Translate

Η Μάχη της Τραμπάλας, 5 - 7 Ιουνίου 1825

Η Μάχη της Τραμπάλας, διεξαχθείσα μεταξύ 5 και 7 Ιουνίου 1825, συνιστά μία εκ των σημαντικών και συνάμα οδυνηρών συγκρούσεων της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, κατά την οποία οι ελληνικές δυνάμεις αντιπαρατάχθηκαν με τον στρατό του Ιμπραήμ Πασά της Αιγύπτου. Η αναμέτρηση αυτή κατέληξε σε ήττα των Ελλήνων, δίδοντας αποφασιστικό πλεονέκτημα στις δυνάμεις του Ιμπραήμ και επιτρέποντάς του να διεισδύσει στο εσωτερικό της Πελοποννήσου, καταλαμβάνοντας τελικώς την Τριπολιτσά, την οποία είχε προηγουμένως απελευθερώσει η Επανάσταση το 1821.

Η μάχη έλαβε χώρα σε στρατηγικής σημασίας ύψωμα, γνωστό ως Τραπεζόραχη, ευρισκόμενο βορείως του χωρίου Άκοβος, στον νομό Αρκαδίας. Η γεωγραφική αυτή θέση προσέφερε φυσικό πλεονέκτημα στους αμυνόμενους Έλληνες, πλην όμως η υπεροπλία και η πολεμική εμπειρία του αιγυπτιακού στρατεύματος υπερίσχυσαν.

Στη μνήμη των πεσόντων και προς τιμήν του αγώνα που εδόθη, ανεγέρθη μνημείο στο σημείο της μάχης, καθώς και ναός αφιερωμένος στην Αγία Παρασκευή, αποδίδοντας τιμή στην αυτοθυσία των υπερασπιστών της πατρίδας και διατηρώντας ζωντανή την ιστορική μνήμη της συγκρούσεως αυτής.

Τα γεγονότα πριν από τη μάχη
Μετά τη βαριά ήττα των ελληνικών δυνάμεων στο Μανιάκι και τον ηρωικό θάνατο του Παπαφλέσσα στις 20 Μαΐου 1825, ο αιγυπτιακός στρατός υπό τον Ιμπραήμ Πασά προέλασε ταχύτατα. Πρώτος του στόχος υπήρξε η Αρκαδιά (σημερινή Κυπαρισσία), την οποία κατέλαβε. Εξασφαλίζοντας ως βάσεις ανεφοδιασμού τη Μεθώνη και το Νεόκαστρο (Πύλο), εξαπέλυσε επιθέσεις σε κωμοπόλεις της Μεσσηνίας, καταλαμβάνοντάς τες χωρίς αντίσταση και παραδίδοντάς τες στις φλόγες.

Την ίδια περίοδο, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, έχοντας αποφυλακιστεί στις 17 Μαΐου, συμφιλιώθηκε με την επαναστατική κυβέρνηση, αντιλαμβανόμενος τον σοβαρότατο κίνδυνο που συνιστούσε ο Ιμπραήμ. Σε αντίθεση με τον Δράμαλη, ο Αιγύπτιος πασάς διέθετε πειθαρχημένο, εκπαιδευμένο και σύγχρονα εξοπλισμένο στρατό, πράγμα που δεν είχε προηγούμενο στον έως τότε αγώνα των Ελλήνων. Με τη νέα του θέση και έχοντας ως βάση την Τριπολιτσά, ο Κολοκοτρώνης εισηγήθηκε και εφάρμοσε σειρά οργανωτικών και στρατιωτικών μέτρων· η στρατολογία και ο εφοδιασμός ενεργοποιήθηκαν με ταχύτητα, και έτσι συγκεντρώθηκαν περί τους 6.000 άνδρες, με τα απαραίτητα πολεμοφόδια.

