Απελευθέρωση του Αγρινίου, 11 Ιουνίου 1821
Ο ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων σημειώνει πως κάθε τουρκική οικία στο Βραχώρι —ειδικά οι διώροφες και τριώροφες— ήταν περιφραγμένη με διπλά και καμιά φορά τριπλά τείχη, ενώ είχε αυλόθυρες από περισσότερες πλευρές· φαινόμενο που, κατά τον ίδιο, δεν απαντούσε σε καμία άλλη πόλη της Ελλάδας. Η ιδιαίτερη αυτή οχύρωση φανερώνει αφενός τον φόβο και την καχυποψία των κατακτητών, και αφετέρου τη βαριά τυραννία που είχαν επιβάλει, καθώς και τη δεινή θέση στην οποία βρίσκονταν οι ελληνικές οικογένειες — που ήταν μάλιστα υπερδιπλάσιες σε αριθμό από τις τουρκικές.
Η καταπίεση κορυφώθηκε στις παραμονές της Επανάστασης, όταν στρατιωτικός διοικητής της πόλης ήταν ο Τουρκαλβανός Νούρκας Σέρβανης και πολιτικός διοικητής ο Αλάμπεης· πρόσωπα γνωστά για τη σκληρότητά τους και την αυθαιρεσία με την οποία διοικούσαν τον τόπο.
Ωστόσο, ύστερα από τα πρώτα επαναστατικά ξεσπάσματα στην Αιτωλοακαρνανία, οι Οθωμανοί άρχισαν να ανησυχούν σοβαρά. Ο φόβος τους εντάθηκε ακόμη περισσότερο όταν στην πόλη κατέφυγαν μαζικά και οι ομόθρησκοί τους από την ύπαιθρο, αναζητώντας προστασία μέσα στα τείχη του Βραχωρίου. Η φρουρά της πόλης, αποτελούμενη από ντόπιους Τούρκους και Αλβανούς, ενισχύθηκε με στρατεύματα που είχαν υποχωρήσει από το Μεσολόγγι, το Αιτωλικό, τον Γαλατά και το Μποχώρι. Επίσης, στο Βραχώρι συγκεντρώθηκαν και οι τουρκικές φρουρές των Κραβάρων και του Απόκουρου, τις οποίες είχε ανακαλέσει ο Νούρκας Σέρβανης.
Την ίδια ώρα, ο Σέρβανης αποπειράθηκε να παρασύρει τον Αλεξάκη Βλαχόπουλο σε παγίδα. Του απηύθυνε πρόσκληση να τον επισκεφθεί στο Βραχώρι, με τρόπο φιλικό και απατηλά ευγενικό. Ο Βλαχόπουλος, όμως, διέβλεψε τον κίνδυνο και αρνήθηκε να μεταβεί. Αντιθέτως, ήρθε σε συνεννόηση με τον Δημήτριο Μακρή, τον Ραζηκότσικα και άλλους οπλαρχηγούς της περιοχής, και όλοι μαζί αποφάσισαν να εκστρατεύσουν εναντίον του Βραχωρίου. Κάλεσαν μάλιστα και τον Κώστα Σιαδήμα, ο οποίος τότε πολιορκούσε τη Ναύπακτο, να εγκαταλείψει προσωρινά τη θέση του και να συνδράμει στην επικείμενη επιχείρηση.
Πράγματι, ο Σιαδήμας επέστρεψε με πεντακόσιους άνδρες και, μεταξύ 27 και 28 Μαΐου, στρατοπέδευσε στο Ντογρί της Τριχωνίδας. Στο σώμα του ενώθηκαν και διακόσιοι άνδρες υπό τον Γρίβα, που βρέθηκαν συμπτωματικά στην ευρύτερη περιοχή. Οι οπλαρχηγοί έλαβαν τότε την απόφαση να εξαπολύσουν την επίθεση στις 28 Μαΐου, ημέρα κατά την οποία οι Μουσουλμάνοι γιόρταζαν το Ραμαζάνι.
