Translate

Σαπφώ Χανδάνου (Σαπφώ Νοταρά)

Η Σαπφώ Χανδάνου,(καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Σαπφώ Νοταρά, Βήσσανη Ιωαννίνων, 13 Απριλίου 1907 – Αθήνα, 11 Ιουνίου 1985), γεννήθηκε στις 13 Απριλίου του 1907 στη Βήσσανη Ιωαννίνων, ένα ορεινό χωριό της Ηπείρου, τόπο σκληρό και ποιητικό, όπως ακριβώς ήταν και η μετέπειτα διαδρομή της ζωής της. Από πολύ νωρίς έδειξε κλίση προς το θέατρο και τη δραματική τέχνη. Η φλόγα αυτή την οδήγησε στην Αθήνα, όπου και σπούδασε στην Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου, ενώ συνέχισε την καλλιτεχνική της εκπαίδευση στη Δραματική Σχολή του Πειραϊκού Συνδέσμου.

Το καλλιτεχνικό της επώνυμο, Νοταρά, το εμπνεύστηκε από την οδό όπου στεγαζόταν η δραματική σχολή την οποία φοιτούσε — μια πράξη που προμήνυε την ιδιαίτερη, αυτοσχεδιαστική της σχέση με την τέχνη, αλλά και την ιδιοτυπία της προσωπικότητάς της.

Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο την εποχή του Μεσοπολέμου και πολύ σύντομα διακρίθηκε για τη μοναδική της παρουσία επί σκηνής. Το παίξιμό της δεν ταυτιζόταν με καμία υπάρχουσα σχολή· δημιουργούσε τη δική της γλώσσα, το δικό της σώμα θεάτρου. Συνεργάστηκε με κορυφαία ονόματα της ελληνικής θεατρικής παράδοσης όπως η Μαρίκα Κοτοπούλη, η Κατερίνα Ανδρεάδη, ο Χριστόφορος Νέζερ, η Έλλη Λαμπέτη και ο Δημήτρης Χορν. Στις σκηνές που ανέβηκε, από τις λαϊκές επιθεωρήσεις μέχρι το σοβαρό αστικό δράμα, άφηνε πάντα ένα ίχνος έντονο, ανεξίτηλο, σχεδόν μεταφυσικό.

Εκτός από το θέατρο, η Σαπφώ Χανδάνου διακρίθηκε και στον ελληνικό κινηματογράφο, στον οποίο εμφανίστηκε σε πολλές και σημαντικές ταινίες από τη δεκαετία του ’50 έως τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Ξεχώρισε για τη χαρακτηριστική της φυσιογνωμία, την επιβλητική, βαθιά και βραχνή φωνή της, αλλά και την ικανότητά της να ενσαρκώνει ρόλους με έντονο κωμικό αλλά και υποδόριο τραγικό στοιχείο. Δημιούργησε έναν μοναδικό σκηνικό τύπο: τη θεόρατη, γκρινιάρα, αυστηρή αλλά βαθιά συναισθηματική γυναίκα της λαϊκής γειτονιάς, που το χιούμορ της γεννιόταν από την οδύνη.

Η ίδια δεν περιορίστηκε στους παραδοσιακούς ρόλους· αναζήτησε τρόπους να επαναπροσδιορίσει την καλλιτεχνική της ταυτότητα. Ενδεικτική είναι η συνεργασία της με τον Μάνο Χατζιδάκι στην Πορνογραφία (1981), έργο-ορόσημο για το ύστερο ελληνικό θέατρο, όπου ερμήνευσε, μεταξύ άλλων, το τραγούδι Στην Οδό του Μπλαμαντώ, σε στίχους του Ζαν-Πωλ Σαρτρ. Η ερμηνεία της εκεί δεν ήταν απλώς μουσική ή θεατρική πράξη· ήταν μια δήλωση ύπαρξης, μια καθαρή κραυγή από την καρδιά της ευρωπαϊκής μεταπολεμικής αποξένωσης.

