Ο Ανδρέας Βώκος, ευρύτερα γνωστός με το προσωνύμιο Ανδρέας Μιαούλης — που προέρχεται από το όνομα του πλοίου «Μιαούλ» (όρος που σημαίνει «μικρή βάρκα») — γεννήθηκε στην Ύδρα στις 20 Μαΐου 1769 και εκοιμήθη στον Πειραιά στις 11 Ιουνίου 1835. Υπήρξε εξέχουσα μορφή της ελληνικής ναυτιλίας, πολιτικός και ναύαρχος, ο οποίος διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 και στη μετέπειτα πολιτική ζωή του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.
Ασχολήθηκε από νεαρή ηλικία με το εμπόριο και τη ναυτιλία, συγκεντρώνοντας σημαντική περιουσία. Με την έκρηξη της Επανάστασης, ανέλαβε την αρχηγία του στόλου της Ύδρας και κατόπιν του ελληνικού στόλου συνολικά. Υπό την ηγεσία του, ο ελληνικός στόλος κατέγραψε νίκες σε πολλούς ναυτικούς αγώνες, μεταξύ των οποίων οι ναυμαχίες των Πατρών, των Σπετσών, της Σάμου, του Γέροντα, της Μεθώνης και του Κάβο Μπαμπά. Ιδιαίτερη σημασία έχει η συμβολή του στον εφοδιασμό της πολιορκημένης πόλης του Μεσολογγίου, γεγονός που αναδείχθηκε σε κρίσιμο παράγοντα για την αντοχή της.
Το 1827, εν μέσω της επικείμενης αντικατάστασής του από τον Βρετανό ναύαρχο Τσαρλς Κόχραν, υπέβαλε παραίτηση από την αρχηγία του στόλου. Με την άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια, ανέλαβε εκ νέου τη διοίκηση του ελληνικού στόλου, επιτυγχάνοντας σημαντικά πλήγματα κατά της πειρατείας στο Αιγαίο. Ωστόσο, οι διαφωνίες του με τον Καποδίστρια τον οδήγησαν στην παραίτηση από τη θέση του γερουσιαστή και στην προσχώρησή του στην αντιπολίτευση που είχε συγκεντρωθεί στην Ύδρα.
Τον Ιούλιο του 1831, ως επικεφαλής μικρού στρατιωτικού σώματος, αποβιβάστηκε στον Πόρο, καταλαμβάνοντας μέρος του ελληνικού στόλου. Την 1η Αυγούστου του ίδιου έτους, και έπειτα από συγκρούσεις με ρωσικές δυνάμεις, προέβη στην ανατίναξη της φρεγάτας «Ελλάς» και της κορβέτας «Ύδρα». Η πράξη αυτή υπήρξε αμφιλεγόμενη, καθώς προκάλεσε έντονες επικρίσεις τόσο από σύγχρονούς του όσο και από την ιστοριογραφία.
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, επιλέχθηκε από τη βαυαρική αυλή, μαζί με τους Δημήτριο Πλαπούτα και Κωνσταντίνο Μπότσαρη, ως ένας εκ των τριών Ελλήνων που παρέδωσαν το στέμμα και το σχετικό ψήφισμα στον τότε νεαρό βασιλέα Όθωνα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του υπηρέτησε σε διάφορα ανώτατα αξιώματα της οθωνικής κυβέρνησης, μεταξύ των οποίων ως αρχηγός του Ναυτικού Διευθυντηρίου, γενικός επιθεωρητής του στόλου και Σύμβουλος της Επικρατείας.
Απεβίωσε στον Πειραιά και ετάφη στη σημερινή Ακτή Μιαούλη. Υπήρξε ο ιδρυτής της δυναστείας των Μιαούληδων, πολλά μέλη της οποίας υπηρέτησαν ως αξιωματικοί του Πολεμικού Ναυτικού και πολιτικοί, με πιο εξέχοντα τον γιο του, Αθανάσιο Μιαούλη, ο οποίος διετέλεσε πρωθυπουργός του ελληνικού κράτους.
Η προσφορά του τιμάται κάθε χρόνο στα «Μιαούλεια», φεστιβάλ αφιερωμένο στη στρατιωτική δράση του κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων (1821-1827).
Η Γένεση του Ανδρέα Βωκού: Από την Ύδρα ως Βωκός στη Ναυτική Δόξα ως Μιαούλης
Ο Ανδρέας Βώκος, ήρθε στον κόσμο στις 20 Μαΐου του 1769 στην Ύδρα. Ήταν το δεύτερο τέκνο του Υδραίου πλοιοκτήτου και προεστού Δημητρίου Βώκου και της Ανδριανής, χήρας του Ανδρέα Βόχα ή Βοχαΐτου. Η οικογένειά του, καταγόμενη από τα Φύλλα της Εύβοιας — ελληνόφωνη κωμόπολη — ανήκε στην αρβανίτικη κοινότητα και είχε εγκατασταθεί στην Ύδρα το 1668.
