Η Τζίνα Μπαχάουερ (21 Μαΐου 1913, Αθήνα – 22 Αυγούστου 1976, Αθήνα) υπήρξε εξέχουσα Ελληνίδα πιανίστα, η οποία διέγραψε λαμπρή διεθνή σταδιοδρομία, πραγματοποιώντας εκτενείς περιοδείες στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη.
Εκδήλωσε από νεαρή ηλικία ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μουσική και ιδιαιτέρως για το πιάνο. Φοίτησε στο Ωδείο Αθηνών, από το οποίο και αποφοίτησε, ενώ ακολούθως μετεκπαιδεύθηκε υπό την καθοδήγηση δύο εκ των κορυφαίων μουσικών προσωπικοτήτων της εποχής: του Αλφρέντ Κορτό και του Σεργκέι Ραχμάνινοφ.
Κατέστη διεθνώς γνωστή κυρίως για τις ερμηνείες της σε έργα του ρομαντικού ρεπερτορίου, ιδίως σε κοντσέρτα για πιάνο. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στον αγώνα, δίνοντας εκατοντάδες συναυλίες για τα συμμαχικά στρατεύματα στη Μέση Ανατολή, ενώ διέμενε στην Αίγυπτο.
Στη διάρκεια της μακράς και πλούσιας σταδιοδρομίας της, περιόδευσε εκ νέου ευρέως ανά την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, δίνοντας ετησίως περισσότερες από εκατό συναυλίες. Παράλληλα, ανέπτυξε αξιοσημείωτη δισκογραφική δραστηριότητα, τόσο ως σολίστ όσο και σε συνεργασία με μεγάλες συμφωνικές ορχήστρες.
Το Πανεπιστήμιο της Γιούτα αναγνώρισε τη συμβολή της στον χώρο της μουσικής απονέμοντάς της τιμητικό διδακτορικό τίτλο. Στην εποχή της, απολάμβανε ιδιαίτερης εκτίμησης και συχνά προσφωνείτο ως η «βασίλισσα των πιανιστών».
Προς τιμήν της εξέχουσας καλλιτεχνικής και πολιτιστικής της συνεισφοράς, ιδρύθηκε το Διεθνές Ίδρυμα Πιάνου «Τζίνα Μπαχάουερ», το οποίο φέρει το όνομά της και συνεχίζει να προάγει την τέχνη του πιάνου διεθνώς.
Σε ό,τι αφορά την προσωπική της ζωή, ήταν παντρεμένη με τον μαέστρο Άλεκ Σέρμαν, ο οποίος, στη συνέχεια, ανέλαβε και τη διαχείριση της επαγγελματικής της σταδιοδρομίας ως ατζέντης της.
Η Τζίνα Μπαχάουερ απεβίωσε το 1976, σε ηλικία 66 ετών, κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ Αθηνών.
Η Τζίνα Μπαχάουερ γεννήθηκε στην Αθήνα της Ελλάδας και καταγόταν από εβραϊκή οικογένεια. Από νεαρή ηλικία επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μουσική, ιδίως για το πιάνο, και έδωσε το πρώτο της ρεσιτάλ σε ηλικία μόλις οκτώ ετών, στη γενέτειρά της.
Το 1929 αποφοίτησε από το Ωδείο Αθηνών, όπου είχε φοιτήσει με επιμέλεια και συνέπεια. Στη συνέχεια, προέβη σε περαιτέρω σπουδές στο πιάνο, έχοντας την εξαιρετική τύχη να μαθητεύσει κοντά σε δύο κορυφαίες φυσιογνωμίες της εποχής: τον Αλφρέντ Κορτό και τον Σεργκέι Ραχμάνινοφ. Οι σπουδές της υπό τον Ραχμάνινοφ υπήρξαν ιδιαιτέρως καθοριστικές, καθώς η ίδια τον ακολουθούσε σε διάφορες πόλεις του κόσμου, αιτούμενη μαθήματα ακόμη και κατά τη διάρκεια των περιοδειών του.
Το 1932 σημειώθηκε η πρώτη της ζωντανή εμφάνιση με συμφωνική ορχήστρα. Ακολούθησαν τρεις ακόμη εμφανίσεις πριν η σταδιοδρομία της λάβει ουσιαστική ώθηση. Εντούτοις, τα πρώτα της επαγγελματικά βήματα ανεκόπησαν λόγω σοβαρών οικονομικών δυσχερειών του πατέρα της, γεγονός που την ανάγκασε να επιστρέψει στην Ελλάδα και να εργαστεί για λογαριασμό της οικογένειάς της.
Μια επόμενη απόπειρα να επανεκκινήσει τη μουσική της σταδιοδρομία διακόπηκε επίσης, αυτή τη φορά εξαιτίας του ξεσπάσματος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Παρά τις αντιξοότητες, η Μπαχάουερ δεν εγκατέλειψε ποτέ το πιάνο: συνέχισε να εξασκείται αδιάκοπα και να αναζητά κάθε διαθέσιμη ευκαιρία για μουσική δράση.
