Αριστομένης (Μένης) Κουμανταρέας
Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 17 Μαΐου 1931 (κατ΄ άλλους στις 4 Ιανουαρίου 1931) και μεγάλωσε στην περιοχή της πλατείας Βικτωρίας, τόπο που θα σημαδέψει πολλαπλώς το έργο του, λειτουργώντας ως σκηνικό, αλλά και ως συμβολικός πυρήνας πολλών αφηγήσεών του. Το έτος 1948, σε ηλικία 17 ετών, μετέβη στο Λονδίνο, όπου διέμεινε για έξι μήνες πλησίον του θείου του· εκεί είχε την ευκαιρία να έρθει σε άμεση επαφή με τον αγγλικό πολιτισμό και να διευρύνει τους πνευματικούς του ορίζοντες, σε μια περίοδο καίρια για τη διαμόρφωση της κοσμοαντίληψής του.
Το 1949 ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του αποφοιτώντας από το Πρότυπο Λύκειο Αθηνών «Κάρολος Μπερζάν», ενώ ακολούθως φοίτησε, χωρίς όμως να αποφοιτήσει, στις Σχολές Νομικής και Φιλοσοφικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η επαγγελματική του πορεία περιλάμβανε πολυετή εργασία –περί τα είκοσι έτη– σε ναυτιλιακές και ασφαλιστικές εταιρείες, ενώ τη στρατιωτική του θητεία υπηρέτησε στο Πολεμικό Ναυτικό.
Η είσοδός του στον λογοτεχνικό χώρο πραγματοποιήθηκε επισήμως το 1961, με την έναρξη της συνεργασίας του με το περιοδικό Ταχυδρόμος. Την επόμενη χρονιά, το 1962, εξέδωσε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων υπό τον τίτλο Τα μηχανάκια, εγκαινιάζοντας έτσι μία συνεπή και πολυετή συγγραφική διαδρομή, κατά την οποία ο λόγος του διακρίθηκε για την ευαισθησία, τη διεισδυτικότητα και την κοινωνική του παρατήρηση.
Η Δίκη του «Αρμενίσματος»: Λογοκρισία και Αντίσταση στον Λόγο κατά τη Δικτατορία
Κατά τη σκοτεινή περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα (1967–1974), ο Μένης Κουμανταρέας βρέθηκε στο στόχαστρο της κρατικής καταστολής της ελευθερίας της έκφρασης. Αφορμή στάθηκε το διήγημά του Το Αρμένισμα, που περιλαμβανόταν στην ομότιτλη συλλογή, η οποία είχε τιμηθεί το 1967 με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος — μια διάκριση που ανέδειξε τη λογοτεχνική του αξία, αλλά δεν τον προστάτευσε από τη βίαιη λογοκριτική επέμβαση του καθεστώτος.
Ο συγγραφέας οδηγήθηκε τέσσερις φορές ενώπιον της δικαιοσύνης, καθώς αυτεπαγγέλτως ασκήθηκε δίωξη από τον εισαγγελέα εναντίον του, με επίκεντρο δύο διηγήματα της συλλογής: Η μέρα του 1638 και Οι γάμοι του Σπόρου και της Ποππαίας. Τα έργα αυτά κρίθηκαν «άσεμνα» από τις δικαστικές αρχές, εξαιτίας σκηνών που εκτυλίσσονταν σε οίκο ανοχής, παρουσίας ανδρών μεταμφιεσμένων σε γυναίκες, καθώς και χρήσης τολμηρής γλώσσας — στοιχεία τα οποία η λογοκριτική μηχανή της δικτατορίας ερμήνευσε ως προσβλητικά προς τη δημόσια αιδώ και την ηθική τάξη.
Το Πλημμελειοδικείο Αθηνών τον καταδίκασε σε τετράμηνη φυλάκιση με αναστολή τριών ετών, για παράβαση του νόμου περί ασέμνων δημοσιευμάτων. Ο ίδιος άσκησε έφεση, υποστηριζόμενος από πλειάδα πνευματικών ανθρώπων, οι οποίοι στάθηκαν μάρτυρες υπεράσπισής του: ανάμεσά τους ο πανεπιστημιακός Κωνσταντίνος Τσάτσος, οι ηθοποιοί Αλέξης Μινωτής και Δημήτρης Μυράτ, καθώς και προσωπικότητες των γραμμάτων όπως ο Κωστής Μπαστιάς, ο Αιμίλιος Χουρμούζιος και ο Βάσος Βαρίκας. Την υπεράσπισή του ενώπιον του δικαστηρίου ανέλαβε ο διακεκριμένος νομικός και πανεπιστημιακός Γεώργιος Κουμάντος.