Το 1792, ο Ανδρέας Μιαούλης ενώθηκε με τα δεσμά του γάμου με την Ειρήνη Μπίκου, κόρη του ιερέα Ιωάννη. Αργότερα, παντρεύτηκε εκ νέου την Ευαγγελίδου, ενώ το 1823, σε τρίτο γάμο, νυμφεύτηκε τη χήρα του Υδραίου ναυάρχου Κωνσταντίνου Γκιούστου. Από τον πρώτο του γάμο προήλθαν αρκετά παιδιά που διακρίθηκαν στον αγώνα της ελευθερίας και στην υπηρεσία του νεοσύστατου κράτους. Ο Δημήτριος Μιαούλης, γεννημένος το 1794, έλαβε μέρος ως αγωνιστής στην Επανάσταση του 1821 και κατέλαβε τον βαθμό του πλοιάρχου. Ο Αντώνιος, γεννημένος το 1800, υπηρέτησε ως υπασπιστής του βασιλιά Όθωνα, ενώ ο Ιωάννης, γεννημένος το 1803, συμμετείχε στον αγώνα και απεβίωσε στην Αθήνα από τύφο το 1830. Μεταγενέστερα, ο Αθανάσιος Μιαούλης (1815-1867) διακρίθηκε ως ναύαρχος και ανέλαβε καθήκοντα πρωθυπουργού της χώρας. Ο Εμμανουήλ, αξιωματικός του Βασιλικού Ναυτικού, υπήρξε πατέρας του ζωγράφου Νικολάου Βώκου, ενώ ο Νικόλαος, που γεννήθηκε το 1818, υπηρέτησε επίσης ως αξιωματικός και υπασπιστής του Όθωνα. Τέλος, η κόρη του Μαρία έλαβε μέρος στη ζωή της εποχής μέσω των γάμων της με τον Θεόδωρο Γκίκα και κατόπιν με τον Λάζαρο Πινότση.
Σε νεαρή ηλικία στράφηκε προς τη ναυτιλία, εργάσθηκε επί των ιδιόκτητων οικογενειακών πλοίων και κατόρθωσε να συγκεντρώσει σημαντικό πλούτο, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του αγγλογαλλικού πολέμου (1793–1802). Τότε διασπούσε συστηματικά τον βρετανικό ναυτικό αποκλεισμό των γαλλικών παραλίων, κερδίζοντας φήμη για την τόλμη και την ανδρεία του. Αναφέρεται πως το 1802, κατά ένα από τα ταξίδια του, συνελήφθη κοντά στο Κάδιξ από περιπολικό βρετανικού στόλου και ρυμουλκήθηκε στη ναυαρχίδα του Άγγλου ναυάρχου Νέλσωνα, ο οποίος, θαυμάζοντας το θάρρος του, τον απελευθέρωσε.
Παράλληλα, σώζονται μαρτυρίες ότι είχε συλληφθεί σε νεαρή ηλικία από Μαλτέζους πειρατές, από τους οποίους όμως διέφυγε, και ότι συμμετείχε επιτυχώς σε τριήμερη ναυμαχία με γαλλικό πολεμικό πλοίο στα παράλια της Ιταλίας.
Ο πλούτος που απέκτησε, σε συνδυασμό με την υψηλή κοινωνική θέση της οικογένειάς του, τον κατέτασσαν στους πλέον επιφανείς Υδραίους της εποχής. Ως τέτοιος, έλαβε ενεργό μέρος το 1807 στις διαμάχες που ξέσπασαν με αφορμή ενδεχόμενη εξέγερση κατά των Οθωμανών. Η αφορμή δόθηκε από την άφιξη μικρού ρωσικού στόλου υπό τον ναύαρχο Ντμίτρι Σενιάβιν, ο οποίος, εν μέσω του ρωσοτουρκικού πολέμου (1806–1812), αγκυροβόλησε κοντά στην Ύδρα και κάλεσε τους κατοίκους σε εξέγερση.
Μέρος των Υδραίων, υπό την ηγεσία του Λάζαρου Κουντουριώτη, υποδέχτηκε με ενθουσιασμό την είδηση, ενώ ο διοικητής του νησιού, Γεώργιος Βούλγαρης, διαφωνώντας, κατέφυγε στην Αθήνα. Μετά την αναχώρηση του ρωσικού στόλου και εν μέσω φόβων για οθωμανικά αντίποινα, οι ρωσόφιλοι πρόκριτοι αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το νησί, παίρνοντας μαζί τους τις οικογένειές τους και την κινητή περιουσία τους. Για να αποτρέψει την αποχώρηση αυτή, ο Βούλγαρης απέστειλε ως εκπρόσωπό του τον Μιαούλη, ο οποίος ανέλαβε προσωρινά τη διοίκηση του νησιού και πέτυχε την παραμονή των προκρίτων.
Ωστόσο, η διοίκηση του Μιαούλη υπήρξε παροδική, καθώς οι ρωσόφιλοι σύντομα επανήλθαν και επιχείρησαν να συλλάβουν τον ίδιον. Τελικά, με την οριστική αποχώρηση του ρωσικού στόλου, ο Βούλγαρης επέστρεψε στο νησί, ενώ λίγα έτη αργότερα οι πρωτεργάτες της εξέγερσης έλαβαν αμνηστία και επανήλθαν στην Ύδρα.
Από το 1816, ο Μιαούλης σταμάτησε τα θαλάσσια ταξίδια και αποσύρθηκε στην πατρίδα του, αφιερώνοντας τον εαυτό του στο εμπόριο, παραχωρώντας ουσιαστικά τη διοίκηση της ναυτιλιακής επιχείρησης στον γιο του Δημήτριο.
Η στάση και η δράση του Ανδρέα Μιαούλη κατά την Επανάσταση του 1821
Ο Ανδρέας Μιαούλης αρχικά εμφανίστηκε διστακτικός απέναντι στην εθνική εξέγερση, πιστεύοντας πως ο ελληνικός λαός δεν ήταν ακόμη έτοιμος να αντιπαρατεθεί επιτυχώς με τον οθωμανικό στρατό. Η επιφυλακτικότητά του ήταν εύλογη, δεδομένου ότι μια πρόωρη ή αποτυχημένη επανάσταση θα έθετε σε κίνδυνο τα συμφέροντα της Ύδρας, η οποία τότε διατηρούσε κατάσταση ημιαυτόνομης διοίκησης. Παρόλα αυτά, εξέφρασε τη χαρά του για την εκλογή του γιου του στη θέση του μοίραρχου και αρχηγού των υδραίικων πλοίων.
