Translate

Γιάννης Ψυχάρης

Ο Γιάννης Ψυχάρης (15 Μαΐου 1854 - 29 Σεπτεμβρίου 1929) ήταν Έλληνας γλωσσολόγος και λογοτέχνης της δημοτικιστικής σχολής, υπήρξε θερμός υποστηρικτής της Μεγάλης Ιδέας, που αποτέλεσε ιδεολογικό φάρο για το νεοελληνικό έθνος. 

Γεννήθηκε στις 15 Μαΐου του 1854 στην Οδησσό της Ουκρανίας και έζησε μια ζωή γεμάτη πνευματικούς αγώνες, που έληξε στις 30 Σεπτεμβρίου 1929 στο Παρίσι.

Το 1882 ενώθηκε με τα δεσμά του γάμου με τη Noemie Renan, κόρη του επιφανούς Γάλλου επιστήμονα Ερνέστου Ρενάν. Από αυτόν τον γάμο προέκυψαν τρία παιδιά: δύο γιοι, ο συγγραφέας Ernest Psichari και ο Michel Psichari, σύζυγος της Suzanne France, κόρης του μεγάλου Γάλλου λογοτέχνη Anatole France, καθώς και μια κόρη, η επίσης συγγραφέας Henriette Psichari. Δυστυχώς, και οι δύο γιοι του Ψυχάρη έπεσαν στα πεδία των μαχών κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ζεύγος Ψυχάρη χώρισε το 1913, ενώ ο ίδιος, σε προχωρημένη πλέον ηλικία, παντρεύτηκε εκ νέου με την Ειρήνη Μπομ, νεαρότερη κατά πολλά χρόνια.

Η ζωή και το έργο του Ψυχάρη σημαδεύτηκαν από το πάθος του για τη γλώσσα, την εθνική ταυτότητα και την πνευματική αναγέννηση του Ελληνισμού, ενώ η παρουσία του στον λογοτεχνικό και πολιτιστικό χώρο υπήρξε καθοριστική για τη διαμόρφωση της νεοελληνικής ταυτότητας.

Ο πατέρας του Γιάννη Ψυχάρη, ο Νικόλαος Ψυχάρης, ήταν έμποροτραπεζίτης με ρίζες από τη Χίο, ενώ η μητέρα του, Φροσύνη Μπιάζη-Μαύρου, καταγόταν από την Ήπειρο και πέθανε μόλις δεκαοχτώ μήνες μετά τη γέννησή του. Ο πατέρας του, βυθισμένος στο πένθος, δεν αναχώρησε σε νέο γάμο, κι έτσι τη φροντίδα του μικρού ανέλαβε η γιαγιά του. Η μητρική γλώσσα του ήταν η ρωσική, αφού τα πρώτα του παιδικά χρόνια τα έζησε στην Οδησσό. Η πρώιμη αυτή περίοδος σηματοδοτήθηκε από μια πολυπολιτισμική ανατροφή, πριν μεταβεί για τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη.

Το 1864, μαζί με τη γιαγιά του, εγκαταστάθηκε στη Μασσαλία, κοντά στον θείο του, όπου ολοκλήρωσε το γυμνάσιο. Τρία χρόνια αργότερα, το 1867, η οικογένεια μετακόμισε στο Παρίσι. Από το 1868 έως το 1870, ο νεαρός Ψυχάρης παρακολούθησε μαθήματα κλασικής και γαλλικής φιλολογίας στο Lycée Bonaparte, διακρινόμενος ιδιαίτερα στα ελληνικά και τα λατινικά. Επίσης, έζησε για δέκα μήνες στο Παλέρμο της Ιταλίας μαζί με τον πατέρα του, ο οποίος υπηρετούσε ως γενικός πρόξενος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Μετά το τέλος του Γαλλογερμανικού Πολέμου, το 1871, μετέβη στη Βόννη για να σπουδάσει νομικά. Ωστόσο, παρά την αντίθεση του πατέρα του, δεν ολοκλήρωσε τις νομικές σπουδές, καθώς η κλίση του τον οδήγησε στη μελέτη της γερμανικής γλώσσας και φιλολογίας, αλλά και της μεσαιωνικής και νεοελληνικής φιλολογίας. Επιστρέφοντας στη Γαλλία, ειδικεύτηκε στη γλωσσολογία, πετυχαίνοντας τον σκληρό διαγωνισμό για την απόκτηση του αγραγιά (agrégation) στη γραμματική, όπου μόνο 29 από τους 205 υποψηφίους έγιναν δεκτοί. Παράλληλα, σπούδασε υπό την καθοδήγηση των επιφανών γλωσσολόγων Saussure και Bréal, ενώ ήρθε σε επαφή και επηρεάστηκε βαθιά από τον μεγάλο Βίκτορα Ουγκό.

