Το χωριό Κοντομαρί ανήκει στο δήμο του Πλατανιά και βρίσκεται κοντά στη βόρεια ακτή της Κρήτης, 18 χιλιόμετρα δυτικά των Χανίων και 3 χιλιόμετρα νοτιοανατολικού του αεροδρομίου του Μάλεμε.
Η σφαγή στο Κοντομαρί συνιστά ένα από τα πρώτα και πιο αποτρόπαια εγκλήματα πολέμου που διαπράχθηκαν σε βάρος του άμαχου πληθυσμού της Κρήτης κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής. Στις 2 Ιουνίου 1941, μόλις δύο ημέρες μετά την ολοκλήρωση της Μάχης της Κρήτης και την υποταγή του νησιού στις γερμανικές δυνάμεις, ένα εκτελεστικό απόσπασμα Γερμανών αλεξιπτωτιστών, συγκροτημένο ειδικώς για τον σκοπό αυτό, προέβη στην εν ψυχρώ εκτέλεση των αρρένων κατοίκων του χωριού Κοντομαρί.
Η ενέργεια αυτή δεν υπήρξε μεμονωμένη· αποτέλεσε την αρχή μιας σειράς ωμοτήτων και πράξεων αντιποίνων που ενορχηστρώθηκαν υπό τις διαταγές του Πτέραρχου Κουρτ Στουντέντ, ως αντίδραση στη σθεναρή και ενεργή συμμετοχή του κρητικού λαού στην αντίσταση κατά την διάρκεια της μάχης. Ήταν, συνεπώς, μια ενέργεια όχι απλώς στρατιωτικής πειθαρχίας ή τιμωρίας, αλλά εσκεμμένο δείγμα τρομοκράτησης του τοπικού πληθυσμού, με σκοπό την καταστολή κάθε μορφής αντίστασης.
Η φρικτή αυτή πράξη, που διεπράχθη με τελετουργική ψυχρότητα, καταγράφηκε φωτογραφικά από πολεμικό ανταποκριτή ο οποίος συνόδευε το εκτελεστικό απόσπασμα στο πλαίσιο της προπαγανδιστικής μηχανής του Τρίτου Ράιχ. Οι εν λόγω φωτογραφίες, τεκμήρια ανείπωτης φρίκης, παρέμειναν κρυμμένες επί σχεδόν τέσσερις δεκαετίες, έως ότου ανακαλυφθούν το 1980 στα Ομοσπονδιακά Γερμανικά Αρχεία από έναν Έλληνα δημοσιογράφο, αποκαλύπτοντας με αναντίρρητο τρόπο την έκταση και το ψυχρό σχέδιο της ναζιστικής βίας κατά των αμάχων.
Η σφαγή στο Κοντομαρί δεν συνιστά μόνο έγκλημα πολέμου υπό το φως του διεθνούς δικαίου, αλλά και ιστορικό μνημείο της θυσίας και του ηρωισμού των Κρητών, που πλήρωσαν με το αίμα τους την άρνησή τους να υποταχθούν.
Ιστορικό υπόβαθρο της Σφαγής στο Κοντομαρί
Η Μάχη της Κρήτης εκδηλώθηκε στις 20 Μαΐου 1941 με την έναρξη μιας πρωτοφανούς σε έκταση αεραπόβασης γερμανικών αλεξιπτωτιστών, με σκοπό την κατάληψη κομβικών στρατηγικών θέσεων στο νησί. Όπως αποδείχθηκε εκ των πραγμάτων, ο αεροδιάδρομος του Μάλεμε και η περιβάλλουσα περιοχή αποτέλεσαν κρίσιμο στόχο· η κατάληψή του επέτρεψε στη Λούφτβαφφε (γερμανική πολεμική αεροπορία) να μεταφέρει, μέσω αέρος, ενισχύσεις σε προσωπικό, εξοπλισμό και πολεμοφόδια, σε κλίμακα καθοριστική για την τελική έκβαση της μάχης υπέρ των δυνάμεων του Άξονα.
