Translate

Εκδηλώνεται το κίνημα του ΙΔΕΑ, 31 Μαΐου 1951

Εκδηλώθηκε στην Αθήνα, στις 31 Μαΐου 1951, κατά τις πρωινές ώρες κίνημα του Ιερού Δεσμού Ελλήνων Αξιωματικών (ΙΔΕΑ), το οποίο και κατεστάλη από τον στρατάρχη Αλέξανδρο Παπάγο, μόλις παραιτηθέντα τότε, στο όνομα του οποίου είχε εκδηλωθεί το εν λόγω κίνημα. Μετά την αποτυχία του, ακολούθησαν ανακρίσεις και συνολικά δεκαεπτά αξιωματικοί, ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνονταν και τρεις ταξίαρχοι, παραπέμφθηκαν στο στρατοδικείο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Εν τέλει, η κυβέρνηση του Νικολάου Πλαστήρα τους χορήγησε αμνηστία και, τον επόμενο χρόνο, οι περισσότεροι εξ αυτών επανήλθαν στην ενεργό υπηρεσία.

Ο Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών (ΙΔΕΑ) υπήρξε οργάνωση αξιωματικών του Ελληνικού Στρατού, η οποία ενεπλάκη ενεργά στα πολιτικά πράγματα της χώρας, ιδιαίτερα κατά την περίοδο που ακολούθησε την απελευθέρωση από τις δυνάμεις κατοχής και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Βασική επιδίωξη της οργάνωσης ήταν η αντιμετώπιση του, κατά την εκτίμησή της, «επικείμενου κομμουνιστικού κινδύνου». Τα μέλη του ΙΔΕΑ προέρχονταν από τον χώρο των συντηρητικών και φιλοβασιλικών στρατιωτικών, ενώ οι ιδεολογικές τους θέσεις δεν απείχαν σημαντικά από τις αντίστοιχες του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου υπό τον Ιωάννη Μεταξά.

Ίδρυση του ΙΔΕΑ

Η σύλληψη της ιδέας για τη δημιουργία του Ιερού Δεσμού Ελλήνων Αξιωματικών (ΙΔΕΑ) ανάγεται στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και συγκεκριμένα στην περίοδο της ελληνικής στρατιωτικής παρουσίας στη Μέση Ανατολή. Το αρχικό σπέρμα της οργάνωσης εμφανίζεται λίγο μετά την ίδρυση της Ένωσης Νέων Αξιωματικών (ΕΝΑ), στρατιωτικού συνδέσμου που συγκροτήθηκε τον Αύγουστο του 1943 από ομάδα κατώτερων στελεχών του ελληνικού στρατού, οι οποίοι υπηρετούσαν στη Διοίκηση των Σχολών του Γενικού Κέντρου Εκπαίδευσης Στρατιωτικών (ΓΚΕΣ). Παράλληλα με την ΕΝΑ, την ίδια περίοδο συγκροτήθηκαν και άλλες παρεμφερείς αντικομμουνιστικές οργανώσεις, όπως ο Σύνδεσμος Αξιωματικών Νέων (ΣΑΝ), ο ΔΕΑ και άλλες, οι οποίες ωστόσο δεν κατάφεραν να αποκτήσουν διάρκεια ή επιρροή. Οι οργανώσεις αυτές συγκροτήθηκαν κατά κανόνα με βάση το έτος αποφοίτησης των μελών τους από τη Σχολή Ευελπίδων.

