Σπύρος Σπυρομήλιος
Ο Σπύρος Σπυρομήλιος (1864 – 19 Μαΐου 1930) ήταν Έλληνας αξιωματικός της χωροφυλακής και βουλευτής. Διακρίθηκε για τη συμμετοχή του στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, τον Μακεδονικό Αγώνα, τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Βορειοηπειρωτικό Αγώνα. Η δράση του εκτείνεται στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897, στον Μακεδονικό Αγώνα, στους Βαλκανικούς Πολέμους καθώς και στον Βορειοηπειρωτικό Αγώνα, καθιστώντας τον έναν από τους επιφανέστερους αξιωματικούς της Χωροφυλακής με συνεισφορά τόσο στο πεδίο της μάχης όσο και στη δημόσια ζωή, ως βουλευτής.
Καταγωγή και πρώτα χρόνια
Η ακριβής γενέτειρα του Σπυρομήλιου παραμένει αντικείμενο ιστορικής αβεβαιότητας· σύμφωνα με ορισμένες πηγές γεννήθηκε στη Θήβα το 1864, ενώ άλλες μαρτυρίες αναφέρουν ως τόπο γέννησης τη Χειμάρρα, γεγονός που ενισχύεται από την αδιαμφισβήτητη καταγωγή του από την ιστορική οικογένεια Σπυρομήλιου της Χειμάρρας. Η οικογένεια αυτή διακρινόταν ήδη από την περίοδο της Επανάστασης του 1821 για την εθνική της δράση, καθιστώντας τον νεαρό Σπυρομήλιο κληρονόμο μιας βαθιάς πατριωτικής παράδοσης.
Τα πρώτα του εκπαιδευτικά βήματα πραγματοποιήθηκαν στο Γυμνάσιο, πιθανότατα στην Αθήνα, ενώ κατόπιν ακολούθησε ναυτικές σπουδές στη Σχολή της Κεφαλληνίας, μέσω της οποίας του δόθηκε η δυνατότητα να ταξιδέψει σε λιμάνια της Ευρώπης, αποκτώντας πολύτιμες εμπειρίες σε διεθνές περιβάλλον. Παρά την αρχική του επιθυμία να εισαχθεί στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, η αίτησή του απορρίφθηκε λόγω ηλικιακού ορίου – είχε υπερβεί το 19ο έτος της ηλικίας του. Η αποτυχία αυτή, ωστόσο, δεν ανέκοψε τις φιλοδοξίες του.
Καθοριστική υπήρξε η προτροπή του συγγενούς του, Ιωάννη Σπυρομήλιου, μεράρχου της Χωροφυλακής, ο οποίος τον ενθάρρυνε να ενταχθεί στο σώμα. Έτσι, το 1883 κατατάσσεται στη Χωροφυλακή, ανοίγοντας τον δρόμο για μια σταδιοδρομία που θα τον αναδείξει σύντομα σε αξιωματικό, γνωστό για την ανδρεία, την οργανωτική του ικανότητα και την προσήλωσή του στο εθνικό καθήκον.
Η μετέπειτα πορεία του, τον κατέστησε μια από τις εμβληματικές φυσιογνωμίες του ελληνικού εθνικού αγώνα στις απαρχές του 20ού αιώνα.
Κατά τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, ο Σπύρος Σπυρομήλιος διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο στους εθνικούς αγώνες του ελληνισμού, με ιδιαίτερη συμμετοχή στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 και τον Μακεδονικό Αγώνα. Η πορεία του αυτή, ενταγμένη σε ένα ευρύτερο πνεύμα εθνικής αναγέννησης και κινητοποίησης, σηματοδοτεί τη μετάβαση από την παραδοσιακή έννοια της στράτευσης στην ενεργό εμπλοκή στον εθνικιστικό λόγο και πράξη της εποχής.
