Ο Μιχάλης Τόμπρος (Αθήνα, 12/25 Νοεμβρίου 1889 – Αθήνα, 28 Μαΐου 1974), υπήρξε ένας εκ των σημαντικοτέρων εκπροσώπων της γλυπτικής τέχνης στην Ελλάδα του 20ού αιώνα, ο Μιχάλης Τόμπρος ανήκει στη γενιά των δημιουργών του Μεσοπολέμου. Υπήρξε διακεκριμένος γλύπτης, καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και ενεργό μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος (ΕΕΤΕ), διατηρώντας διαρκή παρουσία στα εικαστικά δρώμενα του τόπου έως τα ύστερα χρόνια της ζωής του.
Ο Μιχάλης Τόμπρος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 12/25 Νοεμβρίου 1889. Ο πατέρας του, Θεόδωρος Τόμπρος, καταγόταν από τον Όρμο Κορθίου της Άνδρου και ήταν μαρμαροτεχνίτης, ενώ η μητέρα του, Μαργαρίτα Ρεμούνδου ή Ραμούνδου, είχε καταγωγή από το Μοσχιώνα του ιδίου νησιού. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στο Κόρθι της Άνδρου, όμως εγκαίρως εγκατέλειψε το νησί για να εγκατασταθεί στην Αθήνα, όπου και άρχισε να καλλιεργεί την καλλιτεχνική του παιδεία.
Από το 1903 έως το 1909 φοίτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών), με διδασκάλους εξέχοντες καλλιτέχνες της εποχής, όπως τον Γεώργιο Βρούτο, τον Λάζαρο Σώχο, τον Αλέξανδρο Καλούδη και τον Δημήτριο Γερανιώτη. Το 1910 ίδρυσε δικό του εργαστήριο στην Αθήνα, ενώ κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912–1913) υπηρέτησε με γενναιότητα, αποσπώντας δύο στρατιωτικά μετάλλια ανδρείας.
Το 1914, ύστερα από επιτυχία σε διαγωνισμό που διοργανώθηκε μέσω κληροδοτήματος του εθνικού ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ, έλαβε υποτροφία για σπουδές στο εξωτερικό και μετέβη στο Παρίσι, όπου και φοίτησε στην Ακαδημία Ζυλιάν, μαθητεύοντας κοντά στους καταξιωμένους Γάλλους γλύπτες L.-H. Bouchard και P.-M. Landowski.
Το 1919 άρχισε να διδάσκει γλυπτική στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Ωστόσο, το 1923 υπέβαλε την παραίτησή του, ως απόρροια των αντιδράσεων που προκάλεσε η ρητή του αντίθεση προς την ίδρυση του Πολεμικού Μουσείου. Την τριετία 1925–1928 έζησε εκ νέου στο Παρίσι, εμβαθύνοντας στην καλλιτεχνική του αναζήτηση.
Το 1938, με παρέμβαση του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, διορίσθηκε καθηγητής της γλυπτικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Την ίδια χρονιά, εκπροσωπώντας την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας, συμμετείχε με έργα του στη διεθνή αυτή διοργάνωση, πάλι κατόπιν κρατικής υποστήριξης.
Κατά την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, τον Νοέμβριο του 1940, συνεργάστηκε με τη διεύθυνση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών για την ασφαλή μεταφορά και απόκρυψη των αρχαιολογικών θησαυρών του μουσείου, συμβάλλοντας καθοριστικά στη διατήρησή τους. Τον Μάιο του 1943 αποσπάστηκε στη Διεύθυνση Καλών Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας.
Κατά τα χρόνια της Κατοχής, η δημόσια παρουσία και οι επιλογές του Μιχάλη Τόμπρου υπήρξαν αντικείμενο έντονων επικρίσεων και αμφισβήτησης. Η στάση του, τόσο από τη θέση του ως διευθυντή της Διεύθυνσης Καλών Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας όσο και μέσω της συνεργασίας του με το ιταλικής προπαγανδιστικής κατεύθυνσης ελληνόφωνο περιοδικό Κουαδρίβιο (Quadrivio), προκάλεσε δυσμενή σχόλια και πολιτικοαισθητικές αντιδράσεις στον καλλιτεχνικό κόσμο της εποχής.
Ειδικότερα, στο περιοδικό αυτό δημοσίευσε άρθρο στο οποίο εξυμνούσε τον πολιτιστικό ρόλο της Ρώμης, εξισώνοντάς την ως πνευματικό κέντρο με το Παρίσι και το Μόναχο – πόλεις στις οποίες, κατά τη διατύπωσή του, οι Έλληνες καλλιτέχνες είχαν στηριχθεί για την εξέλιξή τους. Η παρέμβασή του αυτή θεωρήθηκε, ιδίως εκ των υστέρων, ως κίνηση προσεταιρισμού του κατοχικού μηχανισμού, πιθανώς ενταγμένη σε μια ευρύτερη προσωπική επιδίωξη: την ανάληψη της διεύθυνσης της Καλών Τεχνών, γεγονός που τελικώς επήλθε τον Απρίλιο του 1943.