Στις 27 Μαρτίου 1821, ο Αντώνιος Οικονόμου κήρυξε την επανάσταση στην Ύδρα, προκαλώντας τον ξεσηκωμό των κατοίκων και ασκώντας πίεση στους τοπικούς προεστούς, μεταξύ των οποίων και τον Μιαούλη, να συμπορευθούν στον απελευθερωτικό αγώνα. Την επόμενη ημέρα, ο Μιαούλης προσέφερε το ποσό των 3.625 ισπανικών τάλλερων υπέρ της ανεξαρτησίας, ενώ στις 31 Μαρτίου υπέγραψε, ως Αντώνης Βωκός, την εκλογή του Οικονόμου ως διοικητή του νησιού. Μετά από αυτές τις εξελίξεις αποσύρθηκε στην οικία του, παρακολουθώντας τα γεγονότα από απόσταση. Οι ιστορικές πηγές δεν καταγράφουν εμπλοκή του στη δολοφονία του Οικονόμου, ενώ κατά τον πρώτο χρόνο της Επανάστασης δεν συμμετείχε σε ναυμαχίες, σε αντίθεση με τον γιο του, Δημήτριο Μιαούλη, που ως πλοίαρχος διακρίθηκε σε αρκετές συγκρούσεις στον Κορινθιακό κόλπο και στις Σπέτσες.
Στις 20 Ιουλίου 1821, ο Ανδρέας Μιαούλης, μαζί με τους Φραγκίσκο Βούλγαρη, Μανώλη Τομπάζη και Γεώργιο Κιβωτό, υπέβαλαν έγγραφο με το οποίο έθεσαν τα πλοία τους και τους εαυτούς τους στη διάθεση της πατρίδας. Μέχρι τα τέλη Αυγούστου ο Μιαούλης περιορίστηκε στην προστασία των ευρωπαϊκών πλοίων και στην παρακολούθηση των κινήσεων του οθωμανικού στόλου. Στις 19 Σεπτεμβρίου αναχώρησε, επικεφαλής 20 υδραίικων και 9 σπετσιώτικων πλοίων, για την Πύλο. Στις 28 του ίδιου μήνα συγκρούστηκε με τον οθωμανικό στόλο, ο οποίος αριθμούσε 92 πλοία, στα παράλια της Τριφυλίας και της Ηλείας. Παρά τη συντριπτική υπεροχή των Τούρκων, οι οποίοι είχαν και την υποστήριξη της Αγγλίας μέσω ανεφοδιασμού από τα Ιόνια Νησιά, ο ελληνικός στόλος προξένησε σοβαρές ζημιές και απώλειες, αναγκάζοντας τον εχθρό σε υποχώρηση μετά από πέντε ημέρες ναυμαχίας. Ο στόλος του Μιαούλη επέστρεψε στην Ύδρα στις 10 Οκτωβρίου.
Τον Ιανουάριο του 1822, ύστερα από την παραίτηση του Ιάκωβου Τομπάζη, ο Μιαούλης εκλέχθηκε ναύαρχος του στόλου της Ύδρας. Στις 8 Φεβρουαρίου αναχώρησε για τη Ζάκυνθο, όπου ενώθηκε με τα πλοία των Ψαριανών και των Σπετσιωτών. Στις 20 Φεβρουαρίου διεξήχθη η ναυμαχία των Πατρών, στην οποία ο οθωμανικός στόλος υπέστη βαριά ήττα και αναγκάστηκε σε απόσυρση. Η ιδέα της ναυμαχίας ανήκε στον Μιαούλη και, σύμφωνα με τον ιστορικό Διονύσιο Κόκκινο, η νίκη αποδίδεται αποκλειστικά σε αυτόν. Από τότε, ο Μιαούλης αναγνωρίστηκε ως αρχηγός του ελληνικού στόλου.
Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, μετά από σειρά αψιμαχιών στη Χίο, βρέθηκε στο Ναύπλιο, όπου αντιμετώπισε επιτυχώς τον οθωμανικό στόλο υπό τον Καπουδάν πασά, ο οποίος διέθετε πάνω από 80 πλοία έναντι 60 ελληνικών. Σε συνεργασία με άλλους πλοιάρχους, κυρίως τον Υδραίο Αντώνη Κριεζή, κατάφερε να απωθήσει τον εχθρό και να αποτρέψει τον ανεφοδιασμό του οθωμανικού κάστρου, που βρισκόταν υπό πολιορκία. Στις 30 Νοεμβρίου, μετά την κατάληψη του κάστρου από τον Στάικο Σταϊκόπουλο, ο Μιαούλης επιφορτίστηκε με τη μεταφορά του οθωμανικού άμαχου πληθυσμού στη Μικρά Ασία, επιστρέφοντας στον Ιανουάριο του 1823.
Την 11η Ιανουαρίου 1823, ο Ανδρέας Μιαούλης ανακηρύχθηκε αρχηγός των Υδραίων, έπειτα από ομόφωνη αποδοχή προκρίτων και λαού. Ακολούθως, απέπλευσε προς τη Σαμοθράκη, όπου περιορίστηκε στην παρακολούθηση των κινήσεων του οθωμανικού στόλου. Κατά την επιστροφή του, τα πλοία του δέχθηκαν επίθεση στο Άγιον Όρος, ενώ στις 20 Οκτωβρίου διεξήχθη ναυμαχία στη Σκιάθο. Στη μάχη αυτή, ο ελληνικός στόλος, αν και αναγκάστηκε να υποχωρήσει, προκάλεσε σοβαρές ζημιές στον εχθρικό στόλο.