Έξι από τα επτά ιδρυτικά μέλη του ΙΔΕΑ προέρχονταν από την ομάδα «Τρίαινα», ενώ το έβδομο ήταν μέλος της ΕΝΑ. Αυτοί οι αξιωματικοί συγκρότησαν την πρώτη «Διοικούσα Δέσμη» του ΙΔΕΑ, συνέταξαν την ιδρυτική διακήρυξη και τον «Επτάλογο» της οργάνωσης, καθορίζοντας τις πολιτικές, κοινωνικές και ιδεολογικές βάσεις μέσα στις οποίες θα λειτουργούσε. Μεταξύ άλλων αποφάσισαν τα εξής:

«Κοινωνικώς ο Ι.Δ.Ε.Α. επίστευεν εις την ελευθέραν ανάπτυξιν εκ μέρους των ανθρώπων, των πάσης φύσεως δραστηριοτήτων των, εντός των υπό των Νόμων της Πολιτείας καθοριζόμενων πλαισίων πολιτειακώς εκηρύχθη υπέρ του ισχύοντος πολιτεύματος της Βασιλευομένης Δημοκρατίας, τοσούτον μάλλον, καθ’ όσον ο Βασιλεύς των Ελλήνων Γεώργιος ο Β΄ ηκολουθεί την ορθήν οδόν κατά τρόπον σταθερόν και δυναμικόν, δια την ικανοποίησιν των Εθνικών της Ελλάδος πόθων, εν πλήρει αρμονία, προς το Λαϊκόν αίσθημα και εν στενή μετά των συμμάχων συνεργασία.

Κατά το δημοψήφισμα επί του πολιτειακού, ουδεμία προπαγάνδα ή άλλη ανάμιξις εκ μέρους των Αξιωματικών του Ι.Δ.Ε.Α. ήτο δεδικαιολογημένη, διατηρούντων των Αξιωματικών απόλυτον ελευθερίαν να ψηφίσωσι κατά συνείδησιν, πολιτικώς εγένετο δεκτόν ότι οι Αξιωματικοί του Ι.Δ.Ε.Α. διετηρούν το δικαίωμα να δίδωσι την ατομικήν των ψήφον, προς οιονδήποτε Εθνικόν κόμμα έκρινον επωφελές διά την Πατρίδα, απαγορευομένης της διενεργείας προπαγάνδας ή της ασκήσεως ψυχολογικής βίας, υπέρ οιουδήποτε πολιτικού κόμματος».

Παρά το γεγονός ότι δεν ευδοκίμησαν όλες, οι ομάδες αυτές άσκησαν σημαντική διχαστική επίδραση στο εσωτερικό του ελληνικού στρατού, φθάνοντας στο σημείο να απαιτούν την αλλαγή της κυβέρνησης και επιδεικνύοντας κατά την κρίση της εποχής ανεπίτρεπτη απείθεια. Ως συνέπεια αυτής της στάσης, οι πρωταίτιοι συνελήφθησαν και ορισμένοι καταδικάστηκαν σε θάνατο, αν και τελικά όλοι έτυχαν αμνηστίας.

Οι κατώτεροι αυτοί αξιωματικοί είχαν ανατραφεί και εκπαιδευτεί μέσα σε ένα έντονα εθνικιστικό και μεταξικό ιδεολογικό περιβάλλον, το οποίο όμως δεν είχε πλέον ισχύ στον πολιτικό και στρατιωτικό χώρο της Μέσης Ανατολής, με αποτέλεσμα να αντιδράσουν προβάλλοντας την ανάγκη επαναφοράς του. Από την άλλη πλευρά, οι ανώτεροι αξιωματικοί είχαν ήδη μεταφέρει στο στράτευμα τα πολιτικά τους πάθη, διαιρούμενοι σε «Μεταξικούς» και «Βενιζελικούς» (δημοκρατικούς), επιδιώκοντας να επιβληθούν οι μεν στους δε. Η χορήγηση αμνηστίας, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας καταλλαγής και εγκατάλειψης των ιδεολογικών ανταγωνισμών εν καιρώ πολέμου, αποδείχθηκε τελικώς αναποτελεσματική.

Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, οι ίδιοι αξιωματικοί επανήλθαν στο εσωτερικό και, διαβλέποντας τις εντεινόμενες ενδείξεις για επερχόμενο εμφύλιο πόλεμο, αποφάσισαν να κινηθούν πιο οργανωμένα και δραστικά. Έτσι, στις 25 Οκτωβρίου 1944, ιδρύθηκε στην Αθήνα ο ΙΔΕΑ, έπειτα από πρωτοβουλία έξι αντιπροσώπων της μυστικής οργάνωσης «Τρίαινα» —ομάδας σαμποτάζ και συλλογής πληροφοριών που είχε δράσει κατά την Κατοχή— και ενός εκπροσώπου της ΕΝΑ, οργάνωσης με σαφή αντικομμουνιστικό προσανατολισμό.

Σκοπός και Οργάνωση του ΙΔΕΑ

Κύριος σκοπός του Ιερού Δεσμού Ελλήνων Αξιωματικών (ΙΔΕΑ) υπήρξε η πλήρης εξάλειψη του κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα και, παράλληλα, η εγκαθίδρυση και διατήρηση του στρατιωτικού μηχανισμού ως δομικού στοιχείου της οργάνωσης του μεταπολεμικού αστικού κράτους. Σύμφωνα με την ορολογία που χρησιμοποιείται σε απόρρητο εσωτερικό έγγραφο της ίδιας της οργάνωσης, απώτερος στόχος ήταν η εγκαθίδρυση της «δικτατορίας του ΙΔΕΑ».

Στην ουσία, ο ΙΔΕΑ υιοθετούσε την αντίληψη της απόλυτης ταύτισης του στρατού με το έθνος και της πλήρους αυτονόμησής του από την πολιτική εξουσία. Ο ίδιος ο ΙΔΕΑ προβαλλόταν ως ο θεσμικός φορέας της έκφρασης των «εθνικών συμφερόντων», χωρίς πουθενά στα επίσημα κείμενά του να γίνεται αναφορά στη μοναρχία.

Η οργάνωση ήταν δομημένη κατά το τριαδικό σύστημα, το οποίο περιλάμβανε:

α) το μυητικό μέρος,

β) το ιδρυτικό μέρος και

γ) το δογματικό μέρος, στο οποίο διατυπώνονταν ρητώς οι σκοποί και το ιδεολογικό πλαίσιο της οργάνωσης.

Η δομή του ΙΔΕΑ ακολουθούσε πρότυπα φασιστικής έμπνευσης, με τα επιμέρους όργανά του να φέρουν την ονομασία «δέσμες». Η οργάνωση δεν διέθετε τυπικό αρχηγό, αλλά διοικείτο συλλογικά από μια επταμελή Δέσμη. Παρά ταύτα, για ορισμένο χρονικό διάστημα, η ηγεσία πέρασε στα χέρια του στρατηγού Σόλωνος Γκίκα, πριν επανέλθει εκ νέου στη συλλογική διοίκηση της Δέσμης.

Μέχρι το 1948, στις τάξεις του ΙΔΕΑ είχαν ενταχθεί περισσότεροι από 2.500 αξιωματικοί και υπαξιωματικοί. Η διείσδυση της οργάνωσης στον στρατό υπήρξε ιδιαίτερα ταχεία και εκτεταμένη, με ιδιαίτερη παρουσία σε επίλεκτους και μάχιμους σχηματισμούς, όπως η Ταξιαρχία Ρίμινι και οι μονάδες καταδρομών.

Το 1951 είδε το φως της δημοσιότητας ένα έγγραφο, το οποίο φέρεται να είχε καταθέσει ο συνταγματάρχης Νικόλαος Γωγούσης στη Διοικούσα Επιτροπή του ΙΔΕΑ. Σύμφωνα με το περιεχόμενο του εγγράφου, σχεδιαζόταν η συγκρότηση ειδικής υπηρεσίας που θα είχε ως αποστολή τη φυσική εξόντωση οποιουδήποτε θεωρούνταν ότι έβλαπτε τον «αγώνα» ή πρόδιδε την πατρίδα.

Ήδη από το 1947, ο ΙΔΕΑ είχε αρχίσει να παρεμβαίνει ανοιχτά στην πολιτική ζωή της χώρας, με επισκέψεις εκπροσώπων του σε πολιτικά πρόσωπα και με την άμεση υπαγόρευση των θέσεων και απαιτήσεών του προς την εκτελεστική εξουσία.

