Η πυρπόληση Τουρκικής Ναυαρχίδας στη Χίο, 6 Ιουνίου 1822
Η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη (π. 1866-1870). Νικηφόρος Λύτρας. Λάδι σε μουσαμά, 143 εκ. x 109 εκ. Πινακοθήκη Αβέρωφ, Μέτσοβο.
Η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας στη Χίο, κατά τη νύχτα της 6ης προς 7η Ιουνίου 1822, υπήρξε ένα από τα πιο εντυπωσιακά και συμβολικά ναυτικά κατορθώματα του Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Το ελληνικό πυρπολικό, ενεργώντας με τόλμη και ακρίβεια, κατόρθωσε να προσκολληθεί στη ναυαρχίδα του οθωμανικού στόλου – του ίδιου στόλου που λίγο καιρό πριν είχε αιματοκυλίσει τη Χίο. Η φωτιά εξαπλώθηκε ραγδαία και ακολούθησαν αλλεπάλληλες εκρήξεις, καταστρέφοντας ολοκληρωτικά το εχθρικό πλοίο. Ανάμεσα στους χιλιάδες νεκρούς Τούρκους ναύτες και αξιωματικούς, σκοτώθηκε και ο ναύαρχος του στόλου, Καρά Αλής, που βρισκόταν επί της ναυαρχίδας την ώρα της επίθεσης.
Τα γεγονότα πριν την επιχείρηση
Στις αρχές Απριλίου του 1822, ισχυρός οθωμανικός στόλος, αποτελούμενος από 34 πολεμικά πλοία, αποβιβάστηκε στη Χίο με σκοπό την καταστολή της τοπικής εξέγερσης των Ελλήνων κατοίκων. Η επιχείρηση αυτή οδήγησε σε ένα από τα φρικτότερα εγκλήματα της Επανάστασης: τη Σφαγή της Χίου, η οποία συντάραξε την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Μετά τη σφαγή, ο τουρκικός στόλος παρέμεινε αγκυροβολημένος στα νερά της Χίου και στο απέναντι στενό του Τσεσμέ.
Η ελληνική επαναστατική κυβέρνηση, μετά από λίγες ημέρες αδράνειας και ενώ οι Ψαριανοί προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν την οξύτατη ανθρωπιστική κρίση από τη συρροή χιλιάδων προσφύγων – Χίων και Μικρασιατών – στο νησί τους, κατάφερε να συγκεντρώσει το ποσό των 342.000 γροσίων για την οργάνωση και τον εξοπλισμό ναυτικής μοίρας. Ο στόλος αυτός συγκροτήθηκε από 29 πλοία της Ύδρας, 19 των Σπετσών και 16 των Ψαρών. Σκοπός του ήταν η εκδίωξη των Οθωμανών από τη Χίο και, κυρίως, η εξουδετέρωση της τουρκικής ναυτικής δύναμης, στόχος κρίσιμης σημασίας, καθώς ο αιγυπτιακός στόλος είχε ήδη καταπλεύσει στο Αιγαίο.
Επί σαράντα ημέρες οι ελληνικές ναυτικές δυνάμεις ανέμεναν την κατάλληλη ευκαιρία για να προσβάλουν τον τουρκικό στόλο. Στις 10 Μαΐου και σε επόμενες ημέρες πραγματοποιήθηκαν δύο επιθέσεις στο στενό του Τσεσμέ, χωρίς όμως επιτυχές αποτέλεσμα. Στις 18 Μαΐου, νυχτερινή επιχείρηση προκάλεσε σύγχυση στους Τούρκους και σημαντικές ζημιές σε πλοία τους, αλλά απέτυχε να επιτύχει τον αρχικό της σκοπό: την καταστροφή της ναυαρχίδας.