Στις 4 Ιουλίου 1824, ο Μιαούλης έσπευσε καθυστερημένα στα Ψαρά, όπου εντόπισε και κατέστρεψε μια μικρή μοίρα του οθωμανικού στόλου. Την 24η Αυγούστου της ίδιας χρονιάς, ενεπλάκη με τον ενωμένο οθωμανοαιγυπτιακό στόλο και τον παγίδευσε στον κόλπο του Γέροντα. Στις 29 Αυγούστου πραγματοποιήθηκε η Ναυμαχία του Γέροντα, όπου ο εχθρικός στόλος υπέστη βαρύ πλήγμα, χάνοντας 27 πολεμικά πλοία. Ο Μιαούλης, παρά την αριθμητική υπεροχή και το πλήθος των ναυτών του αντιπάλου, κατόρθωσε να τον αναγκάσει σε υποχώρηση, αποτρέποντας την αποβίβαση οθωμανικών δυνάμεων στη Σάμο. Επί είκοσι ημέρες ο ελληνικός στόλος παρενοχλούσε συνεχώς τον εχθρό, με αποτέλεσμα ο οθωμανικός να αποχωρήσει προς τον Ελλήσποντο και ο αιγυπτιακός να καθυστερήσει την αποβίβαση στρατευμάτων στην Πελοπόννησο.
Τους επόμενους μήνες διεξήχθησαν διάφορες ναυμαχίες μικρότερης έκτασης κοντά σε περιοχές όπως η Χίος και η Ικαρία. Στις 1 Νοεμβρίου 1824, ο ελληνικός στόλος επιτέθηκε στον αιγυπτιακό στόλο κοντά στην Κρήτη, όπου η σύγκρουση υπήρξε ιδιαίτερα σφοδρή. Ο αιγυπτιακός στόλος αναγκάστηκε να υποχωρήσει με σοβαρές απώλειες. Ο Παναγιώτης Ι. Καρατζάς, από την Πίζα, έγραψε στον Μιαούλη για την επιτυχία του: «Μόνος ο Μιαούλης είναι ο μη θαυμάζων τον Μιαούλην».
Τους πρώτους μήνες του 1825, ο Ανδρέας Μιαούλης περιόδευε ανάμεσα στην Πελοπόννησο και την Κρήτη, αδυνατώντας να αναχαιτίσει την απόβαση στρατιωτικών δυνάμεων του αιγυπτιακού στόλου. Την 2α Απριλίου βρέθηκε στο Ναυαρίνο, ενώ λίγες ημέρες αργότερα ο ελληνικός στρατός υπέστη βαριά ήττα στη Σφακτηρία, εξαιτίας της αδυναμίας του στόλου να τον υποστηρίξει. Ωστόσο, τις επόμενες μέρες ο ελληνικός στόλος υπό την ηγεσία του Μιαούλη, αποδεχόμενος την πρόταση του Γεωργίου Σαχίνη—ο οποίος ζητούσε εκδίκηση για τον θάνατο του αδελφού του Σταύρου στη Σφακτηρία—εκπλήρωσε τον αιγυπτιακό στόλο στη Μεθώνη με αιφνιδιαστική επίθεση. Οι ζημιές που προκάλεσαν οι Έλληνες καθυστέρησαν σημαντικά τις επιχειρήσεις του Ιμπραήμ, δίνοντας ηθικό κέρδος και χρόνο για την οργάνωση της αντίστασης.
Στις 31 Μαΐου, ο Μιαούλης ήρθε σε σύγκρουση με τον οθωμανικό στόλο στη Σούδα, προτού κατευθυνθεί προς την Ύδρα. Τον Νοέμβριο του ιδίου έτους, συγκεκριμένα στις 14, 21 και 25, συμμετείχε σε μάχες στη Γλαρέντζα, το Δραγαμέστο (γνωστή ως Ναυμαχία των Πυρπολικών) και το Μεσολόγγι, προκαλώντας σοβαρές απώλειες στον εχθρό. Κατά την πρώτη από αυτές τις συγκρούσεις, έπεσε ηρωικά ο καπετάνιος Θεόδωρος Βώκος.
Η συμβολή του Μιαούλη στην ενίσχυση της άμυνας του Μεσολογγίου υπήρξε καθοριστική. Κατά τη διάρκεια της πρώτης πολιορκίας, κατόρθωνε συστηματικά να διασπά τον ναυτικό αποκλεισμό, μεταφέροντας εφόδια στην πολιορκημένη πόλη. Τον Ιανουάριο του 1826 βρέθηκε στο Μεσολόγγι και απέδωσε με οδυνηρή ειλικρίνεια την τραγική κατάσταση που επικρατούσε, προειδοποιώντας την κυβέρνηση για την επερχόμενη πείνα και καταστροφή. Εξαιτίας της έλλειψης τροφίμων αναγκάστηκε να αποχωρήσει, για να επιστρέψει και πάλι στις 25 Μαρτίου. Στις 5 Απριλίου, σε επιστολή προς τους προκρίτους της Ύδρας, εκφράζει με σκληρή διαύγεια την πρόβλεψή του για την πτώση της πόλης: «Λογαριάσετε ως χαμένον το Μεσολόγγι». Πράγματι, λίγες ημέρες αργότερα πραγματοποιήθηκε η ηρωική Έξοδος. Μετά την πτώση του Μεσολογγίου, ο Μιαούλης κατευθύνθηκε προς το Αιγαίο, όπου στις 28-30 Αυγούστου κοντά στη Μυτιλήνη συγκρούστηκε με τον οθωμανικό στόλο. Η ναυμαχία ήταν σκληρή, με βαριές απώλειες και για τις δύο πλευρές.