Η Εθνική Εταιρεία και ο Πόλεμος του 1897
Ως μέλος της μυστικής πατριωτικής οργάνωσης Εθνική Εταιρεία, ο Σπυρομήλιος ανέλαβε, κατόπιν προσωπικής επιμονής, την ηγεσία εθελοντικού σώματος κατά τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897, συμμετέχοντας στις επιχειρήσεις στην Ήπειρο, τότε ακόμη υπό οθωμανική κυριαρχία. Επικεφαλής δύναμης 67 χωροφυλάκων, έλαβε μέρος στην απόβαση της Ηπειρωτικής Φάλαγγας υπό τον Μάρκο Μπότσαρη στη Νικόπολη Πρεβέζης, καθώς και στις μετέπειτα μάχες της περιοχής. Η συμμετοχή του απέσπασε ευμενή σχόλια από τα ηγετικά στελέχη της Εταιρείας, τους αξιωματικούς του στρατού, αλλά και ξένους ανταποκριτές που παρακολούθησαν τις επιχειρήσεις. Κατόπιν, του ανετέθη από την οργάνωση η φροντίδα για την περίθαλψη των προσφύγων από την Κρήτη, που είχαν πληγεί από τις τότε αναταραχές.
Συμμετοχή στον Μακεδονικό Αγώνα
Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, ο Σπυρομήλιος, τότε υπομοίραρχος, εντάχθηκε εκ των πρώτων στο Μακεδονικό Αγώνα, συμβάλλοντας αποφασιστικά στη στρατολόγηση εθελοντών, κυρίως Κρητών. Τον Σεπτέμβριο του 1904 τοποθετήθηκε, μαζί με άλλους αξιωματικούς, στο ελληνικό προξενείο της Θεσσαλονίκης, υπηρετώντας υπό κάλυψη ως κλητήρας ή ειδικός γραφέας, με το ψευδώνυμο «Σουρής». Στο πλαίσιο αυτό, ανέλαβε την οργάνωση επιτροπών αγώνα, τη συλλογή πληροφοριών, την παραλαβή και διανομή οπλισμού, καθώς και τη διεξαγωγή εμψυχωτικών ομιλιών στους ελληνικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας.
Αργότερα, του ανατέθηκε ο συντονισμός του σώματος των Κρητών Κατσίγαρη και Παπαμαλέκου στην περιοχή του Κιλκίς, επιβλέποντας ζητήματα χρηματοδότησης και οργάνωσης. Τον Ιανουάριο του 1905, μαζί με άλλους αξιωματικούς, επέστρεψε στην Ελλάδα με σκοπό τη συγκρότηση νέων εθελοντικών σωμάτων. Στις 28 Απριλίου αποβιβάστηκε στην Πιερία με ομάδα 35 ενόπλων, υπό το ψευδώνυμο «Αθάλης Μπούας», και συμπορεύτηκε με ισάριθμο σώμα υπό τον Κωνσταντίνο Μαζαράκη στα Πιέρια Όρη. Στις 5 Μαΐου, οι δύο ομάδες, μαζί με αυτή του Κατσίγαρη, ενεπλάκησαν σε μάχη με οθωμανικές δυνάμεις στη Σιαμπανίτσα, κατά την οποία τραυματίστηκαν τέσσερις αντάρτες.
Στη συνέχεια, η ομάδα του Σπυρομήλιου (μαζί με αυτή του Κατσίγαρη) κατευθύνθηκε προς την περιοχή Αριδαίας και Προμάχων Πέλλας, επεκτείνοντας τη δράση της στο Μορίχοβο και το Πάικο. Η παρουσία του, ωστόσο, προδόθηκε από Βούλγαρους κατοίκους του χωριού Πάτημα, και επακολούθησε μάχη με κομιτατζήδες, κατά την οποία τραυματίστηκε σοβαρά στο αριστερό πόδι. Μεταφέρθηκε για νοσηλεία στη Νάουσα, όπου παρέμεινε για τρεις ή τέσσερις μήνες, πριν επιστρέψει στην Αθήνα. Οι περισσότεροι άνδρες του ενσωματώθηκαν στο σώμα του Κατσίγαρη.