Το πρωί της 20ής Μαΐου, άνδρες του 3ου Τάγματος του 1ου Αερομεταφερόμενου Συντάγματος της Βέρμαχτ ρίφθηκαν με αλεξίπτωτα νοτιοανατολικά του Μάλεμε. Η ζώνη ρίψης επεκτεινόταν ως τον Πλατανιά, περιλαμβάνοντας και το χωριό Κοντομαρί. Οι δυνάμεις των αλεξιπτωτιστών ήλθαν σε επαφή με μονάδες της 21ης και 22ης Νεοζηλανδικής Ταξιαρχίας, ενώ στο πλευρό των Συμμάχων τάχθηκαν αυθόρμητα ένοπλοι Κρητικοί πολίτες, οι οποίοι, μολονότι πλημμελώς εξοπλισμένοι, επέδειξαν αξιοσημείωτο σθένος, πολεμώντας με παλαιά όπλα, γεωργικά εργαλεία και αυτοσχέδια μέσα.
Η αντίσταση των υπερασπιστών υπήρξε λυσσώδης· οι γερμανικές απώλειες υπήρξαν βαρύτατες, με 400 νεκρούς σε σύνολο 600 ανδρών, μεταξύ των οποίων και ο διοικητής του τάγματος, Ταγματάρχης Όττο Σέρμπερ. Ο διοικητής του συντάγματος, Όιγκεν Μάιντλ, τραυματίστηκε σοβαρά από εχθρικά πυρά κατά την πτώση του στη γέφυρα του Πλατανιά, αλλά κατάφερε να επιβιώσει. Η αντικατάστασή του επήλθε άμεσα, με τον Συνταγματάρχη Χέρμαν-Μπέρναρντ Ράμκε να αναλαμβάνει τη διοίκηση.
Διαταγές αντιποίνων από τον Πτέραρχο Κουρτ Στουντέντ
Η μαζική και άνευ προηγουμένου αντίσταση του ντόπιου πληθυσμού, σε συνδυασμό με τις σημαντικές απώλειες των γερμανικών δυνάμεων, αιφνιδίασαν τη στρατιωτική ηγεσία του Τρίτου Ράιχ. Καθ’ όλη τη διάρκεια της Μάχης της Κρήτης, οι Κρητικοί και οι Συμμαχικές δυνάμεις προκάλεσαν ανεπανόρθωτα πλήγματα στην ελίτ δύναμη των Γερμανών αλεξιπτωτιστών. Σύμφωνα με αναφορές του Στρατηγού Γιούλιους Ρίγκελ, διοικητή της 5ης Ορεινής Μεραρχίας, οι κάτοικοι επιτέθηκαν στους εισβολείς ακόμη και με μαχαίρια, τσεκούρια, δρεπάνια και λοιπά πρόχειρα μέσα, αποδεικνύοντας την αποφασιστικότητά τους να υπερασπιστούν την πατρώα γη.
Ήδη προ της ολοκληρώσεως της μάχης, κυκλοφορούσαν μεταξύ των γερμανικών μονάδων αναφορές και ιστορίες –πολλές εκ των οποίων υπερβολικές ή αναπόδεικτες– που απέδιδαν τις βαριές γερμανικές απώλειες σε πράξεις βασανισμού και ακρωτηριασμών εκ μέρους των Κρητικών. Οι μαρτυρίες αυτές μιλούσαν για τελετουργικές ακρωτηριάσεις, περιλαμβανομένων κοψιμάτων αυτιών και γεννητικών οργάνων, τα οποία φέρονται να τοποθετούνταν στα στόματα των νεκρών Γερμανών στρατιωτών.
