τ’ Αντρούτσου η μάνα χαίρεται, του Διάκου καμαρώνει,
γιατί ’χουν γιους αρματολούς, και γιους καπεταναίους.
Ανδρούτσος φυλάει τη Γραβιά, Διάκος την Αλαμάνα.»
Η στρατηγική ιδιοφυΐα του Ανδρούτσου αναδείχθηκε σε αυτή τη μάχη, εξασφαλίζοντάς του επάξια τη θέση του αρχηγού των όπλων της Βοιωτίας και ουσιαστικά του καθοδηγητή της Επανάστασης στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα τα επόμενα χρόνια.
Από τις 14 Ιανουαρίου έως τις 15 Φεβρουαρίου 1822, ο Ανδρούτσος ηγήθηκε εκστρατείας κατά του φρουρίου της Καρύστου. Στις 14 Ιανουαρίου, ύστερα από συμβούλιο με τους τοπικούς προεστούς, ξεκίνησε με ενθουσιασμό για τα Στύρα. Στο τέλος του μήνα έφθασε στην Κάρυστο με δύναμη 1.500 έως 1.700 ανδρών, η οποία όμως μειώθηκε αισθητά εξαιτίας της σφοδρής κακοκαιρίας. Στις 10 Φεβρουαρίου, με τη βελτίωση του καιρού, επιχείρησε επίθεση στο κάστρο, μαζί με τους Κριεζώτη και Μαυροβουνιώτη. Ωστόσο, η επιχείρηση διακόπηκε σχεδόν αμέσως, καθώς, παρά τη διακοπή της βασικής υδροδότησης του κάστρου, υπήρχαν εναλλακτικές πηγές νερού. Ο Ανδρούτσος αποχώρησε έπειτα από μία μόλις ημέρα, αφήνοντας τραυματίες στα Στύρα, στο έλεος των Τούρκων. Η πρόωρη αυτή αποχώρηση έχει προκαλέσει εύλογα ερωτήματα ως προς τις προθέσεις και τις συνθήκες της ενέργειας αυτής.
Στις 27 Αυγούστου 1822, η γερουσία του Αρείου Πάγου του ανέθεσε τη διοίκηση της Αθήνας. Εισήλθε θριαμβευτικά στην Ακρόπολη ως φρούραρχος, συνοδευόμενος από τους Ιωάννη Μακρυγιάννη, Ιωάννη Γκούρα, Ιωάννη Μαμούρη, Κατσικογιάννη και 300 ένοπλους επαναστάτες. Η υποδοχή του από τον αθηναϊκό λαό υπήρξε αποθεωτική.
Κατά την παραμονή του στην Αθήνα, ο Ανδρούτσος γνωρίστηκε με πολλούς Φιλέλληνες, οι οποίοι έγραψαν εγκωμιαστικά γι’ αυτόν στα απομνημονεύματά τους (βλ. Ελευθεροτυπία: «Τα Ιστορικά», 23 Μαρτίου 2009). Ανάμεσά τους ήταν και ο Βρετανός Εδουάρδος Ιωάννης Τρελώνυ (Edward John Trelawny, 1792–1881), στενός φίλος του λόρδου Βύρωνα, που είχε έρθει στην Ελλάδα μαζί του. Τον Νοέμβριο του 1823 γνώρισε τον Ανδρούτσο και γοητεύτηκε από την προσωπικότητά του. Παντρεύτηκε την ετεροθαλή αδελφή του Οδυσσέα, Ταρσίτσα Καμένου, η οποία ήταν τότε μόλις δεκατριών ετών, και στάθηκε πιστός σύντροφός του μέχρι το τέλος.
Με την έκρηξη της Επανάστασης, ο Ανδρούτσος εγκατέλειψε τη Λευκάδα και μέσω Πάτρας έφτασε στη Στερεά Ελλάδα, όπου έπεισε τους Γαλαξειδιώτες να εξεγερθούν. Η μάχη στο Χάνι της Γραβιάς τον κατέστησε έναν από τους πρωτεργάτες του Αγώνα και έδωσε ταυτόχρονα τη δική του απάντηση στον θάνατο του φίλου του, Αθανάσιου Διάκου, στην Αλαμάνα.
Στα τέλη του 1821, οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί τον ανακήρυξαν αρχιστράτηγο της Ανατολικής Στερεάς, αξίωμα που του αναγνωρίστηκε επισήμως το 1822. Την άνοιξη της ίδιας χρονιάς, όμως, ο Ιωάννης Κωλέττης τον κατηγόρησε για συνεργασία με τον εχθρό, γεγονός που τον οδήγησε σε παραίτηση. Παρ’ όλα αυτά, ο Ανδρούτσος συνέχισε ακάθεκτος την πολεμική του δράση κατά των Οθωμανών έως και το 1824.