Στη συνέχεια, ο αρχιστράτηγος παρέταξε τις δυνάμεις του στα σύνορα Μεσσηνίας και Αρκαδίας, στα Δερβένια του Λεονταρίου (γνωστά και ως Μακρυπλάγι), επιδιώκοντας να εγκαταστήσει στρατόπεδο στη θέση Σορώκα, όπου υπήρχε κρυφό μονοπάτι, άγνωστο – όπως πίστευαν – στους Αιγυπτίους. Ωστόσο, το στοιχείο αυτό αποδείχθηκε μοιραίο, καθώς ο Ιμπραήμ, καθοδηγούμενος από Τούρκους του Λεονταρίου, που είχαν αιχμαλωτιστεί και εξαναγκαστεί σε δουλεία από τους Έλληνες, κατόρθωσε να διασχίσει το ίδιο μονοπάτι με αιφνιδιαστική ταχύτητα. Η καθυστέρηση της οχύρωσης της Σορώκας απέβη καταστροφική για την ελληνική άμυνα.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι 10.000 πεζοί του Ιμπραήμ, συνοδευόμενοι από το σύνολο του ιππικού και το ορεινό πυροβολικό, εμφανίστηκαν αιφνιδίως στα αριστερά του ελληνικού στρατοπέδου, πυρπολώντας χωριά και προκαλώντας πανικό στους στρατιώτες και στον άμαχο πληθυσμό της περιοχής, ο οποίος τράπηκε σε φυγή. Ο Κολοκοτρώνης, με προσπάθειες υπεράνθρωπες, αντιστάθηκε στις αιγυπτιακές επιθέσεις, καλώντας παράλληλα τους Έλληνες στρατιώτες που είχαν στρατοπεδεύσει στα Δερβένια να συσπειρωθούν γύρω του, εν αναμονή των υπόλοιπων δυνάμεων.

Τη νύχτα της 4ης Ιουνίου, ο αιγυπτιακός στρατός διανυκτέρευσε στο χωριό Πολιανή, ενώ από την ελληνική πλευρά κατέφθασαν ενισχύσεις: ο Γιωργάκης Γιατράκος με 800 Μυστριώτες, οι οποίοι ανέλαβαν θέσεις στο Δυρράχι, στον δρόμο προς τον Μυστρά, και ο Κανέλλος Δεληγιάννης μαζί με τον Γενναίο Κολοκοτρώνη, φέροντες 3.000 άνδρες, οι οποίοι οχύρωσαν το ύψωμα της Τραμπάλας με ισχυρά και κλειστά ταμπούρια.

Παρά την οργάνωση της ελληνικής αντίστασης, επικρατούσε υπεραισιοδοξία. Ένα γράμμα του Δεληγιάννη, απευθυνόμενο το ίδιο βράδυ προς την τριμελή επιτροπή στρατολογίας και εφοδιασμού (υπό τους Κρεστενίτη, Μπούκουρα και Καράπαυλο), καταδεικνύει την αδυναμία πλήρους εκτίμησης του επικείμενου κινδύνου, ο οποίος ερχόταν με τη μορφή ενός καλά οργανωμένου, σύγχρονου και ανελέητου αντιπάλου.

Η μάχη
Την αυγή της 5ης Ιουνίου 1825, ο αιγυπτιακός στρατός υπό τον Ιμπραήμ πασά εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση εναντίον επιλεγμένων σημείων της ελληνικής άμυνας. Οι επιθέσεις έγιναν με ξιφολόγχες, χαρακτηριστικό της αιγυπτιακής τακτικής σκληρότητας και επιθετικής τόλμης, και είχαν ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση ελληνικών σωμάτων από τις αρχικές τους θέσεις. Κατόπιν, οι κύριες αιγυπτιακές δυνάμεις στράφηκαν προς το στρατηγικής σημασίας ύψωμα της Τραμπάλας, που αποτελούσε τον κεντρικό άξονα της ελληνικής άμυνας.

Ο Γιωργάκης Γιατράκος, ηγούμενος των Μυστριωτών, κινήθηκε για να ενισχύσει τις δυνάμεις που υπερασπίζονταν το σημείο, όμως δέχθηκε αιφνίδια και βίαιη επίθεση από το αιγυπτιακό πεζικό. Καταδιωκόμενοι σφοδρά, ο ίδιος και οι άνδρες του αναγκάστηκαν να ορμήσουν προς ορεινή και απότομη χαράδρα, γεμάτη βράχια, για να αποφύγουν τη σφαγή. Κατά τη δραματική αυτή υποχώρηση, ο Γιατράκος τραυματίστηκε από αιχμηρό κλαδί θάμνου, το οποίο διαπέρασε τον ιστό κάτω από το σαγόνι του, τραυματισμός επώδυνος που δεν απέτρεψε ωστόσο την επιβίωσή του.

