Κωνσταντίνος Σάθας
Ο Κωνσταντίνος Σάθας (Αθήνα, 1842 – Παρίσι, 12 Μαΐου 1914) υπήρξε μία από τις σημαντικότερες μορφές της ελληνικής ιστοριογραφίας στη νεότερη Ελλάδα, ενώ ανήκει στους πρωτοπόρους των νεοελληνικών ιστορικών ερευνών. Παράλληλα, συγκαταλέγεται μεταξύ των θεμελιωτών των Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών στην Ελλάδα, πλάι στον Αθανάσιο Παπαδόπουλο-Κεραμέα και τον Μανουήλ Γεδεών.
Ο Σάθας γεννήθηκε στην Αθήνα, καταγόμενος από οικογένεια του Γαλαξειδίου με έντονη παρουσία στους εθνικούς αγώνες και παράδοση στη διδασκαλία των γραμμάτων.
Πρόγονος του Κωνσταντίνου, από την πλευρά του πατέρα του, ήταν ο πυροβολητής Γιάννης Σάθας, ο οποίος στις 4 Ιουνίου 1825, σκοτώθηκε στο Μεσολόγγι, στον προμαχώνα του Μιαούλη, διευθύνοντας το κανονοστάσιο. Κι ο Γιάννης Γκούρας, σε πιστοποιητικό που φυλάγεται στα χειρόγραφα της Εθνικής Βιβλιοθήκης, βεβαιώνει:
«...ενσυνειδήτως ότι ο εκ Γαλαξειδίου Γιάννης Σάθας παρευρεθεὶς μετὰ του Ἀθ. Διάκου εις την μάχην της Αλαμάνας επληγώθη εκείσε. Εις δε το Χάνι της Γραβιάς προθύμως εκλείσθη μετά των υπ’ αυτού δέκα συμπατριωτών του ιδίᾳ δαπάνη μισθοδοτουμένων. Παρευρεθεὶς δε και εις διαφόρους άλλας μάχας υπὸ τον Γκούραν και Πανουργιάν επέδειξεν πανταχού γενναιότητα, πατριωτισμὸν και πρόθυμον υλικὴν συνδρομήν».
Ο Κωνσταντίνος Σάθας παρακολούθησε τα μαθήματα της εγκυκλίου εκπαιδεύσεως στο Γαλαξίδι. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, φοίτησε στο Γυμνάσιο της Αθήνας, διαμένοντας πλησίον του ιερέα παππού του στην Άμφισσα, και ακολούθως αποφοίτησε το 1860 από το Γυμνάσιο της Λαμίας. Το 1862, έπειτα από προτροπή των θείων του, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου εγγράφηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, διαμένοντας ως οικότροφος στην οικία του ιστορικού Παύλου Λάμπρου. Ωστόσο, εγκατέλειψε τις ιατρικές σπουδές του πριν την αποφοίτηση, προκειμένου να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στην ιστορική έρευνα.
Το 1860, ο Σάθας —τότε ακόμη με το επώνυμο Σαθόπουλος— εγγράφεται συνδρομητής στη βιογραφία του Ιωσήφ Γαριβάλδη. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, ανακοινώνει την πρόθεσή του, από κοινού με τον Δ. Σ. Κοπιδά, να εκδώσει το δεκαπενθήμερο περιοδικό Κόσμος, το οποίο κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 1861, με τον Σαθόπουλο να αναλαμβάνει τη σύνταξή του. Ως παράρτημα του περιοδικού κυκλοφορούσε το μυθιστόρημα Φαρμασονίας Απόκρυφα, μεταφρασμένο από τη γαλλική γλώσσα.
Ο Σάθας παρέμεινε στη σύνταξη του περιοδικού έως τα τέλη Απριλίου του ιδίου έτους. Η αποχώρησή του ανακοινώθηκε από τον Κοπιδά την 1η Μαΐου 1861;
Το 1864, ο Σάθας κάνει την πρώτη του εμφάνιση στο φιλολογικό περιοδικό Πανδώρα, υιοθετώντας έκτοτε το επώνυμο με το οποίο έμεινε γνωστός. Το 1875, σε συνεργασία με τον Εμίλ Λεγκράν, εξέδωσε για πρώτη φορά το έργο Διγενής Ακρίτας, το οποίο προλόγισε ο ίδιος, αναδεικνύοντας τη σημασία της μελέτης τέτοιων κειμένων και προτρέποντας τους Έλληνες λογίους να στραφούν προς ανάλογες ερευνητικές κατευθύνσεις.
Ο κύκλος των ταξιδιών και των ερευνητικών αποστολών του Κωνσταντίνου Σάθα, μετά την έκδοση του Χρονικού του Γαλαξειδίου και την απόλυτη αφοσίωσή του στην ιστορική έρευνα, περιλαμβάνει πληθώρα σημαντικών σταθμών:
Καλοκαίρι 1865: Ταξίδι δέκα ημερών στη Ζάκυνθο, με καταγραφή 18 χειρογράφων, και πενήντα ημέρες έρευνας στο Αγγελόκαστρο Αιτωλοακαρνανίας.