Κατά την παραμονή του στη Μακεδονία, ο Σπυρομήλιος φέρεται να εμπλέκεται σε πράξεις που προκαλούν ηθικά ερωτήματα. Σε μαρτυρία του προς την Πηνελόπη Δέλτα, φέρεται να διηγείται περιστατικό κατά το οποίο, μαζί με τον Μαζαράκη, αιχμαλώτισαν περί τους 100 πληροφοριοδότες του Βουλγαρικού Κομιτάτου στον Αλιάκμονα και διέταξαν την εκτέλεσή τους δια πνιγμού, στο πλαίσιο της σκληρής, αμείλικτης φύσης του ανταρτοπολέμου.. Σύμφωνα με τον ίδιο, τις επόμενες μέρες ανασύρθηκαν 86 πτώματα, ενώ ο Μαζαράκης κάνει λόγο για 7 ή 13, αναλόγως της πηγής (απομνημονεύματα ή ημερολόγια).
Επιπλέον, ο Σπυρομήλιος αναφέρει ότι μετά την ανεύρεση των πτωμάτων, 700 Βούλγαροι καρβουνιάρηδες εγκατέλειψαν άρον-άρον την περιοχή με κατεύθυνση προς το Μοναστήρι, ένδειξη του τρόμου που είχε προκαλέσει το γεγονός στους κύκλους των σλαβόφωνων πληθυσμών της περιοχής.
Ο ρόλος του υπήρξε καταλυτικός στην ενίσχυση της ελληνικής παρουσίας στη Μακεδονία και της επιρροής του ελληνικού κράτους στη διαμόρφωση της γεωπολιτικής ισορροπίας στην Οθωμανική Μακεδονία των αρχών του 20ού αιώνα.
Τα επόμενα χρόνια της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα, ο Σπύρος Σπυρομήλιος συνέχισε να διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο στους εθνικούς και πολιτικούς αγώνες του ελληνισμού, συμμετέχοντας ενεργά τόσο σε μυστικές επαναστατικές οργανώσεις όσο και σε σημαντικές πολιτειακές μεταρρυθμίσεις. Η δράση του στο πλαίσιο της Ηπειρωτικής Εταιρείας και η συμμετοχή του στο Κίνημα στο Γουδί συνιστούν δύο διακριτούς άξονες της εθνικής και πολιτικής του πορείας, οι οποίοι ωστόσο συνδέονται στενά με το όραμα για την ανασύνταξη και ενίσχυση του ελληνικού κράτους.
Ηπειρωτική Εταιρεία και ο Αγώνας για την Ήπειρο
Το 1906, ο Σπυρομήλιος συγκαταλέγεται μεταξύ των ιδρυτικών μελών της Ηπειρωτικής Εταιρείας, μιας μυστικής πατριωτικής οργάνωσης με επικεφαλής τον στρατηγό Παναγιώτη Δαγκλή, που στόχευε στην προετοιμασία της απελευθέρωσης της Ηπείρου από τον οθωμανικό ζυγό. Στο εσωτερικό της οργάνωσης, ο Σπυρομήλιος αποτέλεσε έναν από τους βασικότερους συνεργάτες του Δαγκλή, πλάι στον Κωνσταντίνο Μελά, παρά τις υπαρκτές και έντονες διαφωνίες με τον τελευταίο. Ο Δαγκλής, αναγνωρίζοντας την προσήλωση και ενεργητικότητα του Σπυρομήλιου, τον χαρακτήριζε ως δραστήριο αλλά και ατίθασο, ένδειξη της ανεξάρτητης και συχνά εκρηκτικής φύσης του.
Κατά μία εκδοχή, ήταν ο ίδιος ο Σπυρομήλιος που συνέβαλε καθοριστικά στην ανάδειξη του αντάρτικου σώματος του Πουτέτση, το οποίο δραστηριοποιήθηκε με επιτυχία στην περιοχή της Ηπείρου. Επιπροσθέτως, τον Ιούνιο του 1910, εκπόνησε υπόμνημα για μελλοντικές αντάρτικες επιχειρήσεις, στο οποίο περιέγραφε με λεπτομέρεια την τακτική και στρατηγική που έπρεπε να ακολουθηθεί στην περίπτωση ένοπλης δράσης κατά της οθωμανικής διοίκησης. Το υπόμνημα αυτό έτυχε θετικής αποδοχής από τον Δαγκλή, γεγονός που αποδεικνύει την επιρροή και τον στρατιωτικό οραματισμό του Σπυρομήλιου στους σχεδιασμούς της Εταιρείας.