Σε πολιτικό επίπεδο, από το 1825 ο Μιαούλης τάχθηκε ανοιχτά υπέρ της αγγλικής πολιτικής. Μαζί με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη υπέγραψε πρώτος αίτημα για αγγλική προστασία, το οποίο εν συνεχεία υιοθέτησαν όλοι οι ηγέτες της επανάστασης. Σύμφωνα με τον Γενναίο Κολοκοτρώνη, ο Μιαούλης αναφερόταν στο έγγραφο ως «πρόεδρος της θαλάσσης». Η αγγλική επιρροή, ειδικότερα μέσω του Μαυροκορδάτου, ενίσχυσε τους Υδραίους στην αντιπολίτευση κατά του Ιωάννη Καποδίστρια, γεγονός που οδήγησε στην ανταρσία της Ύδρας. Χαρακτηριστικό της σχέσης του με το αγγλικό κόμμα υπήρξε το ότι ο γιος του, Δημήτριος Μιαούλης, ανέλαβε να παραδώσει επιστολή της ελληνικής κυβέρνησης προς τον Άγγλο Υπουργό Εξωτερικών.
Σε τοπικό επίπεδο, ο Μιαούλης είχε έρθει σε ρήξη με την οικογένεια Κουντουριώτη. Η διαμάχη ανάμεσα στις δύο οικογένειες κατέστησαν αφόρητες τις συνθήκες για τον Μιαούλη, ο οποίος στις 22 Νοεμβρίου 1826 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ύδρα, ενώ το σπίτι του δέχθηκε επίθεση από τον λαό, υποκινούμενο από τους Κουντουριώτηδες.
Κατά την επανάσταση, διαδραματίζονταν παρασκηνιακά διπλωματικά παιχνίδια, με αντιπαραθέσεις που ζημίωναν τόσο την πατρίδα όσο και τους αγωνιστές της. Ένα τέτοιο περιστατικό αφορούσε τον διορισμό του Τόμας Κόχραν στη θέση του αντιναυάρχου του ελληνικού στόλου. Η Αγγλία, πιέζοντας την ελληνική κυβέρνηση στο ζήτημα του δανείου, επέβαλε τον διορισμό του Κόχραν, ο οποίος επικυρώθηκε στις 16 Μαρτίου 1827 από την Γ’ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας. Ο Κόχραν είχε ήδη φθάσει στην Ελλάδα στις αρχές Μαρτίου ως αρχηγός του στόλου, με αποτέλεσμα ο Μιαούλης, προβλέποντας την απομάκρυνσή του, να υποβάλει την παραίτησή του χωρίς να σχολιάσει ευθέως την κυβερνητική απόφαση. Μετά την παραίτησή του, περιορίστηκε στη διοίκηση του πολεμικού πλοίου «Ελλάς».
Η Άφιξη του Καποδίστρια και η Ανασυγκρότηση της Ναυτικής Ασφάλειας υπό τον Μιαούλη (1828)
Η άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια στην Ελλάδα, την 18η Ιανουαρίου του 1828, υπήρξε σταθμός καθοριστικός για την πορεία του Αγώνα και τη διαμόρφωση της ναυτικής εξουσίας υπό τον Ανδρέα Μιαούλη. Ο Καποδίστριας, ο οποίος είχε διοριστεί ήδη από τον Μάρτιο του 1827 ως Κυβερνήτης της Ελλάδος με θητεία επτά ετών βάσει των αποφάσεων της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας, ανέλαβε τη δύσκολη αποστολή της ανασυγκρότησης του κράτους και της θεσμικής εδραίωσης της τάξης. Η αντικατάσταση του Τόμας Κόχραν, ο οποίος αποχώρησε μυστικά για το Λονδίνο, από τον Ανδρέα Μιαούλη υπήρξε αναγκαία, καθώς η πειρατεία επιδείνωνε το ήδη κρίσιμο πρόβλημα ασφαλείας στα ελληνικά χωρικά ύδατα.
Ο Μιαούλης, υπό την άμεση εντολή του Κυβερνήτη, επικεντρώθηκε στην καταστολή της πειρατείας που υπονόμευε την οικονομική και πολιτική σταθερότητα. Πρώτο μέλημά του ήταν η πειθώ των οπλαρχηγών της περιοχής του Ολύμπου, τους οποίους κατάφερε να πείσει να εγκαταλείψουν τις πειρατικές πρακτικές και να υπακούσουν στην κεντρική εξουσία, ενισχύοντας έτσι τη συνοχή και την πειθαρχία του ελληνικού ναυτικού.
Στη συνέχεια, ο Μιαούλης προέβη στη σύλληψη αρκετών πειρατικών πλοίων, ενώ παράλληλα έσπευσε στη Χίο για να ενισχύσει την άμυνα του νησιού, που βρισκόταν σε οριακή κατάσταση. Η στρατιωτική πίεση από τον οθωμανικό στρατό αυξανόταν, ενώ οι ελληνικές δυνάμεις υπέφεραν από λιποταξίες και έλλειψη πολεμικού υλικού. Αδυνατώντας να αντιμετωπίσει τον υπέρτερο σε αριθμό και εξοπλισμό οθωμανικό στόλο, ο Μιαούλης παρείχε καταφύγιο και βοήθεια στους υποχωρούντες Έλληνες, μεταφέροντάς τους στα Ψαρά και τη Σύρο, ενέργεια που σηματοδότησε την αποτυχία της άμυνας της Χίου αλλά ταυτόχρονα και τη διατήρηση της συνοχής των ελληνικών δυνάμεων.
