Translate

Λεωνίδας Παρασκευόπουλος

Ο Λεωνίδας Παρασκευόπουλος (1860 - 16 Μαΐου 1936) υπήρξε εξέχουσα στρατιωτική και πολιτική μορφή του ελληνικού κράτους κατά τις κρίσιμες δεκαετίες της μετάβασης από τον 19ο στον 20ό αιώνα. Αντιστράτηγος του Ελληνικού Στρατού και μεταγενέστερα γερουσιαστής, διέγραψε πλούσια στρατιωτική σταδιοδρομία, συμμετέχοντας ενεργά σε όλες σχεδόν τις πολεμικές αναμετρήσεις του ελληνικού κράτους, από τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 έως και τη Μικρασιατική Εκστρατεία. 
Καταγωγή και πρώιμη σταδιοδρομία
Γεννήθηκε στην Κύθνο το 1860, καταγόμενος εκ πατρός από τη Σμύρνη. Φοίτησε αρχικά στην περίφημη Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης, σημαντικό κέντρο παιδείας του ελληνισμού της Ιωνίας, και κατόπιν μετέβη στην Ελλάδα για να συνεχίσει τις σπουδές του στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, από την οποία απεφοίτησε τον Νοέμβριο του 1881 με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού Πυροβολικού.

Η ενεργός του εμπλοκή στα στρατιωτικά πράγματα ξεκίνησε ήδη από το έτος της αποφοίτησής του, καθώς έλαβε μέρος στην κατάληψη της Άρτας (1881), γεγονός που συνδέεται με την επέκταση των εδαφών της Ελλάδος προς βορρά. Επιπλέον, το 1886 συμμετείχε στην επιστράτευση και στα μεθοριακά επεισόδια μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην περιοχή της Θεσσαλίας, τα οποία αποτέλεσαν έκφραση των εντάσεων εκείνης της περιόδου.

Ήταν νυμφευμένος με την διακεκριμένη ζωγράφο Κούλα Νικολάου Διομήδη (1871–1964), γεγονός που τον ενέτασσε και σε κύκλους της ελληνικής αστικής διανόησης και καλλιτεχνικής δημιουργίας της εποχής.

Πολεμική δράση και διοικητικά καθήκοντα
Κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα εντάχθηκε στους κόλπους της Εθνικής Εταιρείας, του μυστικού πατριωτικού οργανισμού που διαδραμάτισε ρόλο στην προετοιμασία του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Κατά τον εν λόγω πόλεμο, υπηρέτησε στο μέτωπο της Κρήτης ως υπασπιστής–αγγελιαφόρος και εν συνεχεία ως επιτελάρχης του συνταγματάρχη Τιμολέοντος Βάσσου, ενώ στη συνέχεια υπηρέτησε υπό τον διάδοχό του, Στάικο.

Μετά τη λήξη του πολέμου προήχθη σε ταγματάρχη και διορίσθηκε επιτελάρχης του Β΄ Σώματος Στρατού. Περί το 1900, εστάλη με εκπαιδευτική άδεια στην Ελβετία και στη Γαλλία, όπου παρέμεινε για δύο έτη, γεγονός που αντανακλά τη γενικότερη προσπάθεια εκσυγχρονισμού των αξιωματικών του ελληνικού στρατού μέσα από την επαφή με τα ευρωπαϊκά πρότυπα στρατιωτικής παιδείας.
Εμπλοκή στην Επανάσταση του 1909 και μεταρρυθμιστικό έργο
Όταν εκδηλώθηκε η Επανάσταση στο Γουδί το 1909, ο Παρασκευόπουλος κατείχε τη θέση του υποδιοικητή στη Σχολή Ευελπίδων. Προσχώρησε στο επαναστατικό κίνημα και, μετά τη χορήγηση αμνηστίας από τον βασιλέα Γεώργιο Α΄ προς όλους τους συμμετέχοντες αξιωματικούς, διορίσθηκε προσωπάρχης στο Υπουργείο Στρατιωτικών.

Το ίδιο έτος ανέλαβε, έστω και για σύντομο χρονικό διάστημα, την προεδρία του Μακεδονικού Κομιτάτου – οργανισμού που συντόνιζε τις ελληνικές δραστηριότητες στον Μακεδονικό Αγώνα. Η παραίτησή του επήλθε σύντομα, εξαιτίας διαφωνιών με τον τότε υπουργό Εξωτερικών Καλλέργη. Μετά την αποχώρησή του από το Κομιτάτο, υπηρέτησε αρχικά στο Ναύπλιο και εν συνεχεία στο Γενικό Επιτελείο Στρατού, όπου συνέβαλε στη διαδικασία εκσυγχρονισμού και αναδιοργάνωσης του στρατεύματος.