Η μάχη συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια της νύχτας, χωρίς όμως αποφασιστικό αποτέλεσμα: οι Έλληνες αντιστάθηκαν με γενναιότητα μέσα από τα ταμπούρια τους, αποκρούοντας τις αλλεπάλληλες επιθέσεις του αντιπάλου.

Την επόμενη ημέρα, 7 Ιουνίου, ο Ιμπραήμ παρέταξε εννέα κανόνια, τα οποία έβαλλαν ανηλεώς κατά των ελληνικών θέσεων, ενώ ταυτόχρονα εξαπέλυσε το πεζικό του για να καταλάβει τις πλαγιές που περιέβαλλαν το μέτωπο. Ο αντικειμενικός σκοπός των αιγυπτιακών δυνάμεων ήταν η διάσπαση της ελληνικής γραμμής και η είσοδος στο αρκαδικό οροπέδιο.

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, επιχειρώντας να ανακόψει την προέλαση, διέταξε τον Δημήτριο Πλαπούτα με μικρό σώμα Κυπαρισσιωτών να οχυρωθούν σε στενό μονοπάτι. Ακολούθησε πεισματώδης μάχη διάρκειας μίας ώρας, κατά την οποία οι άνδρες του Πλαπούτα πολέμησαν με αυταπάρνηση. Όμως, υπερκερασμένοι από τις αριθμητικά υπέρτερες δυνάμεις, υποχρεώθηκαν σε υποχώρηση, επιτρέποντας στον Ιμπραήμ να διεισδύσει στο εσωτερικό της Αρκαδίας. Το ιππικό του μάλιστα προχώρησε έως το Λεοντάρι, βασικό σημείο ανεφοδιασμού των Ελλήνων, λεηλατώντας και πυρπολώντας τα περίχωρα.

Η απρόσμενη εξέλιξη της μάχης κατέστησε ιδιαίτερα ευάλωτες τις δυνάμεις του Γενναίου Κολοκοτρώνη, οι οποίες κινδύνευαν πλέον με περικύκλωση και αιχμαλωσία. Ο Γέρος του Μοριά, με διορατικότητα και ψυχραιμία, διέταξε τους πολεμιστές να συνεχίσουν την αντίσταση καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, και να είναι έτοιμοι, κατά τη νύχτα, να εκτελέσουν έξοδο προς τα δυτικά, μόλις δουν το συμφωνημένο σήμα: φωτιές που θα άναβε ο ίδιος.

Η έξοδος πραγματοποιήθηκε υπό συνθήκες σκοτεινής και ασέληνης νύχτας, με σύγχυση και βιασύνη· οι μαχητές κατέβαιναν απόκρημνες πλαγιές, με αποτέλεσμα πολλοί να τραυματιστούν σοβαρά ή και να σκοτωθούν πέφτοντας. Παρά τις κακουχίες, η έξοδος ολοκληρώθηκε, με τους επιζώντες να κατευθύνονται προς τον Τουρκολέκα και τον Ίσαρη.

Το τίμημα υπήρξε βαρύ. Οι απώλειες της ελληνικής πλευράς – που έφερε το βάρος της μάχης κυρίως μέσω των ανδρών του Γενναίου Κολοκοτρώνη – ανήλθαν σε 110 νεκρούς και τραυματίες, ενώ οι Αιγύπτιοι θρήνησαν περίπου 700 νεκρούς, παρά τη στρατηγική τους νίκη. Η Μάχη της Τραμπάλας υπήρξε κρίσιμο επεισόδιο της εκστρατείας του Ιμπραήμ, με στρατηγικές συνέπειες για την τύχη της Πελοποννήσου και το ηθικό των επαναστατημένων Ελλήνων.