Αύγουστος 1866: Διαμονή στη Μαδουρή Λευκάδας, φιλοξενούμενος του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.
Ιούνιος 1870: Σαράντα ημέρες ερευνών στην Κωνσταντινούπολη, με πρόσβαση στα αρχεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, της Θεολογικής Σχολής Χάλκης και του Σεραγίου. Κατά την επίσκεψή του στην Παναγία Σουμελά Τραπεζούντας, ανακάλυψε το ανέκδοτο χειρόγραφο του Διγενή Ακρίτα.
Επόμενα έτη: Οκτάμηνο ταξίδι στη Βιέννη, με αντιγραφή 5.000 ανέκδοτων εγγράφων από την Αυτοκρατορική Βιβλιοθήκη. Επισκέπτεται επίσης την Πέστη, το Μόναχο (όπου αντέγραψε κώδικα του 14ου αιώνα για την Τραπεζούντα), την Πράγα, το Αμβούργο, το Βερολίνο και την Κοπεγχάγη.
Οκτώβριος 1871: Εγκαθίσταται στη Βενετία και εργάζεται εντατικά στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη, στο Κρατικό Αρχείο Βενετίας και στο Μουσείο Correr, αντιγράφοντας 5.000 ανέκδοτα έγγραφα (1400–1450) και ταξινομώντας υλικό σχετικό με την Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα.
Οκτώβριος 1872 – Ιανουάριος 1874: Πραγματοποιεί νέες αποστολές σε Βιέννη, Μόναχο, Σικελία, Κορσική, Μιλάνο, Μπολόνια, Βενετία και Παρίσι, ερευνώντας βιβλιοθήκες και αρχεία.
1877: Δωρίζει μεγάλο μέρος της προσωπικής του βιβλιοθήκης στη Βιβλιοθήκη της Βουλής, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης. Συνεχίζει τις έρευνες σε Καλαβρία, Σικελία, Μπολόνια, Φλωρεντία και επιστρέφει στη Βενετία.
Απρίλιος 1879: Μεταβαίνει σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια για διαλέξεις.
1880–1890: Πραγματοποιεί συνεχείς μετακινήσεις μεταξύ Βενετίας και Παρισιού για την έκδοση της εννεάτομης Συλλογής Ανεκδότων Μνημείων της Ελληνικής Ιστορίας.
1907: Εγκαθίσταται οριστικά στο Παρίσι, σε συνθήκες πλήρους οικονομικής ανέχειας.
Η απόσυρσή του από την ελληνική κοινωνία και η παραμονή του στο εξωτερικό αντιμετωπίστηκαν με αποδοκιμασία στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Χαρακτηριστική είναι η φράση που χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι του Γαλαξειδίου προς τα παιδιά τους, όταν δεν επέλεγαν έναν πρακτικό βίο: «Σάθα θα σε κάνω; Σάθας θα καταντήσεις;»
Το 1909, η εφημερίδα Αθήναι ξεκίνησε πρωτοσέλιδη καμπάνια, αναδεικνύοντας τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης του λόγιου στο Παρίσι. Το θέμα τέθηκε στη Βουλή, με τον βουλευτή Καβαλιεράτο να ζητεί τη χορήγηση συντάξεως. Ωστόσο, πριν ληφθεί σχετική απόφαση, η Επανάσταση στο Γουδί ανέκοψε τη διαδικασία και η υπόθεση του Σάθα ξεχάστηκε. Ο λόγιος απεβίωσε λίγο αργότερα, σε μια σοφίτα της οδού Κολοσσαίου στο Παρίσι, όπου ζούσε με τη σύζυγό του, βυθισμένος στη λήθη, αλλά αφήνοντας πίσω του ένα έργο ανεκτίμητης ιστορικής και φιλολογικής αξίας.
Συγγραφικό έργο του Κωνσταντίνου Σάθα
Αν και ο Κωνσταντίνος Σάθας έγινε ευρύτερα γνωστός για το φιλολογικό και ιστοριοδιφικό του έργο, στην πρώιμη νεότητά του ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία και τη μετάφραση. Η πρώτη του γνωστή δημοσίευση πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο του 1858, όταν στην εφημερίδα Εσπέρα των Αθηνών δημοσίευσε ένα εγκωμιαστικό άρθρο για τον τότε δήμαρχο του Γαλαξιδίου, Λουκά Καραλίβανο. Το άρθρο αυτό ξεχωρίζει για το αδόκιμο ύφος του και είναι γραμμένο σε αρχαΐζουσα γλώσσα, γεγονός που καταδεικνύει την πρώιμη προσπάθεια του νεαρού συγγραφέα να εναρμονιστεί με τις λόγιες τάσεις της εποχής.