Το 1884, ανέλαβε τη θέση του υφηγητή και αργότερα καθηγητή νεοελληνικής φιλολογίας και γλώσσας στη Σχολή Ανώτερων Σπουδών στο Παρίσι. Το 1904 διορίστηκε καθηγητής στη Σχολή Ανατολικών Γλωσσών (École des Langues Orientales Vivantes), ενώ από το 1884 υπηρέτησε ως υφηγητής γλωσσολογίας στη Σορβόννη, παίρνοντας την έδρα του μέντορά του, του Έμιλ Λεγκράν, όπου δίδαξε μέχρι τον θάνατό του. Παράλληλα, υπήρξε ιδρυτικό μέλος της γαλλικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και από το 1907 διετέλεσε αντιπρόεδρός της. Σημαντική ήταν η συμβολή του στην αναθεώρηση της δίκης του Άλφρεντ Ντρέυφους, του Εβραϊκής καταγωγής λοχαγού του γαλλικού στρατού, μια υπόθεση που σημάδεψε τη γαλλική ιστορία και τη σύγχρονη συνείδηση για τη δικαιοσύνη και τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Ταξίδι στην Ελλάδα

Το ταξίδι του Γιάννη Ψυχάρη στην πατρίδα ξεκίνησε το 1886, με αφορμή το συνέδριο του «Φιλολογικού Συλλόγου» της Κωνσταντινούπολης, το οποίο τιμούσε την εικοσαπενταετή επέτειο της ίδρυσής του. Ωστόσο, το συνέδριο ματαιώθηκε λόγω απαγόρευσης των οθωμανικών αρχών, γεγονός που οδήγησε τον Ψυχάρη να περιηγηθεί στα νησιά του Αιγαίου, επισκεπτόμενος μεταξύ άλλων και τη Χίο. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, ένα επεισόδιο προσέλκυσε τα φώτα της δημοσιότητας: μετά από καταγγελία του γλωσσολόγου Χατζιδάκι, ότι ο Ψυχάρης είχε παρουσιάσει ως δική του μια μελέτη που στην πραγματικότητα είχε συγγράψει φοιτητής του, ο ίδιος ο Ψυχάρης τον προκάλεσε σε μονομαχία με πιστόλια, πρόσκληση που ο Χατζιδάκις αρνήθηκε. Το περιστατικό αυτό οδήγησε σε δημοσίευση επιστολής του Ψυχάρη στην εφημερίδα «Ακρόπολις» του Βλάση Γαβριηλίδη. Παρόλα αυτά, η σχέση του με τον Γαβριηλίδη ψυχράνθηκε μετά τα γεγονότα που ακολούθησαν τα «Ευαγγελικά», με αποτέλεσμα η «Ακρόπολις» να σταματήσει να φιλοξενεί τα κείμενά του. Στη συνέχεια, ο Ψυχάρης βρήκε βήμα στο περιοδικό «Νουμάς» του Δημήτρη Ταγκόπουλου, όπου εξέφραζε τις απόψεις του με συνέπεια.