Έως το τέλος της καριέρας της, είχε πραγματοποιήσει εκατοντάδες συναυλίες ανά τον κόσμο, καθιερώνοντας την παρουσία της στη διεθνή μουσική σκηνή. Αν και το ρεπερτόριό της κάλυπτε ευρύ φάσμα, ιδιαιτέρως διακρίθηκε για τις ερμηνείες της σε ρομαντικά κοντσέρτα για πιάνο, οι οποίες αποτέλεσαν το σήμα κατατεθέν της.
Η προσωπική της ζωή συνδέθηκε με τον Άλεκ Σέρμαν, διευθυντή ορχήστρας, με τον οποίο γνωρίστηκε όταν εμφανίστηκε υπό τη διεύθυνσή του με τη Νέα Ορχήστρα Λονδίνου. Μετά τον γάμο τους, ο Σέρμαν εγκατέλειψε τη σταδιοδρομία του ως μαέστρος και αφοσιώθηκε στην επαγγελματική διαχείριση της συζύγου του, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του ατζέντη της.
Η Τζίνα Μπαχάουερ απεβίωσε το 1976, έπειτα από καρδιακή προσβολή, κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ Αθηνών, ανήμερα της ημέρας κατά την οποία επρόκειτο να εμφανισθεί ζωντανά με την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της Ουάσινγκτον.
Από την Αθήνα στον Κόσμο
Η Τζίνα Μπαχάουερ περιόδευσε εκτενώς στην Αμερική και την Ευρώπη καθ’ όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας της, δίνοντας, κατά μέσο όρο, περισσότερες από εκατό συναυλίες ετησίως. Ενδεικτικά, έντεκα μήνες κάθε έτους ήταν αποκλειστικά αφιερωμένοι σε περιοδείες και συναυλιακές υποχρεώσεις.
Έως το 1965 είχε ήδη πραγματοποιήσει δεκατέσσερις περιοδείες από τη μία άκρη στην άλλη των Ηνωμένων Πολιτειών. Εκτός από τις εμφανίσεις της με συμφωνικές ορχήστρες, πραγματοποίησε και σειρά σολιστικών ρεσιτάλ, κατά μόνας.
Το σύνολο του καλλιτεχνικού της έργου έτυχε ευρείας αναγνώρισης από τους κριτικούς, με αποτέλεσμα να της αποδοθεί το προσωνύμιο «βασίλισσα των πιανιστών» – χαρακτηρισμός που τη συνόδευσε καθ’ όλη τη διάρκεια της ιδιαίτερα πολυάσχολης καριέρας της.
Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών της υπό την καθοδήγηση των Κορτό και Ραχμάνινοφ, ξεκίνησε περιοδείες σε διάφορες ευρωπαϊκές και μεσογειακές χώρες, όπως η Ιταλία, η Γιουγκοσλαβία, η Ελλάδα και η Αίγυπτος. Ωστόσο, το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου την ανάγκασε να παραμείνει αποκλεισμένη στο Κάιρο.
Κατά το διάστημα της παραμονής της εκεί, έδωσε πλήθος συναυλιών προς ψυχαγωγία των συμμαχικών στρατευμάτων που ήταν στρατοπεδευμένα στην ευρύτερη περιοχή. Για την καλύτερη απήχηση του έργου της στο κοινό αυτό, διεύρυνε προσωρινά το ρεπερτόριό της, πέραν της καθαρά κλασικής μουσικής, καθώς διαπίστωσε πως η τελευταία προκαλούσε πλήξη στους στρατιώτες.
Ιδιαίτερη σημασία για την καλλιτεχνική της εξέλιξη είχε η συναυλία που έδωσε το 1935 με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Η ίδια θεωρούσε την εν λόγω εμφάνιση ως το πραγματικό της ντεμπούτο, καθώς υπήρξε καθοριστική για την ευρύτερη αναγνώριση και καταξίωσή της – σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι οι προγενέστερες συναυλίες της.
Το 1950 εμφανίσθηκε για πρώτη φορά ζωντανά στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αν και η προσέλευση του κοινού υπήρξε περιορισμένη, οι κριτικές υπήρξαν θετικότατες, γεγονός που σηματοδότησε την αρχή της επιτυχούς της πορείας στην αμερικανική ήπειρο.
Το 1955, η Μπαχάουερ έδωσε συναυλία στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, παρουσία του βασιλικού ζεύγους Παύλου και Φρειδερίκης. Υπήρξε η πρώτη σολίστ πιάνου που πραγματοποίησε εμφάνιση στον συγκεκριμένο ιστορικό χώρο, επίτευγμα που της προσέδωσε ιδιαίτερο κύρος.
Ηχογραφήσεις και Διδασκαλία
Παράλληλα με την εντατική συναυλιακή της δραστηριότητα, η ηχογράφηση μουσικής αποτέλεσε σημαντικό σκέλος της καλλιτεχνικής πορείας της Τζίνας Μπαχάουερ. Πραγματοποίησε ηχογραφήσεις τόσο ως σολίστ όσο και σε συνεργασία με ορχήστρες, για λογαριασμό σημαντικών δισκογραφικών εταιρειών, όπως οι His Master’s Voice (HMV), RCA Victor και Mercury.
