Translate

Παναγιώτης Τούντας

Ο Παναγιώτης Τούντας (1886 – 23 Μαΐου 1942) υπήρξε μία από τις σημαντικότερες μορφές της ελληνικής λαϊκής μουσικής του 20ού αιώνα και κατέχει εξέχουσα θέση ως ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της λεγόμενης Σμυρναϊκής Σχολής. Η συμβολή του υπήρξε καθοριστική στη μετάβαση από την αστική μουσική της Ιωνίας στο ρεμπέτικο τραγούδι, το οποίο διαμορφώθηκε και ανδρώθηκε στην ελληνική επικράτεια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922.

Γεννημένος στη Σμύρνη το έτος 1886, ο Τούντας μεγάλωσε σε αστική και ευκατάστατη οικογένεια, γεγονός που του προσέφερε τη δυνατότητα να καλλιεργήσει από νεαρή ηλικία την κλίση του προς τη μουσική. Σε ένα περιβάλλον ιδιαίτερα ζωντανό πολιτιστικά, όπως η κοσμοπολίτικη Σμύρνη των αρχών του 20ού αιώνα, ήρθε σε επαφή με ποικίλα μουσικά ρεύματα – από την οθωμανική παραδοσιακή μουσική και την ευρωπαϊκή λόγια μέχρι τα λαϊκά ιδιώματα των Ελλήνων της Ανατολής – τα οποία αφομοίωσε δημιουργικά, διαμορφώνοντας σταδιακά ένα ιδιότυπο μουσικό ύφος.

Μετά τον ξεριζωμό του μικρασιατικού ελληνισμού, ο Τούντας εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, όπου συνέχισε αδιάλειπτα τη μουσική του δραστηριότητα. Μαζί με άλλους διακεκριμένους μουσικούς της Σμύρνης και της Πόλης, ενσωματώθηκε στο νέο πολιτισμικό περιβάλλον του ελλαδικού κράτους, μεταφέροντας τα ηχοχρώματα της Ανατολής και συμβάλλοντας καθοριστικά στη γένεση και παγίωση του ρεμπέτικου τραγουδιού ως αυθεντικής λαϊκής έκφρασης.

Το έργο του Παναγιώτη Τούντα χαρακτηρίζεται από πλούτο μελωδιών, έντεχνη αρμονική επεξεργασία και γλωσσική αμεσότητα. Οι συνθέσεις του, άλλοτε θλιμμένες και λυρικές και άλλοτε ζωηρές και χιουμοριστικές, αντικατοπτρίζουν τον βίο και το ήθος του λαϊκού ανθρώπου, συνιστώντας πολύτιμη μαρτυρία μιας εποχής μετάβασης, νοσταλγίας και νέας δημιουργίας.

Ο Τούντας πέθανε στις 23 Μαΐου 1942, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, αφήνοντας πίσω του ένα εκτενές μουσικό αποτύπωμα και μία ανεκτίμητη κληρονομιά, η οποία εξακολουθεί να εμπνέει ερμηνευτές, ερευνητές και ακροατές της ελληνικής μουσικής παράδοσης.

Η ενασχόληση του Παναγιώτη Τούντα με τη μουσική ξεκίνησε ήδη από την παιδική του ηλικία, με κύριο όργανο το μαντολίνο – όργανο ιδιαίτερα προσφιλές στον αστικό μουσικό πολιτισμό της Σμύρνης και της Ιωνίας εν γένει. Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο νεαρός Τούντας εντάχθηκε στη Σμυρναϊκή Εστουδιαντίνα του Σιδέρη, ένα από τα πλέον διακεκριμένα μουσικά σύνολα της εποχής, το οποίο έγινε γνωστό ευρύτερα με την επωνυμία «τα Πολιτάκια».

Η συμμετοχή του σε αυτό το σχήμα υπήρξε καθοριστική, όχι μόνο για την καλλιτεχνική του εξέλιξη αλλά και για την εξοικείωσή του με τη σκηνική παρουσία και τις ανάγκες της ζωντανής εκτέλεσης, καθώς το σχήμα πραγματοποίησε πλήθος περιοδειών εντός και εκτός Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στο πλαίσιο αυτών των περιοδειών, ο Τούντας ταξίδεψε στην Αίγυπτο, την Αβησσυνία (σημερινή Αιθιοπία), την Ελλάδα και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες με έντονο ελληνικό στοιχείο, προσφέροντας μουσική ψυχαγωγία στις κοινότητες του απόδημου ελληνισμού και ερχόμενος σε επαφή με διαφορετικά μουσικά ιδιώματα.

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και τον εξαναγκαστικό ξεριζωμό του ελληνικού πληθυσμού της Ιωνίας, ο Τούντας εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα. Τα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς εργάζεται ως μαντολινίστας σε μουσικά κέντρα, προσπαθώντας να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα και να επαναδιαμορφώσει τον καλλιτεχνικό του ρόλο.

Το 1924 σηματοδοτεί μια καθοριστική καμπή στην πορεία του: αναλαμβάνει τη διεύθυνση του ελληνικού παραρτήματος της γερμανικής δισκογραφικής εταιρείας ODEON, το οποίο μόλις είχε ιδρυθεί στην Αθήνα. Η συμβολή του στην εδραίωση της ελληνικής δισκογραφίας υπήρξε καταλυτική. Μέχρι να ανεγερθεί το εργοστάσιο δίσκων στην Ελλάδα, συνεργάστηκε σχεδόν με το σύνολο των εταιρειών του κλάδου και ανέλαβε τη διεύθυνση της πλειοψηφίας των ηχογραφήσεων που πραγματοποιούνταν στη χώρα, καθιερώνοντας υψηλά πρότυπα εκτέλεσης και ηχητικής τεκμηρίωσης.