Την παραμονή, στις 27 Μαΐου, ο Δημήτριος Μακρής και ο Ραζηκότσικας, επικεφαλής επτακοσίων ανδρών, κατέλαβαν τα “Γεφύρια του Αλάμπεη”, στρατηγικό σημείο στον δρόμο που ένωνε το Βραχώρι με το Μεσολόγγι. Παράλληλα, οι επαναστατικές δυνάμεις της Αιτωλοακαρνανίας ανέλαβαν θέσεις γύρω από το Βραχώρι, περικυκλώνοντας σταδιακά την πόλη. Το βράδυ της 28ης Μαΐου 1821 ο κλοιός είχε πλέον πλήρως σχηματιστεί· και στις πρώτες πρωινές ώρες, σχεδόν μέσα στη νύχτα, ξεκίνησε γενική επίθεση από όλες τις κατευθύνσεις, με τις πρώτες συγκρούσεις να ξεσπούν στις απόκεντρες συνοικίες της πόλης.
Ο Αλεξάκης Βλαχόπουλος, επικεφαλής πεντακοσίων ανδρών —ανάμεσα στους οποίους βρίσκονταν και αρκετοί πολεμιστές του Τσόγκα— κινήθηκε εναντίον της πόλης από την άνω πλευρά, εξαπολύοντας επίθεση κατά του Βραχωρίου. Αμέσως μετά την έναρξη της επίθεσης, προσήλθαν και ενώθηκαν με τους επαναστάτες πολλοί κάτοικοι της ίδιας της πόλης, με αρχηγό τον Γεώργιο Στάικο, καθώς και αρκετοί κάτοικοι από τα γύρω χωριά. Οι τελευταίοι, βέβαιοι πια για την επικράτηση των ελληνικών όπλων, είχαν και το βλέμμα τους στραμμένο στα λάφυρα· στόχος τους ήταν τα πλούσια τουρκικά και εβραϊκά αρχοντικά, που υπόσχονταν εύκολη λεηλασία.
Οι πρώτοι ενόπλοι Έλληνες που πάτησαν στην πόλη, υπό την ηγεσία του Κώστα Σιαδήμα και του Γρίβα, έβαλαν αμέσως φωτιά στα πρώτα σπίτια που βρήκαν μπροστά τους. Την ίδια ώρα, και οι ίδιοι οι χριστιανοί κάτοικοι του Βραχωρίου, που ζούσαν εντός των τειχών, ήταν σε ετοιμότητα και περίμεναν την επίθεση. Έτσι, μόλις αυτή ξεκίνησε, έβαλαν μόνοι τους φωτιά στα ίδια τους τα σπίτια, για να εντείνουν τη σύγχυση και τον πανικό στους Τούρκους.
Η έφοδος αιφνιδίασε μερικώς τους Οθωμανούς· αυτοί, αν και δεν περίμεναν τόσο τολμηρή επίθεση από τους Αιτωλοακαρνάνες κατά της στρατιωτικής τους έδρας, διατηρούσαν κάποια επιφυλακή, παρότι εκείνη την ημέρα γιόρταζαν το Ραμαζάνι. Μόλις άκουσαν τους πρώτους κανονιοβολισμούς και τις τουφεκιές των επαναστατών, έσπευσαν στα ενδότερα της πόλης και οχυρώθηκαν στα κεντρικά σπίτια, όπου και άρχισαν να αμύνονται με σθένος και αποφασιστικότητα.
Ωστόσο, καθώς ο ασφυκτικός κλοιός γύρω τους γινόταν ολοένα και στενότερος, οι Τούρκοι ζήτησαν να έρθουν σε διαπραγματεύσεις με τους επαναστατημένους Έλληνες. Το αίτημά τους έγινε δεκτό από την ελληνική πλευρά. Πλην όμως, ο Μπέης που στάλθηκε ως πληρεξούσιός τους, αντί να εισέλθει σε σοβαρές συζητήσεις για τους όρους της παράδοσης —οι οποίοι θα μπορούσαν να προσφέρουν στους πολιορκημένους μια διέξοδο από τη δύσκολη θέση— μετέφερε απλώς μια «μεγαλοψυχία» του δερβέναγα: ότι, αν οι Έλληνες λύσουν την πολιορκία και αποχωρήσουν, δεν θα τους πειράξει κανείς.
