Μάχη της Κρήτης, 20 Μαΐου 1941
Η εν λόγω επιχείρηση υπήρξε η πρώτη φορά στην ιστορία των πολεμικών επιχειρήσεων κατά την οποία επιχειρήθηκε και εν τέλει επιτεύχθηκε η πλήρης κατάληψη εχθρικού εδάφους αποκλειστικώς μέσω ρίψεως αλεξιπτωτιστών και μεταφοράς δυνάμεων από αέρος. Κατά τη διάρκειά της, το γερμανικό επιτελείο, υπό την ηγεσία του στρατηγού Κουρτ Στούντεντ και τη γενική καθοδήγηση του ίδιου του Χίτλερ, ενεργοποίησε την επίλεκτη δύναμη των Fallschirmjäger (αλεξιπτωτιστών), αποσκοπώντας στην ταχεία κατάληψη των αεροδρομίων και κατ’ επέκταση του συνόλου του νησιού.
Παρά την τελική στρατιωτική επικράτηση των γερμανικών δυνάμεων, η επιχείρηση απεδείχθη εξαιρετικά δαπανηρή από άποψη ανθρώπινου δυναμικού: οι απώλειες των αλεξιπτωτιστών υπήρξαν τόσο βαριές, ώστε ο Αδόλφος Χίτλερ διέταξε να μην επιχειρηθεί ξανά αεραποβατική επίθεση ανάλογης κλίμακας κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Η μάχη αυτή κατέχει ιδιαίτερη θέση τόσο στην ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου όσο και στη συλλογική μνήμη του ελληνικού λαού. Εκτός από το επιχειρησιακό της πρωτοφανές, σηματοδοτεί και ένα σπουδαίο κεφάλαιο αντίστασης του άμαχου πληθυσμού. Οι Κρητικοί, μολονότι απροετοίμαστοι και χωρίς βαρύ οπλισμό, πρόβαλαν σθεναρή και συχνά απρόβλεπτη αντίσταση στους εισβολείς, γεγονός που προκάλεσε την οργή των γερμανικών δυνάμεων και οδήγησε σε μαζικά αντίποινα εις βάρος αμάχων και ολόκληρων κοινοτήτων κατά τη διάρκεια της κατοχής που ακολούθησε.
Η Μάχη της Κρήτης παραμένει μέχρι σήμερα μοναδική για τον χαρακτήρα και την έκτασή της, ενώ αξιολογείται από τους στρατιωτικούς ιστορικούς ως σημείο καμπής για την εξέλιξη των αεροπορικών τακτικών, αλλά και ως σύμβολο λαϊκής αντίστασης απέναντι στην επιβολή βίας και καταναγκασμού.
Η Κρήτη στους στρατηγικούς σχεδιασμούς των εμπολέμων: Οι πρόδρομοι της Μάχης
Η Κρήτη είχε ενταχθεί στους στρατηγικούς σχεδιασμούς του Ηνωμένου Βασιλείου ήδη από τα πρώτα στάδια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ήδη από τον Απρίλιο του 1940, οι Αρχηγοί των Γενικών Επιτελείων της Βρετανίας εξέταζαν το ενδεχόμενο κατάληψης του νησιού, σε περίπτωση που η Ιταλία —η οποία μέχρι τότε διατηρούσε ουδέτερη στάση— εισερχόταν στον πόλεμο. Η ραγδαία επιδείνωση της στρατιωτικής κατάστασης στη Δυτική Ευρώπη, και ιδίως η επικείμενη κατάρρευση της Γαλλίας τον Ιούνιο του ιδίου έτους, καθώς και η τελική είσοδος της Ιταλίας στον πόλεμο, προσέδωσαν νέα βαρύτητα στην Κρήτη για το στρατηγικό συμφέρον της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι Βρετανοί έθεσαν ως στόχους αφενός την αποτροπή κατάληψης της Κρήτης από τις ιταλικές δυνάμεις και αφετέρου την εξουδετέρωση της ιταλικής παρουσίας στα Δωδεκάνησα.
Σε αυτό το πλαίσιο, επιδίωξαν και εξασφάλισαν τη συναίνεση της ελληνικής κυβέρνησης προκειμένου, σε περίπτωση ιταλικής επίθεσης κατά της Ελλάδος, να καταλάβουν προληπτικώς την Κρήτη και τη Μήλο, ώστε να εξασφαλισθεί ο έλεγχος των θαλάσσιων συγκοινωνιών και η ναυτική υπεροχή στην περιοχή.