Συμμετοχή στους Βαλκανικούς Πολέμους, στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στη Μικρασιατική Εκστρατεία
Η στρατιωτική σταδιοδρομία του Λεωνίδα Παρασκευόπουλου κορυφώθηκε κατά τις κρίσιμες δεκαετίες του πρώτου τετάρτου του 20ού αιώνα, όταν η Ελλάδα ενεπλάκη σε διαδοχικές πολεμικές αναμετρήσεις που καθόρισαν τον εδαφικό και γεωπολιτικό της ρόλο στον ευρύτερο βαλκανικό και μικρασιατικό χώρο.

Κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο (1912–1913), ο Παρασκευόπουλος υπηρέτησε αρχικά ως διοικητής του 2ου Συντάγματος Πεδινού Πυροβολικού της Στρατιάς, ενώ στη συνέχεια τοποθετήθηκε στη θέση του Αρχηγού Πυροβολικού της Στρατιάς Ηπείρου, διαδραματίζοντας κεντρικό ρόλο κατά την πολιορκία του Μπιζανίου το 1913. Σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, εμφανίζεται να δυσανασχετεί με την πορεία της πολιορκίας και, μέσω του Αλέξανδρου Διομήδη — πολιτικού ανδρός και αδελφού της συζύγου του — φέρεται να είχε εισηγηθεί την εγκατάλειψη του ηπειρωτικού μετώπου, υποβαθμίζοντας τη στρατηγική σημασία της περιοχής. Η πρόταση αυτή, αν και δεν έγινε αποδεκτή, φανερώνει τον τρόπο με τον οποίο πολιτικές και συγγενικές σχέσεις μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή στις στρατιωτικές αποφάσεις εκείνης της περιόδου.

Κατά τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο (1913), ο Παρασκευόπουλος ανέλαβε την κατάρτιση και εν συνεχεία τη διοίκηση της Χ Ευζωνικής Μεραρχίας, με την οποία έλαβε μέρος σε κρίσιμες πολεμικές επιχειρήσεις στη Βόρεια Ελλάδα και τη νότια Μακεδονία, όπως στις μάχες του Κιλκίς, της Δοϊράνης, της Γευγελής, της Στρώμνιτσας, στο όρος Τεπέ και σε άλλα σημεία του μετώπου. Η δράση του κατά τις μάχες αυτές συνέβαλε στην οριστική επικράτηση του ελληνικού στρατού επί των βουλγαρικών δυνάμεων.

Με την είσοδο της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1916, ο Παρασκευόπουλος προήχθη στον βαθμό του υποστράτηγου. Την ίδια χρονιά προσχώρησε από τους πρώτους στο κίνημα της Εθνικής Αμύνης, που είχε οργανωθεί από τον Ελευθέριο Βενιζέλο στη Θεσσαλονίκη ως αντίδραση στην φιλογερμανική ουδετερότητα του βασιλιά Κωνσταντίνου Α'. Στο πλαίσιο του βενιζελικού αυτού κινήματος, ανέλαβε τη διοίκηση του «Σώματος Στρατού Εθνικής Αμύνης» (1916–1917), το οποίο συγκροτήθηκε ως πυρήνας του νέου εθνικού στρατού υπό την ηγεσία της Προσωρινής Κυβέρνησης.

Το 1917, με την επικράτηση του κινήματος της Εθνικής Αμύνης και την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, ορίστηκε διοικητής του Α΄ Σώματος Στρατού με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Από τη θέση αυτή, ηγήθηκε των ελληνικών δυνάμεων στο Μακεδονικό Μέτωπο κατά τη διάρκεια της τελικής φάσης του πολέμου, συμβάλλοντας στην επιτυχή έκβαση των επιχειρήσεων που κατέληξαν στη συνθηκολόγηση των Κεντρικών Δυνάμεων στα Βαλκάνια.

Ηγετική παρουσία του Λεωνίδα Παρασκευόπουλου στη Μικρασιατική Εκστρατεία (1918–1920)
Μετά την υπογραφή της Ανακωχής του Μούδρου (30 Οκτωβρίου 1918), η οποία σήμανε το τέλος των εχθροπραξιών μεταξύ της Αντάντ και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο Λεωνίδας Παρασκευόπουλος ανέλαβε κρίσιμο ρόλο στην επιμελητεία των νέων στρατιωτικών αποστολών της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, επιφορτίστηκε με την οργάνωση της επιβίβασης του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος που θα συμμετείχε στην εκστρατεία της Κριμαίας, η οποία διεξήχθη στο πλαίσιο της συμμαχικής επέμβασης κατά των Μπολσεβίκων. Παράλληλα, φρόντισε για τη μεταφορά ελληνικών στρατιωτικών μονάδων από τη Μακεδονία προς τη Μικρά Ασία, εν όψει της επικείμενης απόβασης στη Σμύρνη.