Στα τέλη Μαΐου του 1829, ο ελληνικός στόλος υπό τη διοίκηση του Ανδρέα Μιαούλη ενεπλάκη σε κρίσιμη ναυτική αναμέτρηση στη θαλάσσια περιοχή της Μυτιλήνης με τον οθωμανικό στόλο. Η σύγκρουση αυτή έληξε με τη σαφή νίκη των Ελλήνων, που ανάγκασαν τους Οθωμανούς να υποχωρήσουν άτακτα, εγκαταλείποντας πίσω τους αφύλακτα ορισμένα εμπορικά πλοία, τα οποία μεταφέρθηκαν ασφαλώς στην Αίγινα. Η σημασία της νίκης αυτής ήταν πολλαπλή: όχι μόνο ενίσχυσε το ηθικό των Ελλήνων, αλλά και απέτρεψε την απόβαση 8.000 Οθωμανών στρατιωτών στη Σάμο, ενισχύοντας έτσι την ελληνική θέση στο Αιγαίο.
Σε ένδειξη αναγνώρισης της συμβολής του Μιαούλη, ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας διέταξε την καταβολή 2.000 γροσίων για την κάλυψη των αναγκών του ναυάρχου. Τον Ιανουάριο του 1829, ο Μιαούλης συνάντησε τον Γάλλο στρατηγό Μαιζόν, στον οποίο επέδωσε ευχαριστήρια επιστολή, ενισχύοντας τις διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών. Τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς, υπό την ηγεσία του Μιαούλη, ο ελληνικός στόλος απέπλευσε για να αποκλείσει τα φρούρια της Ναυπάκτου και του Μεσολογγίου, τα οποία παραδόθηκαν ύστερα από σύντομη πολιορκία. Η συνθήκη παράδοσης τηρήθηκε με αυστηρότητα, ενώ οι Οθωμανοί στρατιώτες που παρεδόθησαν επέστρεψαν σώοι στις ακτές της Μικράς Ασίας.
Στις 14 Αυγούστου του 1829, ο Μιαούλης εξελέγη γερουσιαστής του πρώτου τμήματος, θέση την οποία όμως παραιτήθηκε λίγους μήνες αργότερα, στις 18 Οκτωβρίου. Από τότε άρχισε να εκδηλώνεται έντονη πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ του ναυάρχου και του Καποδίστρια, με τον Μιαούλη να καταγγέλλει την κυβερνητική πολιτική έναντι των πλοιοκτητών της Ύδρας. Τελικώς, στις 18 Μαρτίου 1830, κατόπιν παρεμβάσεων και αιτημάτων του ίδιου, ο Μιαούλης απέκτησε εθνική γη στην περιοχή της Γλυκείας, κοντά στο Ναύπλιο, ενισχύοντας έτσι τη θέση και την επιρροή του
Η Πολιτική Έριδα και η Ένοπλη Ανταρσία του 1831 στην Ύδρα
Η προσπάθεια του Ιωάννη Καποδίστρια να περιορίσει την επιρροή και να παραγκωνίσει από τις θέσεις εξουσίας κορυφαίες προσωπικότητες της Επανάστασης προκάλεσε ένα βαθύ ρήγμα ανάμεσα στον ίδιο και στις μεγάλες πολιτικές οικογένειες της εποχής. Στις μεταρρυθμίσεις και στον τρόπο διοίκησης που επιχείρησε να εφαρμόσει, αντιτάχθηκαν ιδίως οι οικογένειες των Μαυρομιχαλαίων και των Κουντουριωτών, καθώς και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, οι οποίοι είχαν την ηθική συμπαράσταση του Κοραή. Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ως αρχηγός της ομώνυμης οικογένειας, εκπροσωπούσε τη γαλλική πολιτική παράταξη, ενώ ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και ο Λάζαρος Κουντουριώτης εξέφραζαν την αγγλική. Παρά τις διαφορές τους, οι δύο παρατάξεις συμμάχησαν με σκοπό την απομάκρυνση του Καποδίστρια, τον οποίο χαρακτήριζαν ρωσόφιλο.
Τα προπύργια της οικογένειας Μαυρομιχάλη στη Μάνη και της οικογένειας Κουντουριώτη στην Ύδρα μετατράπηκαν σύντομα σε εστίες αντίστασης κατά του Καποδίστρια. Οι πρόκριτοι των δύο αυτών περιοχών άρχισαν να συντονίζονται με προκρίτους άλλων περιοχών για την οργάνωση της εξέγερσης, με τον ναύαρχο Ανδρέα Μιαούλη να προσχωρεί στο κίνημα των Υδραίων προκρίτων.
Στα μέσα Ιουλίου του 1831, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης υποκίνησε εξέγερση στη Μάνη, που οδήγησε τον Καποδίστρια να στείλει στρατιωτικές δυνάμεις για την καταστολή της. Στις 14 Ιουλίου, ο Κριεζής με 70 ναύτες και, δύο ημέρες αργότερα, ο Μιαούλης με 200 Υδραίους κατέλαβαν το ναύσταθμο στον Πόρο, μετά από πληροφορίες ότι ο στόλος επρόκειτο να κινηθεί εναντίον της Ύδρας. Ο κυβερνήτης της κορβέτας «Ύδρα», Γεώργιος Σαχίνης, προσχώρησε άμεσα στο κίνημα. Η τοπική φρουρά ήταν ανίσχυρη να αντιμετωπίσει τους επαναστάτες, καθώς δεν υπήρξε υποστήριξη από το ναυτικό.
