Έλενα Σουλιώτη
Προικισμένη με φωνή σπάνιας εκφραστικότητας και έντονου δραματικού χρώματος, αλλά και με σκηνική παρουσία ασυνήθιστης δύναμης, η Σουλιώτη γνώρισε ήδη από νεαρή ηλικία εντυπωσιακή άνοδο, φέροντας το βάρος του χαρακτηρισμού «νέα Κάλλας» — σύγκριση που, αν και κολακευτική, προκάλεσε πίεση δυσανάλογη της ηλικίας και της εμπειρίας της. Οι αλλεπάλληλες και εξαντλητικές εμφανίσεις στις μεγαλύτερες λυρικές σκηνές του κόσμου επέφεραν, μέσα σε λίγα μόλις χρόνια, σοβαρές επιπτώσεις στη φωνή της, ανακόπτοντας πρόωρα την πορεία της ως πρωταγωνίστριας.
Παρά την τραγική αυτή τροπή, ορισμένες από τις ερμηνείες της – και ιδίως σε ρόλους του Τζουζέπε Βέρντι, όπως η Αμπιγκαΐλλη στη Ναμπούκκο ή η Λαίδη Μάκβεθ – θεωρούνται σήμερα αναφορά για το είδος, έχοντας καταγραφεί στη δισκογραφία και στη μνήμη των φιλόμουσων ως παραδείγματα δραματικής έντασης και φωνητικής δύναμης.
Η πορεία της Έλενας Σουλιώτη αποτελεί ένα από τα πλέον συγκινητικά κεφάλαια της νεότερης ιστορίας της όπερας: μια σταδιοδρομία φλογερή, σύντομη αλλά ανεξίτηλη, που σφραγίστηκε από την ιδιοφυΐα και την ευθραυστότητα ενός αυθεντικού ταλέντου.
Η Έλενα Σουλιώτη γεννήθηκε στην Αθήνα στις 28 Μαΐου 1943, όμως τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια τα έζησε στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής, όπου μετοίκησε η οικογένειά της το 1948, εντασσόμενη στο ευρύτερο μεταναστευτικό ρεύμα της εποχής. Αν και αρχικώς φαινόταν να ακολουθεί τα χνάρια του πατέρα της, ο οποίος ήταν χημικός μηχανικός, τελικώς την κέρδισε η τέχνη της μουσικής, αποκαλύπτοντας από νωρίς ένα εξαιρετικό φωνητικό χάρισμα.
Σε ηλικία μόλις 19 ετών, έχοντας ήδη ολοκληρώσει τις βασικές μουσικές της σπουδές, μετεγκαταστάθηκε στο Μιλάνο, όπου μαθήτευσε κοντά στη θρυλική Καταλανή υψίφωνο Μερσέντες Λιόπαρτ (Mercedes Llopart), μία δασκάλα διεθνούς φήμης, γνωστή για την αυστηρότητα και την προσήλωσή της στο ιταλικό δραματικό ρεπερτόριο.
Το μεγάλο της βάπτισμα στο λυρικό θέατρο ήλθε το 1964, όταν, σε ηλικία μόλις 21 ετών, ερμήνευσε τον ρόλο της Σαντούτσας στην Καβαλερία Ρουστικάνα του Πιέτρο Μασκάνι, σε παραγωγή της Όπερας της Νάπολης. Η εμφάνιση αυτή στέφθηκε με ενθουσιώδεις και διθυραμβικές κριτικές, εδραιώνοντας τη φήμη της ως ανερχόμενο αστέρι της διεθνούς όπερας.
Ακολούθησε μία περίοδος εντατικής δημιουργικότητας, κατά την οποία η Σουλιώτη ταυτίστηκε με μερικούς από τους πλέον απαιτητικούς και εμβληματικούς ρόλους του ιταλικού λυρικού ρεπερτορίου. Παράλληλα, προχώρησε σε ηχογραφήσεις που έμελλε να λάβουν ιστορική διάσταση: δίσκοι οι οποίοι, μέχρι σήμερα, συγκαταλέγονται στους θησαυρούς της οπερατικής δισκογραφίας, αγαπητοί τόσο στο κοινό όσο και στους ειδικούς.
