Γεράσιμος Λαβράνος
Ο Γεράσιμος Λαβράνος (Κέρκυρα, 30 Μαΐου 1935 – Αθήνα, 24 Μαρτίου 2015) αποτελεί μία από τις πιο φωτεινές μορφές της νεότερης ελληνικής μουσικής σκηνής, του οποίου το έργο υπήρξε γέφυρα ανάμεσα στην εγχώρια παράδοση και τη διεθνή τζαζ και σόουλ μουσική. Από τα παιδικά του χρόνια, ο Λαβράνος έδειξε το εξαιρετικό του ταλέντο· ήδη στα έντεκα του χρόνια εντάχθηκε στην τοπική φιλαρμονική εταιρεία «Νίκος Μάντζαρος», όπου έπαιζε κόρνο και καλλιεργούσε τις πρώτες του μουσικές δεξιότητες. Παράλληλα, σπούδασε θεωρητικά και πιάνο, θέτοντας στέρεες βάσεις για την μετέπειτα πορεία του.
Αρχικά προσανατολίστηκε στην κλασική μουσική, ωστόσο η τυχαία ανακάλυψη, στο σπίτι του δασκάλου του Σπύρου Μεταλληνού, παρτιτούρων των Γκέρσουιν και Κόουλ Πόρτερ, άνοιξε για αυτόν έναν νέο ορίζοντα στη μουσική έκφραση. Από εκεί και πέρα, η αγάπη του για την τζαζ τον οδήγησε να ακολουθήσει μια καινοτόμο και τολμηρή διαδρομή, μέσα από την οποία συνέβαλε καθοριστικά στην εξέλιξη του είδους στην Ελλάδα.
Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας στο Φάληρο, δεν εγκατέλειψε τις σπουδές του στο Ωδείο Αθηνών, ενώ παράλληλα συμμετείχε σε ζωντανές μουσικές εμφανίσεις, παίζοντας πιάνο στο κέντρο «Φλοίσβος». Με την ολοκλήρωση της θητείας του, αρνήθηκε πολλές προτάσεις συνεργασίας και επέλεξε να ενταχθεί στην ορχήστρα του Γιώργου Μουζάκη, που διέθετε μια σύγχρονη τζαζ αισθητική. Με την ορχήστρα αυτήν, έπαιξε σε κοσμικά κέντρα της Αθήνας, σε κρουαζιερόπλοια, καθώς και σε περιοδείες στην Αμερική και αλλού.
Το 1958 κυκλοφόρησε ο πρώτος του δίσκος, ενώ ήδη εκείνη την περίοδο διηύθυνε το κουαρτέτο του στην ελληνική ραδιοφωνία, μέσα από πολυάριθμες ζωντανές εκπομπές. Το πρώτο του τραγούδι, «Χέρι χέρι», σε στίχους του Κώστα Πρετεντέρη, γνώρισε μεγάλη επιτυχία, τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδος, διασκευασμένο και ερμηνευμένο από σημαντικούς ξένους μουσικούς, όπως ο Λουί Αρμανό και ο Γκι Λαφίτ.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, η καλλιτεχνική του άνθηση υπήρξε εντυπωσιακή. Η ορχήστρα του μάγευε τα μεγαλύτερα κοσμικά κέντρα της Αθήνας (όπως το Κόρονετ και η Αθηναία), ενώ τραγούδια του ερμηνεύτηκαν από εξέχοντες καλλιτέχνες της εποχής, όπως η Νάνα Μούσχουρη, η Μαρινέλλα, ο Σώτος Παναγόπουλος, η Τζένη Βάνου (ψευδώνυμο που επινόησε ο ίδιος για τη φωνή της), ο Τζίμης Μακούλης, η Γιοβάνα και πολλοί άλλοι. Η συνεργασία του με τη Μαρινέλλα περιελάμβανε και συναυλίες στη Βραζιλία το 1968, γεγονός που επισφράγισε την εκτίμηση που απολάμβανε διεθνώς.
Παράλληλα, η συμβολή του στον κινηματογράφο υπήρξε σημαντική, καθώς συνέθεσε μουσική για περίπου 25 ελληνικές ταινίες, μεταξύ των οποίων και επτά της Φίνος Φιλμ. Η μουσική του στην ταινία «Η Σωφερίνα» (1964), με το τραγούδι «Χάλι Γκάλι» ερμηνευμένο από την Αλίκη Βουγιουκλάκη, γνώρισε ευρεία επιτυχία. Η τελευταία του δουλειά στον κινηματογράφο ήταν η «Αγώνας Χωρίς Τέλος» το 1979.
Η συνεισφορά του Γεράσιμου Λαβράνου στην τζαζ και τη μουσική γενικότερα αναγνωρίστηκε και από το διεθνές μουσικό περιοδικό «Jazz & Jazz», που το 2007 τον κατέταξε ανάμεσα στους κορυφαίους μουσικούς της exotica mood.