Η κινηματογραφική της πορεία περιλαμβάνει συμμετοχές σε ιστορικές ελληνικές ταινίες, όπως Αχ, αυτή η γυναίκα μου, Η χαρτοπαίχτρα, αλλά και πιο πειραματικά έργα, όπως το Η κυρία Κυριακή – ραδιοφωνική παραγωγή του Κώστα Π. Παναγιωτόπουλου. Από τις πιο γνωστές φράσεις της, που πέρασαν στη λαϊκή κουλτούρα ως αποφθέγματα, ήταν το «Εδώ μέσα γίνονται Σόδομα και Γόμορρα» και το εκρηκτικό «Μπουρλότο!», φράσεις που ενσάρκωναν το ιδιαίτερο, σχεδόν θυμοσοφικό της χιούμορ.

Η προσωπική της ζωή υπήρξε μοναχική, μα όχι αποκομμένη. Υπήρξε φίλη και συνοδοιπόρος καλλιτεχνών όπως ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης και ο συγγραφέας Κώστας Ταχτσής. Ήταν γυναίκα παθιασμένη, απρόβλεπτη, ελεύθερη από τους καθωσπρεπισμούς και τους κοινωνικούς συμβιβασμούς.

Ο θάνατός της, στις 11 Ιουνίου 1985, ήρθε σιωπηλά και τραγικά. Πέθανε μόνη, σε ένα μικρό διαμέρισμα επί της πλατείας Κουμουνδούρου (σημερινή πλατεία Ελευθερίας), στον αριθμό 22. Το ενοίκιο του σπιτιού της το κάλυπτε ένας άγνωστος επιχειρηματίας, θαυμαστής της, του οποίου το όνομα δεν έγινε ποτέ γνωστό. Η σορός της βρέθηκε δύο ημέρες αργότερα, ύστερα από την ανησυχία εργαζομένων σε εστιατόριο της περιοχής που την αναζητούσαν. Η αστυνομία κλήθηκε να διαρρήξει την πόρτα του διαμερίσματος, όπου την εντόπισαν νεκρή.

Η κηδεία της τελέστηκε σε στενό κύκλο στο Νεκροταφείο του Ζωγράφου, με ελάχιστους παρόντες: ανάμεσά τους οι ηθοποιοί Αλίκη Γεωργούλη και Ντίνα Κώνστα. Δεν άφησε άμεσους απογόνους – μόνο ανίψια. Άφησε, όμως, ανεξίτηλη παρακαταθήκη στο θέατρο, στον κινηματογράφο και κυρίως στην ψυχή του ελληνικού λαού.

Η Σαπφώ Χανδάνου υπήρξε φαινόμενο. Η μορφή της, η φωνή της, ο τρόπος που κατέθετε τον εαυτό της στο σανίδι ή στο πανί, ανήκουν πια στο σύμπαν των αλησμόνητων· εκεί όπου οι λέξεις δεν φτάνουν για να περιγράψουν τη δύναμη της ανθρώπινης παρουσίας.

Θεατρικές παραστάσεις

Η θεατρική παρουσία της Σαπφώς Χανδάνου ξεκινά στις αρχές του 20ού αιώνα, σ’ ένα πλαίσιο που ορίζεται τόσο από την αναζήτηση της ελληνικής θεατρικής ταυτότητας όσο και από το μεταίχμιο παράδοσης και νεωτερικότητας. Η πρώτη καταγεγραμμένη της εμφάνιση σημειώνεται κατά την περίοδο 1929–1930, στην παράσταση Ο Καραγκιόζης, όπου συμμετείχε υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Βασίλη Ρώτα, ενσαρκώνοντας τον ρόλο της Σοφίας Παγάνη. Το έργο ανέβηκε από το Λαϊκό Θέατρο Αθηνών στο Παγκράτι και φέρει τη σφραγίδα ενός θεάτρου που αντλεί από τη λαϊκή ψυχή του τόπου.