Τελευταία Πράξη στον Αγώνα, Σύλληψη και Δολοφονία του Οδυσσέα Ανδρούτσου
Οι χρόνιες προστριβές του Οδυσσέα Ανδρούτσου με τους πολιτικούς ηγέτες της εποχής —τους οποίους απαξιωτικά αποκαλούσε «καλαμαράδες»— σε συνδυασμό με την επίμονη άρνηση του Εκτελεστικού να του χορηγήσει τα αναγκαία χρήματα και εφόδια για τη συγκρότηση στρατεύματος στη Στερεά Ελλάδα, είχαν πλέον κλονίσει βαθιά το ηθικό και την εμπιστοσύνη του στον αγώνα. Η έκρηξη του εμφυλίου πολέμου στην Πελοπόννησο, η κραυγαλέα αδιαφορία της κυβερνήσεως για την κατάσταση της Ανατολικής Στερεάς και ο ορατός πλέον κίνδυνος κατάληψής της από τις προελαύνουσες οθωμανικές δυνάμεις, ώθησαν τον Ανδρούτσο, στις αρχές Αυγούστου του 1824, να επιδιώξει συνεννόηση με Οθωμανούς αξιωματούχους και να επιχειρήσει την ανανέωση της συνήθειας του «καπακιού» (άτυπης ανακωχής), παρά το γεγονός ότι μόλις λίγους μήνες νωρίτερα, στη συνέλευση των Σαλώνων (Απρίλιος 1824), είχε αποφασισθεί ότι «κανένας στρατιωτικός δεν ημπορεί να βάλη τα λεγόμενα καπάκια».
Διακρίνοντας παντού μηχανορραφίες των πολιτικών, ο Ανδρούτσος αποσύρθηκε απογοητευμένος στο ορεινό καταφύγιό του, τη σπηλιά γνωστή ως «Μαύρη Τρύπα», κοντά στο χωριό Βελίτσα του Παρνασσού. Οι κινήσεις και οι διαθέσεις του τον καθιστούσαν ολοένα και περισσότερο ύποπτο στα μάτια της κυβερνήσεως και ιδίως του Ιωάννη Κωλέττη, ο οποίος επιζητούσε τον παραγκωνισμό του, προωθώντας άλλους καπεταναίους. Η καχυποψία του Ανδρούτσου εντάθηκε όταν πληροφορήθηκε τη σύλληψη του Θ. Κολοκοτρώνη.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο Ανδρούτσος συνήψε συμφωνία με τον Ομέρ Πασά του Ευρίπου, αξιώνοντας να του παραχωρηθεί η στρατιωτική διοίκηση των επαρχιών Ευβοίας, Ταλαντίου, Λιβαδειάς και Θήβας. Η συμφωνία αυτή, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ιστορικός Σπηλιάδης, «ήτο κάτι πλέον των συνηθισμένων καπακιών· ήτο πράξις απελπισίας πλησιάζουσα τα όρια της προδοσίας». Ωστόσο, κατά την εκτίμηση του ιδίου, δεν επρόκειτο για ουσιαστική συνεργασία με τον εχθρό, αλλά για στρατήγημα με σκοπό την εκβίαση της κυβερνήσεως και την παραπλάνηση των Τούρκων.
Αντιδρώντας η κυβέρνηση, στις 20 Φεβρουαρίου 1825 διόρισε τον παλιό υπασπιστή του Ανδρούτσου, Γιάννη Γκούρα, επικεφαλής της εκστρατείας στην Ανατολική Ελλάδα, χορηγώντας του 140.000 γρόσια. Ο Ανδρούτσος, μαζί με 400 Τούρκους ιππείς που του είχε αποστείλει ο Ομέρ Πασάς, κινήθηκε προς τη Δόμβραινα και εν συνεχεία προς τη Λιβαδειά. Οι κυβερνητικές δυνάμεις τον καταδίωξαν και τον ανάγκασαν να υποχωρήσει στη Χαιρώνεια και κατόπιν στις Λιβανάτες, τόπο της καταγωγής του. Εκεί, στο μοναστήρι της Παναγίας της Βελιβούς, μεταξύ 27 Μαρτίου και 7 Απριλίου, η θέση του κατέστη αμείλικτη. Τελικώς, μετά από μυστική συνεννόηση με τον Νικόλαο Γκριτζιώτη, εγκατέλειψε τους Τούρκους συμμάχους του και παραδόθηκε στον Γκούρα, ο οποίος τον απέστειλε φρουρούμενο στην Αθήνα.
