Translate

Λασκαρίνα "Μπουμπουλίνα" Πινότση

Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα (Κωνσταντινούπολη, 11 Μαΐου 1771 – Σπέτσες, 22 Μαΐου 1825), το γένος Πινότση, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 11 Μαΐου 1771 και έμελλε να αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα της στην ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Η γενναία αυτή Ελληνίδα, που πολέμησε με απαράμιλλο θάρρος το 1821, αναγνωρίζεται ως ίσως η σημαντικότερη γυναίκα που συνέβαλε ενεργά στον Αγώνα για την ελευθερία. Η υστεροφημία της επισφραγίστηκε τιμητικά από την Ελληνική Πολιτεία, η οποία, 193 χρόνια μετά τον θάνατό της, της απένειμε τον βαθμό της Υποναυάρχου.

Η γέννηση της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας έλαβε χώρα εντός των φυλακών της Κωνσταντινούπολης, στις 11 Μαΐου 1771, όταν η μητέρα της, Σκεύω, επισκέφθηκε τον φυλακισμένο σύζυγό της, Σταυριανό Πινότση. Ο Πινότσης είχε συλληφθεί από τις οθωμανικές αρχές λόγω της συμμετοχής του στα Ορλωφικά (1769-1770), γεγονός που μαρτυρά το ανυπότακτο πνεύμα της οικογένειας. Η πατρική της καταγωγή ανάγεται στην Ύδρα, ενώ η μητέρα της προερχόταν από την επιφανή βυζαντινή οικογένεια των Κοκκίνων, με ιστορικές ρίζες στη Ζάκυνθο. Το όνομά της έλαβε από τον πολέμαρχο της Μάνης, Παναγιώτη Μούρτζινο, ο οποίος, επίσης φυλακισμένος, τέλεσε τη βάπτισή της.

Μετά τον θάνατο του Πινότση στη φυλακή, η μητέρα και η κόρη επέστρεψαν στην Ύδρα. Τέσσερα χρόνια αργότερα, η οικογένεια μετακινήθηκε στις Σπέτσες, ύστερα από τον γάμο της μητέρας της με τον Δημήτριο Λαζάρου Ορλώφ. Από αυτή τη νέα ένωση, η Μπουμπουλίνα απέκτησε οκτώ ετεροθαλή αδέλφια, γεγονός που διαμόρφωσε το οικογενειακό της περιβάλλον.

Προσωπική Ζωή και Κοινωνική Προσφορά
Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα παντρεύτηκε δύο φορές. Ο πρώτος της γάμος, σε ηλικία μόλις δεκαεπτά ετών, ήταν με τον Σπετσιώτη Δημήτριο Γιάννουζα. Ο δεύτερος, στα τριάντα της, με τον Σπετσιώτη πλοιοκτήτη και πλοίαρχο Δημήτριο Μπούμπουλη. Και οι δύο σύζυγοί της έπεσαν θύματα Αλγερινών πειρατών, αφήνοντάς της, ωστόσο, μια αξιοσημείωτη περιουσία. Η Μπουμπουλίνα διέθεσε ολόκληρη αυτή την περιουσία για την απόκτηση πλοίων και πολεμικού εξοπλισμού, προσφέροντας τα πάντα στον βωμό της Ελληνικής Επανάστασης.

Η Μπουμπουλίνα, όταν έμεινε χήρα για δεύτερη φορά, είχε στην οικογένειά της έξι παιδιά: τρία από τον πρώτο της γάμο, τον Ιωάννη, τον Γεώργιο και τη Μαρία, και τρία από τον δεύτερο γάμο της, την Σκεύω, την Ελένη και τον Νικόλαο. Επιπλέον, διέθετε τεράστια περιουσία, την οποία κληρονόμησε από τους συζύγους της, περιλαμβάνοντας πλοία, γη και χρήματα· τα μετρητά που κληρονόμησε από τον Μπούμπουλη υπερέβαιναν τα 300.000 τάλαρα. Με διορατικότητα και επιμέλεια, κατάφερε να αυξήσει την περιουσία της μέσω σωστής διαχείρισης και εμπορικών δραστηριοτήτων. Αρχικά έγινε συνέταιρος σε αρκετά πλοία, ενώ αργότερα κατασκεύασε τρία δικά της, εκ των οποίων το ένα, το «Αγαμέμνων», μήκους 48 πήχεων και εξοπλισμένο με 18 κανόνια, συμμετείχε ενεργά στην Ελληνική Επανάσταση του 1821. Η ναυπήγηση του πλοίου κόστισε 75.000 τάλαρα. Το όνομα της ναυαρχίδας της το εμπνεύστηκε από τον ομηρικό βασιλιά των Μυκηνών, Αγαμέμνονα, ο οποίος οδήγησε τους Έλληνες στον Τρωικό Πόλεμο, γεγονός που αποδεικνύει τον σεβασμό της Μπουμπουλίνας προς την ελληνική ιστορική κληρονομιά και το σύμβολο που αντιπροσώπευε το πλοίο της.