Αντίστοιχα, και το γερμανικό επιτελείο είχε διαγνώσει εγκαίρως τη γεωστρατηγική σημασία της Κρήτης. Στις 25 Οκτωβρίου 1940, ο αντιστράτηγος Φραντς Χάλντερ, αρχηγός του Γενικού Επιτελείου του Γερμανικού Στρατού Ξηράς, κατέγραψε ότι η κυριαρχία στην Ανατολική Μεσόγειο εξαρτάτο από την κατοχή της Κρήτης, ενώ επεσήμανε πως ο καταλληλότερος τρόπος για την κατάληψή της ήταν η εισβολή από αέρος. Παράλληλα, ο Άλφρεντ Γιοντλ, επικεφαλής του Επιτελείου Επιχειρήσεων της Ανώτατης Διοίκησης των Γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων (OKW), είχε προτείνει να καταληφθεί το νησί από τους Ιταλούς, προκειμένου να προληφθεί η ενδεχόμενη απόκτησή του από τους Βρετανούς. Στις 28 Οκτωβρίου 1940, κατά τη συνάντηση του Αδόλφου Χίτλερ με τον Μπενίτο Μουσολίνι στη Φλωρεντία, ο πρώτος προσέφερε στον Ιταλό ηγέτη μια αερομεταφερόμενη μεραρχία και μία μεραρχία αλεξιπτωτιστών, προκειμένου να ενισχυθεί τυχόν επιχείρηση κατάληψης της Κρήτης από ιταλικές δυνάμεις.
Ενόψει της αυξανόμενης έντασης με την Ιταλία, αρκετούς μήνες πριν από την τελική εισβολή της στις 28 Οκτωβρίου 1940, η ελληνική κυβέρνηση είχε εκπονήσει σχέδια αμύνης και έλαβε προληπτικά μέτρα για την απόκρουση ενδεχόμενης ιταλικής επίθεσης στο νησί. Την ευθύνη της άμυνας είχε αναλάβει η 5η Μεραρχία Πεζικού —γνωστή και ως Μεραρχία Κρητών— με δύναμη 22.000 ανδρών. Η μεραρχία αυτή περιελάμβανε τα 14ο, 43ο και 44ο Συντάγματα Πεζικού, ανεπτυγμένα αντιστοίχως στα Χανιά, το Ρέθυμνο και το Ηράκλειο, καθώς και το 5ο Σύνταγμα Πυροβολικού, το οποίο είχε στρατωνισθεί στον όρμο της Σούδας.
Με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, η ελληνική κυβέρνηση κάλεσε επισήμως τους Βρετανούς να αναλάβουν την ευθύνη της άμυνας της Κρήτης, προκειμένου η 5η Μεραρχία να μετακινηθεί προς ενίσχυση του μετώπου της Ηπείρου. Από τη μετακίνηση αυτή εξαιρέθηκαν μόνο ορισμένες μονάδες εφοδιασμού και η Χωροφυλακή, οι οποίες παρέμειναν στο νησί.
Κατόπιν τούτου, η ευθύνη της άμυνας της Κρήτης περιήλθε στο βρετανικό Αρχηγείο της Μέσης Ανατολής με έδρα το Κάιρο και επικεφαλής τον στρατηγό σερ Άρτσιμπαλντ Ουέηβελ. Εντούτοις, το νησί εξακολουθούσε να θεωρείται δευτερεύουσας σημασίας για το βρετανικό στρατιωτικό επιτελείο. Κατά το φθινόπωρο του 1940, η πιθανότητα γερμανικής εισβολής στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν είχε ακόμη αποκλεισθεί, ενώ η χώρα αντιμετώπιζε σφοδρούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς και την απειλή του υποβρυχιακού πολέμου στον Ατλαντικό. Το Αρχηγείο της Μέσης Ανατολής, το οποίο ήταν επιφορτισμένο με τις επιχειρήσεις κατά των ιταλικών δυνάμεων στη Λιβύη και την Ανατολική Αφρική, είχε να διαχειρισθεί ένα εκτεταμένο επιχειρησιακό μέτωπο που περιλάμβανε την Αίγυπτο, το Σουδάν, την Παλαιστίνη, την Υπεριορδανία, την Κύπρο, τη Βρετανική Σομαλιλάνδη, το Άντεν, το Ιράν και την περιοχή του Περσικού Κόλπου.
