Δημήτριος Μπερναρδάκης
Ο πατέρας του, Γεώργιος Μπερναρδάκης, είχε καταγωγή από τη Σμύρνη, όπου η οικογένεια είχε αναγκαστεί να μεταναστεύσει λόγω των πολιτικών και στρατιωτικών ανακατατάξεων της εποχής· η μητέρα του, Μαρία, καταγόταν από την επιφανή οικογένεια Αλφιεράκη, με ρίζες στην Πελοπόννησο, η οποία επίσης είχε καταφύγει στην Οδησσό. Η παιδική ηλικία του Δημητρίου κύλησε στο Ταϊγάνιο, όπου φοίτησε στο εκεί Ελληνικό Σχολείο. Η παιδεία που προσφερόταν δεν φαίνεται να ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη, ωστόσο του εξασφάλισε τα πρώτα γράμματα.
Λόγω του στρατιωτικού επαγγέλματος του πατέρα του και της κοινωνικής του τάξης, ο Δημήτριος είχε τη δυνατότητα να εισαχθεί σε στρατιωτική σχολή, από την οποία και αποφοίτησε, εντασσόμενος ακολούθως στον ενεργό στρατό της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Κατά την διάρκεια της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας διακρίθηκε, φθάνοντας στον βαθμό του υπολοχαγού
Η ζωή και η προσφορά του, ιδίως ως ευεργέτη του Εθνικού Πανεπιστημίου, μαρτυρούν την έμπρακτη αγάπη του προς την πατρίδα και την εκπαίδευση, ενώ το παράδειγμά του συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων των ελλήνων του εξωτερικού που, με οδηγό τον πατριωτισμό και την πρόνοια για το μέλλον του γένους, συνέβαλαν καθοριστικά στην πνευματική και θεσμική οικοδόμηση του νεότερου ελληνικού κράτους.
Σε ηλικία τριάντα ετών, ο Δημήτριος Μπερναρδάκης έλαβε την απόφαση να αποσυρθεί από τη στρατιωτική υπηρεσία, την οποία είχε τιμήσει με αφοσίωση, και να επιστρέψει στο Ταϊγάνιο, επιθυμώντας να ευρεθεί εκ νέου πλησίον των γονέων του. Εκεί, στην παροικία των Ελλήνων της Νότιας Ρωσίας, ανέπτυξε φιλικούς δεσμούς με την κυρία Βαφία, γυναίκα ευσεβή και φιλάνθρωπη, και παράλληλα ερωτεύθηκε την ορφανή Άννα Κηπουρού, μια νεαρή με σεμνότητα και ήθος, η οποία φαίνεται να άγγιξε βαθιά την καρδιά του.
Ωστόσο, η προοπτική αυτού του γάμου δεν έτυχε της επιδοκιμασίας ούτε της μητέρας του, ούτε της ίδιας της κυρίας Βαφίας. Οι αντιρρήσεις των δύο γυναικών αποτέλεσαν κίνητρο για τον Δημήτριο να επιδιώξει την πλήρη οικονομική του ανεξαρτησία, προκειμένου να αποκτήσει το δικαίωμα να χαράξει μόνος του την πορεία της ζωής του. Παραιτήθηκε οριστικώς από το στρατιωτικό σώμα και ανέλαβε την ταπεινή θέση του γραμματέως σε κατάστημα μονοπωλίου οινοπνευματωδών ποτών.
Από το σημείο εκείνο, η τύχη φάνηκε να του χαμογελά με συνέπεια και εύνοια. Η φιλοπονία και η διορατικότητά του τον ανέδειξαν, και πολύ σύντομα αναδείχθηκε σε διευθυντή των επιχειρήσεων του αφεντικού του, εμπόρου ονόματι Κούζεν. Τέσσερα έτη αργότερα, αποχωρώντας από τη συνεταιρική σχέση, εξασφάλισε μερίδιο ύψους δύο εκατομμυρίων φράγκων — ποσό τεράστιο για την εποχή.
Η επιχειρηματική του ευφυΐα και η επιμονή του απέφεραν εντυπωσιακούς καρπούς: εντός συντόμου χρονικού διαστήματος κατάφερε να πολλαπλασιάσει την περιουσία του και να αναδειχθεί σε έναν εκ των πλουσιότερων κατοίκων της Αγίας Πετρουπόλεως. Πλην όμως, ο πλούτος ουδέποτε αφυδάτωσε την καρδιά του. Ο Μπερναρδάκης δεν λησμόνησε ποτέ τις δυσκολίες που βίωσε στα χρόνια της ένδειας, ούτε τους ανθρώπους που τότε του επέδειξαν γενναιοδωρία και συμπαράσταση. Ως εκ τούτου, καθιερώθηκε ως φιλάνθρωπος και ευεργέτης, αρωγός προς κάθε έναν που ειλικρινώς του ζητούσε τη συνδρομή του, διατηρώντας πάντοτε άσβεστη τη μνήμη της δικής του ταπεινής αφετηρίας.
Ο Δημήτριος Μπερναρδάκης, διαπνεόμενος από γνήσιο πατριωτισμό και υψηλό αίσθημα ευθύνης προς το Έθνος, αφιέρωσε μεγάλο μέρος της περιουσίας του σε πράξεις κοινωφελείς και εθνικά ωφέλιμες. Με γενναιοδωρία αξιοσημείωτη, προσέφερε σημαντικές οικονομικές ενισχύσεις στην πατρίδα, συντελώντας αποφασιστικά στην πρόοδο του πνευματικού και πολιτισμικού της βίου.
Ιδιαιτέρως σημαντική υπήρξε η συμβολή του στην ενίσχυση της Ελληνικής Βιβλιοθήκης του Εθνικού Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς και στην ανέγερση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, θεσμών που έμελλε να διαδραματίσουν κεντρικό ρόλο στη συγκρότηση της ελληνικής εθνικής παιδείας. Με τη δωρεά του ολοκληρώθηκε το έτος 1864 η οικοδόμηση και επισκευή του κτηρίου του Πανεπιστημίου, το οποίο τότε απέκτησε την τελική, επιβλητική μορφή του.
Πέραν τούτων, ο Μπερναρδάκης ίδρυσε υποτροφίες για την υποστήριξη σπουδαστών, τόσο εντός της Ελλάδος όσο και στο εξωτερικό, συνδράμοντας ουσιαστικά στη μόρφωση της νέας γενιάς. Η φιλανθρωπία του επεκτάθηκε και σε άλλους τομείς: προσέφερε πόρους για τον εξοπλισμό της Εθνοφυλακής, καθώς και για την ανέγερση ιερών ναών, συμβάλλοντας στην ενίσχυση του στρατιωτικού και θρησκευτικού ιστού της νεοσύστατης ελληνικής πολιτείας.
Ωστόσο, οι ευνοϊκές συγκυρίες δεν διήρκεσαν. Το 1865, εν μέσω οικονομικών αναταράξεων και δυσμενών εξελίξεων, απώλεσε μεγάλο μέρος της περιουσίας του. Παρά τις δοκιμασίες, παρέμεινε μέχρι τέλους πιστός στις αρχές της φιλοπατρίας και της γενναιοδωρίας. Απήλθε του βίου εν Πετρουπόλει το έτος 1870, αφήνοντας ως παρακαταθήκη το παράδειγμα ενός αληθινού εθνικού ευεργέτου.
Σχόλια