Το Κίνημα στο Γουδί και η είσοδος στην πολιτική
Το 1909, όντας ήδη μοίραρχος, ο Σπυρομήλιος συμμετείχε ενεργά στο στρατιωτικό Κίνημα στο Γουδί, το οποίο οργανώθηκε από τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο, στον οποίο επίσης υπήρξε ιδρυτικό μέλος. Το κίνημα αυτό, που έθεσε ως στόχο την αναδιοργάνωση του κράτους και του στρατεύματος, αποτέλεσε κομβικό σημείο στην πορεία προς τον εκσυγχρονισμό της χώρας και άνοιξε τον δρόμο για την έλευση του Ελευθερίου Βενιζέλου στην πολιτική ζωή της Ελλάδας.
Αξιοσημείωτο είναι ότι λίγες μόλις ημέρες πριν την εκδήλωση του κινήματος, ο Σπυρομήλιος βρισκόταν υπό ανάκριση εξαιτίας επιστολής του, με την οποία κατηγορούσε ανώτερό του, γεγονός που υποδηλώνει την οξύνοια αλλά και τη συγκρουσιακή του διάθεση απέναντι σε κατεστημένες ιεραρχίες. Ωστόσο, η αλλαγή του πολιτικού κλίματος μετά το Κίνημα όχι μόνο διέκοψε τη δίωξή του, αλλά και οδήγησε στην ενεργό συμμετοχή του σε τριμελή επιτροπή του Υπουργείου Στρατιωτικών, η οποία είχε ως έργο την κατάρτιση νομοσχεδίου για την αναδιοργάνωση της χωροφυλακής — ενός από τους πλέον προβληματικούς μηχανισμούς του ελληνικού κράτους της εποχής.
Η ενεργός συμμετοχή του στο κίνημα και η προσήλωσή του σε ιδέες εκσυγχρονισμού τον έφεραν πιο κοντά στον Ελευθέριο Βενιζέλο, με τον οποίο διαμόρφωσε στενή προσωπική σχέση. Η σχέση αυτή επισφραγίστηκε με την εκλογή του ως βουλευτή Άρτας, γεγονός που σήμανε και την είσοδό του στη θεσμική πολιτική σφαίρα, μεταφέροντας την αγωνιστική του εμπειρία και δράση στο πεδίο της κοινοβουλευτικής νομοθέτησης.
Η δράση του Σπυρομήλιου στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912–1913)
Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, ο Σπύρος Σπυρομήλιος αναδείχθηκε σε μία από τις πλέον εμβληματικές μορφές της ελληνικής εθελοντικής στρατιωτικής δράσης στην Ήπειρο, ενσαρκώνοντας το όραμα της εθνικής αποκατάστασης των αλύτρωτων ελληνικών πληθυσμών. Η συμβολή του στη χειμαρριώτικη εκστρατεία υπήρξε καθοριστική για την παγίωση της ελληνικής παρουσίας στην περιοχή, τόσο σε στρατιωτικό όσο και σε πολιτικοδιοικητικό επίπεδο.
Αρχικά, ως επικεφαλής σώματος εθελοντών, κατέλαβε την πόλη των Φιλιατών, αναχαιτίζοντας στη συνέχεια τις επιθέσεις από σώματα Οθωμανών ατάκτων που επιχείρησαν να ανακαταλάβουν την περιοχή. Η επιτυχία αυτή κατέδειξε τις επιχειρησιακές του ικανότητες, σε μια κρίσιμη περίοδο κατά την οποία η ελληνική παρουσία στη Βόρεια Ήπειρο τελούσε ακόμη υπό αμφισβήτηση.
Η αποφασιστικότερη ενέργεια του Σπυρομήλιου έλαβε χώρα στις 5 Νοεμβρίου 1912, όταν έλαβε διαταγή από την Κέρκυρα να αποβιβαστεί στη Χειμάρρα, σημαντική παραλιακή πόλη με συμπαγή ελληνικό πληθυσμό και στρατηγική σημασία. Η δύναμη που διέθετε ήταν περιορισμένη: 200 εθελοντές, κυρίως Χειμαρριώτες και Κρητικοί – οι τελευταίοι υπό τις ηγεσίες των Γαλερού και Πολυξίγκη. Παρά το μικρό μέγεθος της δύναμης, η απόβαση, με τη ναυτική υποστήριξη του πολεμικού πλοίου "Αχελώος", εκτελέστηκε χωρίς ουσιαστική αντίσταση και στέφθηκε με πλήρη επιτυχία.
