Συνθήκη του Λονδίνου, 30 Μαΐου 1913
Η Συνθήκη του Λονδίνου, συνομολογηθείσα την 30ή Μαΐου του 1913, αποτέλεσε τον διπλωματικό επίλογο του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου και ταυτόχρονα μια καίρια στιγμή στη μακρά ιστορία του Ανατολικού Ζητήματος. Καρπός της λεγόμενης Συνδιασκέψεως της Ειρήνης, που συγκλήθηκε στο Λονδίνο από το 1912 έως το 1913, η Συνθήκη υπεγράφη μεταξύ των Συμμάχων των Βαλκανίων—της Ελλάδος, της Σερβίας, του Μαυροβουνίου και της Βουλγαρίας—και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία εξήρχετο του πολέμου με καίριες απώλειες.
Από την απαρχή της πολεμικής συρράξεως, κατέστη σαφές ότι η έκβασή της επρόκειτο να προκαλέσει ριζική αναδιάταξη των οθωμανικών εδαφών εντός της ευρωπαϊκής ηπείρου. Αυτή η πραγματικότητα προσέκρουε στις αρχικές διακηρύξεις των Μεγάλων Δυνάμεων—της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Αυστροουγγαρίας, της Ιταλίας και της Ρωσίας—οι οποίες επεδίωκαν να συγκρατήσουν τις γεωπολιτικές ανατροπές προς διατήρηση της υφιστάμενης ισορροπίας ισχύος.
Ως εκ τούτου, υπό το πρόσχημα της μεσολάβησης για την επίτευξη εκεχειρίας, οι Δυνάμεις κάλεσαν τις εμπόλεμες χώρες να προσέλθουν σε διαπραγματεύσεις, προκειμένου να καθορισθούν τα νέα σύνορα της περιοχής και να συνομολογηθεί συνθήκη ειρήνης. Οι συνομιλίες άρχισαν στις 16 Δεκεμβρίου 1912, με τη σύγκληση της Συνδιασκέψεως Ειρήνης στο Λονδίνο. Εν τούτοις, οι εργασίες της διεκόπησαν αιφνιδίως στις 10 Ιανουαρίου 1913, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία αρνήθηκε να υποχωρήσει στις απαιτήσεις των Συμμάχων.
Η αναστολή των διαπραγματεύσεων συνοδεύτηκε από δραματικά γεγονότα: στη Βασιλεύουσα εκδηλώθηκε νέο κίνημα των Νεοτούρκων, γεγονός που καθιστούσε ακόμη δυσκολότερη την αναζήτηση ειρηνικής λύσης. Ωστόσο, κατά την ίδια χρονική περίοδο και παράλληλα με τις συνεδριάσεις των εμπόλεμων κρατών, συνεδρίαζε ανεξαρτήτως και η Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη, η οποία συγκέντρωνε αποκλειστικώς τους εκπροσώπους των έξι Μεγάλων Δυνάμεων, υπό την προεδρία του Βρετανού υπουργού των Εξωτερικών σερ Έντουαρντ Γκρέυ.
Η Συνδιάσκεψη αυτή, αν και θεωρητικώς παράλληλη με τη Συνδιάσκεψη Ειρήνης, απέκτησε de facto μεγαλύτερη σημασία, καθώς μέσα από τις αποφάσεις της διαμορφώθηκαν οι κατευθυντήριες γραμμές του νέου status quo στα Βαλκάνια. Κύριο και μόνιμο αποτέλεσμά της υπήρξε η ανακήρυξη του ανεξαρτήτου Αλβανικού Κράτους, το οποίο προσέλαβε εφεξής σημαίνουσα θέση στον γεωστρατηγικό σχεδιασμό της περιοχής.
Τελικώς, μετά τη δολοφονία του βασιλέως Γεωργίου Α΄ της Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη (Μάρτιος 1913), και έπειτα από δύο μήνες πολιτικών διεργασιών και επαναπροσδιορισμού των στόχων των εμπολέμων, οι διαπραγματεύσεις ολοκληρώθηκαν. Η Συνθήκη του Λονδίνου υπεγράφη την 30ή Μαΐου 1913, θέτοντας τυπικό τέρμα στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο.
