Στράτος Διονυσίου
Ο Στράτος Διονυσίου ήταν γιος του Άγγελου και της Στάσας Διονυσίου, οι οποίοι είχαν καταφύγει στην Ελλάδα ως πρόσφυγες από το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας. Η οικογένειά του, εγκατεστημένη στη Νιγρίτα, της οποίας η καταγωγή από την προγονική πατρίδα θα αφήσει βαθιά τη σφραγίδα της στην προσωπικότητά του, αντιμετώπισε τις δυσκολίες του ξεριζωμού και της προσαρμογής στην ελληνική κοινωνία. Το 1947, η οικογένεια μετοίκησε στην Επτάλοφο των Αμπελοκήπων Θεσσαλονίκης, μια περιοχή που αποτέλεσε τον τόπο της πρώιμης εφηβείας του, και μόλις έναν χρόνο αργότερα, ο πατέρας του απεβίωσε, γεγονός που επηρέασε σημαντικά την οικογενειακή ζωή.
Η καλλιτεχνική του πορεία ξεκίνησε σε νεαρή ηλικία, αρχικά τραγουδώντας αμισθί σε νυχτερινά κέντρα. Η ενασχόλησή του με το τραγούδι υπήρξε συνυφασμένη με την ανάγκη του να επιβιώσει και να στηρίξει την οικογένειά του, παράλληλα με άλλες δουλειές, όπως μικροπωλητής και ράφτης. Η σταδιακή του αναγνώριση, ωστόσο, ήρθε όταν έκανε το ντεμπούτο του ως επαγγελματίας τραγουδιστής στο κέντρο «Φαρίντα» της Θεσσαλονίκης. Η εντυπωσιακή του φωνή και το μοναδικό του στυλ κίνησαν το ενδιαφέρον σημαντικών καλλιτεχνών, οι οποίοι τον προέτρεψαν να μεταβεί στην Αθήνα για να συμμετάσχει σε μεγαλύτερες συνεργασίες και να κυνηγήσει την καριέρα του σε ανώτερη κλίμακα.
Ο Στράτος Διονυσίου, με την αυθεντικότητα της ερμηνείας του, απέκτησε έναν αναγνωρίσιμο και χαρακτηριστικό ήχο, ο οποίος τον καθιέρωσε ως μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Μεγάλη του επιτυχία αποτέλεσε το γεγονός ότι κατάφερε να συνδυάσει το μεράκι και το ταλέντο του με την ενσάρκωση του λαϊκού πόνου, προσφέροντας τραγούδια που παρέμειναν στην καρδιά του κοινού, ενώ παράλληλα, οι ίδιοι οι στίχοι του αναδείκνυαν τη ζωή και τις συνθήκες της εποχής του.
Η οικογένειά του, με τον ίδιο τον Στράτο Διονυσίου να δίνει το παράδειγμα, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μουσική, καθώς τα παιδιά του, οι τραγουδιστές Άγγελος, Στέλιος και Διαμαντής Διονυσίου, ακολούθησαν τα ίχνη του και εισήλθαν με επιτυχία στον κόσμο του τραγουδιού, συνεχίζοντας την κληρονομιά του και επηρεάζοντας την ελληνική μουσική σκηνή.
Το 1955, ο Στράτος Διονυσίου παντρεύτηκε τον παιδικό του έρωτα, τη Γεωργία Λαβένη. Από τον γάμο τους απέκτησαν τέσσερα παιδιά: τον Άγγελο, την Τασούλα, τον Στέλιο και τον Διαμαντή. Εκτός από τη μουσική του καριέρα, ο Διονυσίου ήταν ένθερμος υποστηρικτής του ΠΑΟΚ, της ποδοσφαιρικής ομάδας της Θεσσαλονίκης, στην οποία υπήρξε πιστός οπαδός καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Καριέρα και Σταδιοδρομία
Παρά τις σοβαρές οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε, ο Στράτος Διονυσίου, το 1959, μετακόμισε στην Αθήνα, λίγους μήνες μετά την πρώτη του εμφάνιση στη Θεσσαλονίκη. Ο δρόμος του στην πρωτεύουσα ξεκίνησε μέσα από εμφανίσεις στην οδό Σατωβριάνδου, όπου είχε την ευκαιρία να γνωρίσει και να συνεργαστεί με πολλούς καταξιωμένους τραγουδιστές, μεταξύ των οποίων και η Καίτη Γκρέυ. Η Γκρέυ, εντυπωσιασμένη από το ταλέντο του, του πρότεινε να συνεργαστούν, και έτσι ξεκίνησαν να εμφανίζονται από κοινού στον Αστέρα της Κοκκινιάς, έναν από τους πιο φημισμένους χώρους διασκέδασης της εποχής.
