Νικόλαος Καλαμάρης
Ήδη από τη δεκαετία του 1930, συγκαταλέγεται μεταξύ των πρώτων Ελλήνων ποιητών που υιοθέτησαν τον ελεύθερο στίχο, συμβάλλοντας ουσιαστικά στη ρήξη με τον παραδοσιακό ποιητικό κανόνα και στην ανάδειξη ενός νέου λογοτεχνικού παραδείγματος. Πέραν της ποιητικής του δημιουργίας, ο Κάλας διακρίθηκε και ως οξυδερκής κριτικός και θεωρητικός της τέχνης και της λογοτεχνίας, χρησιμοποιώντας τα ψευδώνυμα Μ. Σπιέρος και N. Calas για τα δοκιμιακά του κείμενα, στα οποία ανιχνεύονται ισχυρές επιρροές από τον υπερρεαλισμό, τον μαρξισμό και τα ρεύματα της πρωτοπορίας του μεσοπολέμου.
Η καταγωγή του ήταν ιδιαιτέρως επιφανής. Πατέρας του υπήρξε ο Ιωάννης Καλαμάρης, εισοδηματίας, ενώ από την πλευρά της μητέρας του, Ρόζας Καρατζά, συνδεόταν με την ιστορική φαναριώτικη οικογένεια Καρατζά, φέροντας στο αίμα του την κληρονομιά σημαντικών μορφών του Αγώνα, όπως του Γεωργίου Κουντουριώτη και του ήρωα Μάρκου Μπότσαρη.
Η πορεία του Νικολάου Καλαμάρη ως λογοτέχνη και διανοητή σφραγίστηκε από την πολυεπίπεδη ταυτότητά του: Έλληνας εκπατρισμένος, υπερρεαλιστής ποιητής, θεωρητικός της τέχνης στην Αμερική, υπήρξε πάντοτε ένας στοχαστής των ορίων — ανάμεσα στις γλώσσες, στα έθνη, στα ρεύματα, αλλά και στα είδη της γραφής. Το έργο του συνιστά μια διαρκή αναμέτρηση με τα στερεότυπα της εθνικής ταυτότητας, της αισθητικής και της πολιτικής σκέψης.
Σε νεαρή ηλικία, ο Νικόλαος Καλαμάρης εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου και ανδρώθηκε πνευματικά. Ενεγράφη στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς όμως να ακολουθήσει ποτέ επαγγελματικά τη νομική επιστήμη, καθώς ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια διαφάνηκε η ροπή του προς τα γράμματα και τις τέχνες. Μεταξύ 1924 και 1927 υπήρξε δραστήριο μέλος της «Φοιτητικής Συντροφιάς», ενός σχήματος που συγκέντρωνε νεαρούς λογοτέχνες και διανοουμένους με έντονο ενδιαφέρον για τις νέες αισθητικές αναζητήσεις της εποχής.
Το 1933 εξέδωσε, υπό το ψευδώνυμο Νικήτας Ράντος, την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον λιτό και δηλωτικό τίτλο Ποιήματα, η οποία ήδη πρόδιδε τις επιρροές του από τον μοντερνισμό και την αναζήτηση νέων εκφραστικών δρόμων. Ένα έτος αργότερα, το 1934, εγκαταλείπει την Ελλάδα και μεταβαίνει στο Παρίσι, όπου συνδέεται με τον υπερρεαλιστικό κύκλο και εντάσσεται επισήμως στην ομάδα του Αντρέ Μπρετόν. Η παρουσία του εκεί δεν πέρασε απαρατήρητη: στα προλεγόμενα του τρίτου Manifeste du Surréalisme, ο ίδιος ο Μπρετόν τον μνημονεύει ως έναν εκ των «πλέον φωτεινών και τολμηρών πνευμάτων της εποχής», ένδειξη της υψηλής εκτίμησης που απολάμβανε στο διεθνές υπερρεαλιστικό περιβάλλον.
Από το 1934 έως το 1937, ο Καλαμάρης κινείται μεταξύ Αθήνας και Παρισίων, ζώντας έναν βίο μετακινούμενο, ενδεικτικό του πνεύματος ανησυχίας που τον διακατείχε. Το 1939 εγκαθίσταται εκ νέου στο Παρίσι, αλλά λίγο αργότερα, με την έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, μεταβαίνει στη Λισαβόνα, όπου διαμένει για έναν χρόνο, προτού καταλήξει στη Νέα Υόρκη, η οποία και θα αναδειχθεί στον κύριο τόπο της δημιουργικής του ωρίμανσης.
Κατά τη δεκαετία του 1960 και του 1970 επισκέπτεται την Ελλάδα, παραμένοντας για σύντομα χρονικά διαστήματα, δίχως όμως να επαναπατρισθεί οριστικώς. Τελικώς, επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου και παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του, το 1988, επιβεβαιώνοντας έτσι την ταυτότητα του κοσμοπολίτη διανοουμένου, του οποίου η πνευματική πατρίδα υπήρξε πρωτίστως ο χώρος των ιδεών και των αισθητικών μεταμορφώσεων του αιώνα.
