Η Έξοδο της Βαρνάκοβας, 26 Μαΐου 1826
Η Ιερά Μονή Παναγίας Βαρνάκοβας, αφιερωμένη στην Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου, συγκαταλέγεται μεταξύ των ιστορικωτέρων μοναστηριακών καθιδρυμάτων του Ελληνικού χώρου. Η ίδρυσή της ανάγεται στο έτος 1077, κατά την περίοδο της μεσοβυζαντινής εποχής, και οφείλεται στον Όσιο Αρσένιο τον Βαρνακοβίτη, ασκητή και θεμελιωτή του πνευματικού της χαρακτήρα. Από τα πρώτα της χρόνια η Μονή ανεδείχθη σε ισχυρό κέντρο ορθόδοξης πίστης και μοναστικής ακτινοβολίας, διατηρώντας έως και σήμερα τον σεπτό της χαρακτήρα, ώστε δικαίως να αποκαλείται «η Αγία Λαύρα της Ρούμελης».
Μετά την ηρωική Έξοδο του Μεσολογγίου, κατά τον Απρίλιο του 1826, ο στρατηγός Γεώργιος Καραϊσκάκης, μολονότι εξαντλημένος από ασθένεια, δεν έπαυσε να προβάλλει αντίσταση όπου του ήταν δυνατόν. Από τα μετόπισθεν οργάνωνε και απέστελλε μικρά επαναστατικά σώματα σε επίκαιρες θέσεις, με σκοπό να αναχαιτίσει ή να παρεμποδίσει τη διέλευση του Κιουταχή προς το εσωτερικό της Ρούμελης.
Στο πλαίσιο τούτο, απέστειλε εκατόν πενήντα επίλεκτους αγωνιστές υπό την αρχηγία των οπλαρχηγών Ιωάννη Φραγκίστα, Τριαντάφυλλου του Αποκουρίτου, και Καστανιώτη, οι οποίοι κατευθύνθηκαν και εγκαταστάθηκαν στη Μονή της Παναγίας Βαρνάκοβας, ιστορικό και πνευματικό κέντρο της περιοχής.
Εις απάντησιν αυτής της ενέργειας, ο Κιουταχής διέταξε τον διαβόητο Μουστάμπεη και τον Κεχαγιάμπεη, επικεφαλής μεγάλης στρατιωτικής δυνάμεως Τουρκαλβανών, η οποία αναφέρεται ότι ανερχόταν σε τέσσερις χιλιάδες άνδρες, να κινηθούν εναντίον της Μονής. Σκοπός τους ήταν να την καταλάβουν και να εγκαταστήσουν εκεί φρουρά, καθότι στο μοναστήρι είχαν καταφύγει πολλοί Έλληνες, κυρίως από το Μεσολόγγι, μετά την καταστροφή της πόλεως και την αιματηρή Έξοδο.
Η πολιορκία της ιστορικής Μονής της Παναγίας Βαρνάκοβας άρχισε περί τα χαράματα της 20ῆς Μαΐου 1826. Από τις πρώτες ώρες της ημέρας, οι τουρκαλβανικές δυνάμεις επιδόθηκαν σε διαδοχικές επιθέσεις, επιχειρώντας με σφοδρότητα να διαρρήξουν την άμυνα των υπερασπιστών και να εισβάλουν εντός του περιβόλου. Πλην όμως, όλες οι απόπειρες του εχθρού απέβησαν άκαρπες, με αποτέλεσμα να υποστούν βαρύτατες απώλειες, τόσο σε νεκρούς όσο και σε τραυματίες.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας, οι πολιορκητές επεχείρησαν νέα έφοδο, εκμεταλλευόμενοι το σκοτάδι με σκοπό να παραβιάσουν τις πύλες του Μοναστηριού. Οι Έλληνες, όμως, άγρυπνοι και έτοιμοι, είχαν αναλάβει φρούρηση καθ' όλη τη διάρκεια της νυκτός. Οι υπερασπιστές είχαν ανάψει πυρσούς και φωτιές από ξύλα, ενώ, σύμφωνα με την παράδοση, είχαν βρέξει τις φουστανέλες τους με λάδι, ώστε να λάμπουν μέσα στη νύχτα και να διαχέουν φως στον περίβολο της Μονής, αποκαλύπτοντας κάθε κίνηση των επιτιθέμενων.