Το 1914, ο λόγιος επισκέφθηκε τα Επτάνησα, ενώ το 1925 πραγματοποίησε το τέταρτο και τελευταίο του ταξίδι στην Ελλάδα, κατά το οποίο περιηγήθηκε σε πολλά μέρη, δίνοντας διαλέξεις για το μείζον γλωσσικό ζήτημα, αλλά και για τις μελέτες του στη Στερεά Ελλάδα. Σε αυτή την τελευταία του επίσκεψη, φρόντισε τις λεπτομέρειες του δικού του ενταφιασμού, αναθέτοντας στον γλύπτη Κωνσταντίνο Δημητριάδη τη φιλοτέχνηση του μνημείου του, ενώ του παρέδωσε τις επιγραφές που επιθυμούσε να χαραχθούν στις πλευρές του τάφου, αφήνοντας έτσι προσεκτικά σχεδιασμένη την αιώνια ανάμνησή του στον χώρο της πατρίδας του.

Τα τελευταία χρόνια και η μνήμη του

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Γιάννης Ψυχάρης έμεινε καθηλωμένος στο κρεβάτι, πάσχοντας από παραλυτική νόσο και μακροχρόνιο διαβήτη. Παρά τις φυσικές δυσκολίες, διατήρησε αλώβητη την πνευματική του διαύγεια και συνέχισε να αγαπά με πάθος το κακάο και τα μικρά γλυκίσματα. Μετά τον θάνατό του, τα οστά του μεταφέρθηκαν και τάφηκαν στις 15 Σεπτεμβρίου 1932 σε έναν τόπο που ο ίδιος είχε επιλέξει με στοργή: έξω από το χωριό Βροντάδο της Χίου, σε μια ανοιχτή θέση που αγναντεύει το πέλαγος και την απέναντι Μικρά Ασία.

Το μνημείο του, έργο του γλύπτη Κωνσταντίνου Δημητριάδη και κατασκευασμένο από λευκό μάρμαρο, φέρει δύο επιγραφές που ο ίδιος είχε φροντίσει να χαραχθούν: «Εδώ μέσα ζει πάντα μαζί σας ο φίλος σας Ψυχάρης» και «Αντίκρυ μου κοιτάζω την Ασία ως που να πάμε μια μέρα και στην πόλη». Με αυτά τα λόγια, ο μεγάλος λόγιος αφήνει έναν αθάνατο δεσμό με την πατρίδα και τους ανθρώπους της, καθιστώντας το μνήμα του τόπο μνήμης και ονείρου, που ενώνει το παρελθόν με το μέλλον.

Ο Γιάννης Ψυχάρης τιμήθηκε με την ανώτατη γαλλική διάκριση, τη Légion d'honneur, ως αναγνώριση της σημαντικής του προσφοράς στα γράμματα και τη φιλολογία.

Το έργο του Γιάννη Ψυχάρη

Ο Γιάννης Ψυχάρης, διαπρεπής δημοτικιστής φιλόλογος και λογοτέχνης, άφησε πίσω του ένα πλούσιο και πολυσχιδές συγγραφικό έργο, το οποίο περιλαμβάνει ποιήματα, διηγήματα, μυθιστορήματα, θεατρικά έργα και δοκίμια, με επίκεντρο το γλωσσικό ζήτημα της νεοελληνικής γλώσσας — την σημαντικότατη προσφορά του στην εθνική μας λογοτεχνία και γλωσσολογία. Με πείσμα και πάθος αγωνίστηκε για την καθιέρωση της δημοτικής, της τότε περιφρονημένης γλώσσας του λαού, ως επίσημης γλώσσας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.

Ήδη από τις παραμονές της Επανάστασης του 1821, διακεκριμένοι λόγιοι όπως ο Βηλαράς, ο Καταρτζής και ο Χριστόπουλος προσπάθησαν να επιβάλουν τη δημοτική ως εθνική γλώσσα. Λίγα έτη αργότερα, ο Διονύσιος Σολωμός συνέθεσε τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν» στη δημοτική, ο οποίος το 1865 υιοθετήθηκε ως εθνικός ύμνος της Ελλάδος. Παρ’ όλα αυτά, μόνο με τον Ψυχάρη το δημοτικιστικό κίνημα βρήκε την καθοδήγηση και την ισχύ που του έλειπε, ώστε να αντιταχθεί αποφασιστικά στους υπερασπιστές της καθαρεύουσας.