Παρά την κατοχή της θέσης αυτής, η διοικητική του παρουσία χαρακτηρίστηκε από απουσία συγκροτημένου προγραμματισμού ή οράματος για τα κρίσιμα ζητήματα του καλλιτεχνικού τοπίου εν μέσω Κατοχής. Το καλοκαίρι του 1944, και ενώ η πίεση για την αποχώρησή του αυξανόταν, ο Τόμπρος αρνήθηκε να υποβάλει την παραίτησή του, ακόμα και όταν του το ζήτησαν ευθέως και επίμονα εαμίτες καλλιτέχνες, ανάμεσα στους οποίους ο Γιάννης Απάρτης, ο Γιάννης Κοντόπουλος, ο Σπύρος Φέρτης και ο Σακελλαρίδης.
Ακολούθως, οι Γιάννης Απάρτης και Μέμος Μακρής υπέβαλαν αίτημα διαγραφής του από το Καλλιτεχνικό Επιμελητήριο. Παρ’ όλα αυτά, ο Τόμπρος κατάφερε να αθωωθεί από τις κατηγορίες και να διατηρήσει τη θέση του στον θεσμικό καλλιτεχνικό κόσμο. Ωστόσο, η μετέπειτα τροπή της δημόσιας παρουσίας του δεν έπαυσε να προκαλεί αμηχανία: όπως έχει επισημανθεί, «κατέληξε όμως, αν και πρώην φιλελεύθερος και αντιβασιλικός, να στήνει ανδριάντες της Φρειδερίκης».
Η μεταστροφή αυτή, από φιλελεύθερος της πρώτης περιόδου σε υπηρέτη επίσημων κρατικών αναθέσεων της μετεμφυλιακής μοναρχικής Ελλάδος, συνιστά έκφραση όχι μόνο της πολιτικής προσαρμοστικότητας του Τόμπρου, αλλά και του βαθύτερου διλήμματος του Έλληνα καλλιτέχνη σε εποχές εθνικών διαιρέσεων και πολιτισμικής μετάβασης.
Παράλληλα προς την αμιγώς καλλιτεχνική του δημιουργία, ο Μιχάλης Τόμπρος επέδειξε ενεργό και διαρκές ενδιαφέρον για τα επαγγελματικά και θεσμικά ζητήματα του κλάδου των γλυπτών. Οι προσωπικές του παρεμβάσεις και πρωτοβουλίες αποτέλεσαν καθοριστικό παράγοντα για την ψήφιση του νόμου 1863/1944, ο οποίος οδήγησε στη θεσμοθέτηση του Καλλιτεχνικού Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Ελλάδος — ενός οργάνου που έμελλε να αποτελέσει σημείο αναφοράς για την κατοχύρωση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των εικαστικών δημιουργών στην Ελλάδα.
Από το 1957 έως το 1959, διετέλεσε διευθυντής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, προσδίδοντας κύρος στη διοίκηση του ιδρύματος κατά μία κρίσιμη μεταβατική περίοδο για την καλλιτεχνική εκπαίδευση. Το 1960 αποχώρησε από την ενεργό διδακτική δράση, ολοκληρώνοντας έναν μακρόχρονο κύκλο παιδευτικής προσφοράς. Το 1968, έλαβε την ύψιστη τιμητική διάκριση του πνευματικού κόσμου της χώρας, καθώς εκλέχθηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Το καλλιτεχνικό του έργο, εκτεταμένο σε όγκο και πλούσιο σε ποικιλομορφία, εκτείνεται σε υλικά όπως το μάρμαρο, ο μπρούντζος, ο γύψος και ο πηλός. Οι παραγγελίες του δημοσίου χαρακτήρα – προτομές, ανδριάντες και ηρώα – φέρουν έντονα τον χαρακτήρα του ρεαλιστικού ή του κλασικο-ακαδημαϊκού ύφους, πιστές στο ιδεώδες της επίσημης δημόσιας μνήμης. Αντιθέτως, στις ελεύθερες καλλιτεχνικές του συνθέσεις, διακρίνεται η επιρροή των νεοτερικών ρευμάτων που επικράτησαν στο Παρίσι κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, και τα οποία ο ίδιος είχε ζήσει και αφομοιώσει κατά τις σπουδές και την παραμονή του εκεί.
Ο Μιχάλης Τόμπρος απεβίωσε στις 28 Μαΐου 1974, κατά τη μεταφορά του σε ιδιωτική κλινική, έπειτα από εγκεφαλικό επεισόδιο που υπέστη την προηγουμένη. Η κηδεία του τελέσθηκε δύο ημέρες αργότερα, δημοσία δαπάνη, στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, παρουσία πλήθους εκπροσώπων του πνευματικού και καλλιτεχνικού κόσμου. Επικήδειους λόγους εκφώνησαν ο συνάδελφός του στην Ακαδημία Αθηνών, αρχιτέκτων Μενέλαος Παλλάντιος, και ο ζωγράφος και διανοούμενος Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, αποτίοντας φόρο τιμής σε μία από τις κεντρικές μορφές της ελληνικής γλυπτικής του 20ού αιώνα.
Το 1979, σειρά σημαντικών έργων του δωρήθηκε στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Άνδρου, όπου και εκτίθενται σε ειδική πτέρυγα αφιερωμένη στον δημιουργό, επισφραγίζοντας τον διαρκή δεσμό του Τόμπρου με την καταγωγική του πατρίδα και την εθνική πολιτιστική κληρονομιά.
Σχόλια