Ο ηγούμενος της Μονής, Κοσμάς Θεοχάρης, καθώς και οι ιερομόναχοι Παρθένιος, Ανατόλιος, Ιωακείμ, Κυπριανός και Καλλίστρατος, δεν παρέμειναν απλοί θεατές. Τελούσαν ακατάπαυστες δεήσεις και παρακλήσεις, υπό τον ήχο των καμπάνων και των σημάντρων, ώστε να ενισχύσουν το φρόνημα των πολιορκημένων και να επικαλεστούν τη θεία συνδρομή. Κι όταν η μάχη φούντωνε στα τείχη, άρπαζαν οι ίδιοι τα όπλα και σπεύδανε στους προμαχώνες, ιδίως στα πλέον εκτεθειμένα σημεία όπου η απειλή των εχθρών καθίστατο εντονότερη.
Η πολιορκία της Μονής διήρκεσε αρκετές ημέρες, κατά τις οποίες οι οθωμανικές δυνάμεις, παρά τις επίμονες επιθέσεις και τις επανειλημμένες απόπειρες να εκπορθήσουν τα οχυρωμένα της τείχη, δεν κατόρθωσαν να την καταλάβουν. Μπροστά στην αποτυχία της μετωπικής επίθεσης, κατέφυγαν σε τέχνασμα: σχεδίασαν μυστικά να διανοίξουν υπόγειες στοές κάτω από το καθολικό και τα κτίσματα της Μονής, με σκοπό να τοποθετήσουν εκρηκτικά και να την ανατινάξουν εκ θεμελίων.
Το σατανικό τους σχέδιο, όμως, προδόθηκε στους πολιορκημένους από κάποιον Αλβανό, και έτσι, στις 26 Μαΐου, οι μοναχοί και οι λίγοι υπερασπιστές, κατόπιν συμβουλίου, έλαβαν τη γενναία απόφαση της εξόδου. Μέσα στη νύχτα, και συγκεκριμένα τα μεσάνυχτα, εξόρμησαν με το σπαθί στο χέρι, διασπώντας τον κλοιό των πολιορκητών. Κατά την ηρωική αυτή έξοδο έπεσαν τρεις άνδρες, εκ των οποίων δύο ήταν μοναχοί και ένας λαϊκός, ενώ επτά τραυματίστηκαν, μεταξύ αυτών και ο οπλαρχηγός Φραγκίστας, ο οποίος έφερε τραύμα στο κεφάλι.
Οι Τούρκοι, μετά την αποχώρηση των υπερασπιστών, ολοκλήρωσαν το καταστροφικό τους σχέδιο: τοποθέτησαν εκρηκτικά στις υπόγειες στοές και ανατίναξαν τη Μονή, καταστρέφοντας το ιστορικό καθίδρυμα. Πέντε χρόνια αργότερα, το έτος 1831, η Μονή ανεγέρθηκε εκ νέου με μέριμνα του πρώτου Κυβερνήτου της Ελλάδος, Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος τιμάται ως δεύτερος κτήτωρ του Μοναστηριού.
Γεωγραφικώς, η Μονή βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού Φωκίδος, εντός των ορίων του πρώην Δήμου Ευπαλίου, σε απόσταση περίπου 25 χιλιομέτρων βορειοανατολικώς της Ναυπάκτου, επί του παλαιού οδικού άξονα προς Λιδωρίκι. Είναι κτισμένη επί μικρού λόφου, στις παρυφές των επιβλητικών Βαρδουσίων, σε υψόμετρο περίπου 750 μέτρων. Το τοπίο που την περιβάλλει είναι εντυπωσιακό: πυκνό δρυοδάσος και αγριοκαστανιές αγκαλιάζουν τη Μονή, η οποία απολαμβάνει ευρύτατη θέα προς την ορεινή Ναυπακτία, τη Δωρίδα, το όρος Γκιώνα και την κοιλάδα του ποταμού Μόρνου.
Ανάμεσα στα πλέον πολύτιμα κειμήλια που εφυλάσσοντο εντός της Μονής, εξέχουσα θέση κατείχε η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Βαρνάκοβας, αντικείμενο μεγάλης ευλάβειας. Η ιερά Εικών έφερε εμφανές ράγισμα κατά μήκος του προσώπου της Θεοτόκου, το οποίο, σύμφωνα με μαρτυρίες αυτοπτών, προκλήθηκε κατά τη διάρκεια σεισμικής δονήσεως στις 15 Αυγούστου 1940 – την ώρα ακριβώς του τορπιλισμού του ευδρόμου «Έλλη» στο λιμάνι της Τήνου.
Δυστυχώς, την Κυριακή 14 Ιουνίου 2020, πυρκαγιά κατέστρεψε την ιστορική αυτή εικόνα, μαζί με πλήθος άλλων πολύτιμων κειμηλίων της Μονής, προκαλώντας βαθύτατη θλίψη στο ορθόδοξο πλήρωμα και αφήνοντας δυσαναπλήρωτο το κενό της πνευματικής και πολιτιστικής κληρονομιάς που φέριζε επί αιώνες η Βαρνάκοβα.
Σχόλια