Το έτος 1816, η Οθωμανική Αυτοκρατορία επιχείρησε να κατάσχει την περιουσία της, επικαλούμενη το επιχείρημα ότι τα πλοία του δεύτερου συζύγου της συμμετείχαν με τον ρωσικό στόλο στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο. Η καταγγελία αυτή προήλθε από συγγενείς της, που επιδίωκαν να αρπάξουν την περιουσία της. Αντιμέτωπη με τον κίνδυνο σύλληψης, η Μπουμπουλίνα ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη με το πλοίο της, την «Κανάκη», όπου συνάντησε τον Ρώσο φιλέλληνα πρεσβευτή Στρογκόνωφ. Επικαλούμενη τις υπηρεσίες του συζύγου της στον ρωσικό στόλο και το γεγονός ότι τα πλοία της έφεραν ρωσική σημαία, σύμφωνα με τη Συνθήκη Κιουτσούκ-Καϊναρτζή του 1774 μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, ζήτησε την προστασία του. Ο Στρογκόνωφ, για να την σώσει από την οθωμανική σύλληψη, την απέστειλε στην Κριμαία, στη νότια Ρωσία, σε κτήμα που της παραχώρησε ο Τσάρος Αλέξανδρος Α’. Πριν όμως μεταβεί εκεί, κατόρθωσε να συναντήσει τη μητέρα του Σουλτάνου Μαχμούτ Β’, τη Βαλιντέ Σουλτάνα, η οποία, εντυπωσιασμένη από τον χαρακτήρα της, έπεισε τον γιο της να εκδώσει φιρμάνι που διασφάλιζε την περιουσία της και απέτρεπε τη σύλληψή της. Η Μπουμπουλίνα παρέμεινε στην Κριμαία περίπου τρεις μήνες, αναμένοντας να εκτονωθεί η επικίνδυνη κατάσταση, και όταν διαπίστωσε ότι ο κίνδυνος είχε παρέλθει, επέστρεψε στις Σπέτσες.

Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, έχοντας ήδη ενταχθεί ως μέλος της Φιλικής Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη - όπου υπήρξε η μόνη γυναίκα που μυήθηκε, έστω και στον κατώτερο βαθμό, δεδομένου ότι οι γυναίκες γενικά δεν γίνονταν δεκτές - καθώς επέστρεφε στις Σπέτσες, προέβαινε μυστικά στην αγορά όπλων και πολεμοφοδίων από ξένα λιμάνια, τα οποία κατόπιν έκρυβε στο σπίτι της. Παράλληλα, είχε ξεκινήσει την κατασκευή της ναυαρχίδας της, του πλοίου «Αγαμέμνων», το οποίο ολοκληρώθηκε το 1820. Κατά τη ναυπήγηση του «Αγαμέμνονα» καταγγέλθηκε στην Υψηλή Πύλη ότι ναυπήγησε κρυφά πολεμικό πλοίο, ωστόσο η Μπουμπουλίνα κατάφερε να ολοκληρώσει το έργο της, δωροδοκώντας τον Τούρκο επιθεωρητή που είχε σταλεί στις Σπέτσες και επιτυγχάνοντας την εξορία εκείνων που την κατήγγειλαν. Το 1819 επισκέφθηκε και πάλι την Κωνσταντινούπολη.

Την ίδια περίοδο ήρθε σε ρήξη με τα παιδιά του δεύτερου συζύγου της από τον πρώτο του γάμο - τον Παντελή και τον Γιάννη - οι οποίοι διεκδικούσαν το μερίδιό τους από την πατρική περιουσία. Αντί να προσφύγουν σε τουρκικό δικαστήριο ή στην εκκλησιαστική αρχή της μητρόπολης Ναυπλίου και Άργους, κατέφυγαν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, αναζητώντας μεγαλύτερο κύρος. Το Πατριαρχείο εξέδωσε επιτίμιο, με το οποίο κάλεσε τη Λασκαρίνα να φοβηθεί την αιώνια κόλαση και να παύσει κάθε διαστροφή και μάταιη πρόφαση, αποφεύγοντας να αποκαλύψει σε τρίτους όσα κατείχε, είτε ασήμι, ομολογίες, ρουχισμό ή άλλα κινητά και ακίνητα αγαθά. Στη συνέχεια, τα δύο αδέλφια προσέφυγαν στους προεστούς των Σπετσών, οι οποίοι περιορίστηκαν στην καταγραφή της περιουσίας της, χωρίς όμως να επιλύσουν την οικογενειακή διαφορά. Με το επιτίμιο και την έκθεση των προκρίτων, τα αδέλφια προσέφυγαν στο Βουλευτικό, το οποίο, όμως, δεν πήρε θέση, εκτιμώντας το μέγεθος της προσφοράς της Μπουμπουλίνας στον Ελληνικό Αγώνα.