Το έργο αυτό αποτέλεσε ορόσημο στην προσπάθεια των δημοτικιστών, καθώς ο συγγραφέας απέρριπτε με κάθε αυστηρότητα την καθαρεύουσα, την οποία χαρακτήριζε «τεχνητή γλώσσα», ικανή να διαβρώσει τόσο την αρχαία όσο και τη δημοτική. Επιπλέον, καυτηρίαζε τους «δασκάλους» που επιμέναν στην καθαρεύουσα, συχνά οδηγώντας σε κωμικοτραγικά αποτελέσματα. Το έργο τυπώθηκε στη Γαλλία και θεωρείται το πρώτο ελληνικό πεζογράφημα γραμμένο σύμφωνα με τους κανόνες της νεοελληνικής γραμματικής. Ο Ψυχάρης, μελετώντας σε βάθος τη γλώσσα του λαού, τα δημοτικά τραγούδια, τους μύθους και τις παραδόσεις, αποτύπωσε με σαφήνεια τη δομή και τη λειτουργία της λαϊκής γλώσσας.

Το «Ταξίδι μου» προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από τους συντηρητικούς και υπερασπιστές της καθαρεύουσας, με εξέχοντες επικριτές όπως ο Γεώργιος Χατζιδάκις, ο Άγγελος Βλάχος και ο Κωνσταντίνος Κόντος. Αντίθετα, βρήκε θερμή υποδοχή από σημαντικούς λογοτέχνες και διανοούμενους της εποχής, μεταξύ των οποίων οι Ιάκωβος Πολυλάς, Αργύρης Εφταλιώτης, Αλέξανδρος Πάλλης και Αλέξανδρος Δελμούζος.

Εκτός από τις έντονες συγκρούσεις και τις κριτικές που δέχτηκε από τους υπέρμαχους της καθαρεύουσας, ο Γιάννης Ψυχάρης δεν απέφυγε τις διαφωνίες και με ορισμένους δημοτικιστές, οι οποίοι διαφώνησαν με τη μορφή του δημοτικισμού που εκείνος υποστήριζε. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει η αντίθεσή του με τον Τριανταφυλλίδη, ο οποίος τάχθηκε υπέρ μιας πιο «ήπιας» δημοτικής, διαφοροποίηση που σηματοδότησε σημαντικές διαμάχες. Επιπλέον, ο Ψυχάρης βρέθηκε σε ρήξη με τον Εκπαιδευτικό Όμιλο και τους επικεφαλής του — Τριανταφυλλίδη, Δελμούζο και Γληνό — που αποτελούσαν την ηγετική ομάδα της Εκπαιδευτικής Επιτροπής κατά την πρώτη κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου. Παράλληλα, διαφοροποιήθηκε και από τη φιλελεύθερη μερίδα των εκπαιδευτικών μεταρρυθμιστών, εντάσσοντας έτσι τον εαυτό του στο πλαίσιο των ευρύτερων ιδεολογικών διαχωρισμών της εποχής.

Αυτές οι διαφορές εντάσσονται στη γενικότερη διάσπαση των δημοτικιστών σε διάφορες τάσεις, όπως οι ψυχαρικοί, οι φιλελεύθεροι, οι σοσιαλιστές και οι εθνικιστές, γεγονός που αποτυπώνει την πολυδιάστατη φύση του κινήματος.

Μετά τη δημοσίευση του «Ταξιδιού μου», ο Ψυχάρης συνέχισε να εμπλουτίζει το λογοτεχνικό και φιλολογικό του έργο με σειρά διηγημάτων και μυθιστορημάτων, καθώς και με έξι τόμους αναμνήσεων, κριτικών και επιστημονικών μελετών, συγκεντρωμένων κάτω από τον γενικό τίτλο «Ρόδα και μήλα». Το πρώτο του γλωσσικό έργο, που εκδόθηκε το 1886, φέρει τον τίτλο «Δοκίμιο της νεοελληνικής ιστορικής γραμματικής» και ακολούθησε από πλήθος μελετών εστιασμένων στο γλωσσικό ζήτημα, οι οποίες συνέβαλαν ουσιαστικά στην εξέλιξη της νεοελληνικής γλωσσολογίας.