Το 1959, ο Διονυσίου έκανε και τα πρώτα του βήματα στην ηχογράφηση, εκδίδοντας σε δίσκο 45 στροφών το τραγούδι «Δεν είμαι ένοχος», με στίχους του Χρήστου Κολοκοτρώνη και μουσική του Σταύρου Χατζηδάκη. Αυτή η πρώτη δισκογραφική του απόπειρα αποτέλεσε το εφαλτήριο για την καριέρα του. Εν συνεχεία, είχε την ευκαιρία να ηχογραφήσει το τραγούδι του Νίκου Μαύρου «Παράγκες και παλάτια» για την εταιρεία Odeon, ενώ τρία χρόνια αργότερα υπέγραψε συμβόλαιο με την εταιρεία Columbia, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για τη συνέχιση της καλλιτεχνικής του πορείας με μεγαλύτερη στήριξη.
Ο Διονυσίου, με το ιδιαίτερο στυλ του, πραγματοποίησε αρκετές διασκευές γνωστών τραγουδιών, προσαρμόζοντάς τα με το προσωπικό του ηχόχρωμα. Μία από αυτές ήταν η διασκευή του Μπάμπη Μπακάλη του τραγουδιού «Δεν με πόνεσε κανείς», που εμπνεύστηκε από το ινδικό τραγούδι «Duniya mein hum aaye hain» της Nargish. Παράλληλα, συνεργάστηκε με τον Μπάμπη Μπακάλη και σε άλλα έργα, όπως το «Της αγάπης μου το δίσκο», το «Ηλεκτρόφωνο» και το «Φύγε-Φύγε», με μουσική του Ατταλίδη και στίχους του Κώστα Βίρβου. Διασκευές που ο ίδιος ανέλαβε ήταν και τα τραγούδια «Αχάριστη» του Βασίλη Τσιτσάνη, «Το Παλιογέφυρο» και «Πριν το χάραμα», έργα του Γιάννη Παπαϊωάννου, καθώς και το «Η Μπαμπέσα» του Γιώργου Μητσάκη και «Το Φτωχομπούζουκο» του Μανώλη Χιώτη.
Το 1967, μια σημαντική καμπή στην καριέρα του Διονυσίου σημειώθηκε με την έναρξη της συνεργασίας του με τον συνθέτη Άκη Πάνου. Αυτή η συνεργασία απέφερε μια σειρά από επιτυχίες που σφράγισαν την καλλιτεχνική του πορεία και τον καθιέρωσαν ως έναν από τους κορυφαίους λαϊκούς τραγουδιστές. Μεταξύ των επιτυχιών που έγραψε ο Άκης Πάνου για τον Διονυσίου ήταν τραγούδια όπως «Και τι δεν κάνω», «Γιατί καλέ γειτόνισσα», «Του κόσμου το περίγελο», «Άστη να φύγει», «Εγώ καλά σου τα 'λεγα», «Στο σταθμό του Μονάχου», «Θα ρίξω ροδοζάχαρη», «Ήταν ψεύτικα», «Μια γυναίκα», «Φέρτε το παιδί του χάρου» και «Να είχα το κουράγιο». Αυτά τα τραγούδια, με τη δυναμική και γεμάτη συναίσθημα ερμηνεία του Διονυσίου, απέκτησαν αμέσως μεγάλη απήχηση στο κοινό και συνέβαλαν στην ανεπανάληπτη αποδοχή του στον χώρο του λαϊκού τραγουδιού.
Στο νυχτερινό κέντρο «ΣΟΥ-ΜΟΥ», όπου εμφανιζόταν ο Στράτος Διονυσίου, ήταν δεύτερο όνομα και συνεργαζόταν με την τραγουδίστρια Ανθούλα Αλιφραγκή. Στο ίδιο αυτό μαγαζί, το 1969, ο Διονυσίου τραγουδούσε και τράβηξε την προσοχή του μεγάλου συνθέτη Μίμη Πλέσσα, ο οποίος μετά από δύο μήνες έγραψε το θρυλικό ζεϊμπέκικο «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου», με στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Το τραγούδι αυτό γράφτηκε για την ταινία Ορατότης μηδέν (1970), και αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά και αγαπημένα κομμάτια της ελληνικής λαϊκής μουσικής. Η κυκλοφορία αυτού του τραγουδιού, αλλά και άλλων μεγάλων επιτυχιών, καθιέρωσε τον Διονυσίου ως έναν από τους σπουδαιότερους λαϊκούς τραγουδιστές της εποχής του.