Στις 8 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, στην ίδια εφημερίδα, δημοσιεύεται αγγελία στην οποία αναφέρεται: «Παρακαλείται ο εκ Γαλαξειδίου κύριος Σαθόπουλος να εμφανισθή εις το γραφεΐον μας...», γεγονός που μαρτυρεί την έναρξη μιας επικοινωνίας η οποία καρποφόρησε. Έτσι, στις 21 Ιανουαρίου 1859, ο Σαθόπουλος μετέφρασε για την Εσπέρα ένα άρθρο από τη γαλλική γλώσσα, με τίτλο «Αποχαιρετισμός του Ναπολέοντος».
Κατά την περίοδο έως και το 1861, ο Σαθόπουλος υπέγραφε τα έργα του είτε με τα αρχικά Κ.Ν.Σ., είτε με το πλήρες όνομά του. Αργότερα, υιοθέτησε οριστικά το επώνυμο «Σάθας», με το οποίο και καταξιώθηκε στον φιλολογικό και ιστορικό χώρο. Κατά τη διάρκεια της συγγραφικής του σταδιοδρομίας αρθρογράφησε σε πλήθος φιλολογικών περιοδικών της εποχής, όπως η Πανδώρα, η Χρυσαλλίδα, το Αττικόν Ημερολόγιον, ο Ιλισσός, η Μελέτη και άλλα.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η πληροφορία που προσφέρει ο Ευθύμιος Σταθόπουλος, συγγραφέας του έργου Η Φωκίδα της Επαναστάσεως, ο οποίος, ακολουθώντας τα χνάρια του Σάθα, αναφέρει ότι πηγή σημαντικού μέρους του έργου του, και συγκεκριμένα της Νεοελληνικής Φιλολογίας, της Τουρκοκρατουμένης Ελλάδος, καθώς και του Προλόγου στο Χρονικό, υπήρξαν οι σημειώσεις και οι προφορικές διηγήσεις του δασκάλου των χρόνων της Τουρκοκρατίας, Γεράσιμου Λύτσικα — προπάππου του Σάθα από τη μητρική γραμμή. Οι σημειώσεις αυτές διασώθηκαν και παραχωρήθηκαν στον Σάθα από τους τρεις ιατρούς θείους του, στους οποίους αφιερώνει την έκδοση του Χρονικού.
Το πολυσχιδές έργο του καθιέρωσε τον Σάθα ως έναν από τους πρωτοπόρους της νεοελληνικής φιλολογίας και της ιστορικής επιστήμης. Δημοσίευσε ποιήματα, άρθρα και μεταφράσεις, ωστόσο, μετά το 1865, στράφηκε οριστικά προς την ιστορική έρευνα. Η εξέλιξη αυτή ήταν αποτέλεσμα τόσο της ηθικής συμπαράστασης που του προσέφερε ο Παύλος Λάμπρος —πατέρας του ιστορικού και πολιτικού Σπυρίδωνος Λάμπρου— όσο και της οικονομικής στήριξης από τον Κωνσταντίνο Λομβέρδο και τον Νικόλαο Μαυροκορδάτο.
Έκτοτε, έως και τον θάνατό του, αφιερώθηκε στη δημοσίευση ανέκδοτων κειμένων της Βυζαντινής και της Νεοελληνικής γραμματείας, καθώς και στη σύνταξη ιστορικών μελετών. Η ερευνητική του δραστηριότητα εκτείνεται σε πλήθος βιβλιοθηκών και κρατικών αρχείων, τόσο του ελλαδικού όσο και του ευρωπαϊκού χώρου. Ιδιαιτέρως αναφέρονται οι έρευνές του στη Λευκάδα, στη Ζάκυνθο, στη Φλωρεντία, στη Βενετία, στη Γένοβα, στην Πίζα, στο Μιλάνο, στη Βιέννη, στην Πράγα, στο Βερολίνο, στο Αμβούργο, στην Κωνσταντινούπολη και στο Παρίσι. Μέσω της συστηματικής συλλογής στοιχείων, κατόρθωσε να ανασύρει στην επιφάνεια παντελώς άγνωστα γεγονότα και να φωτίσει, στο μέτρο του δυνατού, την συσκοτισμένη εικόνα της ζωής τόσο κατά τους Βυζαντινούς χρόνους όσο και κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας, συμβάλλοντας καθοριστικά στην κατανόηση της ιστορικής διαδρομής του ελληνισμού.