Ο Γιάννης Ψυχάρης υπήρξε ο θεμελιωτής της ριζοσπαστικής τοποθέτησης στο γλωσσικό ζήτημα της νεοελληνικής γλώσσας. Καταδίκασε την καθαρεύουσα, χαρακτηρίζοντάς την τεχνητή γλώσσα, και υπερασπίστηκε με πάθος την υιοθέτηση της ζωντανής, λαϊκής δημοτικής. Μαζί με σημαντικές προσωπικότητες όπως ο Αλέξανδρος Πάλλης, ο Αργύρης Εφταλιώτης και ο Κωστής Παλαμάς, συγκρότησαν τον πρώτο πυρήνα του δημοτικιστικού κινήματος στην Ελλάδα.

Ο Ψυχάρης απέρριπτε κάθε συμβιβαστική πρόταση που ήθελε απλώς να απαλείψει τους αρχαϊκούς τύπους από την καθαρεύουσα· αντίθετα, υποστήριζε πως η καθαρεύουσα έπρεπε να παραμεριστεί πλήρως, ώστε τη θέση της να καταλάβει η γλώσσα του λαού, αυθεντική και άνευ υποχωρήσεων. Η γραμματική, η φθογγολογία, η σύνταξη θα έπρεπε να αντανακλούν αποκλειστικά τους κανόνες της δημοτικής, της ζωντανής και λειτουργικής γλώσσας του λαού.

Αυτή η θεωρία, που ο Κωστής Παλαμάς χαρακτήρισε ως «επιστημονικό ιδεαλισμό», βρήκε την πλήρη εφαρμογή της στο έργο «Το ταξίδι μου», το οποίο άνοιξε ουσιαστικά τη δημόσια συζήτηση γύρω από το πρόβλημα της γλωσσικής διγλωσσίας στην Ελλάδα. Ο Ψυχάρης δεν δίστασε να συγκρουστεί ανοιχτά με πανεπιστημιακούς καθηγητές υποστηρικτές της καθαρεύουσας, αναφερόμενος ονομαστικά και με αυστηρό ύφος στον Γιώργο Χατζιδάκι, τον πατέρα της ελληνικής γλωσσολογίας, καθώς και στον Κωνσταντίνο Κόντο, εκφράζοντας σαφώς την κριτική του απέναντι στις απόψεις τους.

Εργογραφία

«Το ταξίδι μου» το 1888, [το έργο χαρακτηρίστηκε ως το μανιφέστο του Δημοτικισμού],
«Η Zούλια» το 1891,
«Τ` όνειρο του Γιαννίρη» το 1897, μυθιστόρημα,
«Για το Ρωμέικο θέατρο. Ο Κυρούλης, δράμα, ο Γουανάκος, κωμωδία» το 1901,
«Ρόδα και μήλα», τόμ. 1-5, από το 1902 έως το 1909,
«Ζωή κι αγάπη στη μοναξιά. Ιστορικά ενός καινούριου Ρομπινσώνα» το 1904,
«Η άρρωστη δούλα» το 1907,
«Τα δύο αδέλφια» το 1910,
«Στον ίσκιο του πλατάνου, δεκαπέντε διηγήματα» το 1911,
«Αγνή» το 1913,
«Τα δύο τριαντάφυλλα του χάρου» το 1914 κ.ά.

Λογοτεχνικά έργα δημοσίευσε και στα γαλλικά, καθώς και δύο ποιητικές συλλογές, μία γαλλική:
«Ρetits Ροemes» το 1913,
και μία ιταλική:
«Fiοretti per Francesca», [«Λουλουδάδικο για τη Φραντσέσκα»], το 1912.

Από τα κριτικά του έργα αναφέρουμε:
«Αutοur de Grece» το 1895
«Εrnest Renan» το 1925,
«Κωστής Παλαμάς» το 1927.

Πολλά έργα του έμειναν αδημοσίευτα, όπως η τρίτομη
«Ρωμέικη Γραμματική».

Σχόλια