Ακολούθησαν αρκετές άλλες επιτυχίες, όπως τα τραγούδια «Ο παλιατζής», «Μπαγλαμάδες και μπουζούκια», «Ένας αητός γκρεμίστηκε», «Αγάπη μου επικίνδυνη» και «Αφιλότιμη», τα οποία συνέβαλαν στη διαρκή του ανοδική πορεία στον καλλιτεχνικό χώρο.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο Διονυσίου συνεργάστηκε με μεγάλες φωνές της ελληνικής μουσικής σκηνής, όπως η Χαρούλα Αλεξίου, η Λιζέτα Νικολάου και η Σόφη Παππά, οι οποίες συμμετείχαν ως δεύτερες φωνές στις εμφανίσεις του, προσφέροντας έτσι μια μοναδική δυναμική στις μουσικές παραγωγές του.
Το 1973, ο Διονυσίου τραγούδησε το κομμάτι «Άιντε πού το πας και πού το φέρνεις» σε μουσική Μίμη Πλέσσα για την ταινία Ο φαντασμένος της Φίνος Φιλμ, ενισχύοντας ακόμα περισσότερο τη συνεργασία του με σπουδαίους καλλιτέχνες του ελληνικού κινηματογράφου.
Η καριέρα του Διονυσίου δεν περιορίστηκε μόνο στην τέχνη και τη μουσική. Το 1973, συνελήφθη για παράνομη οπλοκατοχή και για χασίς που βρέθηκε στο αυτοκίνητό του. Ο ίδιος υποστήριξε πως η σύλληψή του ήταν αποτέλεσμα συνωμοσίας από ανταγωνιστές του. Το 1974 κρίθηκε αθώος για την κατηγορία της οπλοκατοχής, όμως το 1975, ξεκίνησε η εκδίκαση της υπόθεσης εμπορίας ναρκωτικών, η οποία συγκέντρωσε μεγάλη δημοσιότητα. Στις 30 Μαΐου 1975, η απόφαση του δικαστηρίου τον καταδίκασε σε τριετή φυλάκιση, καθώς και σε ένα έτος στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, ενώ του επιβλήθηκε και τριετής εκτόπιση στα Ιωάννινα, λόγω των κατηγοριών που αφορούσαν ναρκωτικά. Ωστόσο, το 1976 αποφυλακίστηκε χάρη σε αμνηστία, και την ίδια στιγμή, ο συνάδελφος και φίλος του, Τόλης Βοσκόπουλος, τον στήριξε σθεναρά, προσφέροντάς του το τραγούδι «Αποκοιμήθηκα», το οποίο κυκλοφόρησε το 1977.
Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του, ο Διονυσίου ηχογράφησε και κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Πάλι μαζί μας», το οποίο αποτέλεσε μια επιτυχία και έδειξε τη συνέπεια και τη δύναμή του στην καλλιτεχνική του πορεία παρά τις προσωπικές και νομικές του δυσκολίες.
Συνεργασίες και Καλλιτεχνική Προσφορά
Ο Στράτος Διονυσίου, κατά τη διάρκεια της καριέρας του, ανέπτυξε σημαντικές και καρποφόρες συνεργασίες με μεγάλους καλλιτέχνες του ελληνικού μουσικού στερεώματος. Μια από τις πιο μακροχρόνιες και επιτυχημένες συνεργασίες του ήταν αυτή με τον Γιάννη Πάριο, με τον οποίο συνεργάστηκε για έντεκα χρόνια. Ο Διονυσίου, έχοντας αντιληφθεί τις εξαιρετικές φωνητικές ικανότητες του Πάριου, τον προώθησε στο κοινό και τον στήριξε σημαντικά στην αρχή της καριέρας του. Το πρώτο τραγούδι του Γιάννη Πάριου που ερμήνευσε ο Διονυσίου ήταν το «Μινόρε Παράπονο», σε μουσική του Θανάση Πολυκανδριώτη, το οποίο κυκλοφόρησε το 1976, καταφέρνοντας να κερδίσει το ενδιαφέρον του κοινού και να αποτελέσει σημείο καμπής για την εξέλιξη του Πάριου.
