Σωτήριος Λεωνιδάκης (Αλέξης Πάρνης)
Ο Σωτήριος Λεωνιδάκης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο: Αλέξης Πάρνης, 24 Μαΐου 1924 – 10 Μαρτίου 2023), συνιστά μία από τις πολυσχιδείς μορφές της ελληνικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα. Ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και μυθιστοριογράφος, η ζωή και το έργο του διαπλέκονται στενά με τις δραματικές καμπές της νεότερης ελληνικής ιστορίας, ιδιαίτερα με την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφυλίου Πολέμου.
Ο Σωτήριος Λεωνιδάκης γεννήθηκε στον Πειραιά στις 24 Μαΐου 1924, φέροντας στην καταγωγή του στοιχεία από δύο κατεξοχήν αγωνιστικές περιοχές του ελληνικού χώρου: την Κρήτη και τη Μάνη. Από νεαρή ηλικία εντάχθηκε στην Εθνική Αντίσταση κατά της γερμανικής κατοχής, συμμετέχοντας ενεργά ως μαχητής στις τάξεις του ΕΛΑΣ. Η πολεμική του δράση κορυφώθηκε με τη συμμετοχή του στην τελευταία μάχη κατά των γερμανικών δυνάμεων κατοχής στην Αθήνα, εμπλοκή η οποία του κόστισε έναν τραυματισμό κατά τα Δεκεμβριανά – τα δραματικά γεγονότα του Δεκεμβρίου του 1944 που σηματοδότησαν την απαρχή των εμφύλιων συγκρούσεων.
Η ειρωνεία της ιστορικής συγκυρίας θέλησε ο Λεωνιδάκης να πληροφορηθεί τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ενώ νοσηλευόταν στο νοσοκομείο της Κορυτσάς, τραυματισμένος από τα πρόσφατα γεγονότα. Τον Μάιο του 1945, μεταφέρθηκε στο Ρουμπίκ της Αλβανίας, γεγονός που αντανακλά τις στενές συνδέσεις του με τις αντιστασιακές δομές των Βαλκανίων, καθώς και την εμπλοκή του στην περαιτέρω εξέλιξη του ελληνικού εμφυλίου μέσω της συμμετοχής του στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ).
Η βιογραφική του διαδρομή, έντονα σημαδεμένη από τον αγώνα, τον διωγμό και την εξορία, αποτελεί ουσιώδες πλαίσιο για την κατανόηση του συγγραφικού του έργου. Ο Λεωνιδάκης δεν υπήρξε απλώς αυτόπτης αλλά και συμμέτοχος της Ιστορίας, και τούτο προσδίδει στη γραφή του –ποιητική, θεατρική ή πεζογραφική– ένα ιδιαίτερο βάρος μαρτυρίας και πολιτικής στράτευσης, χωρίς ωστόσο να στερείται της αισθητικής και φιλοσοφικής εμβάθυνσης που χαρακτηρίζει τη μεγάλη λογοτεχνία.
Η θεατρική και λογοτεχνική σταδιοδρομία του Λεωνιδάκη εγκαινιάζεται εν μέσω των δραματικών γεγονότων του Εμφυλίου Πολέμου, αποτυπώνοντας ήδη από τα πρώτα της βήματα την αλληλεπίδραση της τέχνης με την ιστορία και την πολιτική στράτευση. Το μονόπρακτο έργο του Τελευταία νύχτα, το οποίο πραγματεύεται τα γεγονότα των Δεκεμβριανών, σηματοδοτεί την απαρχή της δημιουργικής του πορείας στο θέατρο. Το έργο αυτό παρουσιάστηκε από τον θίασο των ανταρτών, μια μορφή λαϊκού θεάτρου στρατευμένου στην υπόθεση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), και αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της πρωτογενούς δραματουργίας που γεννήθηκε μέσα στις συνθήκες του εμφυλίου αγώνα.
Από τον Νοέμβριο του 1948, ο Λεωνιδάκης ανέλαβε καθήκοντα πολεμικού ανταποκριτή και υπηρέτησε ως υπολοχαγός, γράφοντας για το Δελτίο Ειδήσεων, έντυπο όργανο του ΔΣΕ, και αργότερα για την εφημερίδα Προς τη νίκη. Το συγγραφικό του έργο της περιόδου αυτής διαπνέεται από το ήθος της μαρτυρίας και της πολιτικής προσήλωσης. Η πρώτη του επίσημη εμφάνιση στη λογοτεχνία σημειώνεται με τη συλλογή διηγημάτων Είμαι μαχητής του Δημοκρατικού Στρατού, έκδοση που πραγματοποιήθηκε υπό αντίξοες συνθήκες, στα τυπογραφεία του ΔΣΕ στις Πρέσπες — έναν από τους τελευταίους ελεύθερους θύλακες του αντάρτικου.