Ωστόσο, η επιστημονική και ιστορική έρευνα έχει αναδείξει εναλλακτικές και περισσότερο τεκμηριωμένες εξηγήσεις. Οι βαρείς τραυματισμοί προέρχονταν συχνά από παλαιά όπλα τύπου «γκρά», των οποίων τα βλήματα ήταν μολύβδινα και χωρίς μεταλλική επικάλυψη, προκαλώντας μεγάλης έκτασης καταστροφή στο ανθρώπινο σώμα. Επιπλέον, η χρήση αγροτικών εργαλείων από τους ντόπιους ενέτεινε τη σκληρότητα των πληγών. Οι περιορισμένοι ακρωτηριασμοί, όπως διαπιστώνεται, δεν συνάδουν με την ιδιοσυγκρασία των Κρητών, ενώ πολλές από τις πιο φρικιαστικές παραμορφώσεις αποδίδονται από ειδικούς είτε στη δράση πτωματοφάγων όρνεων, είτε στη φυσική αποσύνθεση των πτωμάτων λόγω του καύσωνα και της αταφίας.
Αξιοσημείωτο είναι ότι η εγκληματολογική υπηρεσία του Βερολίνου, με σχετική ιατροδικαστική έκθεση, συντάχθηκε με αυτήν την τελευταία ερμηνεία.
Όταν οι πρώτες αναφορές για τέτοια περιστατικά έφτασαν στη Λούφτβαφφε και τον ίδιο τον Χέρμαν Γκαίρινγκ, δόθηκε εντολή προς τον Πτέραρχο Κουρτ Στουντέντ, προσωρινό στρατιωτικό διοικητή των επιχειρήσεων στην Κρήτη, να διερευνήσει τις καταγγελίες και να λάβει μέτρα αντιποίνων. Ο Στουντέντ, ωστόσο, προχώρησε εσπευσμένα και χωρίς την ολοκλήρωση έρευνας στην εφαρμογή μιας πολιτικής μαζικών αντιποίνων εις βάρος του άμαχου πληθυσμού, αμέσως μετά την παράδοση της Κρήτης στις 31 Μαΐου 1941.
Τα αντίποινα τούτα, κατά διαταγήν του ιδίου, εκτελέστηκαν χωρίς καμία τήρηση νομικών διαδικασιών, χωρίς απονομή δικαιοσύνης, και μάλιστα από τις ίδιες τις μονάδες των αλεξιπτωτιστών που είχαν προηγουμένως υποστεί τις απώλειες. Έτσι εγκαινιάστηκε ένα κύμα ωμής τρομοκρατίας, με προεξάρχον παράδειγμα την εκτέλεση των ανδρών του Κοντομαρί, γεγονός που θα σφράγιζε ανεξίτηλα την ιστορία της γερμανικής κατοχής στην Κρήτη.
Η σφαγή στο Κοντομαρί
Κατόπιν των εντολών του Πτέραρχου Κουρτ Στουντέντ για λήψη αντιποίνων, οι κάτοικοι του χωριού Κοντομαρί κατηγορήθηκαν από τις γερμανικές στρατιωτικές αρχές για την πρόκληση απωλειών μεταξύ των αλεξιπτωτιστών, των οποίων πτώματα είχαν εντοπισθεί στην ευρύτερη περιοχή. Την 2α Ιουνίου 1941, τέσσερα στρατιωτικά οχήματα με ένοπλους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές του 3ου Τάγματος του 1ου Αερομεταφερόμενου Συντάγματος της Λούφτβαφφε, υπό τις διαταγές του Υπολοχαγού Χόρστ Τρέμπες, περικύκλωσαν αιφνιδιαστικά το χωριό. Ο Τρέμπες, πρώην μέλος της Χιτλερικής Νεολαίας και εκ των ελαχίστων αξιωματικών που είχαν διασωθεί αλώβητοι από τη Μάχη της Κρήτης, ανέλαβε αυτοπροσώπως την καθοδήγηση της επιχείρησης.