Όπως κατέδειξε η ίδια η εξέλιξη της σταδιοδρομίας της, η ανάληψη βαρύτατων και πολυάριθμων δραματικών ρόλων σε τόσο νεαρή ηλικία υπήρξε για την Έλενα Σουλιώτη όχι ευλογία, αλλά μάλλον τροχοπέδη. Η φωνή της, αν και εκ φύσεως χαρισματική, δεν πρόλαβε να ωριμάσει οργανικά ούτε να αναπαύεται επαρκώς μεταξύ των εμφανίσεων, στοιχείο κρίσιμο για την επιβίωση μιας υψιφώνου στο δραματικό ρεπερτόριο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της καλλιτεχνικής υπερφόρτωσης είναι η συχνή της εμφάνιση στον ρόλο της Αμπιγκαΐλε από τον Ναμπούκο του Βέρντι – έναν ρόλο διαβόητο για τις εξοντωτικές του απαιτήσεις, σε τέτοιο βαθμό ώστε ακόμη και η Μαρία Κάλλας, αφού τον δοκίμασε άπαξ το 1949, τον εγκατέλειψε έκτοτε διά παντός, θεωρώντας τον επιβλαβή για τη φωνή. Η Σουλιώτη, αντιθέτως, επανερχόταν σε αυτόν συχνά.
Το πρόγραμμα εμφανίσεών της εν έτει 1966 μαρτυρεί την ακραία καταπόνηση: Αΐντα στη Μάντουα, La forza del destino στη Νάπολη, Il trovatore στη Γένοβα, Luisa Miller στη Φλωρεντία, Nabucco στη Λισαβόνα, Un ballo in maschera σε Μαδρίτη και Μπουένος Άιρες, ξανά Αΐντα στο Μέξικο Σίτι, La Gioconda στο Σικάγο, Anna Bolena στη Νέα Υόρκη, και ολοκλήρωση του έτους με νέο Nabucco στη Σκάλα του Μιλάνου. Οκτώ διαφορετικοί πρωταγωνιστικοί ρόλοι, σε έντεκα μόλις μήνες, από μια υψίφωνο 23 ετών — ένα πρόγραμμα που, ακόμη και για τις ανθεκτικότερες φωνές, θα εθεωρείτο εξοντωτικό.
Ως αναπόφευκτη συνέπεια αυτής της υπερκόπωσης, η φωνή της άρχισε να χάνει βαθμηδόν την ακρίβεια, την αντοχή και τη σταθερότητά της. Το 1972, σε μια από τις τελευταίες μεγάλες εμφανίσεις της, στο Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου ως Αμπιγκαΐλε, ήρθε αντιμέτωπη με έντονη αποδοκιμασία από το κοινό. Δύο έτη αργότερα, το 1974, αποσύρθηκε αιφνιδίως από την ενεργό δράση, σε ηλικία μόλις τριάντα ενός ετών — ηλικία κατά την οποία πολλές σοπράνο μόλις αρχίζουν να κατακτούν την ώριμη ακμή τους.
Κατά τη δεκαετία του 1970 επανεμφανίστηκε περιστασιακά, επιλέγοντας πλέον δευτερεύοντες ή λιγότερο απαιτητικούς ρόλους. Διατήρησε σποραδική παρουσία έως και το έτος 2000, οπότε και αποσύρθηκε οριστικά, προτιμώντας να ζει μακριά από τα φώτα της σκηνής, στην εξοχική της κατοικία στη Φλωρεντία. Η ύστερη αυτή περίοδος της ζωής της υπήρξε ήσυχη και στοχαστική, μαρτυρία ενός σπάνιου καλλιτεχνικού πεπρωμένου που γνώρισε τον θρίαμβο και την απώλεια εντός ελάχιστων ετών.
Η Έλενα Σουλιώτη έφυγε από τη ζωή στη Φλωρεντία, στις 4 Δεκεμβρίου 2004, σε ηλικία 61 ετών, έπειτα από καρδιακή προσβολή. Η πόλη αυτή, στην οποία είχε επιλέξει να ζήσει τα τελευταία και πιο ήσυχα χρόνια της, έγινε και ο τόπος της τελικής της αναπαύσεως — ένας σταθμός γαλήνης στο τέλος μιας ταραγμένης αλλά λαμπερής διαδρομής.
Στην προσωπική της ζωή, είχε ενωθεί με τα δεσμά του γάμου με τον Ιταλό πιανίστα Μαρτσέλο Γκουερίνι, έναν μουσικό με τον οποίο μοιράστηκε για ένα διάστημα και την καλλιτεχνική πορεία. Ο γάμος τους, ωστόσο, δεν μακροημέρευσε και κατέληξε σε διαζύγιο. Από την ένωση αυτή γεννήθηκε μία κόρη, η Μπάρμπαρα, το 1981 — καρπός της μοναδικής της συζυγικής σχέσης και, ενδεχομένως, το σημαντικότερο προσωπικό της αποτύπωμα πέραν της σκηνής.