Την ίδια χρονιά, το 1924, ηχογραφεί το τραγούδι «Η Σμυρνιά» με την Αθηναϊκή Εστουδιαντίνα του Τάσου Μαρίνου. Το τραγούδι αυτό δεν αποτέλεσε μόνο ένα πρώιμο δείγμα του μικρασιατικού ήχου στην ηπειρωτική Ελλάδα, αλλά και ένα ιστορικό ορόσημο: ο Παναγιώτης Τούντας έγινε ο πρώτος Έλληνας λαϊκός συνθέτης του οποίου το όνομα αναγράφεται επισήμως σε ετικέτα δίσκου γραμμοφώνου, σηματοδοτώντας την αρχή της δημιουργικής κατοχύρωσης της ταυτότητας του συνθέτη στο χώρο του λαϊκού τραγουδιού.

Η πρωτοκαθεδρία αυτή επιβεβαιώνει τη σημασία του Τούντα όχι μόνον ως δημιουργού, αλλά και ως διαμεσολαβητή ανάμεσα στον αυθόρμητο λαϊκό πολιτισμό και τη νέα εποχή των τεχνολογικά αναπαραγόμενων ήχων.

Το 1931, ο Παναγιώτης Τούντας αναλαμβάνει καθήκοντα καλλιτεχνικού διευθυντή τόσο του ελληνικού παραρτήματος της δισκογραφικής εταιρείας ODEON, όσο και της His Master’s Voice (HMV) – δύο εκ των σημαντικότερων δισκογραφικών οίκων της εποχής. Η περίοδος της διεύθυνσής του, που εκτείνεται έως το 1940, συμπίπτει με μια καίρια φάση ωρίμανσης της ελληνικής αστικής λαϊκής μουσικής και συνιστά ορόσημο για την καθιέρωση του ρεμπέτικου τραγουδιού στη δισκογραφική αγορά.

Η δημιουργική του παραγωγή είναι εντυπωσιακή: περισσότερα από 350 τραγούδια φέρουν την υπογραφή του και καταγράφηκαν στο βινύλιο μέσα σε μία δεκαετία. Τα τραγούδια αυτά, που κινούνται ανάμεσα στον μικρασιατικό μελωδισμό, το σμυρναίικο καφέ-αμάν ύφος και το πρώιμο αθηναϊκό ρεμπέτικο, ερμηνεύτηκαν από τη συντριπτική πλειονότητα των σημαντικότερων φωνών της προπολεμικής περιόδου. Ανάμεσά τους συναντάμε κορυφαίους εκπροσώπους του λαϊκού και σμυρναίικου τραγουδιού, όπως:

Κώστας Ρούκουνας,
Στελλάκης Περπινιάδης,
Μαρίκα η Πολίτισσα (Μαρίκα Φραντζεσκοπούλου),
Κώστας Καρύπης (στην ερμηνευτική του περίοδο),
Κώστας Νούρος,
Ρόζα Εσκενάζυ,
Ρίτα Αμπατζή,
Αντώνης Νταλγκάς,
Ευάγγελος Σωφρονίου,
Ζαχαρίας Κασιμάτης,
Γιώργος Βιδάλης,
Στράτος Παγιουμτζής,
Δημήτρης Περδικόπουλος,
Ισμήνη Διατσέντε,
Νταίζη Σταυροπούλου,
Νότα Καλλέλη,
Κάκια Μένδρη,
Ιωάννα Γεωργακοπούλου, μεταξύ άλλων.

Ο Τούντας όχι μόνον προσέφερε πλούσιο ρεπερτόριο στους παραπάνω καλλιτέχνες, αλλά συντέλεσε καθοριστικά στη διαμόρφωση των φωνητικών αισθητικών κριτηρίων της εποχής και στην εδραίωση του σμυρναίικου ύφους ως βάσης για την εξέλιξη του ρεμπέτικου.

Η επιρροή του έργου του εκτείνεται πολύ πέραν της εποχής του. Στη δεκαετία του 1970, τραγουδιστές όπως η Χαρούλα Αλεξίου και ο Θέμης Ανδρεάδης συνέβαλαν στην επανανακάλυψη και αναβίωση των συνθέσεών του, φέρνοντάς τες στο προσκήνιο του ελληνικού τραγουδιού. Έκτοτε, η παρουσία του Τούντα παραμένει ζωντανή στο ρεπερτόριο σπουδαίων ερμηνευτών όπως ο Γιώργος Νταλάρας, η Ελευθερία Αρβανιτάκη, η Ελένη Τσαλιγοπούλου, ο Αγάθωνας Ιακωβίδης, ο Μπάμπης Τσέρτος, ο Μπάμπης Γκολές, και πολλών άλλων, επιβεβαιώνοντας την διαχρονική αξία του έργου του.

Ο Παναγιώτης Τούντας απεβίωσε στις 23 Μαΐου 1942, εν μέσω της Κατοχής, έχοντας υποφέρει από ρευματισμούς – ασθένεια που στις δύσκολες εκείνες συνθήκες είχε καταστεί δυσβάστακτη.

Κάποια από τα τραγούδια του που μέχρι και σήμερα είναι γνωστά :
Αγοροκοριτσάρα μου (1931)
Αερόπλανο θα πάρω
Χαρικλάκι
Δημητρούλα μου

Σχόλια