Κατά τη διάρκεια των τριών δεκαετιών της διεθνούς σταδιοδρομίας της, στη διάρκεια της οποίας έφερε επαξίως τον τιμητικό τίτλο της «βασίλισσας των πιανιστών», η Μπαχάουερ αφιέρωσε χρόνο και ενέργεια στην υποστήριξη νεαρών πιανιστών. Άκουγε τις ερμηνείες τους, προσφέροντάς τους καθοδήγηση και πολύτιμες συμβουλές, συμβάλλοντας έτσι στην καλλιτεχνική τους καλλιέργεια.
Το 1973, ανέστειλε προσωρινά τις περιοδείες της, προκειμένου να συμμετάσχει ως μέλος της κριτικής επιτροπής στον διαγωνισμό πιάνου της American Music Scholarship Association. Στο πλαίσιο αυτής της εμπλοκής της, εργάστηκε στενά με τους διαγωνιζόμενους σπουδαστές, επιδεικνύοντας αφοσίωση στην παιδαγωγική διάσταση της τέχνης της.
Η Τζίνα Μπαχάουερ διετέλεσε, μεταξύ άλλων, διδάσκουσα της πριγκίπισσας Ειρήνης της Ελλάδος στο πιάνο, ενώ παρείχε μαθήματα και στον βασιλέα Παύλο. Η πριγκίπισσα Ειρήνη συνόδευσε την Μπαχάουερ σε αρκετές από τις περιοδείες της στις Ηνωμένες Πολιτείες, συμμετέχοντας σε κοινές ζωντανές εμφανίσεις, μεταξύ άλλων στο Σολτ Λέικ Σίτι, στο Σιάτλ, στο Σινσινάτι και στο Ντάλας.
Καλλιτεχνικές Συνεργασίες
Η Μπαχάουερ διατηρούσε στενή φιλία με τον διακεκριμένο μαέστρο Μωρίς Αμπραβανέλ και πραγματοποίησε συχνές ζωντανές εμφανίσεις με τη Συμφωνική Ορχήστρα της Γιούτα. Αναγνωριζόμενη ευρύτατα για τη συνεισφορά της στην πολιτιστική ζωή της πολιτείας, τιμήθηκε με τον τίτλο της επίτιμης πολίτου της Γιούτα, καθώς και με επίτιμο διδακτορικό τίτλο μουσικών σπουδών από το Πανεπιστήμιο της Γιούτα.
Η Σολτ Λέικ Σίτι, πρωτεύουσα της Γιούτα, αποτελεί έδρα του Διεθνούς Ιδρύματος Πιάνου Τζίνα Μπαχάουερ, το οποίο φέρει το όνομά της προς τιμήν της συνολικής συμβολής της στην τέχνη του πιάνου. Η Μπαχάουερ συνεργάστηκε επίσης στενά με την Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λονδίνου, καθώς και με τη Συμφωνική Ορχήστρα του BBC, πραγματοποιώντας επανειλημμένες εμφανίσεις με υψηλή καλλιτεχνική απήχηση.
Η Κληρονομιά της Τζίνας Μπαχάουερ
Η πολιτιστική παρακαταθήκη της Τζίνας Μπαχάουερ διατηρείται ζωντανή μέσω του Διεθνούς Ιδρύματος Πιάνου που φέρει το όνομά της. Το Ίδρυμα αναπτύσσει σειρά εκπαιδευτικών δράσεων και διοργανώνει διαγωνισμούς υψηλού κύρους, με στόχο την καλλιέργεια της μουσικής παιδείας και την υποστήριξη ταλαντούχων νέων πιανιστών.
Προς τιμήν της, το 1976 θεσμοθετήθηκε ο Διεθνής Διαγωνισμός Πιάνου Τζίνα Μπαχάουερ, ο οποίος έκτοτε διεξάγεται σε ετήσια βάση στη Σολτ Λέικ Σίτι, αποτελώντας σημείο αναφοράς για ανερχόμενους πιανίστες από όλον τον κόσμο.
Το 1997, η κατοικία της Μπαχάουερ στο Χαλάνδρι Αττικής, αν και παρέμενε ανεκμετάλλευτη, διατηρούσε τη φροντίδα και την ευπρέπεια που της προσέφεραν φίλοι και γείτονες· μεταξύ αυτών και η φροντίδα για τις αδέσποτες γάτες τις οποίες η ίδια συνήθιζε να περιθάλπει ενόσω ζούσε.
Το 1981, τα Ελληνικά Ταχυδρομεία τίμησαν τη μνήμη της με την έκδοση αναμνηστικού γραμματοσήμου, αναγνωρίζοντας τη συνεισφορά της στην ελληνική και διεθνή μουσική σκηνή. Η Τζίνα Μπαχάουερ συγκαταλέγεται δικαίως μεταξύ των σπουδαιότερων πιανιστριών του 20ού αιώνα, αφήνοντας ανεξίτηλο αποτύπωμα στην ιστορία της κλασικής μουσικής.
Σχόλια