Στον αντίποδα, μάρτυρες κατηγορίας εμφανίσθηκαν πρόσωπα κυρίως από τον χώρο της εκπαίδευσης και της αστυνομίας: ο συνταξιούχος εκπαιδευτικός Παναγιώτης Νέζης, ο πανεπιστημιακός Κωνσταντίνος Μερεντίτης, ο δημοδιδάσκαλος Αναστάσιος Αντωνόπουλος και ο αστυνομικός Αντώνιος Κουερίνης. Η υπόθεση αυτή απέκτησε χαρακτήρα συμβολικό για την καταπίεση της καλλιτεχνικής έκφρασης στην Ελλάδα της Χούντας, αποκαλύπτοντας τον τρόμο που το καθεστώς ένιωθε απέναντι στην ελευθερία του λόγου και στην ανεξάρτητη διανόηση.
Το 1972, λίγο πριν από την πτώση της Δικτατορίας, ο Κουμανταρέας έλαβε υποτροφία και μετέβη στο Βερολίνο, όπου σπούδασε για έξι μήνες. Η παραμονή του εκεί, στην καρδιά ενός πολιτισμικά ζωντανού και ιδεολογικά ρευστού ευρωπαϊκού περιβάλλοντος, αποτέλεσε γόνιμη περίοδο για τη συγγραφική του σκέψη και την περαιτέρω ανάπτυξη του κριτικού του στοχασμού.
Μετά τη Δικτατορία: Η Κατοχύρωση του Συγγραφικού Λόγου και η Δημόσια Παρουσία
Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας και την πολιτισμική αναγέννηση που ακολούθησε τη Μεταπολίτευση, ο Μένης Κουμανταρέας αφιερώθηκε πλήρως στη λογοτεχνία, ζώντας από το 1982 και εξής αποκλειστικά χάρη στη συγγραφική του δραστηριότητα. Η επιλογή αυτή υπήρξε συνειδητή πράξη αφοσίωσης στην τέχνη του λόγου και μαρτυρεί τη βαθιά του πίστη στη δημιουργική δύναμη της γραφής.
Ιδιαίτερη απήχηση γνώρισε το μυθιστόρημά του Η φανέλα με το εννιά, το οποίο το 1987 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον σκηνοθέτη Παντελή Βούλγαρη, εντάσσοντας τον Κουμανταρέα και στη σφαίρα της οπτικοποιημένης λογοτεχνίας και διευρύνοντας περαιτέρω τη δημόσια παρουσία του έργου του. Το βιβλίο, με το χαρακτηριστικό αστικό του φόντο και την ευαίσθητη κοινωνική παρατήρηση, εδραίωσε τον συγγραφέα ως έναν εκ των σημαντικότερων χρονικογράφων της νεοελληνικής καθημερινότητας.
Η πνευματική του παραγωγή δημοσιεύτηκε σε πληθώρα λογοτεχνικών περιοδικών — μεταξύ αυτών τα Εκλογή, Ηριδανός, Επιθεώρηση Τέχνης, Οδός Πανός, Η λέξη — τα οποία διαμόρφωσαν το λογοτεχνικό τοπίο της Μεταπολίτευσης και ανέδειξαν νέους τρόπους γραφής και κριτικού στοχασμού.
Η διεθνής απήχηση του έργου του υπήρξε αξιοσημείωτη, καθώς κείμενά του μεταφράστηκαν σε δεκατρείς γλώσσες — αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά, πορτογαλικά, αλβανικά, ολλανδικά, τουρκικά, ρωσικά, εσθονικά, εβραϊκά και λετονικά — γεγονός που καταδεικνύει τη διαχρονική και διαπολιτισμική απήχηση της γραφής του, πέρα από τα εθνικά όρια.
Πολυδιάστατη υπήρξε και η συμβολή του στους θεσμούς της πολιτισμικής ζωής. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, ενός από τους πλέον σημαντικούς φορείς υπεράσπισης και προώθησης των συμφερόντων της ελληνικής πνευματικής κοινότητας. Επιπλέον, συμμετείχε ενεργά στα διοικητικά συμβούλια σημαντικών μουσικών και πολιτιστικών οργανισμών, όπως η Εθνική Λυρική Σκηνή και η Κρατική Ορχήστρα Ελληνικής Μουσικής του Σταύρου Ξαρχάκου, γεγονός που αποδεικνύει την ευρύτητα των καλλιτεχνικών του ενδιαφερόντων και την πίστη του στη συνέργεια των τεχνών.