Ο Μιαούλης και ο Μαυροκορδάτος επιχείρησαν να πείσουν τον Κωνσταντίνο Κανάρη να συμπορευθεί με αυτούς, χωρίς όμως επιτυχία. Στη συνέχεια, οι αντιπρόσωποι των τριών Μεγάλων Δυνάμεων παρενέβησαν για διαπραγματεύσεις. Στις συναντήσεις αυτές, ο Μιαούλης, πλέον διοικητής του ναύσταθμου του Πόρου, κατείχε σημαντικό λόγο. Παρ’ όλα αυτά, κάθε δυνατότητα συμβιβασμού είχε πλέον εκλείψει. Ο Γάλλος πλοίαρχος Ωγκύστ-Νικολά Βαγιάν, που βρισκόταν στον Πόρο, ανέφερε σε κατ’ ιδίαν συνομιλία με τον Μιαούλη πως ο τελευταίος αποκάλεσε τον Καποδίστρια «Ρώσο και τύραννο».
Οι Άγγλοι και οι Γάλλοι, αιφνιδιάζοντας τους εξεγερμένους, υποστήριξαν τη νόμιμη κυβέρνηση και απαίτησαν την παράδοση των επαναστατών. Συνεπώς, οι αγγλικοί, γαλλικοί και ρωσικοί στόλοι απέκλεισαν τα λιμάνια του Πόρου και της Ύδρας, εμποδίζοντας την ένωση των επαναστατικών στόλων. Ο ελλιμενισμένος εθνικός στόλος στον Πόρο ήταν υπό τη διοίκηση του Μιαούλη, ενώ μικρή μοίρα υπό τον Κανάρη παρέμενε ανεξάρτητη, αρνούμενη να υπακούσει στους επαναστάτες.
Ενώ ο Άγγλος και ο Γάλλος ναύαρχος απέπλευσαν προς το Ναύπλιο προκειμένου να συσκεφθούν με τους αντιπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων, ο Ρώσος ναύαρχος Πιότρ Ρίκορντ ανέλαβε μονομερώς την εφαρμογή των οδηγιών του Καποδίστρια. Κατά την περίοδο αυτή, έθεσε σε αποκλεισμό τους αντάρτες, ήλθε σε σφοδρές προστριβές μαζί τους, ανατίναξε το πλοίο «Νήσος των Σπετσών», αιχμαλώτισε ακόμη ένα πλοίο και, τελικώς, ώθησε τον ναύαρχο Μιαούλη στην πράξη που περιέγραψε ως το «Μεγαλουργόν έγκλημα». Το πρωί της 1ης Αυγούστου 1831, όπως είχε προειδοποιήσει, ο Μιαούλης ανατίναξε τη φρεγάτα «Ελλάς» και την κορβέτα «Ύδρα».
Με σχετική εγκύκλιο, ο Καποδίστριας ενημέρωσε τον ελληνικό λαό για τα τεκταινόμενα στον Πόρο. Παράλληλα, ο Κανάρης, σε επιστολή του προς τον Κυβερνήτη, ανέφερε:
«Εν Πόρω 1 Αυγούστου, ώρα 10:30 π.μ. Ο Μιαούλης παρέδωκεν εις τας φλόγας την "Ελλάδα" και την κορβέταν "Ύδρα". Είθε το όνομα του αυτουργού τοιαύτης βαρβαροτάτης πράξεως να καταδικαστεί εις αιώνιον ανάθεμα! Τα στρατεύματα κατέλαβον την πόλιν, το φρούριο και τα διασωθέντα ατμοκίνητα. Εντοπίστηκαν δε εις τα ατμοκίνητα, εις τον ναύσταθμον και στις αποθήκες, φιτύλια στους υπονόμους, τα οποία είχαν ως σκοπό να μετατρέψουν τον Πόρο σε σωρό ερειπίων. Φαίνεται πως ολίγο έλειψε ώστε να ολοκληρωθεί από τον Μιαούλη και τους συνεργούς του το έγκλημα της ολοκληρωτικής καταστροφής και ερημώσεως».
Η πράξη αυτή του Μιαούλη προκάλεσε την καθολική κατακραυγή από όλες σχεδόν τις σημαντικές προσωπικότητες της εποχής, εκτός από εκείνες της Μάνης και της Ύδρας. Δεν έχει ακόμη διασαφηνιστεί αν ο Μιαούλης ενήργησε ως όργανο του Μαυροκορδάτου, χωρίς, ωστόσο, να δικαιολογείται η καταστροφική πυρπόληση του στόλου. Ο διαπρεπής λόγιος Κωνσταντίνος Κούμας καταδίκασε έντονα την πράξη, σημειώνοντας:
«Αγαθέ Μιαούλη, κοσμοπεριβόητε διά τας ανδραγαθίας σου κατά των εχθρών, πώς επέτρεψες να γίνης όργανον ανήκουστης αδικίας και να περιβάλεις με όνειδος την μέχρι τότε με κλέος στεφανωμένη κεφαλήν σου;».
Υπάρχουν μαρτυρίες για μεταμέλεια του Μιαούλη, καθώς σύμφωνα με τον Νικόλαο Δραγούμη, ο ναύαρχος φέρεται να είπε στον Σπυρίδωνα Τρικούπη το 1833: «Αν σε είχα κοντά μου στον Πόρο να με συμβουλεύσεις όταν αποφάσισα να κάψω τη φρεγάτα, δεν θα το έκανα».