Το επόμενο έτος (1930–1931), επανέρχεται στον ίδιο ρόλο, αυτήν τη φορά με τον θίασο «Νέοι Καλλιτέχναι» και με σκηνοθέτη τον Δημήτρη Ιωαννόπουλο, στο θέατρο Ατλαντίς. Η επανάληψη του ρόλου μαρτυρεί την αποδοχή της ερμηνείας της, αλλά και τη δέσμευσή της σε έναν θεατρικό λόγο που φέρει κοινωνικό και σατυρικό φορτίο.

Κατά την περίοδο της Κατοχής, και συγκεκριμένα το 1943–1944, εντάσσεται στο Κρατικό Θέατρο Θεσσαλονίκης, υπό τη διεύθυνση του Κωστή Μιχαηλίδη. Εκεί ερμηνεύει δύο ρόλους: την τρίτη γυναίκα στην Τρισεύγενη του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου και την κυρά Μπαστιά στη Βαβυλωνία του Δημήτριου Βυζάντιου. Σε ένα κλίμα ασφυκτικής πολιτικής και κοινωνικής πίεσης, η Χανδάνου υπερασπίζεται το θέατρο ως αντίσταση, διατηρώντας την τέχνη ζωντανή.

Στην αμέσως μεταπολεμική περίοδο, η καλλιτεχνική της παρουσία συνεχίζεται με ένταση. Το 1951–1952 εμφανίζεται στην παράσταση Ουδέν αξιοσημείωτον του Μίμη Φωτόπουλου, στο θέατρο Σαμαρτζή. Εκεί ερμηνεύει τρεις χαρακτήρες: μια γειτόνισσα, τη μητέρα της μικρούλας και μία άλλη συγκάτοικο — ένας πολυπρόσωπος ρόλος που επιβεβαιώνει τη χαμαιλεοντική της ικανότητα και τη βαθιά γνώση της μικροαστικής γλώσσας.

Το 1952–1953 συνεργάζεται με τον Βασίλη Διαμαντόπουλο στο έργο του Λουίτζι Πιραντέλλο Ο άνθρωπος, το κτήνος και η αρετή, σε σκηνοθεσία του Κάρολου Κουν στο Θέατρο Ντο Ρε. Η ερμηνεία της ως Γκράτσια φέρει τον δυναμισμό μιας γυναίκας που παλεύει ανάμεσα στην αξιοπρέπεια και την παραφροσύνη.

Το 1955–1956, υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Τάκη Μουζενίδη, στο Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη, υποδύεται την πρώτη Σαρακηνιώτισσα στο μνημειώδες Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, θεατρική απόδοση του μυθιστορήματος του Νίκου Καζαντζάκη. Εκεί, η Χανδάνου γίνεται φωνή των απλών ανθρώπων, αντιλαλώντας τη δίκαιη κραυγή των κατατρεγμένων.

Την περίοδο 1956–1957, εντάσσεται στον Όμιλο Αρχαίας Τραγωδίας και συμμετέχει στην Ηλέκτρα, όπου κρατά τον ρόλο της πρώτης Κορυφαίας. Η παράσταση περιόδευσε εντός και εκτός Ελλάδος, φέρνοντας την υποβλητική της παρουσία στο τραγικό τοπίο του αρχαιοελληνικού κόσμου.

Κατά την περίοδο 1959–1960 συνεργάζεται με τον Δημήτρη Μυράτ, στο Θέατρο Διάνα, στην παράσταση Υπόθεσις Ντρέυφους. Εκεί, η Χανδάνου ερμηνεύει τη Μαρί Μπαστιάν, αποτυπώνοντας με δραματική ένταση τη γυναίκα που στέκει δίπλα στην ιστορική αδικία.