Το Αρχείο του Κωνσταντίνου Σάθα αποτελεί εξαιρετικής σημασίας πηγή για την ιστορική και φιλολογική έρευνα και αναδεικνύει την πολυσχιδή πνευματική δραστηριότητα του σπουδαίου ιστοριοδίφη του 19ου αιώνα. Μέρος του αρχείου αυτού φυλάσσεται στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ) του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ) και συγκροτείται από πέντε υποφακέλους, οι οποίοι περιλαμβάνουν τετράδια με αντιγραφές αρχαίων χειρογράφων και κείμενα ή σχόλια που αναφέρονται σε κλασικούς και πατερικούς συγγραφείς, όπως ο Πλάτων, ο Πλούταρχος, ο Ωριγένης, ο Λιβάνιος και άλλοι.
Το αρχείο περιλαμβάνει, επίσης, αποσπάσματα μεταγραμμένα από λατινικά χειρόγραφα, καθώς και κειμενικό υλικό και μεταφράσεις στα λατινικά, θεολογικά, αποκρυφιστικά και αστρολογικά κείμενα, με ιδιαίτερη μνεία στα Αιγυπτιακά Μυστήρια και τις ανατολικές θρησκείες. Σημαντικό τμήμα του υλικού συνιστούν και κειμενικά τεκμήρια των νεοτέρων χρόνων, κυρίως του 17ου αιώνα, στα οποία περιλαμβάνονται μεταγραμμένα εκκλησιαστικά έγγραφα, σύντομα χρονικά και βιογραφίες εκκλησιαστικών προσώπων της Ανατολής και της Δύσεως.
Πέραν τούτων, στο αρχείο περιέχονται ποιήματα στη νεοελληνική, γαλλική, λατινική και ιταλική γλώσσα, καθώς και παλαιά μυθιστορήματα, κυρίως γαλλικά, υστεροβυζαντινά κείμενα, καθώς και τετράδια ή μεμονωμένα χειρόγραφα που σχετίζονται με περιοχές όπως η Κρήτη και η Κύπρος. Τα περισσότερα κείμενα συνοδεύονται από χειρόγραφες παρατηρήσεις ή σχόλια, είτε στο περιθώριο είτε στο τέλος κάθε τετραδίου, γεγονός που μαρτυρεί τη φιλολογική επεξεργασία και τον προσωπικό σχολιασμό του Σάθα.
Το σύνολο της αλληλογραφίας του διασώζεται και φυλάσσεται στη Βιβλιοθήκη της Άμφισσας, συνιστώντας έναν ακόμη πολύτιμο πυρήνα για την κατανόηση της πνευματικής του πορείας και των δικτύων με τα οποία συνδεόταν.
Ιδιαίτερης μνείας χρήζει το πρωτότυπο χειρόγραφο του έργου «Χρονικόν Ανέκδοτον Γαλαξειδίου», το οποίο για μεγάλο χρονικό διάστημα διατηρούνταν στην κατοχή των ανιψιών του, Αικατερίνης και Ευθυμίας Βλασσοπούλου. Το 1967, το χειρόγραφο παρεδόθη και το 1980 κατέληξε στην πατρίδα του Σάθα, όπου και φυλάσσεται σε ειδική προθήκη στο Ναυτικό Μουσείο. Το συγκεκριμένο τεκμήριο θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα μεταβυζαντινά χειρόγραφα, καθώς αποτυπώνει πολύτιμες μαρτυρίες για την ιστορία του Γαλαξειδίου και της ευρύτερης περιοχής.
Μνήμη Κωνσταντίνου Σάθα
Το πλούσιο και πολυσχιδές έργο του Κωνσταντίνου Σάθα εκτείνεται σε ευρύ φάσμα θεμάτων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι επαναστάσεις, η γεωγραφία του ελλαδικού χώρου, το εμπόριο, η οικονομία, η ναυτιλία, η τυπογραφία, ο Τύπος, η δημώδης λογοτεχνία και γλώσσα, οι συλλογές κειμένων και εγγράφων, καθώς και οι βιογραφίες ιστορικών προσώπων. Το έργο του διακρίνεται για τη συνέπεια στους ερευνητικούς του στόχους και τη σταθερότητα των πνευματικών του αναζητήσεων. Παρά ταύτα, η ερευνητική του δραστηριότητα διακόπηκε το έτος 1895, εξαιτίας συνδυασμού εξωτερικών δυσχερειών και σοβαρών προβλημάτων υγείας.