Με την άφιξή του στην Ακρόπολη, φυλακίστηκε στο υπόγειο του Γουλά, ενός πύργου που υψωνόταν δεξιά της εισόδου των Προπυλαίων. Σύντομα οργανώθηκε σχέδιο απελευθέρωσής του: ο γραμματικός του, Γεωργαντάς, σταλμένος από τον Γκούρα για προμήθειες στο Λουτράκι, συναντήθηκε εκεί με τον Γεώργιο Καραϊσκάκη και τον Κώστα Μπότσαρη. Ο Καραϊσκάκης, μαθαίνοντας για τη σύλληψη του Ανδρούτσου, εξοργίστηκε και φέρεται να χαρακτήρισε τον Γκούρα «παλιόβλαχο». Εσπευσμένα ξεκίνησε για τη Στερεά με σκοπό την απελευθέρωση του φίλου του, όμως ο Γκούρας, οχυρωμένος, κατόρθωσε να αποκρούσει κάθε απόπειρα.
Η ένταση ανάγκασε τη Διευθυντική Επιτροπή Ανατολικής Στερεάς Ελλάδος να ζητήσει από τη Διοίκηση τη μετάθεση του Γκούρα, με σκοπό την εκτόνωση της κρίσης και την κατευναστική προσέγγιση του Καραϊσκάκη. Ωστόσο, πριν ακόμη δικαστεί ο Ανδρούτσος, τη νύχτα της 5ης προς 6η Ιουνίου 1825, δολοφονήθηκε στο κελί του.
Οι εκτελεστές του εγκλήματος ήταν οι Ιωάννης Μαμούρης, Παπακώστας Τζαμάλας, ο αποκαλούμενος Μήτρος της Τριανταφυλλίνας και ο στρατιώτης Θεοχάρης από το Λιδωρίκι, οι οποίοι, κατ’ εντολή του Γκούρα, απομάκρυναν τον δεσμοφύλακα, εισήλθαν στη φυλακή και τον στραγγάλισαν. Στη συνέχεια, για να συγκαλύψουν το γεγονός, έριξαν το πτώμα του από τον Γουλά στον λιθόστρωτο μπροστά στον ναό της Απτέρου Νίκης, διαδίδοντας ψευδώς ότι ο Ανδρούτσος είχε επιχειρήσει να αποδράσει και σκοτώθηκε από πτώση όταν κόπηκε το σκοινί του.
Έτσι σφραγίστηκε με τραγικό τρόπο η ζωή και ο αγώνας ενός εκ των σημαντικότερων μορφών της Ελληνικής Επανάστασης —ενός ήρωα που, ακροβατώντας ανάμεσα στην ιδιοφυΐα, τη μοναξιά και την απελπισία, βρέθηκε τελικά θύμα της ίδιας της επανάστασης που υπηρέτησε.
Μετακομιδή των λειψάνων στην Πρέβεζα
Την 1η Οκτωβρίου 1966, ο Μητροπολίτης Νικοπόλεως και Πρεβέζης, Στυλιανός, απηύθυνε επίσημη επιστολή προς τον Δήμαρχο Αθηναίων, αιτούμενος την άδεια εκταφής των οστών του Οδυσσέα Ανδρούτσου από τον τάφο του στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Σκοπός της αιτήσεως ήταν η μεταφορά και ενταφίαση των λειψάνων σε ειδικώς διαμορφωμένη μαρμάρινη κρύπτη, κάτωθεν του ανδριάντα του ήρωα, στην πόλη της Πρέβεζας. Το αίτημα έγινε αποδεκτό, και στις 15 Ιουλίου 1967 το αντιτορπιλικό Λέων του Βασιλικού Στόλου κατέπλευσε στο λιμάνι της Πρέβεζας, μεταφέροντας με επισημότητα τα οστά του Ανδρούτσου.
Ακολούθησε επίσημη πομπή, η οποία μετέφερε τη λάρνακα από το πολεμικό πλοίο στον ανδριάντα του ήρωα, που δεσπόζει σε παραλιακή πλατεία της πόλεως —πλατεία η οποία έκτοτε έλαβε το όνομά του. Με την άφιξη της πομπής, τα οστά του Οδυσσέα Ανδρούτσου τοποθετήθηκαν με τιμές στην υπόγεια κρύπτη, αποκαθιστώντας, έστω και αργά, την ιστορική και ηθική μνήμη του γενναίου αρματολού.
Μνήμη και υστεροφημία
Η μορφή και το όνομα του Οδυσσέα Ανδρούτσου τιμώνται έως σήμερα σε όλη την Ελλάδα. Δρόμοι που φέρουν το όνομά του κοσμούν πολλές πόλεις της χώρας, ενώ ανδριάντες και προτομές του έχουν ανεγερθεί στην Πρέβεζα, στη Γραβιά —όπου διαδραματίστηκε η περίφημη μάχη του Χανίου— καθώς και στο Πεδίο του Άρεως και στον χώρο του Α΄ Νεκροταφείου των Αθηνών, τόπο του αρχικού ενταφιασμού του. Η υστεροφημία του ήρωα, παρά τις διχογνωμίες και τις σκοτεινές πτυχές του τέλους του, παραμένει ισχυρή στη συλλογική μνήμη του έθνους.
Σχόλια