Συμβολή στην Επανάσταση
Με την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα είχε ήδη συγκροτήσει και οργανώσει δικό της εκστρατευτικό σώμα, αποτελούμενο από γενναίους Σπετσιώτες, τους οποίους αποκαλούσε με τρυφερότητα «γενναία μου παλικάρια». Με αδιάκοπη φροντίδα και αφοσίωση, ανέλαβε εξ ολοκλήρου την αρματωσιά, τη συντήρηση και την αμοιβή αυτού του στρατιωτικού σώματος, όπως επίσης και των πλοίων της και των πληρωμάτων τους. Η αδιάλειπτη αυτή υποστήριξη διήρκεσε επί σειρά ετών, οδηγώντας την να δαπανήσει τεράστια χρηματικά ποσά, προκειμένου να περικυκλώσει και να πολιορκήσει τα οθωμανικά οχυρά του Ναυπλίου και της Τριπόλεως. Κατά τα δύο πρώτα έτη του Αγώνα, η Μπουμπουλίνα είχε αφιερώσει ολόκληρη την περιουσία της στον ιερό σκοπό της ελευθερίας της πατρίδας.

Σύγκρουση με τη κυβέρνηση και εξορία
Μετά την απελευθέρωση του Ναυπλίου από τους Έλληνες στις 30 Νοεμβρίου 1822, το νεοσύστατο ελληνικό κράτος της απένειμε ως ανταμοιβή κλήρο γης στην πόλη, όπου και εγκαταστάθηκε. Ωστόσο, στα τέλη του 1824 η χώρα βρέθηκε αντιμέτωπη με τον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο, κατά τον οποίο η Κυβέρνηση Κουντουριώτη, γνωστή ως η κυβέρνηση των Πλοιάρχων των νησιών, επικράτησε έναντι του συνασπισμού των Προεστών και των στρατιωτικών της Πελοποννήσου. Στο πλαίσιο αυτής της σύγκρουσης, ο Πάνος Κολοκοτρώνης, που υπηρετούσε ως φρούραρχος Ναυπλίου, δολοφονήθηκε, ενώ ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης συνελήφθη και φυλακίστηκε μαζί με άλλους οπλαρχηγούς σε μοναστήρι της Ύδρας, τον Προφήτη Ηλία.

Η Μπουμπουλίνα, σε ένδειξη σεβασμού προς τον Κολοκοτρώνη, αντέδρασε και ζήτησε την αποφυλάκισή του. Η στάση της αυτή την κατέστησε ύποπτη και επικίνδυνη για την κυβέρνηση, η οποία διέταξε τη σύλληψή της δύο φορές μέσω του Υπουργείου Αστυνομίας, με σκοπό τη φυλάκισή της. Τελικά, εξορίστηκε στις Σπέτσες, χάνοντας ταυτόχρονα τον κλήρο γης που της είχε παραχωρηθεί στο Ναύπλιο από το κράτος.

Το 1825, πικραμένη από τις πολιτικές αναταράξεις και έχοντας ξοδέψει όλη της την περιουσία στον Αγώνα, η Μπουμπουλίνα ζούσε στις Σπέτσες. Την ίδια χρονιά, στις 12 Φεβρουαρίου, ο Αιγύπτιος ναύαρχος Ιμπραήμ Πασάς αποβιβάστηκε στο λιμάνι της Πύλου με έναν τουρκοαιγυπτιακό στόλο και 4.400 άνδρες, επιχειρώντας μια ύστατη προσπάθεια να καταστείλει την Ελληνική Επανάσταση.