Η Συνθήκη αυτή, γνωστή και ως Βαλκανοτουρκική Συνθήκη, υπήρξε σημαντικός σταθμός όχι μόνον για τις εμπλεκόμενες χώρες, αλλά και για την ευρύτερη πορεία της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Κατέγραψε την πρώτη οριστική υποχώρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την ευρωπαϊκή της επικράτεια και άνοιξε τον δρόμο για την επανακατάταξη των εδαφικών ισορροπιών που θα απασχολούσαν εκ νέου τη διεθνή διπλωματία με την έκρηξη του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου, μόλις λίγες εβδομάδες αργότερα.
Το Περιεχόμενο της Συνθήκης του Λονδίνου (1913): Εδαφικές Ρυθμίσεις και Ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων
Η Συνθήκη του Λονδίνου, ως επιστέγασμα του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, περιελάμβανε σαφείς και καθοριστικές προβλέψεις όσον αφορά την ανακατανομή των ευρωπαϊκών εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Βάσει των όρων της, η Υψηλή Πύλη υπεχρεούτο να εκχωρήσει στους νικηφόρους Βαλκάνιους Συμμάχους όλα τα εδάφη της δυτικώς της γραμμής που εκτείνεται από την Αίνο (στη Θράκη) έως τη Μήδεια (επί του Ευξείνου Πόντου), εξαιρουμένης της περιοχής της Αλβανίας. Η τελευταία, όπως είχε ήδη προδιαγραφεί από την Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη, ανεγνωρίζετο πλέον ως ανεξάρτητη Ηγεμονία, με αυτοτελές πολιτικό μέλλον.
Ειδικώς, το άρθρο 2 της Συνθήκης διατύπωνε με ρητό τρόπο την εκχώρηση εκ μέρους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας των εν λόγω εδαφών, σηματοδοτώντας το οριστικό τέλος της οθωμανικής παρουσίας στη μεγαλύτερη έκταση των Βαλκανίων. Η απόφαση αυτή αποτελούσε ιστορική τομή, καθώς ενέκρινε την de jure κατάργηση της οθωμανικής επικυριαρχίας σε περιοχές όπου ήδη de facto είχαν επικρατήσει οι Βαλκάνιοι σύμμαχοι με τις πολεμικές τους επιχειρήσεις.
Περαιτέρω, στο άρθρο 3 της Συνθήκης προβλεπόταν ότι ο καθορισμός των νέων κρατικών συνόρων, ιδιαιτέρως αναφορικώς προς την Αλβανία, καθώς και η εν γένει ρύθμιση των ζητημάτων που απέρρεαν από την ανεξαρτητοποίησή της, ανετίθετο στις έξι Μεγάλες Δυνάμεις. Η εξουσιοδότηση αυτή εντασσόταν στο πλαίσιο της Πρεσβευτικής Συνδιασκέψεως, η οποία εξακολουθούσε τις εργασίες της και μετά την υπογραφή της συνθήκης, αποτελώντας de facto το διπλωματικό όργανο μέσω του οποίου οι Δυνάμεις ασκούσαν την επιρροή τους επί των εξελίξεων.
Αναλόγως, κατά το άρθρο 5, η τύχη των ελληνικών νήσων του Αιγαίου –πλην της Κρήτης– ετέθη επίσης υπό την κρίση των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες καλούνταν να αποφανθούν επί της οριστικής κυριότητάς τους, διατηρώντας έτσι τον έλεγχο της ναυτικής ισορροπίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Κρήτη, ωστόσο, απετέλεσε εξαίρεση: κατά το άρθρο 4, η Οθωμανική Πύλη παραιτείτο παντός κυριαρχικού δικαιώματος επ’ αυτής υπέρ των Συμμάχων Ηγεμόνων, αναγνωρίζοντας έμμεσα την ένωση του νησιού με την Ελλάδα – αν και η τυπική αναγνώριση επρόκειτο να κατοχυρωθεί οριστικά μετέπειτα.