Ο ανεφοδιασμός των βρετανικών δυνάμεων της Μέσης Ανατολής γινόταν δια θαλάσσης, μέσω νηοπομπών που έπλεαν περιμετρικά της αφρικανικής ηπείρου, διαδρομή που απαιτούσε τουλάχιστον έξι εβδομάδες. Ο στρατηγός Ουέηβελ δεν διέθετε τη δυνατότητα αποστολής νοτιοαφρικανικών στρατευμάτων εκτός Ανατολικής Αφρικής, ενώ για την ανάπτυξη μονάδων από τη Νέα Ζηλανδία και την Αυστραλία απαιτείτο η έγκριση των αντίστοιχων κυβερνήσεων. Σοβαρές ελλείψεις διαπιστώνονταν και στους τομείς του αεροπορικού και ναυτικού εξοπλισμού.
Στις 29 Οκτωβρίου 1940, σε σύσκεψη του πολεμικού συμβουλίου στο Λονδίνο, ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσώρτσιλ εισηγήθηκε την αποστολή δύο ταξιαρχιών στην Κρήτη, την κατασκευή αεροδρομίων και τη μετατροπή του όρμου της Σούδας σε ναυτική βάση ανεφοδιασμού του στόλου της Μεσογείου.
Οι πρώτες βρετανικές δυνάμεις αφίχθησαν στην Κρήτη στις 31 Οκτωβρίου 1940 και περιλάμβαναν ένα τάγμα πεζικού που αποβιβάστηκε στον κόλπο της Σούδας. Στις 6 Νοεμβρίου κατέφθασαν επιπλέον 2.500 άνδρες, εξοπλισμένοι με αντιαεροπορικά πυροβόλα. Πρώτος διοικητής των βρετανικών δυνάμεων στο νησί ανέλαβε ο ταξίαρχος Ορντ Τίντμπουρι.
Η γένεση και προετοιμασία της Επιχείρησης «Ερμής»
Μετά την ταχύτατη και επιτυχή ολοκλήρωση του κυρίου σκέλους της στρατηγικής τους αποστολής στην Ελλάδα, ήτοι την κατάκτηση της ηπειρωτικής χώρας στο διάστημα από 6 έως 30 Απριλίου 1941, οι γερμανικές δυνάμεις στράφηκαν αμέσως στην προπαρασκευή της κατάληψης της Κρήτης. Η επιχείρηση αυτή έπρεπε να εκτελεστεί άμεσα και με αιφνιδιαστικό χαρακτήρα, ώστε να διατηρηθεί η στρατηγική δυναμική και να προχωρήσει η Γερμανία απρόσκοπτα στα περαιτέρω κατακτητικά της σχέδια, τα οποία περιλάμβαναν τη Σοβιετική Ένωση, τη Μάλτα και την Κύπρο.
Η πρόταση για αεροπορική εισβολή στην Κρήτη διατυπώθηκε από τον πτέραρχο Κουρτ Στούντεντ – δημιουργό της 7ης Μεραρχίας Αλεξιπτωτιστών και διοικητή του 11ου Αεροπορικού Σώματος – προς τον Χέρμαν Γκαίρινγκ, αρχηγό της γερμανικής πολεμικής αεροπορίας (Luftwaffe). Αμφότεροι επισκέφθηκαν τον Αδόλφο Χίτλερ στις 21 Απριλίου 1941. Ο Χίτλερ αρχικώς εξέφρασε επιφυλάξεις, προβλέποντας υψηλές απώλειες, και αντιπρότεινε τη χρησιμοποίηση των αλεξιπτωτιστών για την κατάληψη της Μάλτας. Παρά ταύτα, ενέκρινε τελικώς την επιχείρηση, η οποία έλαβε την κωδική ονομασία «Ερμής», με την υπ’ αριθμ. 28 Διαταγή Γενικών Επιχειρήσεων, που εκδόθηκε στις 25 Απριλίου 1941.