Ο Σάθας, υπερασπιζόμενος την άποψη περί της ιστορικής και πολιτισμικής ελληνικότητας του Βυζαντίου —θέση που αντίκειτο στο κυρίαρχο ιδεολογικό ρεύμα της εποχής— αντιμετώπισε σημαντικά εμπόδια στην εξασφάλιση χρηματοδότησης για τη συνέχιση των ερευνών του. Η αντίδραση που προκάλεσαν οι θεωρίες του σε επιστημονικούς και πολιτικούς κύκλους συνέπεσε χρονικά με τη σταδιακή απώλεια της οράσεώς του, γεγονός που επιδείνωσε την προσωπική και πνευματική του απομόνωση. Το 1900 μετέβη στο Παρίσι σε αναζήτηση θεραπείας, όπου και παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του, δεκατέσσερα έτη αργότερα, το 1914, σε ηλικία 72 ετών. Πέθανε τυφλός, απολύτως φτωχός και βαθύτατα πικραμένος, καθώς θεωρούσε ότι το έργο του δεν κατόρθωσε να αφυπνίσει τους Νεοέλληνες προς την κατεύθυνση της αληθινής τους εθνικής ταυτότητας — ταυτότητα την οποία, κατά τη γνώμη του, είχε αδικαιολόγητα ταυτίσει ο λαός με την ορθόδοξη πίστη.
Στο πλαίσιο των ιστορικών του ερευνών, ο Σάθας αντέκρουσε με σθένος τη θεωρία της καθόδου σλαβικών φύλων στην Πελοπόννησο, όπως αυτή διατυπώθηκε από τον Ιάκωβο Φαλμεράϋερ. Υποστήριξε τεκμηριωμένα ότι οι λεγόμενοι «Σλάβοι» ήταν στην πραγματικότητα Ιλλυριοί, οι οποίοι παρερμηνεύθηκαν και καταγράφηκαν από τους Βυζαντινούς συγγραφείς ως σλαβικά φύλα.
Ο Κωνσταντίνος Σάθας συγκαταλέγεται δικαίως στους σημαντικότερους ιστορικούς του νέου Ελληνισμού. Με τις πρωτοποριακές του έρευνες, ανέσυρε από τη λήθη όψεις της ελληνικής ιστορίας που μέχρι τότε είτε αγνοούνταν είτε αποσιωπούνταν, παρουσιάζοντας συχνά αποκλίνουσες ή και εσκεμμένα παραγνωρισμένες πτυχές του παρελθόντος. Ενδεικτικά, ανέδειξε την ύπαρξη μίας μυστικής αδελφότητας «εθνικών» στον Μυστρά του 15ου αιώνα, υπό την καθοδήγηση του φιλοσόφου Γεωργίου Πλήθωνος-Γεμιστού, καθώς και τον ρόλο των Ελλήνων λογίων και αρχαιολατρών στρατιωτών (stratioti) που μετανάστευσαν στη Δύση μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, συνεισφέροντας καθοριστικά στη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων και αξιών. Επιπλέον, ερεύνησε τη δράση μιας μυστηριώδους «Εταιρείας», η οποία διατηρούσε ζωντανή, έως και τις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης, τη φλόγα των αρχαίων μυστηρίων και της ελληνικής πνευματικής παράδοσης.
Ιδιαίτερη αξία αποδίδεται στα κείμενα του Καισαρίου Δαπόντε, τα οποία ανέδειξε ο Σάθας και μέσα από τα οποία αποτυπώνεται η ελληνική συνείδηση των βλαχοφώνων της Μοσχοπόλεως στη Βόρειο Ήπειρο. Η ιστοριογραφική του πορεία τον έφερε σε έντονη αντιπαράθεση με κατεστημένες απόψεις του καιρού του. Ήδη από το 1875, διατηρούσε φιλία με τον ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, ενώ συγκρούστηκε με τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο για ζητήματα ιστορικής ερμηνείας. Το 1879, ο Παπαρρηγόπουλος τον επέκρινε δημοσίως από τις στήλες της εφημερίδας Ώρα, αναφορικά με τις απόψεις που διατύπωσε στο έργο του «Περί της λεγομένης εκσλαβίσεως της Ελλάδος», στο οποίο ο Σάθας αντιπαρέθεσε τις δικές του ερμηνείες για την εθνολογική συνέχεια και ιστορική ταυτότητα του ελληνικού λαού.
Η ιστοριογραφική δραστηριότητα του Κωνσταντίνου Σάθα προκάλεσε ισχυρές αντιδράσεις στους ακαδημαϊκούς κύκλους της εποχής του, με κυριότερο επικριτή τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο. Ο τελευταίος θεώρησε τη θεωρία του Σάθα ως «βλαβερέστερη» για την εθνική συνοχή και έφθασε στο σημείο να παροτρύνει οικονομικούς παράγοντες να αποσύρουν τη στήριξή τους προς το έργο του ιστορικού. Αφορμή για τη σφοδρή αυτή αντίδραση αποτέλεσε ο πρόλογος που συνέγραψε ο Σάθας στον έβδομο τόμο της Μεσαιωνικής Βιβλιοθήκης, στον οποίο υπερασπιζόταν την άποψη ότι η ελληνική εθνική θρησκεία, παρά τους διωγμούς που υπέστη από τη βυζαντινή εξουσία, ουδέποτε εξαφανίστηκε ολοκληρωτικά από τον ελλαδικό χώρο —και ιδιαιτέρως από την Πελοπόννησο.