Η πρόταση αυτή φανέρωνε πως οι Τουρκαλβανοί, παρότι βρισκόταν πλέον σε εξαιρετικά δυσχερή θέση, εξακολουθούσαν να ελπίζουν πως σύντομα θα λάμβαναν ενισχύσεις από την Άρτα ή τα Ιωάννινα. Φυσικά, η προσφορά αυτή θεωρήθηκε απαράδεκτη και απορρίφθηκε χωρίς δεύτερη σκέψη από τους Έλληνες. Αντιθέτως, απέστειλαν μέσω του Μπέη απάντηση στον Αλβανό στρατιωτικό διοικητή Νούρκα Σέρβανη, πως αν εκείνος και οι άνδρες του ήθελαν να φύγουν, θα μπορούσαν να πάρουν μαζί τους τα όπλα τους, με την εγγύηση ότι η ελληνική πλευρά θα τους εξασφάλιζε ασφαλή διέλευση μέχρι να περάσουν το Μακρυνόρος. Η αποστολή των Ελλήνων, τόνιζαν, δεν ήταν άλλη από το να εκδιώξουν τους Τούρκους από το Βραχώρι, κι όχι να προκαλέσουν σφαγές.
Οι επιθέσεις των Ελλήνων πολιορκητών ανανεώθηκαν με μεγαλύτερη ένταση και ορμή, καθώς στις 30 Μαΐου κατέφθασαν νέες ενισχύσεις υπό τον Γιώτη Βαρνακιώτη, αδελφό του Γεώργιου. Ακολούθως, στις 3 Ιουνίου, έφτασε και ο ίδιος ο Γεώργιος Βαρνακιώτης συνοδευόμενος από πλήθος Ξηρομεριτών αγωνιστών, ανεβάζοντας τον συνολικό αριθμό των Ελλήνων που συμμετείχαν στην πολιορκία περίπου στους τέσσερις χιλιάδες.
Η ενίσχυση αυτή των ελληνικών δυνάμεων έφερε τους Τουρκαλβανούς πολιορκημένους σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Τα αποθέματα τροφίμων και πολεμοφοδίων τους άρχισαν να εξαντλούνται, ενώ πολλές από τις αποθήκες τους είχαν ήδη πέσει στα χέρια των Ελλήνων. Την κατάσταση επιδείνωσε ακόμη περισσότερο το γεγονός πως η ενισχυτική δύναμη των 1.800 ανδρών, την οποία είχε αποστείλει ο Χουρσίτ Πασάς υπό τον Ισμαήλ Πλιάσα, δεν κατόρθωσε να διασχίσει το Μακρυνόρος· εκεί τους έκλεισε τον δρόμο ο Ανδρέας Ίσκος, αναχαιτίζοντας την πορεία τους και αποκλείοντας κάθε ελπίδα ανακούφισης για τους πολιορκημένους.
Η δεινή κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει οι πολιορκημένοι επιδείνωσε τις εσωτερικές τους έριδες, φανερώνοντας βαθιές αντιθέσεις και διχογνωμίες ανάμεσα στους Τούρκους και τους Αλβανούς. Ο Νούρκα Σέρβανης, αντιλαμβανόμενος την αδυναμία να συνεχίσει την άμυνα, αποφάσισε να διαπραγματευθεί ξεχωριστά με τους Έλληνες, εκμεταλλευόμενος την παλαιά του φιλία με τον Αλεξάκη Βλαχόπουλο.
Έπειτα από συνεννοήσεις, συμφωνήθηκε να επιτραπεί στους Αλβανούς να αποχωρήσουν, παίρνοντας μαζί τους τα προσωπικά τους είδη, ενώ οι Έλληνες αναλάμβαναν την υποχρέωση να εγγυηθούν την ασφαλή διέλευσή τους έως και την πέραν του Μακρυνόρους περιοχή. Μάλιστα, ο ίδιος ο Σέρβανης προσφέρθηκε να αφήσει τον γιο του ως όμηρο στα χέρια των Ελλήνων, προκειμένου να διασφαλίσει την τήρηση της συμφωνίας.
Η προγραμματισμένη αποχώρηση των Αλβανών θεωρήθηκε φυσικά ότι θα εξασθένιζε σημαντικά την άμυνα των εναπομεινάντων και θα κλόνιζε το ηθικό των πολιορκημένων. Ωστόσο, οι Αλβανοί δεν τήρησαν τις δεσμεύσεις τους· πριν φύγουν, εξανάγκασαν τους Τούρκους και τους Εβραίους κατοίκους του Βραχωριού να τους παραδώσουν κάθε πολύτιμο θησαυρό που κατείχαν. Έπειτα, εγκαταλείποντας κρυφά την πόλη μέσα στη νύχτα, κατευθύνθηκαν προς το Καρπενήσι.