Η Κατάρρευση της Ελληνικής Άμυνας και η Πτώση της Τριπολιτσάς (Ιούνιος 1825)
Η μάχη της Τραμπάλας, παρά τη γενναία αντίσταση των ελληνικών δυνάμεων, υπήρξε σημείο καμπής με βαρύτατες επιπτώσεις για την εξέλιξη του αγώνα στην Πελοπόννησο. Η ραγδαία προέλαση του Ιμπραήμ και η αδυναμία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη να τον αναχαιτίσει, προκάλεσαν βαθιά απογοήτευση και αποσύνθεση στο ελληνικό στρατόπεδο.

Τα «φροντιστήρια», δηλαδή οι βάσεις ανεφοδιασμού και διοικητικής μέριμνας των ελληνικών σωμάτων, διαλύθηκαν· η συνοχή των δυνάμεων εξαφανίστηκε, καθώς έκαστος αγωνιστής προσπαθούσε πια να σώσει τον εαυτό του και τους οικείους του. Η ελληνική άμυνα κατέρρευσε, ιδίως όταν οι Τριπολιτσιώτες και άλλοι Πελοποννήσιοι, πανικοβλημένοι από την ταχύτητα των εξελίξεων, λιποτάκτησαν μαζικά και κατευθύνθηκαν εσπευσμένα προς τις ιδιαίτερες πατρίδες τους, με σκοπό να διασφαλίσουν τις οικογένειές τους από την επερχόμενη καταστροφή.

Ακόμη και επιφανείς στρατιωτικοί εγκατέλειψαν τις θέσεις τους: ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης, με το σώμα του, αποσύρθηκε στους Μύλους της Αργολίδας, ενώ ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης, συνοδευόμενος από τον Γενναίο Κολοκοτρώνη, τον Δημήτριο Πλαπούτα, τον Αναγνώστη Δεληγιάννη, τον Παπατσώνη και άλλους καπεταναίους, κατέφυγε στα ορεινά της Καρύταινας, και πιο συγκεκριμένα στο Χρυσοβίτσι. Από εκεί, σε μια ύστατη προσπάθεια οχύρωσης της ψυχής του έθνους, έστειλε ανθρώπους του να ειδοποιήσουν τους κατοίκους της Τριπολιτσάς να την εγκαταλείψουν και να την πυρπολήσουν, ώστε να μη χρησιμοποιηθεί από τον εχθρό.

Η ενέργεια αυτή, ωστόσο, προκάλεσε ακραίο πανικό. Οι Τριπολιτσιώτες, νομίζοντας πως ο Ιμπραήμ είχε ήδη φτάσει στα πρόθυρα της πόλης, υπέκυψαν στον φόβο και εγκατέλειψαν άτακτα τις εστίες τους. Το επεισόδιο αυτό καταγράφεται από τις πηγές ως ένας από τους φρικωδέστερους μαζικούς πανικούς καθ’ όλη τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά έτρεχαν αλλόφρονες προς τα βουνά, επιδιώκοντας να σωθούν, και μέσα στο χάος πολλοί γονείς έχασαν τα παιδιά τους, τα οποία βρέθηκαν ημέρες αργότερα να περιπλανώνται έως και το Ναύπλιο, χωρίς τροφή, χωρίς καθοδήγηση, χωρίς προστασία.

Στις 11 Ιουνίου 1825, τρεις ημέρες μετά τη διάλυση της ελληνικής άμυνας, ο Ιμπραήμ πασάς εισήλθε στην Τριπολιτσά χωρίς να συναντήσει αντίσταση. Αφού τοποθέτησε φρουρά στην πόλη, συνέχισε απρόσκοπτα την προέλασή του προς το Ναύπλιο, το τελευταίο μεγάλο φρούριο της Πελοποννήσου που βρισκόταν ακόμη υπό ελληνικό έλεγχο. Η πτώση της Τριπολιτσάς σήμανε σοβαρότατο στρατηγικό και ψυχολογικό πλήγμα για την ελληνική υπόθεση, αποδεικνύοντας τον άμεσο κίνδυνο ολοκληρωτικής κατάρρευσης της Επανάστασης στον Μοριά.

Σχόλια