Το μνημειώδες έργο του, που υπερβαίνει τις 15.000 σελίδες, παραγκωνίστηκε συστηματικά, ενώ η εγκυρότητά του υποτιμήθηκε μεθοδικά από τους αντιπάλους του. Επικριτές του υποστήριξαν πως η άρνησή του να παραθέτει αναλυτικά τις πηγές του για κάθε επιμέρους θέση παρείχε επιχειρήματα αμφισβήτησης της επιστημονικής του μεθοδολογίας. Ωστόσο, ο Σάθας διατύπωνε ρητά την αντίθεσή του προς την παραδοσιακή ιστοριογραφία, σημειώνοντας χαρακτηριστικά πως «η (πραγματική) Ιστορία του ελληνικού έθνους ούτε εις τα ανύπαρκτα των ελληνικών μονών αρχεία, ούτε εις τα γελοία έγγραφα της τουρκικής διοικήσεως πρέπει να αναζητηθή».
Σημαντικό μέρος της συμβολής του έγκειται στην αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας σχετικά με την Επανάσταση του 1821 και το υπόβαθρό της. Ανέδειξε ότι η περίοδος της Τουρκοκρατίας δεν υπήρξε παθητική και αδρανής, αλλά χαρακτηρίστηκε από πλήθος εξεγέρσεων, που μέχρι τότε είτε αποσιωπούνταν είτε υποβαθμίζονταν από την κρατούσα αφήγηση. Αντίθετα προς τη συμβατική ιστοριογραφία που αναφέρει δύο ή τρεις επαναστάσεις προ της Εθνεγερσίας, ο Σάθας τεκμηρίωσε την ύπαρξη τουλάχιστον ογδόντα τοπικών επαναστατικών κινημάτων από τη Χειμάρρα της Βορείου Ηπείρου μέχρι την Κρήτη και από τη Ρούμελη έως την Κύπρο. Όλα αυτά καταγράφονται στο ογκώδες έργο του Τουρκοκρατουμένη Ελλάς, στο οποίο περιλαμβάνονται μαρτυρίες για γνωστές αλλά και άγνωστες εξεγέρσεις, στοιχειοθετώντας έτσι την αδιάκοπη παρουσία ενός αδούλωτου εθνικού φρονήματος.
Η πατρίδα του, το Γαλαξίδι, διατηρεί ζωντανή τη μνήμη του. Το σπίτι της οικογένειας Σάθα σώζεται έως σήμερα κοντά στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, ενώ η προτομή του ιστορικού κοσμεί μία από τις κεντρικές πλατείες της πόλεως. Το έτος 1980, κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Κωνσταντίνου Τσάτσου, πραγματοποιήθηκε η μετακομιδή των οστών του Σάθα από το Παρίσι στο Γαλαξίδι, όπου και ενταφιάστηκαν με τιμές στο Δημοτικό Κοιμητήριο, αποκαθιστώντας εν μέρει την αδικία της λήθης.
Η μεταγενέστερη φιλολογική και ιστορική κριτική επανεκτίμησε τη συμβολή του Κωνσταντίνου Σάθα. Ο Γεώργιος Σαββίδης υπογράμμισε τη θεμελιώδη σημασία του έργου του γράφοντας: «...Σε τούτον τον αυτοδίδακτον αρχειοδίφη και στα 50 χρόνια του ακούραστου μόχθου του, χρωστάμε τα θεμέλια της Νεοελληνικής Φιλολογίας και Ιστορίας». Ο Κωνσταντίνος Θ. Δημαράς συμπλήρωσε: «Μπορούμε σήμερα ακόμη να λέμε ότι η νεοελληνική γραμματεία τρέφεται από ύλη την οποία της έχει προσφέρει ο Γαλαξειδιώτης ιστοριοδίφης». Αντίστοιχα, ο Γεώργιος Παπακώστας ανέφερε ότι ο Σάθας συγκαταλέγεται «μεταξύ εκείνων χάρη στους οποίους τέθηκαν οι βάσεις των νεοελληνικών σπουδών για τα νεώτερα φιλολογικά πράγματα στη χώρα μας».
Ο Λίνος Πολίτης κατέταξε τον Σάθα ανάμεσα στους πέντε ή έξι κορυφαίους εκπροσώπους της πνευματικής και επιστημονικής ανανεωτικής κινήσεως της δεκαετίας του 1880, μαζί με τον Κωστή Παλαμά, τον Γιάννη Ψυχάρη, τον Γεώργιο Ν. Χατζιδάκι και τον Νικόλαο Γ. Πολίτη. Ενδεικτικό της αναγνώρισης που του αποδόθηκε, έστω και εκ των υστέρων, είναι και το δημοσίευμα του Δημητρίου Κορομηλά στην πρώτη ημερήσια αθηναϊκή Εφημερίδα, στο οποίο σημειώνει: «Δια των μελετών αυτού επί του μεσαιωνικού ελληνισμού και δια των προσφορών του τούτων απέκτησε δικαιώματα αναντίρρητα εις την αγάπην και την προστασίαν του έθνους».