Η δεκαετία του ’70 σηματοδοτεί τον θεατρικό της απόηχο, με εμφανίσεις που διατηρούν τη φρεσκάδα και τη διεισδυτικότητα της φωνής της. Το 1970–1971, στο Θέατρο Αμιράλ και υπό τη σκηνοθεσία του Κωστή Μιχαηλίδη, παίζει στη Χίπισσα Ιωάννα, κρατώντας διπλό ρόλο — την Ορσαλία και την ηγουμένη. Την ίδια χρονιά, εμφανίζεται και στη Μαρκησία του λιμανιού, ως Γενοβέφα, με τον θίασο της Σμαρούλας Γιούλη στο Θέατρο Παρκ.

Η τελευταία της θεατρική εμφάνιση, όπως καταγράφεται, πραγματοποιείται το 1978–1979 στην παράσταση Φιλουμένα, όπου ερμηνεύει τη Ροζαλία Σολιμέντο, δίπλα στην Έλλη Λαμπέτη και τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, υπό τη σκηνοθεσία του Ιταλού Μάριο Μπολονίνι. Πρόκειται για έναν ρόλο βαθιά ανθρώπινο και συγκινητικό — μια αποχαιρετιστήρια ερμηνεία γεμάτη λεπτότητα και στοχασμό.

Φιλμογραφία 

Η κινηματογραφική παρουσία της Σαπφώς Χανδάνου εκτείνεται σε τρεις δεκαετίες ελληνικού σινεμά, διαγράφοντας μια τροχιά γεμάτη πρόσωπα καθημερινά, γειτονικά, τραχιά και αφοπλιστικά αληθινά. Η αρχή έγινε το 1951 με τη δραματική ταινία Η Λύκαινα, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ιατρόπουλου, όπου ερμήνευσε τον ρόλο της Τασσώς — μιας γυναίκας βυθισμένης στο πάθος και στην προαιώνια μοίρα του θηλυκού στοιχείου στον ηπειρώτικο μικρόκοσμο.

Ακολούθησε το Κυριακάτικο Ξύπνημα (1954), ένα αστικό ρομαντικό δράμα του Μιχάλη Κακογιάννη, όπου υποδύθηκε την Καίτη, φέρνοντας με την ιδιότυπη ερμηνευτική της τεχνική έναν χιουμοριστικό αντίλογο στην υπερβατική μελαγχολία του έργου.

Το 1956, στην ειρωνικά σουρεαλιστική Αρπαγή της Περσεφόνης του Γρηγόρη Γρηγορίου, εμφανίζεται ως η σύζυγος του κοινοτάρχη, κλείνοντας το μάτι στον μύθο με τη λαϊκή σοφία μιας επαρχιακής αντιηρωίδας.

Στο Η κυρά μας η μαμή (1958), ερμήνευσε την Πολυξένη — τη γυναίκα της αυλής και του πηγαδιού, σε μια ταινία-φόρο τιμής στις γυναίκες που διαφεντεύουν τη ζωή με τα χέρια και τη γλώσσα. Την ίδια χρονιά, εμφανίζεται και στο Της νύχτας τα καμώματα, ως Μαρία, γυναικεία φιγούρα που ενσαρκώνει την αμφιθυμία και τη δυσπιστία της νυχτερινής κοινωνίας.

Το 1959, στο σκοτεινό Όταν το μίσος κυβερνά, κρατά έναν ρόλο λιτό αλλά ενδεικτικό — εκείνον της υπηρέτριας — για να επανέλθει δυναμικά το 1960 με μια σειρά έργων: εμφανίζεται ως καθαρίστρια στο Έγκλημα στα Παρασκήνια, ως Αριάδνη στο Ο Δολοφόνος Αγαπούσε Πολύ, και ως Κατερίνα στο Ένας Δον Ζουάν για Κλάματα. Επίσης, ενσαρκώνει έναν γυναικείο ρόλο στο Η Κυρία Δήμαρχος, στο πνεύμα της φάρσας και της κοινωνικής σάτιρας.