Την επόμενη ημέρα, το κίνημα του Σπυρομήλιου αγκαλιάστηκε από τα γειτονικά χωριά — Δρυμάδες, Πόρτο Παλέρμο, Βουνό, Πήλιουρη, Κηπαρό και Κούδεσι — στα οποία εγκατέστησε τοπικές αρχές, τις οποίες διόρισε ο ίδιος. Η στρατιωτική του δύναμη προωθήθηκε μέχρι το στενό του Λογαρά, εξασφαλίζοντας έναν σημαντικό γεωγραφικό έλεγχο της ενδοχώρας. Ταυτόχρονα, με δημόσια προκήρυξη, απηύθυνε κάλεσμα συνεργασίας προς τους Αλβανούς κατοίκους της περιοχής, διαβεβαιώνοντάς τους για τον σεβασμό των δικαιωμάτων τους σε ενδεχόμενη ελληνική επικράτεια. Ωστόσο, η έκκληση αυτή δεν βρήκε ανταπόκριση, και σύντομα ακολούθησαν ένοπλες συγκρούσεις, με σημαντικότερη αυτή της 18ης Νοεμβρίου στο Κούτσι.
Παρά τις εχθροπραξίες, ο Σπυρομήλιος διατήρησε τη διοίκηση του εθελοντικού σώματος της Χειμάρρας, και μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου 1912, οι δυνάμεις του απέκρουσαν επιθέσεις Αλβανών ενόπλων σε Παλάσσα και Πήλιουρη, παγιώνοντας τον έλεγχο της ελληνικής πλευράς στην περιοχή. Ιδιαίτερη σημασία έχει η άρνησή του να εκκενώσει τη Χειμάρρα όταν έλαβε διαταγή για απόσυρση των ελληνικών δυνάμεων και του άμαχου πληθυσμού, ύστερα από την αποτυχημένη ελληνική απόβαση στους Αγίους Σαράντα. Το επιχείρημα του Σπυρομήλιου ήταν ότι η αποχώρηση θα άφηνε τους Χειμαρριώτες εκτεθειμένους σε αντίποινα και πιθανές σφαγές από αλβανικά άτακτα σώματα. Χάρη στην επιμονή του, το προγεφύρωμα διατηρήθηκε ακέραιο μέχρι τις αρχές του 1913, όταν κατέφθασαν στην περιοχή τμήματα του τακτικού ελληνικού στρατού.
Αμέσως μετά την ενίσχυση των ελληνικών δυνάμεων, ο Σπυρομήλιος πρότεινε στον Ελευθέριο Βενιζέλο να του επιτραπεί η προέλαση προς την Αυλώνα, λιμάνι στρατηγικής σημασίας για τη ναυτική κυριαρχία στο Ιόνιο και την κατοχύρωση ελληνικών θέσεων στη βόρεια ακτή. Ωστόσο, ο Βενιζέλος απέρριψε κατηγορηματικά την πρόταση, τόσο προς τον Σπυρομήλιο όσο και προς τον Διάδοχο Κωνσταντίνο, μέσω ρητού τηλεγραφήματος, με το σκεπτικό ότι μια τέτοια ενέργεια θα επιδείνωνε τις σχέσεις με την Ιταλία, η οποία εποφθαλμιούσε την περιοχή.
Ο Σπυρομήλιος και ο Βορειοηπειρωτικός Αγώνας (1914)
Με τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων και βάσει των επιταγών των διεθνών συνθηκών — κυρίως της Συνθήκης του Λονδίνου (1913) και των διπλωματικών διαβουλεύσεων των Μεγάλων Δυνάμεων — η Ελλάδα υποχρεώθηκε να αποσύρει τα στρατεύματά της από τη Βόρεια Ήπειρο, μια περιοχή με ισχυρή ελληνική παρουσία και πολιτισμική ιδιοπροσωπία. Η αποχώρηση αυτή προκάλεσε βαθύτατη ανησυχία και αγανάκτηση στους εκεί ελληνικούς πληθυσμούς, οι οποίοι ένιωθαν εγκαταλελειμμένοι και εκτεθειμένοι απέναντι στις επιδιώξεις της νεοσύστατης αλβανικής διοίκησης.