Ο βίος και η πορεία της Σουλιώτη συγκροτούν ένα σύνθετο αφήγημα: φλογερό και συνάμα τραγικό, γεμάτο δόξες αλλά και θυσίες, συνιστώντας μία από τις πλέον συγκινητικές μορφές του λυρικού στερεώματος του 20ού αιώνα.
Οπερατικό ρεπερτόριο
Ρόλος | Τίτλος έργου | Συνθέτης |
---|---|---|
Αλαΐντε | Η Ξένη (La straniera) | Βιντσέντζο Μπελλίνι |
Νόρμα | Νόρμα | Βιντσέντζο Μπελλίνι |
Ελένα | Μεφιστοφελής (Mefistofele) | Αρρίγκο Μπόιτο |
Κόμισσα | Η Ντάμα Πίκα (La dama di picche) | Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι |
Λορελέι | Λορελέι (Loreley) | Αλφρέντο Καταλάνι |
Άννα Μπολένα | Άννα Μπολένα | Γκαετάνο Ντονιτσέττι |
Σαντούτσα | Καβαλερία Ρουστικάνα | Πιέτρο Μασκάνι |
Μάμμα Λουτσία | Καβαλερία Ρουστικάνα | Πιέτρο Μασκάνι |
Μαργαρίτα | Γουλιέλμο Ράτκλιφ | Πιέτρο Μασκάνι |
Ντόννα Ελβίρα | Ντον Τζοβάνι | Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ |
Σουζάννα | Χοβαντσίνα (Chovanščina) | Μοντεστ Μούσοργκσκι |
Τζοκόντα | Η Τζοκόντα (La Gioconda) | Αμίλκαρε Πονκιέλλι |
Μπαμπουλένκα | Ο Παίκτης (Il giocatore) | Σεργκέι Προκόφιεφ |
Νεράιδα Μοργκάνα | Η Αγάπη για τις Τρεις Πορτοκαλιές | Σεργκέι Προκόφιεφ |
Μανόν Λεσκώ | Μανόν Λεσκώ | Τζάκομο Πουτσίνι |
Φλόνρια Τόσκα | Τόσκα | Τζάκομο Πουτσίνι |
Μίννι | Το Κορίτσι της Δύσης | Τζάκομο Πουτσίνι |
Η θεία πριγκίπισσα | Αδελφή Αγγελική | Τζάκομο Πουτσίνι |
Αμπιγκαΐλε | Ναμπούκκο | Τζουζέπε Βέρντι |
Λαίδη Μάκβεθ | Μάκβεθ | Τζουζέπε Βέρντι |
Λουίζα Μίλλερ | Λουίζα Μίλλερ | Τζουζέπε Βέρντι |
Λεονόρα | Ο Τροβαδούρος | Τζουζέπε Βέρντι |
Αμέλια | Χορός Μεταμφιεσμένων | Τζουζέπε Βέρντι |
Λεονόρα ντι Βάργκας | Η Δύναμη του Πεπρωμένου | Τζουζέπε Βέρντι |
Αΐντα | Αΐντα | Τζουζέπε Βέρντι |
Δυσδαιμόνα | Οθέλλος | Τζουζέπε Βέρντι |
Φραντσέσκα | Φραντσέσκα ντα Ρίμινι | Ρικάρντο Τζαντονάι |
Δισκογραφία
Έτος | Τίτλος | Ρόλος | Διανομή | Μαέστρος | Εταιρεία |
---|---|---|---|---|---|
1965 | Nabucco | Αμπιγκαΐλε | Tito Gobbi, Carlo Cava, Bruno Prevedi | Lamberto Gardelli | Decca |
1966 | Cavalleria rusticana | Σαντούτσα | Mario Del Monaco, Tito Gobbi, Anna Di Stasio | Silvio Varviso | Decca |
1967 | Norma | Νόρμα | Mario Del Monaco, Fiorenza Cossotto, Carlo Cava | Silvio Varviso | Decca |
1970 | Anna Bolena | Άννα Μπολένα | Nicolai Ghiaurov, John Alexander, Marilyn Horne | Silvio Varviso | Decca |
1971 | La straniera | Αλαΐντε | Veriano Luchetti, Ugo Savarese, Elena Zilio | Oliviero de Fabritiis | Opera Depot (Live, Κατάνια, 25/02/1971) |
1971 | Macbeth | Λαίδη Μάκβεθ | Dietrich Fischer-Dieskau, Nicolai Ghiaurov, Luciano Pavarotti | Lamberto Gardelli | Decca |
1991 | Suor Angelica | Η θεία πριγκίπισσα | Mirella Freni, Ewa Podleś, Barbara Frittoli | Bruno Bartoletti | Decca |
Σχόλια