Ο Κωνσταντίνος Σάθας υπήρξε ιδιαίτερα παραγωγικός συγγραφέας, με το σύνολο των δημοσιευμένων έργων του να ανέρχεται σε ενενήντα έξι τίτλους, οι οποίοι καλύπτουν κυρίως την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και της Τουρκοκρατίας.
Το 1859 εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Νεκρικά δάκρυα επί του τάφου του Δημητρίου Λ. Ράλλη», έργο αφιερωμένο στον θάνατο του νεαρού Δημητρίου Ράλλη, υιού του τότε δημάρχου Πειραιώς, Λουκά Ράλλη, ο οποίος απεβίωσε, έπειτα από μακρά ασθένεια, τη νύκτα της 26ης προς 27η Δεκεμβρίου 1858. Ο Δημήτριος Ράλλης υπήρξε στενός φίλος του Σάθα.
Στις 25 Απριλίου 1859, ο Σάθας μετέφρασε από τη γαλλική γλώσσα φυλλάδιο με τίτλο «Το Ιταλικόν ζήτημα και ο Αυτοκράτωρ Ναπολέων Γ΄», το οποίο αφιέρωσε στον θείο του, γιατρό Αθανάσιο Λύτσικα. Το 1860 δημοσίευσε τα «Γνωμικά διαφόρων σοφών περί Έρωτος» και ακολούθως τις «Σκέψεις Ναπολέοντος Α΄ εξόριστου εν τη Αγία Ελένη», οι οποίες δημοσιεύθηκαν σε συνέχειες στο περιοδικό «Κόσμος». Επίσης, μετέφρασε τα «Απομνημονεύματα εξόριστου βασιλέως», έργο του Πέτρου Ζακών, το οποίο αφιέρωσε στους θείους του γιατρούς Παναγιώτη, Ιωάννη και Αθανάσιο Λύτσικα.
Κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στο Γαλαξίδι, ο Σάθας εντόπισε το «Χρονικόν Ανέκδοτον Γαλαξειδίου», έργο το οποίο συνέγραψε το 1703 ο ιερομόναχος Ευθύμιος Πενταγιώτης. Το χειρόγραφο βρέθηκε στα ερείπια της Μονής του Σωτήρος στο Γαλαξίδι και αρχικά δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Κόσμος». Το 1865 εκδόθηκε σε βιβλίο με εισαγωγή και σχόλια του Σάθα και αφιερώθηκε στον θείο του, γιατρό Αθανάσιο Λύτσικα. Το Χρονικό αποτελεί περιληπτική καταγραφή της ιστορίας του Γαλαξειδίου από τον 10ο έως τον 17ο αιώνα και μαρτυρεί την ύπαρξη του οικισμού ήδη από τον 8ο αιώνα.
Το 1867 εκδόθηκε το δίτομο έργο του «Ελληνικά Ανέκδοτα, περισυνταχθέντα και εκδιδόμενα κατ’ έγκρισιν της Βουλής εθνική δαπάνη», καθώς και το «Επικρίσεως Έλεγχος». Την επόμενη χρονιά (1868) κυκλοφόρησε η «Νεοελληνική Φιλολογία: Βιογραφίαι των εν τοις γράμμασι διαλαμψάντων Ελλήνων από της καταλύσεως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι της Ελληνικής Εθνεγερσίας (1453–1821)», έργο που βραβεύθηκε στον Ροδοκανάκειο Διαγωνισμό και αποτελεί έναν βιογραφικό και εργογραφικό κατάλογο λογίων της Τουρκοκρατίας.
Το έργο αυτό συμπληρώθηκε το 1870 με το «Νεοελληνικής Φιλολογίας Παράρτημα. Ιστορία του ζητήματος της Νεοελληνικής Γλώσσης», το οποίο περιλαμβάνει επιπλέον βιογραφίες και εργογραφίες Ελλήνων λογίων. Το 1869 εκδόθηκε το «Τουρκοκρατούμενη Ελλάς: Ιστορικόν Δοκίμιον περί των προς αποτίναξιν του Οθωμανικού ζυγού επαναστάσεων του Ελληνικού Έθνους (1453–1821)», ενώ το 1870 ακολούθησε το έργο «Ιστορικαί Διατριβαί», με αναφορές σε βιογραφικά και εργογραφικά στοιχεία λογίων του νεότερου Ελληνισμού.