Στον δημόσιο διάλογο για την πορεία της χώρας δεν υπήρξε απών. Το 2012, σε μια από τις πιο κρίσιμες και πολωμένες στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, υπέγραψε — μαζί με άλλους τριάντα ένα ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών — το κείμενο Τολμήστε, ένα μανιφέστο υπέρ της ευρωπαϊκής πορείας της Ελλάδας και της αποδοχής του Μνημονίου. Η πράξη αυτή προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις, αλλά φανερώνει τη σταθερή του διάθεση να συμμετέχει ενεργά στην πνευματική και πολιτική ζωή του τόπου, διατηρώντας το δικαίωμα του διανοουμένου να παρεμβαίνει δημόσια σε περιόδους κρίσης.
Ο Τραγικός Θάνατος του Μένη Κουμανταρέα: Ένα Αδόκητο Τέλος για έναν Μεγάλο Λογοτέχνη
Το βράδυ της Παρασκευής, 5 Δεκεμβρίου 2014, ο Μένης Κουμανταρέας, ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της μεταπολεμικής ελληνικής λογοτεχνίας, δειπνούσε με φίλο του σε εστιατόριο της γειτονιάς του, λίγο κάτω από το διαμέρισμά του στην Κυψέλη — περιοχή άρρηκτα συνδεδεμένη με τη ζωή και το έργο του. Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, αποχαιρέτησε τον συνομιλητή του, επικαλούμενος την ανάγκη να ανέβει στο σπίτι για να πάρει ένα φάρμακο. Δεν επανήλθε ποτέ.
Όταν η ώρα περνούσε και ο συγγραφέας δεν κατέβαινε, ο φίλος του ανησύχησε. Περίπου ένα τέταρτο μετά τα μεσάνυχτα ειδοποίησε την Αστυνομία και κάλεσε κλειδαρά. Όταν οι δύο άνδρες, συνοδευόμενοι από τις αρχές, εισήλθαν τελικώς στο διαμέρισμα του συγγραφέα με τη βοήθεια του κλειδαρά, αντίκρισαν μια εικόνα ωμής βίας: οι ντουλάπες ήταν ανοιχτές, ενώ ο Κουμανταρέας βρέθηκε νεκρός στο πάτωμα της κρεβατοκάμαράς του, φέροντας εμφανείς κακώσεις στον λαιμό και το πρόσωπο — ένδειξη πάλης και βίαιου θανάτου.
Η κηδεία του τελέστηκε τέσσερις ημέρες αργότερα, την Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014, στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, παρουσία εκπροσώπων του πνευματικού κόσμου, φίλων, μαθητών της γραφής και πλήθους αναγνωστών που τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία. Ο τραγικός του χαμός συγκλόνισε την ελληνική κοινωνία και προσέδωσε μια δραματική διάσταση στη λογοτεχνική του κληρονομιά.
Στις 7 Ιανουαρίου 2015, η Ελληνική Αστυνομία ανακοίνωσε την εξιχνίαση της υπόθεσης: συνελήφθη ένας 26χρονος άνδρας, ενώ ταυτόχρονα δόθηκαν στη δημοσιότητα τα στοιχεία ταυτότητας δεύτερου προσώπου, το οποίο θεωρείτο συνεργός. Όπως προέκυψε από την έρευνα, οι δύο δράστες γνώριζαν τον συγγραφέα και το κίνητρο της δολοφονίας ήταν η ληστεία. Ο δεύτερος εμπλεκόμενος, μετά τη δημοσιοποίηση των στοιχείων του, παρουσιάστηκε αυτοβούλως στον εισαγγελέα και συνελήφθη.
Η υπόθεση εκδικάστηκε τον Ιούλιο του 2015 από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών. Και οι δύο κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν πρωτοδίκως σε ποινή ισόβιας κάθειρξης για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, καθώς και σε πρόσθετη ποινή τεσσάρων ετών για απόπειρα ληστείας.