Η ανώτατη διοίκηση της επιχείρησης ανετέθη στον Χέρμαν Γκαίρινγκ, ενώ ο επιχειρησιακός σχεδιασμός και η εκτέλεση ανατέθηκαν στον πτέραρχο Αλεξάντερ Λερ, διοικητή του 4ου Αεροπορικού Στόλου. Ο εν λόγω αεροπορικός στόλος περιελάμβανε το 11ο και το 8ο Αεροπορικό Σώμα. Το 11ο Σώμα είχε την ευθύνη των χερσαίων δυνάμεων: της 7ης Μεραρχίας Αλεξιπτωτιστών και της 22ης Αερομεταφερόμενης Μεραρχίας. Το 8ο Σώμα περιλάμβανε 550 αεροσκάφη – βομβαρδιστικά και καταδιωκτικά. Επιπροσθέτως, υπήρχαν στη διάθεσή του δέκα σμηναρχίες μεταγωγικών αεροσκαφών, εκ των οποίων οι εννέα θα μετέφεραν τους αλεξιπτωτιστές και η μία θα ρυμουλκούσε ανεμοπλάνα που ανήκαν στις μονάδες εφόδου.
Η επιχείρηση «Ερμής» υπήρξε η πρώτη στρατιωτική επιχείρηση στην οποία η γερμανική πολεμική αεροπορία αναλάμβανε αποκλειστικά τον σχεδιασμό και την εκτέλεση, δίχως την άμεση υποστήριξη άλλων όπλων.
Κατά τη φάση του σχεδιασμού της επιχείρησης, τέθηκαν επί τάπητος δύο εναλλακτικά σενάρια. Το πρώτο, που υποστηρίχθηκε από τον πτέραρχο Λερ, προέβλεπε αεραπόβαση μόνο στο δυτικό τμήμα της Κρήτης, από το αεροδρόμιο του Μάλεμε έως την πόλη των Χανίων, και στη συνέχεια σταδιακή προέλαση προς τα ανατολικά. Το πλεονέκτημα του σχεδίου συνίστατο στη δυνατότητα συγκέντρωσης δυνάμεων σε έναν περιορισμένο χώρο, εξασφαλίζοντας υπεροχή σε έδαφος και αέρα. Εντούτοις, παρουσίαζε μειονεκτήματα: η επιχείρηση θα παρατεινόταν χρονικά, οι δυνάμεις θα εξαρτώνταν πλήρως από τον εναέριο ανεφοδιασμό, τα άλλα δύο αεροδρόμια του νησιού θα παρέμεναν διαθέσιμα στους αντιπάλους, ενώ υπήρχε αμφιβολία για τη δυνατότητα του διαδρόμου του Μάλεμε να εξυπηρετήσει μεγάλο αριθμό αεροσκαφών.
Το δεύτερο σχέδιο, το οποίο προώθησε ο Στούντεντ, προέβλεπε ταυτόχρονη επίθεση σε επτά σημεία με σκοπό την άμεση κατάληψη των κυριότερων πόλεων και αεροδρομίων από τις δυνάμεις των αλεξιπτωτιστών. Η επιλογή αυτή όμως συνεπαγόταν τη διάσπαση των ήδη περιορισμένων γερμανικών δυνάμεων και αύξανε τον κίνδυνο εξόντωσής τους. Επιπλέον, ο Στούντεντ πρότεινε να μην προηγηθεί προπαρασκευαστικός βομβαρδισμός, ώστε να εξασφαλιστεί ο πλήρης αιφνιδιασμός των αμυνομένων. Η επιλογή αυτή συνάντησε τη σθεναρή αντίθεση του διοικητή του 8ου Αεροπορικού Σώματος, Βόλφραμ φον Ρίχτχοφεν, ο οποίος τόνισε την αδυναμία του σώματός του να προσφέρει επαρκή υποστήριξη στις επίγειες δυνάμεις σε ένα τέτοιο πλαίσιο. Ο ίδιος πρότεινε τετραήμερο βομβαρδισμό πριν την απόβαση, με στόχο την καταστροφή εχθρικών αεροσκαφών, ναυτικών μονάδων, αντιαεροπορικών πυροβόλων και του επικοινωνιακού δικτύου.
Τελικά, υιοθετήθηκε σχέδιο επίθεσης σε τέσσερα σημεία: Μάλεμε, Χανιά, Ρέθυμνο και Ηράκλειο. Η επιχείρηση θα εκδηλωνόταν σε δύο κύματα, λόγω ανεπαρκούς αριθμού μεταγωγικών αεροσκαφών για ταυτόχρονη απόβαση. Το πρώτο κύμα θα εξαπολυόταν στις 07:15 το πρωί και θα απαρτιζόταν από δύο ομάδες: η ομάδα Κομήτης είχε ως αποστολή την κατάληψη και διατήρηση του διαδρόμου προσγείωσης του Μάλεμε, για τη διευκόλυνση της προσγείωσης γερμανικών αεροσκαφών. Η πρώτη φάλαγγα της ομάδας Άρης θα κατελάμβανε την πόλη των Χανίων και το λιμάνι της Σούδας.