Στο εν λόγω έργο παρουσιάζονται σημαντικά στοιχεία, μεταξύ των οποίων:
-
αίτημα των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη της Μάλτας προς την κυβέρνηση των επαναστατημένων Ελλήνων για παραχώρηση βάσης στην Ελλάδα·
-
σχέδιο διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τον Ισπανό πρωθυπουργό και καρδινάλιο Ιούλιο Αλβερόνη (1730)·
-
έμμετρη βιογραφία του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, έργο του τυφλού Αλβανού ποιητή Χατζή Σεχρέτη, εκ του χειρογράφου της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος.
Το Τάγμα των Ιπποτών υπέγραψε στις 10 Ιουλίου 1823, στο Παρίσι, συνθήκη με την ελληνική κυβέρνηση, με την οποία αναγνώριζε την ανεξαρτησία της Ελλάδας και προέβλεπε τη χρηματοδότηση της Επανάστασης με τέσσερα εκατομμύρια φράγκα, έναντι παραχώρησης της κυριότητας των νήσων Οινούσες και Σύρος, έως την απελευθέρωση της Ρόδου, της Καρπάθου και της Αστυπάλαιας. Ωστόσο, η συμφωνία δεν υλοποιήθηκε. Αξιοσημείωτο είναι ότι τα πρώτα νομίσματα του ελληνικού κράτους, οι αργυροί φοίνικες του Ιωάννη Καποδίστρια, κόπηκαν στο νομισματοκοπείο του Τάγματος, το οποίο αγοράστηκε στη Μάλτα και μεταφέρθηκε στην Αίγινα το 1828.
Το 1870 εκδόθηκε το «Δοκίμιον περί του Πατριάρχου Ιερεμίου Β΄ (1572–1594)». Από το 1872 έως το 1894, εκδόθηκε το μνημειώδες επτάτομο έργο «Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη», βασισμένο κυρίως σε ιταλικές πηγές. Ο Σάθας αντικρούει στο έργο αυτό τους ισχυρισμούς των Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου και Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου περί «ελληνοχριστιανικού» πολιτισμού και της εθνολογικής συνέχειας του Ελληνισμού μέσω της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Εντός του πρώτου τόμου αναφέρεται η προδοσία της Θεσσαλονίκης από μοναχούς της Μονής Βλατάδων, οι οποίοι καθοδήγησαν τον σουλτάνο να κόψει την υδροδότηση των πολιορκημένων κατοίκων.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι και η συμβολή του στην κυπριακή ιστοριογραφία. Ο δεύτερος τόμος της Μεσαιωνικής Βιβλιοθήκης, που εκδόθηκε το 1873 στη Βενετία, περιλαμβάνει τα Χρονικά των Λεοντίου Μαχαιρά και Γεωργίου Βουστρωνίου, καθώς και άλλα κείμενα, όπως το Περί των κατά την χώραν Κύπρον σκαιῶν του Αγίου Νεοφύτου, το Μαρτύριον Κυπρίων και μελέτη του Παναγιώτη Λάμπρου για τα μεσαιωνικά κυπριακά νομίσματα. Ο έκτος τόμος, εκδοθείς στο Παρίσι το 1877, περιέχει τα Ασσιζά, δηλαδή τη νομοθεσία της Φραγκοκρατίας, και μακροσκελή πρόλογο του Σάθα.
Σημαντικά επίσης είναι τα έργα:
-
«Ειδήσεις τίνες περί εμπορίου και φορολογίας εν Ελλάδι επί Τουρκοκρατίας» (1878–1879)·
-
«Ιστορικόν Δοκίμιον περί του Θεάτρου και της Μουσικής των Βυζαντινών, ήτοι εισαγωγή εις το Κρητικόν Θέατρον» (1878)·
-
«Κρητικόν Θέατρον» (1879), με έκδοση των δραμάτων Ζήνων, Στάθης, Ερωφίλη και Γύπαρις·
-
«Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας» (9 τόμοι, 1880–1888)·
-
«Χρονικόν της Κύπρου» του Λεοντίου Μαχαιρά (επιμέλεια, 1882)·
-
«Έλληνες στρατιώται εν τη Δύσει και η Αναγέννησις της Ελληνικής τακτικής» (1887), στο οποίο ο Σάθας απορρίπτει την έννοια της «ελληνικότητας» των Βυζαντινών, αναδεικνύει τη βίαιη φύση του εκχριστιανισμού και παρουσιάζει μαρτυρίες για την εθνική και θρησκευτική ταυτότητα των Αρβανιτοφώνων Ελλήνων της Βενετίας.
Το έργο του Σάθα συνιστά μία από τις πιο συνεκτικές και ρηξικέλευθες προσπάθειες τεκμηριωμένης ανάδειξης της ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού με τρόπο που συχνά συγκρούστηκε με την επικρατούσα ιδεολογική ερμηνεία της εποχής του.
Σχόλια