Εν κατακλείδι, η Συνθήκη του Λονδίνου υπήρξε όχι μόνον ειρηνευτικό έγγραφο λήξης εχθροπραξιών, αλλά και πράξη αναδιάταξης της γεωπολιτικής φυσιογνωμίας της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, υπό την αυστηρή επίβλεψη και ενίοτε καθοδήγηση των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες λειτουργούσαν ως οι de facto επιδιαιτητές του μεταοθωμανικού βαλκανικού κόσμου.
Η Συνθήκη ανάμεσα σε υποσχέσεις και αδιέξοδα
Η Ελλάδα υπέγραψε την εν λόγω συνθήκη έχοντας υπόψη τις επιβαλλόμενες υποχρεώσεις της στο νεοεμφανιζόμενο ζήτημα των συνόρων της Ηπείρου, το οποίο υπόσχονταν να της εξασφαλίσει την επίσημη αναγνώριση της κυριαρχίας της επί των ελληνικών νησιών του Αιγαίου Πελάγους και της Δωδεκανήσου. Παράλληλα, στηρίχθηκε στις διαβεβαιώσεις της αγγλικής κυβέρνησης, η οποία εξέφρασε δημόσια τη στήριξή της στα ελληνικά αιτήματα.
Ωστόσο, τρία κρίσιμα ζητήματα που απασχολούσαν τη χώρα μας παρέμειναν ανεπίλυτα: το βορειοηπειρωτικό, το νησιωτικό και το αγιορείτικο. Έτσι, σε ό,τι αφορά το Βασίλειο της Ελλάδας και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η συνθήκη δεν προσέφερε καμία λύση σε αυτά τα θέματα. Πριν όμως ολοκληρωθεί η επικύρωσή της, ξέσπασε ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος, σύγκρουση μεταξύ των νικητριών συμμάχων του Α’ Βαλκανικού Πολέμου. Ο πόλεμος αυτός έλαβε τέλος με τη σύναψη της Συνθήκης του Βουκουρεστίου το 1913. Παρά τις εξελίξεις, οι Μεγάλες Δυνάμεις διατήρησαν σε ισχύ τους όρους της παρούσας συνθήκης, δεδομένου ότι αντανακλούσαν πρωτίστως τα δικά τους γεωπολιτικά συμφέροντα.
Κατά συνέπεια, η συνθήκη αυτή αποτέλεσε ουσιαστικά ένα προκαταρκτικό πρωτόκολλο, επάνω στο οποίο βασίστηκε η Πρεσβευτική Διάσκεψη που ακολούθησε δύο μήνες αργότερα. Σε αυτήν, κάθε σύμμαχος κράτος έλαβε τη δυνατότητα να συνάψει οριστικές διμερείς συμφωνίες με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ρυθμίζοντας λεπτομερώς τα μεταξύ τους ζητήματα. Ως φυσική συνέχεια αυτής της διαδικασίας υπογράφηκαν οι εξής διμερείς συνθήκες:
Η Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης (1913), μεταξύ Βουλγαρίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,
Η Συνθήκη των Αθηνών (1913), μεταξύ Ελλάδος και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και
Η Σερβοτουρκική Συνθήκη (1913).
Την αμέσως επόμενη ημέρα μετά την υπογραφή της παρούσας συνθήκης, η Ελλάδα και η Σερβία συνήψαν τη Συνθήκη Συμμαχίας της Θεσσαλονίκης καθώς και τη Στρατιωτική Σύμβαση Θεσσαλονίκης (1 Ιουνίου 1913). Δύο μήνες αργότερα, στις 29 Ιουλίου, οι Μεγάλες Δυνάμεις υπέγραψαν το Πρωτόκολλο της Πρεσβευτικής Διάσκεψης του Λονδίνου (1913), που αποτέλεσε συνέχεια των προηγούμενων διαπραγματεύσεων. Στο πλαίσιο αυτό, ακολούθησαν το Πρωτόκολλο Φλωρεντίας (1913) και το ομώνυμο Πρωτόκολλο Φλωρεντίας (1914), σε μορφή Διακοίνωσης, τα οποία καθόρισαν οριστικά και αμετάκλητα τις εξελίξεις στα προαναφερθέντα ζητήματα.
Σχόλια