Ο βίαιος θάνατος του Μένη Κουμανταρέα, στα 83 του χρόνια, φαντάζει ως ένα τραγικό αντιστάθμισμα της σπάνιας λεπτότητας και ενσυναίσθησης με την οποία αντιμετώπισε τον άνθρωπο στο έργο του. Η δολοφονία του δεν έπληξε μόνο το σώμα του συγγραφέα, αλλά και τη συλλογική αίσθηση της αστικής ευγένειας, της καλλιτεχνικής σιωπής και του ήθους που εκείνος υπηρέτησε αδιαλείπτως επί δεκαετίες.
Βραβεύσεις και Τιμητικές Διακρίσεις του Μένη Κουμανταρέα
Το έργο του Μένη Κουμανταρέα, εκτεινόμενο σε δεκαετίες παραγωγικής συγγραφικής παρουσίας, αναγνωρίστηκε και τιμήθηκε επανειλημμένως τόσο από την ελληνική πολιτεία όσο και από τον διεθνή λογοτεχνικό χώρο. Η λογοτεχνική του φωνή, διακριτικά προσωπική και βαθύτατα ανθρωποκεντρική, απέσπασε την αναγνώριση μερικών εκ των υψηλοτέρων λογοτεχνικών διακρίσεων του τόπου.
Στο πεδίο της μικρής φόρμας, τιμήθηκε δύο φορές με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος: πρώτον, το 1967, για τη συλλογή Το Αρμένισμα — έργο που, αν και βραβευμένο, αποτέλεσε αντικείμενο διώξεων κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας· και δεύτερον, το 1997, για τη συγκινητική συλλογή Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω.
Αντίστοιχα, στην κατηγορία του μυθιστορήματος, έλαβε δύο φορές το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος: το 1976 για το Βιοτεχνία υαλικών, ένα έργο-τομή για την ελληνική πεζογραφία των τελευταίων δεκαετιών, και το 2002 για το Δύο φορές Έλληνας, στοχαστικό μυθιστόρημα με αναστοχασμούς ταυτότητας και ιστορικής μνήμης.
Η διεθνής του αναγνώριση επισφραγίστηκε το 2001, όταν τιμήθηκε στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Φραγκφούρτης με το Βραβείο Blue Book για το μυθιστόρημα Ο ωραίος λοχαγός, μια αποτύπωση μελαγχολικής φιγούρας σε εποχές ανατροπών.
Η κορυφαία τιμητική διάκριση του συγγραφέα ήλθε στις 30 Δεκεμβρίου 2008, όταν η Ακαδημία Αθηνών, κατά την ετήσια τελετή απονομής βραβείων, του απένειμε το Βραβείο του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη, για το σύνολο του έργου του — μια ύψιστη επιβεβαίωση της συμβολής του στην ελληνική λογοτεχνία.
Κατά τη βράβευση εκείνη, ο Κουμανταρέας δεν παρέλειψε να εκφράσει, με τη γνωστή του σεμνότητα αλλά και τον καυστικό του ρεαλισμό, την ενδιάθετη αντίφασή του απέναντι στη φύση της υστεροφημίας:
«...θα έπρεπε να τα παίρνουμε νέοι, να μας δίνουν αυτοπεποίθηση, λεφτά και κουράγιο. Θυμάμαι όμως, μολονότι βραβευμένο το δεύτερο βιβλίο μου, Το Αρμένισμα, δικάστηκε επί χούντας τέσσερις φορές και παραλίγο να καεί. Το τελευταίο, Το σόου είναι των Ελλήνων, σκεπάζεται τώρα από τους καπνούς των δακρυγόνων και τα δάκρυα για τον χαμό ενός νέου ανθρώπου αλλά και από τον φριχτό πόλεμο στη Μέση Ανατολή. Οπωσδήποτε είναι μελαγχολικό να σε βραβεύουν για το σύνολο του έργου σου. Σημαίνει ότι όπου να 'ναι σημαίνουν κι οι καμπάνες...»
Η αποστροφή αυτή, ενδεικτική της μελαγχολικής διαύγειας του Κουμανταρέα, αποτυπώνει τη βαθιά του συναίσθηση πως το έργο του, αν και ανήκει πλέον στην επικράτεια της αναγνώρισης, παραμένει τραυματισμένο από τις κοινωνικές και ιστορικές πληγές που διαρκώς τον απασχολούσαν — όχι μόνον ως θεματολογικό άξονα, αλλά ως βιωμένη εμπειρία.
Σχόλια