Το Κίνημα του ΙΔΕΑ

Αποκορύφωμα της παρέμβασης του Ιερού Δεσμού Ελλήνων Αξιωματικών (ΙΔΕΑ) στην πολιτική ζωή της χώρας υπήρξε η απόπειρα πραξικοπηματικής κατάληψης της εξουσίας το 1951, αμέσως μετά την ανακοίνωση της παραίτησης του στρατάρχη Αλέξανδρου Παπάγου από την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων. Η ενέργεια αυτή του ΙΔΕΑ φέρεται να εξέπληξε τον ίδιο τον Παπάγο, ο οποίος, σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, κάλεσε τους αξιωματικούς που συμμετείχαν στο κίνημα να επιστρέψουν άμεσα στις μονάδες τους και να επανέλθουν στα καθήκοντά τους, οδηγώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στην άμεση καταστολή της απόπειρας.

Συγκεκριμένα, το βράδυ της 30ής προς 31η Μαΐου 1951, μόλις έγινε γνωστή η πρόθεση του Παπάγου να παραιτηθεί από την αρχιστρατηγία, ηγετικά στελέχη του ΙΔΕΑ προχώρησαν στην κατάληψη των γραφείων του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας (ΓΕΕΘΑ) και του Γενικού Επιτελείου Στρατού (ΓΕΣ), τα οποία στεγάζονταν στα Παλαιά Ανάκτορα στο κέντρο της Αθήνας. Την ίδια ώρα, έμπιστοι συνεργάτες τους ανέλαβαν τον έλεγχο κρίσιμων εγκαταστάσεων της πρωτεύουσας, σε μια συντονισμένη προσπάθεια κατάληψης του μηχανισμού εξουσίας.

Ο Παπάγος, πληροφορούμενος αιφνιδιαστικά το γεγονός, μετέβη νωρίς το πρωί της 31ης Μαΐου από την οικία του στην Εκάλη στα Παλαιά Ανάκτορα. Εκεί διέταξε ορισμένες μονάδες να επιστρέψουν άμεσα στους στρατώνες τους, ενώ επέπληξε αυστηρά τους αξιωματικούς που συμμετείχαν στην απόπειρα, επισημαίνοντας ότι ενήργησαν χωρίς την έγκρισή του. Παρότι η κυβέρνηση του Νικολάου Πλαστήρα προχώρησε στη σύλληψη και παραπομπή των υπαιτίων σε στρατοδικείο για εσχάτη προδοσία, ο Παπάγος — όταν αργότερα ανέλαβε την πρωθυπουργία — υποστήριξε την παροχή αμνηστίας προς τους συμμετέχοντες στο κίνημα και, τελικά, επέτυχε την επιστροφή τους στην ενεργό υπηρεσία.

Παρά το γεγονός ότι μετά την αποτυχημένη αυτή απόπειρα ο ΙΔΕΑ αναγνωρίστηκε και επίσημα ως οργάνωση εχθρική προς το δημοκρατικό πολίτευμα, τα μέλη του που είχαν πρωταγωνιστήσει στο κίνημα δεν αντιμετώπισαν ουσιαστικές συνέπειες. Η γενική αμνηστία που τους παραχωρήθηκε, σε συνδυασμό με την αδυναμία των πολιτικών αρχών της εποχής να προχωρήσουν στην οριστική διάλυση της οργάνωσης, είχε ως αποτέλεσμα τη διατήρηση της λειτουργίας του ΙΔΕΑ. Στα επόμενα χρόνια, η οργάνωση συνέχισε να υφίσταται, με διαφορετικά πρόσωπα να εναλλάσσονται στην ηγεσία της — μεταξύ αυτών ο Σόλων Γκίκας και ο Πατίλης — και με σαφείς διασυνδέσεις με το παρακράτος που αναπτυσσόταν και ενισχυόταν, ιδίως μετά τις εκλογές του 1958.