Ακολούθησε ένταση και διαφωνίες εντός του ελληνικού στόλου. Τα πληρώματα δυσανασχετούσαν λόγω της καθυστέρησης των μισθών, ενώ ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες για διενέξεις μεταξύ Υδραίων και Σπετσιωτών ναυάρχων οδήγησαν σε γενικευμένη κρίση. Οι Σπετσιώτες, παρά τις παρακλήσεις των Ψαριανών, αποφάσισαν στις 31 Μαΐου να αποχωρήσουν προς την Κρήτη, προκειμένου να αποτραπούν σοβαρότερα επεισόδια.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, οι Ψαριανοί αποφάσισαν να προχωρήσουν σε επιχείρηση πυρπόλησης του τουρκικού στόλου. Την απόφαση ενέκρινε και ο ναύαρχος Μιαούλης, ο οποίος ανησυχούσε έντονα για την παρατεταμένη ακινησία του στόλου, ενώ ταυτόχρονα οι πληροφορίες από το νότιο Αιγαίο για κινήσεις του αιγυπτιακού στόλου ενέτειναν την ανησυχία.
Την επιχείρηση ανέλαβαν να εκτελέσουν δύο τολμηροί πυρπολητές: ο Κωνσταντίνος Κανάρης και ο Ανδρέας Πιπίνος. Ο πρώτος είχε ως στόχο τη ναυαρχίδα του Καρά Αλή και ο δεύτερος το δίκροτο του Μπεκήρ Μπέη, το οποίο λειτουργούσε ως αντιναυαρχίδα. Τα δύο πυρπολικά θα συνοδεύονταν από τέσσερα πλοία υποστήριξης: δύο των Ψαρών (των Ν. Γιανίτση και Γ. Κουτσούκου) και δύο της Ύδρας (των Ι. Ζιάκα και Αντ. Ραφαλιά). Αποστολή αυτών ήταν η ασφαλής περισυλλογή των πυρπολητών μετά την ολοκλήρωση της επιχείρησης.
Η πυρπόληση της ναυαρχίδας
Ο μικρός στολίσκος των πυρπολητών απέπλευσε από τα Ψαρά την 1η Ιουνίου 1822, με κατεύθυνση το στενό της Χίου, όπου ήταν αγκυροβολημένος ο οθωμανικός στόλος. Κατά τη νύχτα της 6ης προς 7η Ιουνίου, και με σύμμαχο τον ούριο άνεμο, τα ελληνικά πυρπολικά πλησίασαν σιωπηλά τον εχθρό. Η επιχείρηση ευνοήθηκε τόσο από το σκοτάδι της ασέληνης νύχτας όσο και από τον εορτασμό του Μπαϊραμιού, κατά τον οποίο τα τουρκικά πλοία ήταν φωταγωγημένα και το πλήρωμά τους απασχολημένο με τις εορταστικές εκδηλώσεις.
Ο Ανδρέας Πιπίνος επιχείρησε να πυρπολήσει το δίκροτο του Μπεκήρ μπέη, που λειτουργούσε ως αντιναυαρχίδα. Όμως, το πλήρωμά του δεν κατάφερε να προσδέσει σταθερά το πυρπολικό στο εχθρικό πλοίο, και η προσπάθεια απέτυχε όταν το τουρκικό πλήρωμα αντελήφθη τον κίνδυνο και το απώθησε εγκαίρως.
Αντίθετα, το πυρπολικό του Κωνσταντίνου Κανάρη, κατευθυνόμενο με επιδεξιότητα από τον πηδαλιούχο Ιωάννη Θεοφιλόπουλο, προσκολλήθηκε με ακρίβεια στην πλευρά της τουρκικής ναυαρχίδας απ’ όπου φυσούσε ο άνεμος. Η φωτιά εξαπλώθηκε με ταχύτητα, καταλαμβάνοντας ολόκληρο το πλοίο. Τα 84 κανόνια της ναυαρχίδας εξερράγησαν το ένα μετά το άλλο, προκαλώντας χάος και ολοσχερή καταστροφή.