Ο Γεράσιμος Λαβράνος άφησε την τελευταία του πνοή στις 24 Μαρτίου 2015, λίγους μήνες πριν τα 80ά του γενέθλια., αφήνοντας πίσω του πλούσια παρακαταθήκη που συνεχίζει να εμπνέει γενιές μουσικών και ακροατών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι αδελφός του ήταν ο Νίκος Λαβράνος, συνεισφέροντας επίσης στον χώρο των τεχνών, ενώ η συνολική προσφορά του Γεράσιμου Λαβράνου στη μουσική σκηνή της Ελλάδας και η διεθνής αναγνώριση τον κατατάσσουν μεταξύ των σημαντικότερων μουσικών της εποχής του.
Δισκογραφία
Η ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας 45 στροφών αρχίζει να διαμορφώνει ένα διακριτό «πρόσωπο» στα τέλη της δεκαετίας του 1950, όταν το 1958 ο Αλέξανδρος Πατσιφάς και ο Νίκος Καρύδης ίδρυσαν την εταιρεία Fidelity. Ανάμεσα στα πρώτα EP της Fidelity ξεχωρίζει ένα τετραπλό δισκάκι του Σώτου Παναγόπουλου, που περιλάμβανε το τραγούδι «Χέρι-χέρι», με μουσική του Γεράσιμου Λαβράνου και στίχους του Κώστα Πρετεντέρη. Το τραγούδι αυτό γνώρισε μεγάλη απήχηση, καθιερώθηκε ως επιτυχία και μέχρι σήμερα διατηρείται ζωντανό στη μνήμη και στο ρεπερτόριο του ελληνικού τραγουδιού. Παράλληλα, αποτέλεσε το πρώτο σημαντικό βήμα του Λαβράνου για διεθνή αναγνώριση, γεγονός πρωτοφανές για τα ελληνικά μουσικά δεδομένα της εποχής.
Όπως αφηγείται ο ίδιος ο συνθέτης, το τραγούδι γράφτηκε το 1958 και σχεδόν αμέσως υιοθετήθηκε από τον Τάκη Μωράκη, ο οποίος το διασκεύασε σε δύο εκτελέσεις: τη γυναικεία φωνή της Λόλας Τσακίρη και την ανδρική του Σώτου Παναγόπουλου. Το 1959 κυκλοφόρησε επίσημα σε δίσκο από τη νεοϊδρυθείσα Fidelity, και η απήχηση υπήρξε εκρηκτική. Το «Χέρι-χέρι» ερμηνεύτηκε σε διάφορα μουσικά στυλ — από μπολέρο έως λάτιν —, ενώ μία από τις πιο γνωστές εκτελέσεις προήλθε από το Τρίο Μπραζίλ, το οποίο αργότερα μετονομάστηκε σε Trio Athenee και απέκτησε φήμη σε ευρωπαϊκές μουσικές σκηνές. Η εξάπλωση του τραγουδιού στο εξωτερικό είναι εντυπωσιακή: το άκουσε και το ερμήνευσε ο Λουί Μαριανό, κορυφαία προσωπικότητα της γαλλικής οπερέτας, καθώς και η Ζακλίν Μπουαγιέ. Επίσης, το κομμάτι έγινε τζαζ από τους σαξοφωνίστες Γκι Λαφίτ και Αϊμ Μπαρελί, ο οποίος είχε συνεργαστεί ακόμη και με τον θρυλικό Τζάνγκο Ράιχαρντ. Αξίζει να σημειωθεί πως ο Ωνάσης είχε φέρει τον Μπαρελί να παίξει στα «Αστέρια» για ένα μόνο βράδυ, γεγονός που μαρτυρεί το κύρος των μουσικών που γύρω από το «Χέρι-χέρι» συγκεντρώθηκαν.
Τα πρώτα τρία Φεστιβάλ Τραγουδιού του ΕΙΡ, το 1959, 1960 και 1961, αποτέλεσαν μια καθοριστική προσπάθεια ανάδειξης του νεωτερικού ελληνικού τραγουδιού. Σ’ αυτά συμμετείχαν με συνθέσεις τους όλοι οι μεγάλοι μουσικοί της εποχής, όπως οι Μάνος Χατζιδάκις, Μίκης Θεοδωράκης, Μίμης Πλέσσας, Σταύρος Κουγιουμτζής και άλλοι, ανάμεσά τους και ο Γεράσιμος Λαβράνος, που πρότεινε το «Το πρώτο χελιδόνι» (ερμηνευμένο από τη Ρένα Βλαχοπούλου και τον Γιάννη Βογιατζή).
