Ιωσήφ Ριτσιάρδης
Ιωσήφ Ριτσιάρδης (1896–1979)
Ένας κοσμοπολίτης του ελληνικού ελαφρού τραγουδιού και της οπερέτας
Ο Ιωσήφ Ριτσιάρδης (Κέρκυρα, 3 Ιουνίου 1896 - Αθήνα, 18 Σεπτεμβρίου 1979)υπήρξε μια ξεχωριστή μορφή της ελληνικής μουσικής σκηνής του 20ού αιώνα, συνθέτης και πιανίστας με διεθνείς σπουδές και σημαντική παρουσία στο χώρο της οπερέτας και του ελαφρού τραγουδιού. Η συμβολή του υπήρξε καθοριστική για την άνθιση ενός μουσικού ιδιώματος που, ενώ σήμερα συχνά παραγνωρίζεται, υπήρξε κάποτε ακρογωνιαίος λίθος της ελληνικής αστικής ψυχαγωγίας.
Γεννήθηκε στην Κέρκυρα την 3η Ιουνίου 1896, σε ένα νησί με μακρά μουσική παράδοση και επτανησιακό πολιτισμικό απόθεμα που ενέπνευσε γενιές δημιουργών. Σε ηλικία μόλις έξι ετών ξεκίνησε τη μαθητεία του στην τέχνη της μουσικής, λαμβάνοντας μαθήματα πιάνου και αρμονίας υπό την καθοδήγηση του Άλεξ Γκρεκ, σημαντικού τοπικού δασκάλου.
Το 1912, σε νεαρή ηλικία, αναζήτησε νέους ορίζοντες στην ανατολική Ευρώπη, εγκαθιστάμενος αρχικά στο Κίεβο της Ουκρανίας, όπου πραγματοποίησε τα πρώτα στάδια των μουσικών του σπουδών. Στη συνέχεια μετέβη στο Μόναχο της Γερμανίας, τότε μία από τις σημαντικότερες μουσικές πρωτεύουσες της Ευρώπης, όπου και τελειοποίησε τη μουσική του παιδεία.
Η πρώτη του καλλιτεχνική εμφάνιση έλαβε χώρα στον Βόλο, με τη συνοδεία ενός μικρού ιταλικού θιάσου όπερας. Το εγχείρημα αυτό αποτέλεσε το εφαλτήριο για μια σειρά σημαντικών περιοδειών, σε μια εποχή κινηματογραφικών μεταβάσεων και πολιτικών ανακατατάξεων. Μετά τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων, περιόδευσε στη Σμύρνη και στην Κωνσταντινούπολη — πόλεις κομβικές για τον ελληνισμό της Ανατολής. Από το 1914 έως το 1919, μαζί με έναν διευρυμένο πλέον θίασο, περιόδευσε στη Ρωσία, παρά τις δυσκολίες που συνεπαγόταν η επαναστατική ταραχή της εποχής.
Κατά τη διάρκεια της ζωής και της δημιουργικής του πορείας, ο Ριτσιάρδης συνέθεσε περίπου πενήντα οπερέτες, έργα που έφεραν τη σφραγίδα ενός λόγιου αλλά και λαϊκά προσβάσιμου ύφους, ικανού να συγκινεί το ευρύ κοινό. Το συνθετικό του έργο ανήκει σε εκείνη τη γενιά καλλιτεχνών που διαμόρφωσαν την ταυτότητα της ελληνικής ελαφράς μουσικής, προτού η εποχή αλλάξει πρόσωπο και προτιμήσεις.
Ο Ιωσήφ Ριτσιάρδης υπήρξε όχι μόνον ένας από τους πιο καλλιεργημένους πρεσβευτές της ελληνικής οπερέτας και του ελαφρού τραγουδιού, αλλά και ένας ακούραστος δημιουργός, που άφησε πίσω του μια σειρά από συνθέσεις με μελωδική ευαισθησία και θεατρικότητα. Πολλά από τα τραγούδια του γνώρισαν μεγάλη απήχηση και αγαπήθηκαν για τη λυρική τους αμεσότητα, την απλότητα και τη συγκινησιακή τους δύναμη.
Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν η αειθαλής «Ταμπακέρα», τραγούδι που ερμηνεύθηκε σε πολλαπλές εκδοχές και φέρει τη σφραγίδα της ρετρό αστικής ευγένειας. Με ανάλαφρο και ερωτικό χαρακτήρα, τραγούδια όπως το «Μ’ αρέσεις» και το «Μ’ αρέσεις, μ’ αρέσεις» αντανακλούν την τρυφερότητα και τον ρομαντισμό της εποχής, ενώ το «Κορίτσι μου, για σένα πολεμώ» παραδίδει έναν ύμνο αφοσίωσης, συνδυάζοντας μελωδικότητα και πατριωτικό συναίσθημα.
Δεν λείπουν βέβαια και τα τραγούδια βαθιάς συγκίνησης, όπως το «Μην κλαις, Μουτσάτσα» και το «Μη φύγεις ξανά», που αναδεικνύουν την προσωπική αίσθηση απώλειας και προσδοκίας. Παρόμοιο ύφος εκφράζουν και τα «Μια καρδιά που χτυπά» και «Να μην έφευγα ξανά», τα οποία μοιάζουν να ακροβατούν ανάμεσα στη θλίψη και την ελπίδα, στις μικρές απουσίες που καθορίζουν τις ανθρώπινες σχέσεις.
Άλλοτε με παιχνιδιάρικη διάθεση – όπως στο «Σφυρίζω, σφυρίζω» ή στο «Κι από λίγο, λίγο, λίγο» – κι άλλοτε με υπαρξιακή διάθεση, όπως στο μελαγχολικό «Παλιοζωή, παλιόκοσμε» ή στον στοχαστικό «Χειμώνα», ο Ριτσιάρδης επέδειξε συνθετική ευλυγισία, πλάθοντας ήχους που μιλούσαν απευθείας στην ψυχή.
Στο φως της νοσταλγίας και της ρίζας δεσπόζει το «Χωριό μου, χωριουδάκι μου», ύμνος στον τόπο, στην αθωότητα και στο παρελθόν, ενώ τραγούδια όπως το «Στην ακρογιαλιά», «Φίλησέ με» και «Θα ’ρθει η νύχτα που θα σμίξουμε» συμπληρώνουν την εικόνα ενός δημιουργού που ήξερε να εναλλάσσει τον λυρισμό με την απλότητα και την αυθεντικότητα με τη σκηνική φαντασία.
Το έργο του Ριτσιάρδη δεν είναι απλώς κατάλογος συνθέσεων· είναι μουσικό αποτύπωμα μιας Ελλάδας που χάνεται, γεμάτης όνειρα, αναστεναγμούς, χειροκροτήματα και σκοτεινά φώτα θεάτρων – μιας Ελλάδας όπου η ελαφρά μουσική δεν ήταν επιφανειακή, αλλά βαθιά ανθρώπινη.
Ο Ιωσήφ Ριτσιάρδης έφυγε από τη ζωή στην Αθήνα στις 18 Σεπτεμβρίου 1979, σε ηλικία 83 ετών. Η πορεία του υπήρξε, αν μη τι άλλο, η πορεία ενός Έλληνα καλλιτέχνη με ευρωπαϊκή παιδεία, κοσμοπολίτικη εμπειρία και πίστη στη δύναμη της μελωδίας – μιας μελωδίας που άλλοτε ανέδιδε ρομαντισμό, άλλοτε νοσταλγία, και πάντοτε πολιτισμική ταυτότητα.
Σχόλια