Το 1961 φέρνει μια πληθώρα εμφανίσεων: ως Ελπινίκη στο Αγάπη και Θύελλα, ως θεία Λένα στο Ποια Είναι η Μαργαρίτα, και ως γειτόνισσα στο ρεαλιστικό αριστούργημα Συνοικία το Όνειρο, του Αλέκου Αλεξανδράκη· μια ταινία που ανήκει στις κορυφές του ελληνικού κοινωνικού σινεμά, και η παρουσία της προσδίδει εκείνη τη γήινη, γνήσια διάσταση του προλεταριακού σχολίου.

Το 1962, η Χανδάνου ενσαρκώνει την Αλεξάνδρα στο Ταξίδι του Ντίνου Δημόπουλου, ενώ στον Θρίαμβο είναι η σύζυγος του Παντελή, δίνοντας ένα αποτύπωμα αστικής συζυγικής φθοράς. Στις Ζήτω η Τρέλα και Μην Ερωτεύεσαι το Σάββατο, ερμηνεύει ρόλους μητρικών μορφών, με χιούμορ αλλά και λεπτότητα.

Στο Ο Διαιτητής (1963) ερμηνεύει τη μητέρα του Μενέλαου, ενώ στο Ο Τρελάρας, τον ρόλο της Μελπομένης — μιας φιγούρας ακραίας υπερβολής, προάγγελο της μετέπειτα κωμικής της περσόνας.

Η ερμηνεία της ως Κούλα στο Αν Έχεις Τύχη (1964) και ως Μαριγώ στην κλασική Χαρτοπαίχτρα του Αλέκου Σακελλάριου, καθιέρωσε την Χανδάνου ως βασική φωνή της μεταπολεμικής ελληνικής κωμωδίας· η φιγούρα της Μαριγώς — σπαρταριστή, αυστηρή, αλλά και τρυφερή — ανήκει στο πάνθεον των δεύτερων ρόλων που γίνονται πρώτοι.

Στην ίδια περίοδο, ξεχωρίζει και η ερμηνεία της ως Λένη στις Εξωτικές Βιταμίνες, ως Φρόσω στον Παρθένο, και ως Ευθαλία στο 5.000 Ψέματα, συνεχίζοντας με σταθερό ρυθμό τη χαρτογράφηση των λαϊκών τύπων της εποχής.

Το 1967 βρίσκει την Σαπφώ Χανδάνου στο απόγειο της φήμης της: στο Αχ! Αυτή η Γυναίκα Μου ερμηνεύει την Ξένη με αξιομνημόνευτο φλέγμα, ενώ στο Μίνι Φούστα και Καράτε και το Δημήτρη μου, Δημήτρη μου, εμφανίζεται ως Αύρα και… ως εαυτός της – η «Σαπφώ», αποτυπώνοντας το σημείο που το πρόσωπο έγινε πρότυπο.

Το 1968, ως Φανούλα Καλαφάτη στη Θυρωρίνα και ως Σαπφώ Κουρκουλέντζου στο Το ΠΡΟ-ΠΟ και τα Μπουζούκια, επαναπροσδιορίζει τον εαυτό της ως τον φωνητικό και μορφικό φορέα της λαϊκής υπερβολής· δεν υποδύεται χαρακτήρες: δημιουργεί σχήματα γλώσσας.

Κατά τη δεκαετία του ’70, παίζει τη Λίτσα στο Το Παιδί της Μαμάς, τη Θοδώρα στο Να ΄τανε το 13 να ΄πεφτε σε μας, και την Ευανθία στο Έμπαινε, Μανωλιό (1970). Πρόκειται για τα τελευταία κεφάλαια μιας κινηματογραφικής πορείας που συμπύκνωσε τρεις δεκαετίες ελληνικής ψυχογραφίας μέσα από τη φιγούρα της γυναίκας του περιθωρίου, της μάνας, της γειτόνισσας, της υπηρέτριας, της παραδοσιακής φωνής που, κάτω από το κέλυφος του γέλιου, έκρυβε τραύματα, επιθυμίες και πείσμα.

Σχόλια