Αίτια της Κρίσης του 1951

Η κρίση του 1951, που κορυφώθηκε με την παραίτηση του στρατάρχη Αλέξανδρου Παπάγου και τη συνακόλουθη πολιτική αναταραχή, είχε ως βαθύτερη αιτία την έντονη σύγκρουση ανάμεσα στον ίδιο τον Παπάγο και κύκλους του Παλατιού. Ο Παπάγος είχε ήδη καταστεί ενοχλητικός για μέρος της βασιλικής οικογένειας, καθώς και για συμβούλους του Θρόνου, οι οποίοι αντιτίθεντο ανοικτά στην πρόθεσή του να εισέλθει στον πολιτικό στίβο. Το ρήγμα αυτό κατέστη δημόσιο με αφορμή συνέντευξη του βασιλιά Παύλου στην εφημερίδα Ελευθερία, στις 25 Μαρτίου 1951. Σε αυτήν, ο μονάρχης διακήρυξε την προσήλωσή του στους δημοκρατικούς θεσμούς και επιτέθηκε έμμεσα αλλά σαφώς στη λεγόμενη «λύση Παπάγου», εκφράζοντας την αντίθεσή του στην πολιτικοποίηση ενός εν ενεργεία στρατιωτικού ηγέτη.

Η κυβέρνηση, αξιοποιώντας τη δημόσια πλέον αντιπαράθεση μεταξύ Παλατιού και Παπάγου, ανακοίνωσε στις 2 Μαΐου 1951 την απόφασή της να προκηρύξει εκλογές, εντείνοντας περαιτέρω το πολιτικό κλίμα.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το πρωί της 30ής Μαΐου 1951, ο Παπάγος υπέβαλε την παραίτησή του στον τότε πρωθυπουργό Σοφοκλή Βενιζέλο, δηλώνοντας την πρόθεσή του να εισέλθει ενεργά στην πολιτική. Στην επίσημη ανακοίνωσή του, ο Βενιζέλος υπαινίχθηκε σαφώς ότι η παραίτηση του στρατάρχη ήταν αντίθετη με τη βούληση τόσο του Βασιλιά όσο και της Κυβέρνησης, επιβεβαιώνοντας δημοσίως μια ένταση που ήδη ήταν ευρέως γνωστή.

Ο Βασιλιάς Παύλος, θεωρώντας πως ο Παπάγος είχε εξαπατήσει τον Θρόνο —καθώς προηγουμένως είχε δεσμευθεί ότι δεν θα πολιτευόταν—, φέρεται να έδωσε εντολή στον τότε Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού, στρατηγό Θρασύβουλο Τσακαλώτο, να προχωρήσει στη σύλληψη του Παπάγου. Ωστόσο, η εντολή αυτή δεν εκτελέστηκε, προσθέτοντας ένα ακόμη επεισόδιο στην κρίση εμπιστοσύνης μεταξύ του Στέμματος και της στρατιωτικής ηγεσίας..

Συνέπειες της Αποτυχημένης Απόπειρας Κινήματος του ΙΔΕΑ το 1951

Η κυβέρνηση, θέλοντας να αποφύγει τη σοβαρή πολιτική κρίση που προκλήθηκε, προσπάθησε αρχικά να συγκαλύψει το επεισόδιο. Το επίσημο ανακοινωθέν περιορίστηκε σε μια ασαφή διατύπωση, αναφέροντας ότι «λόγω πληροφοριών περί ενδεχομένης αποπείρας διασαλεύσεως της τάξεως υπό αναρχικών στοιχείων, ελήφθησαν την πρωίαν σήμερον ορισμένα στρατιωτικά μέτρα, τα οποία ήρθησαν ευθύς ως εξέλιπον οι λόγοι». Ωστόσο, από τις έρευνες που ακολούθησαν προέκυψε πως η έκταση του κινήματος ήταν σημαντική και ότι η απόπειρα είχε λάβει χώρα στο όνομα του Αλέξανδρου Παπάγου. Η αποτυχία του κινήματος οφείλεται κυρίως στην άρνηση της Μεραρχίας Τεθωρακισμένων να υποστηρίξει τη συνωμοσία.