Οι στρατιώτες διεξήγαγαν αυστηρούς και εξονυχιστικούς ελέγχους στις οικίες των κατοίκων. Όταν, σε μία εξ αυτών, βρέθηκε χιτώνιο Γερμανού αλεξιπτωτιστή, διαμπερώς τρυπημένο από σφαίρα, ο Τρέμπες, έξαλλος, διέταξε την άμεση πυρπόληση του σπιτιού. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν βιαίως στην κεντρική πλατεία του χωριού. Εκεί, ακολούθησε η διαλογή: οι γυναίκες και τα παιδιά αφέθηκαν ελεύθερα, ενώ επιλέχθηκε ένας αριθμός ανδρών που κρατήθηκε ως όμηρος.
Οι εκλεκτοί του θανάτου οδηγήθηκαν σε παρακείμενο ελαιώνα, όπου οι Γερμανοί στρατιώτες έστησαν την γραμμή της εκτελέσεως. Ακολουθώντας τις εντολές του Υπολοχαγού Τρέμπες, ο οποίος επέδειξε προκλητική ψυχρότητα και σαδισμό, το εκτελεστικό απόσπασμα πήρε θέσεις απέναντι στους μελλοθάνατους. Προτού δοθεί το τελικό πρόσταγμα, ο Τρέμπες, ειρωνικά, απηύθυνε στους ομήρους τα τελευταία του λόγια: «Όποιος θέλει τώρα μπορεί να φύγει».
Ο ακριβής αριθμός των θυμάτων παραμένει ασαφής. Επισήμως, τα γερμανικά αρχεία καταγράφουν 23 εκτελεσθέντες· ωστόσο, άλλες πηγές ανεβάζουν τον αριθμό των θυμάτων στους 60 άνδρες. Η εκτέλεση απαθανατίστηκε καρέ-καρέ από τον Γερμανό πολεμικό ανταποκριτή Φραντς Πέτερ Βάιξλερ, ο οποίος συνόδευε τη Βέρμαχτ για λογαριασμό της στρατιωτικής προπαγάνδας του Τρίτου Ράιχ. Οι φωτογραφίες, τραγική τεκμηρίωση της αγριότητας, θα ανακαλύπτονταν δεκαετίες αργότερα στα γερμανικά ομοσπονδιακά αρχεία.
Μόνο δύο άνδρες επέζησαν από το εκτελεστικό πυρ. Ο ένας εξ αυτών, ο Γαλάνης, αν και σοβαρά τραυματισμένος στον πνεύμονα, κατόρθωσε να παραμείνει κρυμμένος μέσα σε στάρι όλη τη νύχτα και να διαφύγει την επομένη. Ο δεύτερος, ο Βλαζάκης, αιμορραγώντας βαριά, έφτασε ερπόντας στο σπίτι του και επιχείρησε να δέσει τα τραύματά του· όμως, οι Γερμανοί, εντοπίζοντας τα ίχνη αίματος, τον καταδίωξαν, τον συνέλαβαν και τον εκτέλεσαν, λίγο προτού φτάσει στο σπίτι του αδελφού του.
Μετά τη Σφαγή: Το Χρονικό της Δικαιοσύνης που Δεν Ήρθε
Την επομένη της σφαγής στο Κοντομαρί, οι δυνάμεις του 1ου Αερομεταφερόμενου Τάγματος Εφόδου της Βέρμαχτ εξαπέλυσαν νέα επιχείρηση αντιποίνων, καταλήγοντας στην εκθεμελίωση της Κανδάνου και στην εκτέλεση του μεγαλύτερου μέρους των κατοίκων της, σηματοδοτώντας μία από τις πλέον ωμές στιγμές της γερμανικής κατοχής στην Κρήτη.
Τον Ιούλιο του 1941, ο Υπολοχαγός Χόρστ Τρέμπες παρασημοφορήθηκε με τον Σταυρό των Ιπποτών του Σιδηρού Σταυρού, ως επιβράβευση για την ηγετική του παρουσία στη Μάχη της Κρήτης. Τρία έτη αργότερα, το 1944, έπεσε νεκρός κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων της απόβασης στη Νορμανδία.
