Γιάννης Ντεγιάννης
Ο Γιάννης Ντεγιάννης (1914 – 28 Μαΐου 2006) υπήρξε εξέχουσα μορφή του ελληνικού δικαστικού σώματος, διαπρεπής ανώτατος δικαστικός, πολιτικός και λογοτέχνης. Η ιστορική του συμβολή κορυφώθηκε με τη συμμετοχή του ως προέδρου του δικαστηρίου στη Δίκη των Πρωταιτίων της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών, κατά την οποία επέδειξε απαράμιλλο ήθος και προσήλωση στις αρχές του κράτους δικαίου. Υπό την προεδρία του, το δικαστήριο επέβαλε τη θανατική ποινή στους πρωτεργάτες του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967· ποινή η οποία αργότερα μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη με απόφαση της πολιτικής ηγεσίας της χώρας.
Στην πολιτική ζωή, ο Ντεγιάννης εντάχθηκε ενεργά με το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ), με το οποίο εξελέγη βουλευτής το 1981 και επανεξελέγη το 1985, συμβάλλοντας με την παρουσία του στην εδραίωση των δημοκρατικών θεσμών στη μεταπολιτευτική Ελλάδα. Παράλληλα, διετέλεσε επί σειρά ετών μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος Γεωργίου Παπανδρέου, συμβάλλοντας στην προώθηση της ιστορικής μνήμης και της πολιτικής κληρονομιάς του αγώνα για τη δημοκρατία.
Η ιστορική μνήμη τον κατέγραψε με τον τιμητικό τίτλο του Εθνικού Δικαστή, ως συμβόλου της δικαστικής ανεξαρτησίας και της προσήλωσης στο Σύνταγμα και τη Δικαιοσύνη. Στην οικογένειά του ανήκε και ο ναύαρχος εν αποστρατεία Θεόδωρος Ντεγιάννης, πρώτος εξάδελφός του, ο οποίος διετέλεσε Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας (ΓΕΕΘΑ) επί των κυβερνήσεων Ανδρέα Παπανδρέου και υπουργός Εθνικής Άμυνας κατά την Οικουμενική κυβέρνηση του Ξενοφώντα Ζολώτα, συμβάλλοντας και αυτός με τη σειρά του στην ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών στην Ελλάδα.
Ο Γιάννης Ντεγιάννης γεννήθηκε το 1914 στους Στρόπωνες της Εύβοιας, τόπο ορεινό και λιτό, που ανέθρεψε γενιές αγωνιστών και ανθρώπων του καθήκοντος. Ακολούθησε νομικές σπουδές στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου διαμόρφωσε το νομικό του ήθος και την πνευματική του συγκρότηση. Στα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας του υπηρέτησε το δίκαιο ως δικηγόρος· όμως, το 1949 εισήλθε στο Δικαστικό Σώμα, όπου αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στην απονομή της Δικαιοσύνης.
Η κορυφαία στιγμή της δικαστικής του πορείας ήλθε τον Ιούλιο του 1975, όταν, ως πρόεδρος του Πενταμελούς Εφετείου, ανέλαβε την ιστορική αποστολή της απονομής δικαιοσύνης στους πρωταιτίους της Απριλιανής δικτατορίας. Υπό την προεδρία του, το δικαστήριο καταδίκασε σε θάνατο τους ηγέτες του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967 —Γεώργιο Παπαδόπουλο, Στυλιανό Παττακό, Νικόλαο Μακαρέζο, Ιωάννη Λαδά και άλλους— για τα εγκλήματα κατά του Συντάγματος και της Δημοκρατίας. Οι ποινές αυτές, αν και δεν εκτελέστηκαν, μετετράπησαν σε ισόβια κάθειρξη με απόφαση του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, σε μια κίνηση πολιτικής σύνεσης και εθνικής συμφιλίωσης.