Πέραν του ποιητικού του έργου, ο Νικόλαος Καλαμάρης διακρίθηκε και ως μεταφραστής, προσφέροντας στο ελληνόφωνο κοινό δημιουργίες εμβληματικών μορφών της μοντέρνας ευρωπαϊκής ποίησης. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται ο T. S. Eliot, ο ανανεωτής της αγγλοσαξονικής ποιητικής παράδοσης, και ο Louis Aragon, εξέχουσα φυσιογνωμία του γαλλικού υπερρεαλισμού και αργότερα του στρατευμένου λογοτεχνικού ρεύματος. Οι μεταφράσεις του Καλαμάρη χαρακτηρίζονται από φιλολογική ακρίβεια και ταυτόχρονα από βαθιά ερμηνευτική ευαισθησία, καθώς επιδιώκει όχι απλώς την απόδοση της λέξης αλλά τη μετάγγιση του ποιητικού πνεύματος του πρωτοτύπου.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, υπήρξε δραστήριος συνεργάτης ελληνικών και διεθνών περιοδικών, στα οποία δημοσίευε θεωρητικά κείμενα, αισθητικά δοκίμια και παρεμβάσεις με κριτικό προσανατολισμό. Στις παρεμβάσεις αυτές καταδεικνύεται όχι μόνον η οξύνοια της σκέψης του, αλλά και η διαρκής μέριμνα για την ανανέωση των όρων πρόσληψης της τέχνης και της λογοτεχνίας.
Η ποιητική του πορεία αναγνωρίστηκε επισήμως το 1977, όταν του απονεμήθηκε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Οδός Νικήτα Ράντου, έργο που εξέδωσε με το ψευδώνυμο Νικόλαος Κάλας. Η βράβευση αυτή ήρθε να επισφραγίσει τη συμβολή του στην ανατροπή των παγιωμένων εκφραστικών συμβάσεων και την καθιέρωση ενός νέου, ελευθεροφόρου ποιητικού ιδιώματος.
Ο Καλαμάρης υπήρξε καλλιτέχνης βαθύτατα πολιτικοποιημένος, ενταγμένος σε μια παράδοση διανοουμένων για τους οποίους η τέχνη δεν ήταν αποκομμένη από τον ιστορικό και κοινωνικό τους ορίζοντα. Υιοθέτησε τις αρχές του τροτσκισμού, χωρίς όμως να περιπέσει σε δογματισμούς ή ιδεολογικά σχήματα. Η σκέψη του παρέμεινε ανοιχτή, δυναμική και ενίοτε αιρετική, στοιχείο που καθιστά το έργο του όχι μόνον αισθητικά πρωτοποριακό, αλλά και πολιτικά παρόν, ριζωμένο στις αγωνίες και τις αντιφάσεις του καιρού του.
Ο Νικόλαος Καλαμάρης υπήρξε ένας από τους πρώτους της γενιάς του που διείδαν τη σημασία και το εύρος της ποιητικής συμβολής του Κωνσταντίνου Καβάφη, σε μια εποχή που το έργο του Αλεξανδρινού ποιητή δεν είχε ακόμη εδραιωθεί ως θεμέλιο της νεοελληνικής μοντέρνας γραμματείας. Η πρόωρη αυτή αναγνώριση φανερώνει την ιδιαίτερη ευαισθησία και τη διορατικότητα του Καλαμάρη, ο οποίος διέκρινε στον Καβάφη όχι μόνο τον τεχνίτη του στίχου, αλλά κυρίως τον ποιητή της υπαρξιακής και ιστορικής ειρωνείας, του διαχρονικού στοχασμού και της εσωτερικής πειθαρχίας.
Η κριτική τον έχει συχνά προσδιορίσει ως «μοναχική φωνή» — φωνή πρωτοπορίας, που αρθρωνόταν ανάμεσα σε Μαρξιστές συνοδοιπόρους, με τους οποίους συνέπλεε στο επίπεδο της πολιτικής ανάλυσης, και αστούς λογοτέχνες, με τους οποίους τον συνέδεε η γλωσσική και αισθητική καλλιέργεια, αλλά και η επιθυμία για ρήξη με την κατεστημένη αντίληψη περί τέχνης. Μέσα σε αυτό το ενδιάμεσο πεδίο, ο Καλαμάρης αναδεικνύεται ως μια ιδιότυπη φυσιογνωμία: αμφισβητίας με όρους ουσίας, διανοούμενος της αμφιβολίας και της ρήξης, χωρίς να εντάσσεται πλήρως σε κανένα από τα κυρίαρχα ιδεολογικά ή αισθητικά στρατόπεδα.
Παρότι συχνά συγκαταλέγεται στην αποκαλούμενη «γενιά του ’30» —την πνευματική ομάδα που εισήγαγε την έννοια της ελληνικότητας ως βασικού άξονα της νεοελληνικής ταυτότητας μέσα από την ποίηση, την πεζογραφία και την αρχιτεκτονική— ο Καλαμάρης στην πραγματικότητα διαφοροποιήθηκε ριζικά από το εθνικοκεντρικό ιδεώδες που εκείνη προώθησε. Αντιτάχθηκε στην ερμητική σύλληψη της ελληνικότητας ως πολιτιστικού πλαισίου και αναζήτησε έναν ελληνισμό ανοιχτό, διεθνή, συγκρουσιακό, ενίοτε και απροστάτευτο, που δεν αναπαράγει στερεότυπα αλλά τα αποδομεί. Με τον τρόπο αυτό, αποστασιοποιήθηκε από το κυρίαρχο αφήγημα της εποχής του και ανέδειξε μια άλλη εκδοχή του νεοελληνικού μοντερνισμού: αυτήν της δημιουργικής έντασης ανάμεσα στον τόπο και τον κόσμο, την παράδοση και την ανατροπή.
Σχόλια