Στη συνέχεια, ο Παρασκευόπουλος μετείχε ενεργά στη Μικρασιατική Εκστρατεία, μετά τη σύντομη φάση λειτουργίας της λεγόμενης «Στρατιάς Κατοχής Μικράς Ασίας», η οποία καταργήθηκε σύντομα προκειμένου να αναδιοργανωθεί υπό σταθερή διοίκηση. Ο ίδιος τέθηκε επικεφαλής του Α΄ Κλιμακίου του Γενικού Στρατηγείου της Σμύρνης, με καθήκον τη διεύθυνση των πρώτων στρατιωτικών επιχειρήσεων στην περιοχή. Υπό την αρχιστρατηγία του, ο ελληνικός στρατός προέβη σε σημαντικά εδαφικά κέρδη: καταλήφθηκε η Ανατολική Θράκη και η ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης, ενώ ξεκίνησε η προέλαση προς την ενδοχώρα της Μικράς Ασίας, με κατευθύνσεις προς την Προύσα και το Ουσάκ.

Η περίοδος κατά την οποία ο Παρασκευόπουλος υπηρέτησε ως Αρχιστράτηγος του Ελληνικού Στρατού (1918–1920) χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης να εδραιώσει τον έλεγχο στις νεοκατεχόμενες περιοχές της Μικράς Ασίας, αλλά και να αναδείξει τη χώρα ως κυρίαρχη περιφερειακή δύναμη στο πλαίσιο της εδαφικής αναδιανομής μετά τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.

Ωστόσο, η πολιτική αλλαγή που επήλθε με την ήττα του Βενιζελικού κόμματος στις εκλογές του Νοεμβρίου 1920 επέφερε ριζικές ανακατατάξεις. Ο Παρασκευόπουλος, ως στενά συνδεδεμένος με το βενιζελικό στρατόπεδο, παραιτήθηκε από το στράτευμα και αποσύρθηκε στο Παρίσι, αποφεύγοντας να εμπλακεί στις εξελίξεις που ακολούθησαν. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Σμύρνη, είχε έρθει σε σύγκρουση με τον Ύπατο Αρμοστή της περιοχής, Αριστείδη Στεργιάδη, γεγονός που αντανακλά τις εντάσεις μεταξύ στρατιωτικής και πολιτικής εξουσίας στην κρίσιμη εκείνη φάση της Μικρασιατικής Εκστρατείας.

Ύστερη δημόσια παρουσία και τιμητική αναγνώριση του Λεωνίδα Παρασκευόπουλου
Κατά την περίοδο της δικτατορίας του Θεόδωρου Παγκάλου (1925–1926), ο Λεωνίδας Παρασκευόπουλος κλήθηκε να αναλάβει τον σχηματισμό κυβέρνησης, κίνηση που μαρτυρά το κύρος και την εμπιστοσύνη που εξακολουθούσε να απολαμβάνει στους πολιτικούς και στρατιωτικούς κύκλους της εποχής. Ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση αυτή, επέστρεψε στην Αθήνα από το Παρίσι, όπου διέμενε. Ωστόσο, την ύστατη στιγμή, επέλεξε να μην αποδεχθεί την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης και επανήλθε εκ νέου στο Παρίσι, επιδεικνύοντας πιθανώς μία στάση αποστασιοποίησης από τα τεκταινόμενα της αυταρχικής διακυβέρνησης.

Αργότερα, κατά την περίοδο της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, ανέλαβε πολιτικό ρόλο μέσω της ιδιότητας του αριστίνδην γερουσιαστή – δηλαδή γερουσιαστή διορισμένου λόγω ειδικών προσόντων ή διακεκριμένης προσφοράς – κατά το διάστημα 1929–1932. Μάλιστα, διετέλεσε Πρόεδρος της Γερουσίας από τις 18 Μαρτίου 1930 έως τις 19 Αυγούστου 1932, σε μία φάση που η Ελλάδα προσπαθούσε να σταθεροποιήσει το πολιτειακό της πλαίσιο και να εδραιώσει κοινοβουλευτικούς θεσμούς.

Ο Λεωνίδας Παρασκευόπουλος υπήρξε προσωπικότητα που συνδύαζε στρατιωτική ικανότητα, πολιτική σύνεση και διεθνή αναγνώριση. Απολάμβανε ιδιαίτερου σεβασμού, όχι μόνο εντός της Ελλάδας αλλά και από τις συμμαχικές δυνάμεις με τις οποίες είχε συνεργαστεί κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Για την προσφορά του τιμήθηκε με πολυάριθμα ανώτατα παράσημα από τρεις Έλληνες βασιλείς, τον Ελευθέριο Βενιζέλο, καθώς και από συμμαχικά κράτη, γεγονός που υπογραμμίζει την ευρεία αναγνώριση της προσφοράς του σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.

Ο Παρασκευόπουλος απεβίωσε στο Παρίσι το 1936, μακριά από την ιδιαίτερη πατρίδα του, αφήνοντας πίσω του πλούσια στρατιωτική και πολιτική παρακαταθήκη. 

Σχόλια