Στη συνέχεια, ο Διονυσίου συνέχισε να συνεργάζεται με άλλους σπουδαίους καλλιτέχνες, και από το 1980 μέχρι την άνοιξη του 1989, συνεργάστηκε με τη Μαρίνα Βλαχάκη, μια φωνή που προσέφερε μεγάλη δυναμική στις μουσικές παραστάσεις του. Το τελευταίο διάστημα της καριέρας του, η Κική Λουκά βρισκόταν στο πλευρό του, συμβάλλοντας στη συνολική του ερμηνευτική παρουσία.
Στη δεκαετία του 1980, ο Στράτος Διονυσίου συνέχισε να κατακτά τις καρδιές του ελληνικού κοινού με τις πολλές επιτυχίες του, όπως τα τραγούδια «Υποκρίνεσαι», «Τα πήρες όλα», «Και λέγε-λέγε», «Άκου βρε φίλε», «Μόνο οι ερωτευμένοι», «Ο λαός τραγούδι θέλει», «Ο Σαλονικιός», «Με σκότωσε γιατί την αγαπούσα», «Εγώ ο ξένος», «Ένα λεπτό περιπτερά», «Καλύτερα μαζί σου και τρελός», «Θυμήσου», «Της γυναίκας η καρδιά», «Νομίζεις», «Ο ταξιτζής», «Και τότε μόνος» και πολλά άλλα. Η δεκαετία αυτή υπήρξε καθοριστική για την καλλιτεχνική του πορεία, καθώς η μουσική του παραμένει αγαπημένη και διαχρονική.
Παράλληλα με τις σπουδαίες του συνεργασίες, ο Διονυσίου συνεργάστηκε με μεγάλους μουσικούς και συνθέτες της εποχής, όπως οι Τάκης Μουσαφίρης, Θανάσης Πολυκανδριώτης, Γιάννης Πάριος, Αλέκος Χρυσοβέργης, Σπύρος Γιατράς, Τάκης Σούκας, Σπύρος Παπαβασιλείου, Χρήστος Νικολόπουλος και Λευτέρης Παπαδόπουλος. Αυτές οι συνεργασίες βοήθησαν στην περαιτέρω εξέλιξη της μουσικής του καριέρας και στην καθιέρωσή του ως μιας από τις πιο εμβληματικές φιγούρες του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού.
Τα Χριστούγεννα του 1987, ο Διονυσίου εγκαινίασε το νυχτερινό κέντρο «Στράτος» στην οδό Φιλελλήνων, το οποίο έγινε σημείο συνάντησης για τους λάτρεις του καλού λαϊκού τραγουδιού και της νυχτερινής διασκέδασης.
Πολιτικές απόψεις
Ο Στράτος Διονυσίου, αν και αυτοπροσδιοριζόταν ως Νεοδημοκράτης, διατηρούσε μία έντονα κριτική στάση απέναντι στην πολιτική σκηνή και τα κόμματα γενικότερα. Πίστευε ότι όλα τα κόμματα είχαν κοινά χαρακτηριστικά και οδηγούσαν σε παρόμοια αρνητικά αποτελέσματα, αποδίδοντας στην πολιτική ζωή της χώρας μια αισιοδοξία που του φαίνονταν ανώφελη. Ο Διονυσίου εκδήλωνε επίσης έντονη αντίθεση στον ΕΛΑΣ, αποδοκιμάζοντας τη στάση του απέναντι σε κάποιους ιστορικούς του χειρισμούς. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι είχε πληροφορηθεί για την περίπτωση ενός διοικητή των ταγμάτων ασφαλείας, που ονομαζόταν Παπούλιας, ο οποίος κατάφερε να δραπετεύσει χάρη σε δωροδοκία.
Επιπλέον, ο Διονυσίου είχε μια αρνητική στάση απέναντι στην επιρροή των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ελλάδα. Σε μια δήλωση του, χαρακτήριζε τη χώρα του ως υποταγμένη στους «μεγάλους αφεντικούς» και συγκεκριμένα στους Αμερικανούς, προσδιορίζοντας την Ελλάδα ως «οικόπεδο» στα χέρια της υπερδύναμης. Η απογοήτευση του για την πολιτική κατάσταση εκδηλωνόταν επίσης μέσω της πεποίθησης ότι η χώρα προσαρμόζεται σε ό,τι θέλουν οι ΗΠΑ, κάτι που εκφραζόταν με τη φράση του «Ό,τι θέλει η Αμερική θα κάνουμε…».