Το δεύτερο κύμα, που θα εκδηλωνόταν στις 15:15 το απόγευμα, θα περιλάμβανε και αυτό δύο ομάδες. Η δεύτερη φάλαγγα της ομάδας Άρης είχε στόχο την κατάληψη του Ρεθύμνου και του εκεί διαδρόμου προσγείωσης, ενώ η ομάδα Ωρίων θα επιχειρούσε την κατάληψη της πόλεως και του αεροδρομίου του Ηρακλείου. Μετά την κατάληψη του τελευταίου, θα ακολουθούσε η προσγείωση αερομεταφερόμενων μονάδων, οι οποίες σε συνεργασία με τους αλεξιπτωτιστές θα προωθούνταν δυτικά, με τελικό σκοπό την περικύκλωση των συμμαχικών δυνάμεων στην περιοχή των Χανίων. Η αεροπορική κάλυψη της επιχείρησης θα παρεχόταν τελικά από το 8ο Αεροπορικό Σώμα.
Κατά τη δεύτερη ημέρα της επιχειρήσεως, είχε προγραμματισθεί η απόπλους δύο στολίσκων, αποτελούμενων από επιταγμένα πλοία: εξήντα τρία μηχανοκίνητα καΐκια και επτά μικρά φορτηγά. Οι στολίσκοι θα απέπλεαν από τα Μέγαρα και τη Χαλκίδα μεταφέροντας ενισχύσεις, πολεμοφόδια και υποζύγια. Ο πρώτος είχε προορισμό τον κόλπο της Σούδας ή τα Χανιά, ενώ ο δεύτερος το Ηράκλειο. Μετά την επιτυχή κατάληψη του Ηρακλείου, θα ακολουθούσε απόπλους τρίτου στολίσκου από τον Πειραιά, με μεγαλύτερα ακτοπλοϊκά σκάφη που θα μετέφεραν ελαφρά τεθωρακισμένα και μηχανοκίνητα μέσα μεταφοράς. Για την προστασία των στολίσκων, το ιταλικό πολεμικό ναυτικό παρείχε δύο παλαιές τορπιλακάτους. Το σχέδιο θαλάσσιας μεταφοράς προστέθηκε ως εναλλακτική και ασφαλιστική δικλίδα, κατόπιν προσωπικής επιμονής του Χίτλερ.
Η προετοιμασία της Επιχείρησης «Ερμής» αντιμετώπισε σημαντικές οργανωτικές προκλήσεις, οι οποίες απορρέουν κυρίως από την υποτυπώδη ανάπτυξη του οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου των Βαλκανίων, καθώς και από τον εξαιρετικά περιορισμένο διαθέσιμο χρόνο για τον σχεδιασμό και την εκτέλεση της επιχείρησης. Ο χρονικός αυτός περιορισμός υπαγορεύθηκε από τον επικείμενο σχεδιασμό της γερμανικής επίθεσης εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Ήδη, ο 4ος Αεροπορικός Στόλος είχε προβεί σε σημαντική μετακίνηση ανατολικά μεγάλου μέρους του προσωπικού εδάφους, των πυρομαχικών και των αεροσκαφών του.
Στην αερομεταφερόμενη διάταξη των δυνάμεων σημειώθηκε μια καθοριστική μεταβολή: η 22η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία, η οποία σταθμεύει στη Ρουμανία, κρίθηκε αδύνατο να μεταφερθεί εγκαίρως στην Ελλάδα. Τη θέση της κατέλαβε η 5η Ορεινή Μεραρχία, η οποία είχε ήδη συμμετάσχει ενεργά στην κατάκτηση της ηπειρωτικής Ελλάδας και βρισκόταν στρατοπεδευμένη στη Χαλκίδα. Λόγω των σοβαρών απωλειών που είχε υποστεί στις μάχες στη στενωπό του Ρούπελ, η εν λόγω μεραρχία ενισχύθηκε με ένα επιπλέον τμήμα ορεινού συντάγματος, το οποίο προήλθε από άλλη μονάδα.