Κατά μια εκδοχή, οι Έλληνες οπλαρχηγοί πληροφορήθηκαν από Τούρκους μπέηδες για τη φυγή των Αλβανών και έσπευσαν να ειδοποιήσουν εγκαίρως τον Κώστα Γιολδάση και τα αδέλφια του, δίνοντάς τους λεπτομέρειες για το δρομολόγιο που θα ακολουθούσαν οι Αλβανοί.
Οι Γιολδασαίοι, στήνοντας ενέδρα, αιφνιδίασαν τους φυγάδες και τους αποδεκάτισαν. Συνελήφθη αιχμάλωτος και ο ίδιος ο Νούρκα Σέρβανης, τον οποίο αργότερα αντάλλαξαν με μέλη της δικής τους οικογένειας που βρίσκονταν αιχμάλωτα στα χέρια των Τούρκων. Ενώ οι Τούρκοι βυθίζονταν όλο και περισσότερο στη δεινή θέση, εξαιτίας της στενότητας σε τρόφιμα και πολεμοφόδια, οι Έλληνες κάλυπταν σε μεγάλο βαθμό τις δικές τους ανάγκες σε πολεμικό υλικό, αγοράζοντας από τον Άγγλο πλοίαρχο ‘Αντερσον ένα φορτίο οπλισμού, στο οποίο περιλαμβανόταν και ένα μικρό κανόνι.
Ο ‘Αντερσον, καλυπτόμενος πίσω από την αγγλική «ουδετερότητα», προέβαινε σε εμπόριο πολεμικού υλικού. Όταν το πλοίο του βρισκόταν στα ανοιχτά του Μεσολογγίου, πληροφορήθηκε τα γεγονότα του Βραχωριού (Αγρινίου) και αποφάσισε να ξεφορτώσει το φορτίο στο Μεσολόγγι. Από εκεί το πολεμικό υλικό μεταφέρθηκε στο Βραχώρι (Αγρίνιο) και δόθηκε στους Έλληνες μαχητές.
Οι πολιορκημένοι Τούρκοι, που είδαν πια πως καμιά βοήθεια δεν θα τους ερχόταν, μη έχοντας άλλη διέξοδο, ζήτησαν να συνάψουν συμφωνία με τους Έλληνες, παρακαλώντας να σεβαστούν τη ζωή τους και την τιμή τους. Η συμφωνία αυτή τηρήθηκε πιστά. Ο Δερβέν αγάς, Ταχήρ Παπούλιας — που δεν ήταν Αλβανός — υπέγραψε με τον Γεώργιο Βαρνακιώτη την παράδοση των όπλων και τη δυνατότητα να φύγουν ελεύθεροι, όπου επιθυμούσαν.
Έτσι, στις έντεκα Ιουνίου του 1821, έπεσε το Βραχώρι, το προπύργιο των Τούρκων στη Δυτική Ελλάδα. Όπως γράφει ο αγωνιστής Λάμπρος Κουτσονίκας στα απομνημονεύματά του, «και ούτως εκυριεύθη το περίφημο Βραχώρι, η πρωτεύουσα της ηγεμονίας της, υπό των Οθωμανών ονομαζόμενης Κάρλελη».
Η λαϊκή μούσα, με το απλό και ζωντανό της λόγο, αποτύπωσε το γεγονός αυτό με το παρακάτω δημοτικό τραγούδι, που έχει καταχωρηθεί από τον Πετρώφ στη συλλογή του:
Μετά την απελευθέρωση, το Βραχώρι επανέκτησε το αρχαίο του όνομα, Αγρίνιον. Η πόλη άρχισε να αναπτύσσεται ραγδαία, ιδιαίτερα από τα τέλη του 19ου ως τις αρχές του 20ού αιώνα, όταν στράφηκε μαζικά στην καλλιέργεια του καπνού. Χτίστηκαν μεγάλες αποθήκες και εργοστάσια επεξεργασίας, με κυριότερα εκείνα που ανήκαν στις οικογένειες Παπαστράτου, Παπαπέτρου και Παναγόπουλου. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, πλήθος προσφύγων κατέφτασαν στην πόλη και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Αγίου Κωνσταντίνου, ενώ σημαντική ήταν και η μετακίνηση πληθυσμών από την Ήπειρο και την Ευρυτανία.
Σχόλια