Παράλληλα με το «Χέρι-χέρι», η δισκογραφία της εποχής γνώρισε μια σειρά από επιτυχίες: το «Χρόνια πολλά» και η «Παραμυθένια ζωγραφιά» με το Trio Bel-Canto, το σλόου ροκ «Αιθέριο λουλούδι» με τον Γιάννη Βογιατζή, το «Δεν θα μάθεις ποτέ» και το «Καράβια φεύγουνε» με τον Τζίμη Μακούλη, καθώς και πιο πειραματικά κομμάτια όπως το τζαζ «Ένα βουνό οι λύπες μου» με τον Γιώργο Μούτσιο ή το σκοτεινό «Μια νύχτα έκλαψα» με την Καίτη Μπελίντα.
Το καλοκαίρι του 1961 ο Γεράσιμος Λαβράνος συναντήθηκε στα εγκαίνια του Mont Parnes με τον διάσημο αιγυπτιο-λιβανέζο συνθέτη Bob Azzam, ο οποίος ήδη είχε σημειώσει επιτυχία στη Γαλλία με το «Mustapha», ένα fox oriental. Αντιστοίχως, ο Λαβράνος είχε το δικό του γαλλικό χιτ, το «Quand on aime». Αυτή η γνωριμία οδήγησε σε ανταλλαγή κομματιών και συνεργασίες, όπως το ελληνικό 45άρι «Mustapha/ Μένω σε κάποια γειτονιά», στο οποίο η Σούλη Σαμπάχ ερμήνευσε μαζί με την ορχήστρα του Λαβράνου.
Παράλληλα, ο Bob Azzam μετέτρεψε το ελληνικό «Καράβια φεύγουνε» σε calypso rock με τίτλο «Le grand depart», που γνώρισε επιτυχία στη γαλλική Ριβιέρα. Η διασκευή αυτή απέκτησε και ιταλική εκδοχή, με την Betty Curtis να ερμηνεύει το «La tua gioventu». Την ίδια περίοδο, το «Απόγευμα της Κυριακής» σε στίχους Κώστα Κοφινιώτη, γνωστό από την ερμηνεία του Τζίμη Μακούλη, έγινε μεγάλη επιτυχία στην Ισπανία ως «Atardecer de un Domingo», διασκευασμένο επίσης από τον σαξοφωνίστα Πέδρο Ιτουράλδε και ερμηνευμένο από τη Νάνα Μούσχουρη.
Η γνωριμία με το ισπανικό συγκρότημα Espanoles υπήρξε κομβική για τον Λαβράνο, καθώς μέσω αυτής γνωρίστηκε με τον Νίκο Αντύπα, διευθυντή της Philips και Polydor, με τον οποίο πραγματοποίησε σημαντικές συνεργασίες, περιλαμβάνοντας κυκλοφορίες και εκτελέσεις από μεγάλους καλλιτέχνες της εποχής.
Τέλος, η κυκλοφορία των δύο πρωτοποριακών EP «Rebeta Nova» (τέλη 1964 - αρχές 1965) αποτέλεσε μια τομή, καθώς ο Λαβράνος διασκεύασε λαϊκά τραγούδια της εποχής σε ρυθμούς της παγκόσμιας μουσικής σκηνής (shake, bossa nova, cha-cha κ.ά.), προσδίδοντάς τους μια φρέσκια και πρωτότυπη διάσταση, αποδεικνύοντας τη μουσική του ευφυΐα και την πολυμορφία του ήχου του.
Με την ορχήστρα του Λαβράνου, στην οποία συμμετείχαν αξιόλογοι μουσικοί όπως ο Νίκος Λαβράνος, ο Γιώργος Λαβράνος, ο Μανώλης Μικέλης, η Audrey Grey και άλλοι, η μουσική σκηνή της Αθήνας απέκτησε έναν ζωντανό, σύγχρονο και διεθνώς ανταγωνιστικό ήχο, που διαπέρασε τα σύνορα, εμφανιζόμενη στα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά σαλόνια.
Παράλληλα, ο Λαβράνος πρωτοπόρησε και στην εισαγωγή της soul μουσικής στην Ελλάδα, με εμφανίσεις σε κεντρικά νυχτερινά κέντρα και συνεργασίες με ξένους καλλιτέχνες, φέρνοντας για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό τη νέα αυτή μουσική τάση που κυριαρχούσε παγκοσμίως.
Η συμμετοχή του στον Διεθνή Μουσικό Διαγωνισμό του Ρίο ντε Τζανέιρο το 1968 με το τραγούδι «Αν θες να ρθης» ανέδειξε τον Γεράσιμο Λαβράνο ως έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της σύγχρονης ελληνικής μουσικής, καθώς η παρουσία του εκεί έγινε δεκτή με ενθουσιασμό, συνδέοντας την ελληνική μουσική παράδοση με τα παγκόσμια μουσικά ρεύματα.
Σχόλια