Μετά την κατάρρευση του μετώπου, ο Λεωνιδάκης εντάσσεται στην κοινότητα των πολιτικών προσφύγων και μεταφέρεται στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν, όπου συνέχισε να ασκεί τη δημοσιογραφία, αρθρογραφώντας στην εφημερίδα της ελληνικής παροικίας. Το 1951 ξεκινά τις σπουδές του στο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο Μαξίμ Γκόρκι της Μόσχας, ένα από τα πλέον σημαίνοντα ιδρύματα λογοτεχνικής εκπαίδευσης της ΕΣΣΔ, το οποίο ανέδειξε πλειάδα συγγραφέων τόσο από τη Σοβιετική Ένωση όσο και από τις χώρες του σοσιαλιστικού μπλοκ.
Κατά τη διαμονή του στη Μόσχα, ο Λεωνιδάκης ήλθε σε επαφή και σύναψε σχέσεις με εμβληματικές μορφές των διεθνών γραμμάτων, όπως ο Ρώσος ποιητής Μπορίς Πάστερνακ και ο Τούρκος κομμουνιστής ποιητής Ναζίμ Χικμέτ. Μέσα στο κλίμα αυτό ξεκινά τη σύνθεση του ποιητικού έπους Μπελογιάννης, εμπνευσμένου από τη ζωή και τη θυσία του Νίκου Μπελογιάννη, μιας εμβληματικής μορφής του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος. Το ποίημα αυτό θα του αποφέρει διεθνή αναγνώριση, τιμώμενο με το πρώτο παγκόσμιο βραβείο ποίησης στο Φεστιβάλ της Βαρσοβίας το 1955, επιβεβαιώνοντας τη θέση του Πάρνη όχι μόνο ως εθνικού αλλά και ως διεθνούς λογοτέχνη, στρατευμένου στην υπόθεση της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Η φιλία και η πολιτική αφοσίωση του Λεωνιδάκη προς τον Νίκο Ζαχαριάδη, Γενικό Γραμματέα του ΚΚΕ κατά τις κρίσιμες δεκαετίες του 1940 και 1950, συνιστά μία από τις πλέον χαρακτηριστικές πτυχές του
Ο ίδιος ο Λεωνιδάκης αφηγείται με γλαφυρότητα ένα χαρακτηριστικό επεισόδιο που διασώζει όχι μόνο τις πολιτικές του πεποιθήσεις, αλλά και το ιδιότυπο χιούμορ που διέκρινε τις προσωπικές του αφηγήσεις. Όταν, μετά την καθαίρεση του Ζαχαριάδη, επισκέφθηκε την KGB (Κα Γκε Μπε), του παρουσιάστηκε το περίφημο γράμμα των γυναικών κρατουμένων στις φυλακές Αβέρωφ –ένα δημόσιο κείμενο αποκήρυξης του Ζαχαριάδη, το οποίο υπέγραφε και η σύντροφός του, Ρούλα Κούκουλου. Σε εκείνη τη στιγμή, ο Σοβιετικός στρατηγός τον ρώτησε γιατί εξακολουθεί να υποστηρίζει με τόση επιμονή έναν άνθρωπο που ακόμη και η ίδια του η σύντροφος έχει αποκηρύξει.
Η απάντηση του ήταν : «Είμαι Κρητικο-Μανιάτης, δεν προδίδω δικούς μου». Η φράση αυτή, αποκαλυπτική της ψυχοσύνθεσής του και της εσωτερικής του ηθικής αρχής, ερμηνεύτηκε από τον Σοβιετικό ως πιθανή μαρξιστική παρέκκλιση ή θεωρητικό ρεύμα («Κρητικομάνιακ»), προκαλώντας έτσι έναν ακούσιο και κωμικό διάλογο παρανόησης. Η διήγηση ολοκληρώνεται με το καυστικό και απολαυστικό σχόλιο του Ζαχαριάδη: «Είσαι ένας παλιόμαγκας Πειραιώτης», φράση που καταδεικνύει όχι μόνο τον στενό δεσμό μεταξύ των δύο ανδρών, αλλά και την άτυπη αλληλεγγύη και φιλική αποφόρτιση που επικρατούσε ακόμη και στις σκοτεινότερες περιόδους της πολιτικής εξορίας.
Ο Λεωνιδάκης, σε πείσμα των πολιτικών εξελίξεων και της κομματικής πειθαρχίας, προκρίνει την αφοσίωση στον άνθρωπο έναντι της πειθαρχίας στο δόγμα — στοιχείο που τον καθιστά εξαιρετικά ενδιαφέρουσα φυσιογνωμία στο πεδίο της πολιτισμικής και πολιτικής ιστορίας της ελληνικής Αριστεράς.