Ο Ντεγιάννης παρέμεινε στην υπηρεσία της Δικαιοσύνης μέχρι το 1981, οπότε και αποχώρησε με τον ύψιστο βαθμό του Αρεοπαγίτη. Η πορεία του υπήρξε παράδειγμα ακεραιότητας, δικαστικής ευθυκρισίας και πίστης στην έννομη τάξη, αφήνοντας ανεξίτηλο αποτύπωμα στην ιστορία του ελληνικού δικαίου.
Ο Γιάννης Ντεγιάννης, μετά την ολοκλήρωση της μακράς και λαμπρής του πορείας στον χώρο της Δικαιοσύνης, μεταπήδησε και στην πολιτική σκηνή της χώρας, υπηρετώντας με το ίδιο αίσθημα ευθύνης και συνέπειας. Το 1981 εξελέγη βουλευτής Επικρατείας με το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ), ενώ το 1985 επανεξελέγη, αυτή τη φορά ως βουλευτής Α΄ Θεσσαλονίκης, συνεχίζοντας να υπερασπίζεται τις αρχές της Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου εντός του Κοινοβουλίου.
Η προσφορά του στον πολιτισμό και τη μελέτη της ιστορίας υπήρξε εξίσου σημαντική. Εξελέγη επίτιμος πρόεδρος του Ιδρύματος Κοινωνικών και Ιστορικών Μελετών «Σταύρος Καλλέργης», τιμώμενος για τη συμβολή του στην προώθηση της πολιτικής σκέψης και του κοινωνικού στοχασμού. Διετέλεσε, επίσης, πρόεδρος της Εταιρείας Ευβοϊκών Μελετών, προάγοντας την τοπική ιστορία και παράδοση της γενέτειράς του, και υπήρξε ενεργό μέλος της Αρχαιολογικής Εταιρείας και της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, καταδεικνύοντας την πολυμέρεια της πνευματικής του δραστηριότητας. Παράλληλα, συμμετείχε στο Διοικητικό Συμβούλιο του Ιδρύματος Γεωργίου Παπανδρέου, συντελώντας στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης και της παρακαταθήκης του δημοκρατικού αγώνα.
Το 1996, ως αναγνώριση της πολύπλευρης προσφοράς του στο Έθνος, τη Δικαιοσύνη, την πολιτική και τα γράμματα, τιμήθηκε με το παράσημο του Τάγματος της Τιμής, μία από τις ανώτατες διακρίσεις της Ελληνικής Πολιτείας.
Παράλληλα με τη δημόσια διαδρομή του, ο Ντεγιάννης ανέπτυξε και αξιόλογη λογοτεχνική δραστηριότητα. Εξέδωσε τέσσερις ποιητικές συλλογές: Κλεψύδρα (1961), Απόγευμα (1963), Επιστροφή (1978), και Προλεγόμενα κάθε μελλοντικής ευτυχίας (1981), έργα στα οποία αντανακλάται η ευαισθησία, η στοχαστικότητα και το ηθικό βάθος του δημιουργού. Το 1991 κυκλοφόρησε το σημαντικό έργο του Η Δίκη, στο οποίο καταγράφει με νηφαλιότητα, ακρίβεια και βαθιά συναίσθηση της ιστορικής ευθύνης τα γεγονότα και τις λεπτές πτυχές της μεγάλης δίκης των πρωταιτίων της Δικτατορίας, αφήνοντας πολύτιμη μαρτυρία για τις μελλοντικές γενιές.
Ο Γιάννης Ντεγιάννης απεβίωσε το 2006, σε ηλικία 92 ετών, έχοντας διανύσει μια ζωή ταγμένη στη Δικαιοσύνη, τη Δημοκρατία, την Παιδεία και τα Γράμματα. Η ταφή του πραγματοποιήθηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, εκεί όπου αναπαύονται πολλές από τις μεγάλες μορφές του ελληνικού δημόσιου βίου. Με την εκδημία του, έκλεισε ένας σημαντικός κύκλος προσφοράς και ήθους, αφήνοντας πίσω του μια σπουδαία παρακαταθήκη τόσο στην ιστορία της Δικαιοσύνης όσο και στον πνευματικό και πολιτικό πολιτισμό του τόπου.
Σχόλια