Θάνατος
Η Μπουμπουλίνα, ενώ είχε αρχίσει να προετοιμάζεται για την αντιμετώπιση του Ιμπραήμ, βρήκε τραγικό θάνατο σε συμπλοκή που εκτυλίχθηκε στις 22 Μαΐου 1825. Ο μικρότερος γιος της από τον πρώτο της γάμο, ο Γεώργιος Γιάννουζας, ερωτεύτηκε και κλέφτηκε με την Ευγενία Κούτση, κόρη της πλούσιας και επιφανούς οικογένειας των Κουτσαίων, προεστών των Σπετσών. Οι Κουτσαίοι αντιτάχθηκαν σφοδρά στον γάμο αυτό, καθώς η Μπουμπουλίνα είχε πλέον εξαντλήσει την τεράστια περιουσία της και είχε περιπέσει σε οικονομική δυσχέρεια. Υπάρχει επίσης η εκδοχή πως η Ευγενία ήταν ήδη αρραβωνιασμένη με κάποιον άλλο πλούσιο Σπετσιώτη, πιθανώς τον Χατζηγιάννη Μέξη.

Οι δύο νέοι βρήκαν καταφύγιο στο σπίτι του πρώτου άντρα της Μπουμπουλίνας, Δημητρίου Γιάννουζα, όπου και η ίδια η Μπουμπουλίνα μετέβη σύντομα. Λίγο αργότερα, έφτασαν και οι Κουτσαίοι, εξαγριωμένοι από την απαγωγή, την οποία θεώρησαν μεγάλη προσβολή σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής. Κατά τη διάρκεια έντονης λογομαχίας ανάμεσα στη Μπουμπουλίνα και τους Κουτσαίους, ο Ιωάννης Κούτσης πυροβόλησε και τραυμάτισε θανάσιμα τη Μπουμπουλίνα στο μέτωπο, με αποτέλεσμα να πεθάνει ακαριαία.

Η οστεοθήκη της φυλάσσεται σήμερα και εκτίθεται στο Μουσείο Σπετσών, στο αρχοντικό Χατζηγιάννη Μέξη.

Μετά θάνατον, το θάρρος και η προσφορά της Μπουμπουλίνας αναγνωρίστηκαν ιδιαιτέρως στη Ρωσία. Ο αυτοκράτορας Αλέξανδρος Α’ της απένειμε τον τιμητικό τίτλο του ναυάρχου του ρωσικού στόλου, συνοδευόμενο από το μογγολικό σπαθί, ως αναγνώριση των εξαιρετικών προσόντων της. Έτσι, η Μπουμπουλίνα κατέστη η πρώτη γυναίκα ναύαρχος στην ιστορία του ρωσικού στόλου και μια από τις πρώτες γυναίκες ναυάρχους παγκοσμίως.

Μνήμη και κληρονομιά
Το αρχοντικό της οικογένειας Μπούμπουλη στις Σπέτσες, που χτίστηκε στα τέλη του 17ου αιώνα και αποτελείται από ισόγειο και δύο ορόφους, μετατράπηκε το 1991 σε μουσείο από τον Φίλιππο Δεμερτζή-Μπούμπουλη, πέμπτης γενιάς απόγονο της ηρωίδας. Το Μουσείο Μπουμπουλίνας, που στεγάζεται στον πρώτο όροφο του αρχοντικού, φιλοξενεί πλούσια συλλογή όπλων, επιστολών, προσωπικών αντικειμένων, επίπλων, παλαιών βιβλίων, πορτραίτων και διακρίσεων που απονεμήθηκαν στην ίδια, κυρίως από ξένες κυβερνήσεις. Επίσης, ξεχωρίζει το φλωρεντινό σκαλιστό ταβάνι της μεγάλης σάλας, η διάσωση του οποίου αποτέλεσε έναν από τους βασικούς λόγους ίδρυσης του μουσείου. Το μουσείο έχει υποδεχτεί εκατοντάδες χιλιάδες επισκέπτες, μεταξύ των οποίων και χιλιάδες μαθητές από την Ελλάδα και το εξωτερικό.

Στους χώρους του μουσείου εκτίθεται επίσης η προτομή της Λέλας Καραγιάννη, συγγενούς της Μπουμπουλίνας από τη μητρική της πλευρά. Η Λέλα Καραγιάννη υπήρξε αντιστασιακή αρχηγός της οργάνωσης «Μπουμπουλίνα» κατά τη διάρκεια της Κατοχής και εκτελέστηκε από τους Γερμανούς το 1944, λίγο πριν την απελευθέρωση της Ελλάδας.

Η ίδρυση και λειτουργία του Μουσείου Μπουμπουλίνας αποτελεί σημαντικό πολιτιστικό κέντρο που διασώζει και προβάλλει την ιστορία της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας και τον ρόλο της στον Αγώνα της Ελληνικής Ανεξαρτησίας, ενώ παράλληλα συμβάλλει στην ανάδειξη της ιστορικής κληρονομιάς των Σπετσών.

Σχόλια