Ο πολεμικός ανταποκριτής Φραντς Πέτερ Βάιξλερ, ο οποίος είχε απαθανατίσει τη σφαγή στο Κοντομαρί για λογαριασμό της ναζιστικής προπαγάνδας, απομακρύνθηκε από τη Βέρμαχτ το ίδιο καλοκαίρι για πολιτικούς λόγους. Μετέπειτα κατηγορήθηκε για προδοσία εις βάρος του Τρίτου Ράιχ, καθώς φέρεται να είχε διαρρεύσει λογοκριμένο φωτογραφικό υλικό από τη δράση των αλεξιπτωτιστών στην Κρήτη —συμπεριλαμβανομένων εικόνων από το Κοντομαρί— και να είχε βοηθήσει Κρητικούς να διαφύγουν. Συνελήφθη από τη Γκεστάπο, οδηγήθηκε ενώπιον στρατοδικείου και καταδικάστηκε σε φυλάκιση, την οποία εξέτισε από τις αρχές του 1944.
Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Νοέμβριο του 1945, ο Βάιξλερ κατέθεσε εγγράφως όσα είχε δει κατά τη σφαγή του Κοντομαρί, στο πλαίσιο της Δίκης της Νυρεμβέργης και ειδικότερα κατά την ακροαματική διαδικασία για τον Χέρμαν Γκαίρινγκ.
Ο Πτέραρχος Κουρτ Στουντέντ, μετά την κατάρρευση της Γερμανίας, συνελήφθη από τις βρετανικές δυνάμεις. Τον Μάιο του 1947 οδηγήθηκε ενώπιον στρατοδικείου, κατηγορούμενος για εγκλήματα πολέμου που αφορούσαν βιαιοπραγίες και δολοφονίες αιχμαλώτων στην Κρήτη. Το αίτημα των ελληνικών αρχών για την έκδοσή του απορρίφθηκε. Καταδικάστηκε για τρεις από τις οκτώ κατηγορίες και του επιβλήθηκε ποινή πενταετούς κάθειρξης, εκ των οποίων εξέτισε μόλις έναν χρόνο. Το 1948 αφέθηκε ελεύθερος για λόγους υγείας, χωρίς ποτέ να δικαστεί για εγκλήματα κατά αμάχων.
Το 1955, σύμφωνα με το ντοκιμαντέρ της εκπομπής Μηχανή του Χρόνου με τίτλο «Κοντομαρί Χανίων – Η πρώτη εκτέλεση αμάχων στην Ευρώπη», ο Βάιξλερ επέστρεψε στο Κοντομαρί. Οι κάτοικοι, ακολουθώντας τα ήθη της κρητικής φιλοξενίας, τον υποδέχθηκαν δίχως να γνωρίζουν την ταυτότητά του. Σε κάποια στιγμή, όταν διαισθάνθηκε ότι το κλίμα ήταν ήπιο, αποκάλυψε πως ήταν αυτός που απαθανάτισε τη σφαγή, εκτελώντας διαταγές. Τότε, ορισμένοι από τους επιζώντες, τηρώντας με σεβασμό το έθιμο της φιλοξενίας, σηκώθηκαν σιωπηλά και αποχώρησαν από την ταβέρνα, αφήνοντάς τον μόνο του.
Το 1980, ο δημοσιογράφος Βάσος Μαθιόπουλος εντόπισε στα Ομοσπονδιακά Αρχεία της Γερμανίας τα αρνητικά του Βάιξλερ από τη σφαγή στο Κοντομαρί· όμως η ακριβής τοποθεσία των εκτελέσεων παρέμενε άγνωστη. Ακολούθησε εκτενής έρευνα από τον δημοσιογράφο Κώστα Παπαπέτρου στην Κρήτη, η οποία οδήγησε στην ταυτοποίηση του χώρου από τους ίδιους τους κατοίκους και απογόνους των θυμάτων. Από εκείνο το σημείο, οι φωτογραφίες ήρθαν στο φως της διεθνούς δημοσιότητας και έγιναν ιστορικό τεκμήριο ενός από τα πρώτα εγκλήματα πολέμου κατά αμάχων στην κατεχόμενη Ευρώπη.
Σχόλια