Στις 13 Αυγούστου του ίδιου έτους, παραπέμφθηκαν σε δίκη οι υπεύθυνοι της ανατίναξης, αν και δεν είχαν συλληφθεί. Την επόμενη ημέρα, ο Καποδίστριας διεμήνυσε πως, εφόσον οι αντάρτες διέκοπταν τις εχθρικές τους ενέργειες, «η κυβέρνησις είναι έτοιμη να λησμονήσει τα παρελθόντα προς χάριν αυτών». Παρόλα αυτά, η κρίση δεν έλαβε οριστική λύση, καθώς όλα έληξαν με τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια στο Ναύπλιο, στις 27 Σεπτεμβρίου 1831.
Τα Τελευταία Έτη του Μιαούλη και η Συμβολή του στην Εδραίωση του Νέου Βασιλείου
Μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, ο Ανδρέας Μιαούλης εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο, όπου και πέρασε τα τελευταία του χρόνια. Τον Μάιο του 1832 αρνήθηκε να αναλάβει τη θέση του στολάρχου του ελληνικού στόλου, χωρίς να δώσει πειστικές εξηγήσεις για την άρνησή του. Πολλοί ιστορικοί ερμηνεύουν αυτήν την αποδοκιμασία ως αποτέλεσμα των εσωτερικών τύψεων που τον βασάνιζαν εξαιτίας της πυρπόλησης του στόλου, αντί να αποδίδεται σε κάποιο αίσθημα μετριοφροσύνης.
Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, η βαυαρική Αυλή επέλεξε τον Μιαούλη ως έναν εκ των τριών Ελλήνων αντιπροσώπων που θα παρέδιδαν το στέμμα και το συνοδευτικό ψήφισμα στον τότε νεαρό Όθωνα. Η τριμελής αυτή επιτροπή αποτελούνταν από τους Δημήτριο Πλαπούτα, Κωνσταντίνο Μπότσαρη και Ανδρέα Μιαούλη.
Το 1833, με βασιλικό διάταγμα, ο Μιαούλης διορίστηκε αρχηγός του ναυτικού διευθυντηρίου και πρόεδρος της επιτροπής που επιμελούνταν την απόδοση τιμών στους ήρωες του ναυτικού της Επανάστασης. Επιπλέον, του παραχωρήθηκε τιμητική σύνταξη και εθνική γη, εντάχθηκε στις ναυτικές τάξεις ανωτέρου βαθμού, τιμήθηκε με βασιλικό παράσημο και τιμήθηκε περαιτέρω με την ονομασία πολεμικού πλοίου προς τιμήν του.
Τον επόμενο χρόνο, το 1834, με νέο βασιλικό διάταγμα, ορίστηκε γενικός επιθεωρητής του στόλου και σύμβουλος επικρατείας, ενώ παράλληλα προβιβάστηκε στον βαθμό του αντιναυάρχου, αναγνωρίζοντας την πολύτιμη προσφορά του στην εδραίωση της ελληνικής ναυτικής δύναμης και του νέου κράτους.
Λίγο καιρό αργότερα, το απόγευμα της Κυριακής, 11 Ιουνίου του 1835, ο Ανδρέας Μιαούλης απέθανε κοντά στον ναό της Αγίας Ειρήνης στον Πειραιά, εξαντλημένος από τη φυματίωση που τον ταλαιπωρούσε επί αρκετές ημέρες. Λίγες μόλις ημέρες προ της εκδημίας του, ο βασιλιάς Όθωνας τον είχε επισκεφθεί δύο φορές, απονέμοντάς του στην πρώτη επίσκεψη τον Μεγαλόσταυρο του Σωτήρος ως ύψιστη τιμή για την προσφορά του στον αγώνα της πατρίδας.
Η νεκρώσιμη ακολουθία τελέσθηκε στον ναό της Αγίας Ειρήνης, υπό την παρουσία της Ιεράς Συνόδου, μελών της κυβέρνησης, ξένων διπλωματών και πλήθους λαού, που κατέκλυσε την εκκλησία και τους γύρω χώρους. Την πομπή προς την τελευταία κατοικία του συνόδευσαν ιππικό και πεζικό σώμα, ενώ την κεφαλή της παρέλασης προπορεύονταν έξι κανόνια, εκφράζοντας τον στρατιωτικό σεβασμό και τη βαθιά εκτίμηση του έθνους προς τον μεγάλο ναυμάχο. Τον επικήδειο λόγο εκφώνησε ο διαπρεπής πολιτικός και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Περικλής Αργυρόπουλος.
Η ταφή του πραγματοποιήθηκε σε παράκτια περιοχή του Πειραιά, η οποία από τότε έλαβε το όνομα Ακτή Μιαούλη, σε σημείο συμβολικό και ιστορικά φορτισμένο, καθώς σύμφωνα με την παράδοση εκεί βρισκόταν και ο τάφος του μεγάλου αρχαίου Αθηναίου στρατηγού, Θεμιστοκλή. Το 1952, τα οστά του μεταφέρθηκαν προς φύλαξη στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, ενώ το 1986 μεταφέρθηκαν εκ νέου στην Ύδρα, τον γενέθλιο τόπο του. Η καρδιά του τοποθετήθηκε σε ασημένια λήκυθο και φυλάσσεται ως ιερό κειμήλιο στο Μουσείο Ύδρας. Τέλος, προς τιμήν του εκδόθηκαν αναμνηστικά μετάλλια, τα οποία δόθηκαν σε αγωνιστές του 1821, ως φόρος τιμής και αναγνώρισης της συμβολής του στην Επανάσταση και την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους.
Σχόλια