Ο Σπύρος Σπυρομήλιος, ήδη καταξιωμένος από τη δράση του κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, ανέλαβε εκ νέου εθνοπολιτική πρωτοβουλία. Τον Ιανουάριο του 1914, απέστειλε τηλεγράφημα διαμαρτυρίας προς την ελληνική κυβέρνηση, εκφράζοντας την έντονη δυσαρέσκεια της ελληνικής μειονότητας για την απόφαση αποχώρησης των ελληνικών δυνάμεων και ζητώντας την επανεξέταση της στάσης της ελληνικής πολιτείας απέναντι στο βορειοηπειρωτικό ζήτημα.
Η αντίδρασή του δεν περιορίστηκε σε διπλωματικό επίπεδο. Στις 9 Φεβρουαρίου 1914, αρνήθηκε να εκτελέσει τη διαταγή αποχώρησης από τη Χειμάρρα, γεγονός που οδήγησε τον στρατηγό Παπούλα να διατάξει τη σύλληψή του. Την ίδια ημέρα, ο Σπυρομήλιος απέστειλε κρυπτογραφημένο τηλεγράφημα προς τους μητροπολίτες Βασίλειο Δρυϊνουπόλεως και Σπυρίδωνα Βελλάς και Κονίτσης, ενημερώνοντάς τους για την πρόθεσή του να κηρύξει την αυτονομία της Χειμάρρας, καλώντας τους παράλληλα να ακολουθήσουν την ίδια πορεία στις αντίστοιχες επαρχίες τους. Η ανταπόκρισή τους υπήρξε άμεση, και στις 10 Φεβρουαρίου 1914, το κίνημα της αυτονομίας έλαβε ευρύτερες διαστάσεις.
Στις 17 Φεβρουαρίου, συγκροτήθηκε στο Αργυρόκαστρο η Προσωρινή Κυβέρνηση της Βορείου Ηπείρου, με πολιτική και στρατιωτική ηγεσία και με σκοπό τη διεκδίκηση αυτονομίας, υπό εγγυήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Ο Σπυρομήλιος ανέλαβε γενικός αρχηγός της Χειμάρρας, έχοντας υπό την εποπτεία του την ευρύτερη παράκτια και ορεινή περιοχή.
Κατά τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο 1914, οι άνδρες του Σπυρομήλιου συμμετείχαν σε ένοπλες συγκρούσεις με αλβανικές ένοπλες ομάδες σε διάφορες περιοχές — Βουνό, Πήλιουρη, Κούδεσι κ.ά. — με κορυφαία αναμέτρηση αυτή της 9ης Απριλίου στην Πήλιουρη, η οποία υπήρξε ιδιαίτερα σφοδρή και ανέδειξε την επιμονή του ελληνικού στοιχείου στην αντίσταση.
Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του ίδιου έτους, σε κλίμα αυξανόμενης έντασης και αστάθειας, σημειώθηκαν νέες συγκρούσεις, στο πλαίσιο των οποίων οι δυνάμεις του Σπυρομήλιου πυρπόλησαν τα χωριά Μπόρσι, Κούτσι και Λαΐφι. Οι ενέργειες αυτές υπαγορεύθηκαν από στρατιωτικές σκοπιμότητες, αλλά συνιστούν και κρίσιμες στιγμές βίας και αντιποίνων μέσα στο πλαίσιο ενός ένοπλου αγώνα με χαρακτηριστικά τοπικού εθνοφυλετικού πολέμου.
Ύστερη δράση και θάνατος του Σπύρου Σπυρομήλιου
Μετά την κορύφωση της πολιτικοστρατιωτικής του δράσης κατά την κρίσιμη δεκαετία του 1910, ο Σπύρος Σπυρομήλιος εισήλθε σε μία νέα φάση εθνικής και κοινοβουλευτικής δραστηριότητας. Στις βουλευτικές εκλογές του Μαΐου 1915 εξελέγη βουλευτής Αργυροκάστρου στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, αναλαμβάνοντας ενεργό ρόλο στη συνέχιση της πολιτικής διεκδίκησης των δικαίων του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού, εν μέσω μίας ιδιαίτερα ταραγμένης πολιτικής συγκυρίας.
Κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού (1916–1917), όταν η χώρα βρέθηκε σε κατάσταση εσωτερικής διάσπασης ανάμεσα στους βασιλικούς και στους οπαδούς της Κίνησης της Εθνικής Άμυνας υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο, η περιοχή της Χειμάρρας, όπως και η πλειονότητα της Βορείου Ηπείρου, περιήλθε υπό ιταλική κατοχή. Εξαίρεση αποτέλεσε η Κορυτσά, η οποία εντάχθηκε προσωρινά στην επικράτεια του κινήματος της Θεσσαλονίκης και κατέληξε εν τέλει σε γαλλική στρατιωτική διοίκηση.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Σπυρομήλιος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την ιδιαίτερη πατρίδα του και να καταφύγει στην Αθήνα. Παρά την απουσία του από το πεδίο της άμεσης εθνικής δράσης, ο αγώνας για τη Χειμάρρα συνεχίστηκε από τον αδελφό του, Νίκο Σπυρομήλιο, ο οποίος ηγήθηκε της τοπικής αντίστασης έναντι της ξένης κατοχής. Η μεταβίβαση αυτή της σκυτάλης μαρτυρεί και τη βαθιά οικογενειακή προσήλωση στον αγώνα για τη Βόρειο Ήπειρο, καθιστώντας το όνομα Σπυρομήλιος ταυτισμένο με την εθνική ιδέα της περιοχής.
Η μακροχρόνια στρατιωτική του θητεία, με τις επανειλημμένες εμπλοκές σε ένοπλες συγκρούσεις, άφησε βαριά τραύματα, σωματικά και ψυχικά. Στις 20 Απριλίου 1926, ο Σπυρομήλιος αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του συνταγματάρχη, κατόπιν σχετικής απόφασης λόγω της επιδείνωσης της υγείας του, και τέθηκε τιμητικά σε διαθεσιμότητα. Στην ιδιαίτερη πατρίδα του, η οικία της οικογένειας Σπυρομήλιου, κτισμένη σε δεσπόζουσα θέση στη Χειμάρρα, διατηρείται (έστω και σε εγκαταλελειμμένη κατάσταση) ως ιστορικό μνημείο και σύμβολο τοπικής μνήμης.
Ο θάνατός του σημειώθηκε στις 19 Μαΐου 1930, στην Αθήνα, όπου κηδεύτηκε με ιδιαίτερη επισημότητα, παρουσία του τότε πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου, πολιτικών, στρατιωτικών αξιωματούχων και πλήθους κόσμου. Η δημόσια αυτή τιμή συνιστούσε αναγνώριση της πολύπλευρης προσφοράς του στον εθνικό αγώνα, τόσο με τη στολή του αξιωματικού όσο και με την πολιτική του δράση.
Ωστόσο, η ύστατη επιθυμία του να ταφεί στη Χειμάρρα, την οποία διατύπωσε ρητά στη διαθήκη του, δεν κατέστη δυνατόν να εκπληρωθεί. Η αλβανική κυβέρνηση απέρριψε το σχετικό αίτημα της ελληνικής πλευράς, εκφράζοντας φόβους για την πρόκληση επεισοδίων κατά τη μεταφορά της σορού και την πιθανή κινητοποίηση των ντόπιων πληθυσμών. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει, με τραγικό τρόπο, την ένταση και τη συναισθηματική φόρτιση που περιέβαλλε το πρόσωπο του Σπυρομήλιου στη συλλογική μνήμη της περιοχής, ακόμη και μετά θάνατον.
Η μορφή του Σπύρου Σπυρομήλιου έμελλε να ενσαρκώσει την αγωνιστική συνείδηση του ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου, καθώς και τις ιστορικές αντιφάσεις και γεωπολιτικές περιπλοκές μιας εποχής όπου το εθνικό ιδεώδες συναντούσε τα αδιέξοδα της διεθνούς πολιτικής.
Σχόλια