Η αποτυχία αυτή είχε ως συνέπεια μια μερίδα σκληροπυρηνικών αξιωματικών του ΙΔΕΑ να απολέσει την εμπιστοσύνη της προς τους ανωτέρους της, οι οποίοι, κατά τη γνώμη τους, δεν τόλμησαν να φέρουν σε πέρας το εγχείρημα, υποκύπτοντας στις πιέσεις τόσο του Παλατιού όσο και του ίδιου του Παπάγου.

Ο βασιλιάς Παύλος και ο πρωθυπουργός Σοφοκλής Βενιζέλος συμφωνούσαν ότι οι εμπλεκόμενοι αξιωματικοί όφειλαν να υποστούν τιμωρία. Παρά το γεγονός ότι οι ηγέτες της απόπειρας εκδιώχθηκαν από το στράτευμα, τους χορηγήθηκε αμνηστία. Το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο (ΑΣΣ) έλαβε αυστηρά μέτρα εναντίον του ΙΔΕΑ, όπως προκύπτει από τα δημοσιευμένα πρακτικά της περιόδου.

Οι υποστηρικτές του ΙΔΕΑ τόνιζαν ότι ο εμπνευστής του κινήματος της 30ής Μαΐου, ο ταξίαρχος Χρηστέας, βρισκόταν σε πολεμική διαθεσιμότητα ως ανάπηρος πολέμου, όπως και ο συνταγματάρχης Καραμπότσος. Επιπλέον, ένας εκ των βασικών πρωταιτίων, ο Κουρούκλης, είχε χάσει αδελφό στον πόλεμο. Τα στοιχεία αυτά τεκμηριώνονταν από τις ανακρίσεις και τα στρατιωτικά μητρώα των εμπλεκομένων.

Σε σχετική συνεδρίαση του ΑΣΣ, με συντριπτική πλειοψηφία (16 θετικές, 1 λευκή και 1 αρνητική ψήφο), αποφασίστηκε να απαγορευτεί η ψήφος των στρατιωτικών στις επόμενες εκλογές. Το μέτρο αυτό εισηγήθηκε ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, στρατηγός Θρασύβουλος Τσακαλώτος, φοβούμενος ότι οι στρατιώτες θα μπορούσαν να επηρεαστούν πολιτικά από τους αξιωματικούς τους.

Τα πρακτικά αυτών των κρίσιμων αποφάσεων διέρρευσαν στον Τύπο από κύκλους αντίθετους στον Παπάγο. Οι εφημερίδες «Τα Νέα» και «Το Βήμα» με συνεχή ρεπορτάζ το 1951 και το 1952 παρότρυναν το ΑΣΣ να επιδείξει μεγαλύτερη ανεκτικότητα απέναντι στο ΙΔΕΑ.

Ο ΙΔΕΑ τυπικά έπαψε να υφίσταται το 1951, ωστόσο αξιωματικοί που είχαν ανήκει στην οργάνωση συνέχισαν με έντονη συνωμοτική και παρακρατική δράση, η οποία εκτεινόταν μέχρι και το Πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. Ιδιαίτερα πριν από τις εκλογές του 1956, ορισμένοι αξιωματικοί της γενιάς του 1922, οι οποίοι είχαν εμπλακεί στο παρελθόν στο γνωστό κίνημα του ΙΔΕΑ, όπως οι Γωγούσης, Κουρούκλης και Κετσέας, είχαν κινητοποιηθεί τις τελευταίες ημέρες πριν τις εκλογές. Μέσω συναντήσεων, διαβημάτων και μυστικών συσκέψεων επιδίωκαν την οργάνωση πραξικοπήματος για την επομένη των εκλογών, σε περίπτωση που η ΕΡΕ δεν έπαιρνε την εκλογική νίκη.

Σχόλια