Θάνατος
Ο Στράτος Διονυσίου απεβίωσε στις 11 Μαΐου του 1990, σε ηλικία 54 ετών, από ρήξη ανευρύσματος κοιλιακής αορτής. Η κηδεία του πραγματοποιήθηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Λίγες ώρες πριν από τον θάνατό του, τραγουδούσε στο νυχτερινό κέντρο «Στράτος», ενώ νωρίτερα, το ίδιο απόγευμα, ηχογράφησε εννέα τραγούδια για τον δίσκο «Ποιος άλλος», ο οποίος κυκλοφόρησε ένα μήνα μετά τον θάνατό του και σημείωσε ρεκόρ πωλήσεων. Σύμφωνα με τον στιχουργό Τάκη Μουσαφίρη, το τελευταίο τραγούδι που ηχογράφησε εκείνη την ημέρα ήταν το «Μη μ’ αφήνεις μόνο μου».
Ο Στράτος Διονυσίου αναγνωρίστηκε ως μία από τις πιο ισχυρές και επιβλητικές φωνές της ελληνικής μουσικής σκηνής. Επηρεασμένος από τον πατέρα του, ο οποίος ήταν ιεροψάλτης, απέκτησε μία χαρακτηριστική βυζαντινή δωρικότητα, η οποία αποτυπωνόταν στη μουσική του ερμηνεία. Η φωνή του, με την τραχιά και δυναμική της χροιά, είχε τη μοναδικότητα να καθηλώνει, προσδίδοντας βάθος και συναισθηματική ένταση σε κάθε τραγούδι.
Ο Τάκης Μουσαφίρης, στιχουργός και στενός συνεργάτης του, τον χαρακτήρισε θεϊκό τραγουδιστή, επισημαίνοντας την ικανότητά του να ηχογραφεί ολόκληρους δίσκους σε ελάχιστο χρόνο, κάτι που τον έκανε μοναδικό στον τομέα του και εντυπωσίαζε τους πάντες γύρω του. Η ικανότητά του να αποδίδει με τέτοια ευχέρεια και αυθεντικότητα καθιστούσε την παρουσία του στο στούντιο μια αξέχαστη εμπειρία.
Ο Τάκης Σούκας, άλλος ένας καταξιωμένος μουσικός, δήλωσε ότι ο Στράτος Διονυσίου ήταν ο μόνος τραγουδιστής που δεν έχασε ποτέ, ούτε για μια στιγμή, τον τόνο του, παρά το πέρασμα των χρόνων και τις προκλήσεις του καλλιτεχνικού κόσμου. Αυτό μαρτυρά την αψεγάδιαστη τεχνική και τον απόλυτο έλεγχο που είχε στην φωνή του.
Ακόμα και ο Γιάννης Πάριος, συνάδελφος και φίλος του, αναγνώρισε τη δύναμη και την αρμονία της φωνής του Διονυσίου, δηλώνοντας ότι με τη φωνή του θα μπορούσε να κουρδίσει μια συμφωνική ορχήστρα, υπογραμμίζοντας την μουσική του μεγαλοπρέπεια και τελειότητα. Επιπλέον, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, στιχουργός και συνεργάτης του, δεν παρέλειψε να μνημονεύσει τη στιβαρότητα της φωνής του, τονίζοντας ότι η δύναμη και η έκταση της φωνής του Στράτου Διονυσίου ήταν αξεπέραστες, αποδεικνύοντας έτσι τη μοναδικότητά του στην ελληνική μουσική σκηνή.
Από τα τέσσερα παιδιά του Στράτου, ο Άγγελος και ο Στέλιος Διονυσίου ακολούθησαν τα μουσικά βήματα του πατέρα τους και έγιναν επαγγελματίες τραγουδιστές. Η Τασούλα Διονυσίου, δυστυχώς, απεβίωσε τον Απρίλιο του 2012 σε ηλικία 53 ετών, ενώ το τέταρτο παιδί, ο Διαμαντής Διονυσίου, ξεκίνησε την καλλιτεχνική του πορεία στο τραγούδι το χειμώνα του 2007, εμφανιζόμενος σε κέντρα της Αθήνας.
Σήμερα, το όνομα του Στράτου Διονυσίου τιμάται μέσω της ονοματοδοσίας οδών σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, οδός στα Τρίκαλα και στους Αμπελοκήπους Θεσσαλονίκης φέρει το όνομά του, ως ένδειξη σεβασμού και αναγνώρισης της προσφοράς του στη μουσική και στην ελληνική κουλτούρα.
Σχόλια