Από το πλήρωμα των περίπου 2.000 Οθωμανών ναυτών και αξιωματικών, ελάχιστοι επέζησαν. Ο ίδιος ο ναύαρχος Καρά Αλής τραυματίστηκε θανάσιμα από φλεγόμενο κατάρτι την ώρα που προσπαθούσε να διαφύγει από το φλεγόμενο σκάφος.
Ο Κανάρης και οι άνδρες του, έχοντας εκπληρώσει την αποστολή τους, περισυνελέγησαν από τα πλοία που τους ανέμεναν και επέστρεψαν στα Ψαρά. Εκεί, στην παραλία, τους υποδέχτηκαν συγκινημένοι οι κάτοικοι και οι ιερείς του νησιού, και όλοι μαζί πορεύτηκαν ως τον ναό του Αγίου Νικολάου, όπου τελέστηκε δοξολογία για το λαμπρό αυτό κατόρθωμα.
Απήχηση της επιχείρησης
Η πυρπόληση της οθωμανικής ναυαρχίδας στα νερά της Χίου συγκλόνισε και ενθουσίασε το πανελλήνιο. Ολόκληρος ο Ελληνισμός πανηγύρισε για το ανδραγάθημα των πυρπολητών, το οποίο δεν αποτέλεσε απλώς στρατιωτική επιτυχία, αλλά πράξη υψηλού συμβολισμού και θάρρους. Όπως καταγράφει ο Οθωμανός ιστορικός Τζεβντέτ Πασάς, η ενέργεια αυτή «άφησε κατάπληκτα τα πληρώματα ολόκληρου του τουρκικού στόλου», υπογραμμίζοντας την αιφνιδιαστική και συντριπτική της επίδραση στο ηθικό των Οθωμανών.
Ο Άγγλος φιλέλληνας ιστορικός Τόμας Γκόρντον, στην δική του εμβληματική καταγραφή της Επανάστασης, χαρακτήρισε την πυρπόληση της ναυαρχίδας ως «ένα από τα πιο καταπληκτικά κατορθώματα που αναφέρει η ιστορία», ενώ για τον Κωνσταντίνο Κανάρη σημείωσε ότι υπήρξε «ο πιο έξοχος εκπρόσωπος του ηρωισμού που η Ελλάδα όλων των εποχών μπορεί να υπερηφανεύεται».
Σε αναγνώριση της σπουδαίας αυτής πράξης, το Βουλευτικό Σώμα ενέκρινε πρόταση του Υπουργείου των Ναυτικών (του λεγόμενου τότε Μινιστερίου) να επιβραβευθούν οι πυρπολητές και τα πληρώματα των δύο πυρπολικών με γαίες, τιμητικά διπλώματα και αργυρά παράσημα. Εγκρίθηκαν μάλιστα και επιπρόσθετες, ακόμη γενναιότερες, υλικές και ηθικές αμοιβές. Ωστόσο, καμία από τις αποφάσεις αυτές δεν υλοποιήθηκε τελικώς, είτε λόγω γραφειοκρατικών αγκυλώσεων είτε λόγω των δυσχερειών της Επανάστασης.
Η οθωμανική αντίδραση υπήρξε σφοδρή και εκδικητική. Ο τουρκικός στόλος, εξαγριωμένος από τον αιφνιδιασμό και την απώλεια της ναυαρχίδας, στράφηκε προς τα Μαστιχοχώρια της Χίου — κοινότητες οι οποίες είχαν προηγουμένως εξαιρεθεί από τις σφαγές, κατόπιν αμνηστίας που είχε χορηγηθεί από τον ίδιο τον Σουλτάνο. Εκεί είχαν καταφύγει πολλοί Έλληνες, οι οποίοι σχεδόν όλοι θανατώθηκαν, ενώ τα ίδια τα χωριά καταστράφηκαν ολοσχερώς. Αμέσως μετά την καταστροφή, ο τουρκικός στόλος απέπλευσε προς τη Μυτιλήνη, στη συνέχεια προς τα Μοσχονήσια και κατόπιν κατευθύνθηκε στην Τένεδο.
Σχόλια