Η δεκαετία του 1960 σηματοδοτεί μία περίοδο διεθνούς καταξίωσης για τον Λεωνιδάκη, με κορυφαίο σταθμό την εκκωφαντική επιτυχία του θεατρικού του έργου Το νησί της Αφροδίτης (1960), έργου που πραγματεύεται το Κυπριακό Ζήτημα μέσα από τη δραματουργική του ανάγνωση των γεγονότων και των προσώπων της ΕΟΚΑ. Η παράσταση σημείωσε πρωτοφανή επιτυχία στη Σοβιετική Ένωση, ανεβάζοντας περισσότερες από 22.000 παραστάσεις σε 180 θέατρα της χώρας, στοιχείο που υποδηλώνει όχι μόνον την απήχηση του έργου στο ευρύ κοινό, αλλά και την πολιτισμική και ιδεολογική του λειτουργία εντός του πλαισίου του σοβιετικού ενδιαφέροντος για τα αντιιμπεριαλιστικά κινήματα.
Ο ίδιος ο Λεωνιδάκης χαρακτηρίζει την επιτυχία αυτή διττή: καλλιτεχνική, λόγω της αναγνώρισης της αξίας του έργου από τη σοβιετική θεατρική σκηνή, και πολιτική, καθότι η παράσταση αποτέλεσε, κατά την ερμηνεία του, δήλωση υπέρ της ελληνικότητας της Κύπρου εκ μέρους μιας υπερδύναμης όπως η ΕΣΣΔ. Αξιοσημείωτη είναι η τοποθέτησή του ως προς την ιδεολογική προσέγγιση των ηρώων του: «Στα έργα μου δεν αντιμετώπισα ποτέ τους ήρωες μονοσήμαντα, από την ιδεολογία τους, αλλά ως τραγικά πρόσωπα». Η δήλωση αυτή φανερώνει την επιμονή του Λεωνιδάκη στην υπέρβαση του δογματικού στερεοτύπου υπέρ μιας ανθρωποκεντρικής, δραματουργικής εμβάθυνσης, που αναγνωρίζει την τραγικότητα ακόμη και σε πρόσωπα που, ιδεολογικά, δεν εντάσσονται στο φάσμα της δικής του πολιτικής τοποθέτησης. Ο ίδιος υπενθυμίζει με νόημα ότι ενώ τιμήθηκε με το Παγκόσμιο Βραβείο Ποίησης για τον Μπελογιάννη, έγραψε το Νησί της Αφροδίτης για πρόσωπα και κινήματα της αντίπαλης ιδεολογικής πλευράς, όπως η ΕΟΚΑ και ο Γρίβας.
Η τεράστια επιτυχία του έργου του στη Σοβιετική Ένωση άνοιξε τον δρόμο για την επιστροφή του στην Ελλάδα το 1963, με ειδική άδεια της ελληνικής κυβέρνησης. Η επιστροφή αυτή, ιδιαίτερης πολιτικής και συμβολικής σημασίας, συνοδεύτηκε από τη σκηνική παρουσίαση του έργου στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, υπό τη σκηνοθετική διεύθυνση του Αλέξη Σολομού και με πρωταγωνίστρια την Κυβέλη, μια ιστορική μορφή του ελληνικού θεάτρου και σύζυγο του τότε ηγέτη του Κέντρου, Γεωργίου Παπανδρέου.
Η μεταγενέστερη φάση της συγγραφικής πορείας του Λεωνιδάκη χαρακτηρίζεται από στροφή προς το ψυχογραφικό μυθιστόρημα, με αισθητικές επιδράσεις από τον ρωσικό ρεαλισμό, τον οποίο ο ίδιος γνώρισε εκ των έσω κατά τη μακρά του παραμονή στη Σοβιετική Ένωση. Τα μυθιστορήματά του αυτής της περιόδου εκδόθηκαν από κορυφαίους ελληνικούς εκδοτικούς οίκους, όπως η Εστία και ο Καστανιώτης, και περιλαμβάνουν έργα όπως Ο διορθωτής (1978), Λεωφόρος Πάστερνακ (1979), Μια Πράγα στον καθένα (1979), Ο μαφιόζος (1980), Ο κινηματίας (1990), καθώς και το ύστερο έργο Η οδύσσεια των διδύμων (2009), το οποίο φέρει το αποτύπωμα της ωριμότητάς του.
Ο Σωτήριος Λεωνιδάκης απεβίωσε στις 10 Μαρτίου 2023, σε ηλικία 98 ετών, αφήνοντας πίσω του ένα πολύπλευρο και βαθιά πολιτικοποιημένο έργο που διασταυρώνεται συνεχώς με την Ιστορία, χωρίς ποτέ να απολέσει την καλλιτεχνική του αυτονομία. Η ζωή και η γραφή του συνιστούν μαρτυρία μιας εποχής ταραγμένης, αλλά και ενός ανθρώπου που αρνήθηκε πεισματικά να προδώσει τόσο τις προσωπικές του σχέσεις όσο και τη βαθύτερη ηθική του πυξίδα.
Σχόλια