Ο ανεφοδιασμός των μεταγωγικών αεροσκαφών με καύσιμα απαιτούσε τη μεταφορά 12.000 τόνων πετρελαίου από την Ιταλία, μέσω δύο ατμόπλοιων. Καθώς για λόγους ασφαλείας η διέλευση των σκαφών έπρεπε να γίνει διαμέσου της Διώρυγας της Κορίνθου, κρίθηκε απαραίτητη η αποστολή βατραχανθρώπων του γερμανικού πολεμικού ναυτικού από το Κίελο, ώστε να διασφαλίσουν τον διάπλου καθαρίζοντας τη διώρυγα από πιθανούς ναρκικούς κινδύνους. Η καθυστέρηση που επέφερε η επιχείρηση αυτή οδήγησε στη μετάθεση της έναρξης της Επιχείρησης «Ερμής» από τις 17 στις 20 Μαΐου 1941.
Για την εξυπηρέτηση του μεγάλου αριθμού αεροσκαφών που θα συμμετείχαν στην επιχείρηση, οι γερμανικές αρχές, μέσα σε ελάχιστες εβδομάδες, καθάρισαν, επέκτειναν ή και κατασκεύασαν εκ νέου διαδρόμους απογείωσης σε διάφορα σημεία της νότιας Ελλάδας, καθιστώντας εφικτή την απογείωση και υποδοχή του τεράστιου όγκου του στόλου τους. Το έργο αυτό πραγματοποιήθηκε με συστηματική χρήση καταναγκαστικής εργασίας αμάχων, υπό συνθήκες σκληρής εκμετάλλευσης και πίεσης χρόνου.
Η γερμανική στρατιωτική επέμβαση ήλθε σε συνέχεια της κατάρρευσης του ιταλικού μετώπου στα βουνά της Ηπείρου, όπου οι ιταλικές δυνάμεις είχαν απωθηθεί από τον ελληνικό στρατό. Η είσοδος των γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα ανεξαρτήτως της πορείας του ιταλικού πολέμου μετέβαλε τα δεδομένα και οδήγησε στην ταχεία κατάληψη της χώρας. Μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της επιχείρησης αυτής, το Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό, χρησιμοποιώντας κάθε διαθέσιμο πλωτό μέσο από τα ελληνικά λιμάνια, προέβη σε εκκένωση 57.000 συμμαχικών στρατιωτών από την ηπειρωτική Ελλάδα. Ένα μεγάλο μέρος εξ αυτών μεταφέρθηκε στην Κρήτη, όπου ενίσχυσε τη μέχρι τότε περιορισμένη τοπική στρατιωτική παρουσία, η οποία ανερχόταν σε περίπου 14.000 άνδρες.
Κατά την έναρξη της Μάχης της Κρήτης, οι Συμμαχικές δυνάμεις διέθεταν το πλεονέκτημα της αριθμητικής υπεροχής καθώς και της κυριαρχίας στη θάλασσα, μέσω του στόλου τους. Αντιθέτως, οι γερμανικές δυνάμεις διέθεταν συντριπτική υπεροχή στον αέρα, καθώς και την ικανότητα ταχείας συγκέντρωσης και μετακίνησης δυνάμεων, γεγονός που τούς επέτρεψε να επιτύχουν στρατηγική ευελιξία και επιχειρησιακή πρωτοβουλία.
Οι Συμμαχικές Δυνάμεις στην Κρήτη τον Μάιο του 1941
Κατά την κρίσιμη περίοδο του Μαΐου 1941, η αμυντική διάταξη της νήσου Κρήτης στηριζόταν σε ένα σύνολο δυνάμεων που περιελάμβανε περίπου 11.551 Έλληνες στρατιώτες. Κύριο κορμό αυτής της διάταξης αποτελούσαν τρία τάγματα της V Μεραρχίας του Ελληνικού Στρατού, τα οποία είχαν παραμείνει στο νησί όταν ο κύριος όγκος της μεραρχίας μεταφέρθηκε στην ηπειρωτική χώρα προκειμένου να αντιμετωπίσει την ιταλική εισβολή. Την ελληνική συνεισφορά συμπλήρωναν η Κρητική Χωροφυλακή με δύναμη 2.500 ανδρών, η Φρουρά Ηρακλείου —μια μονάδα αμυντικού χαρακτήρα αποτελούμενη κυρίως από προσωπικό επιμελητείας και διοικητικής υποστήριξης— καθώς και υπολείμματα της 12ης και 20ής Μεραρχίας, τα οποία, μετά την κατάρρευση του μετώπου, κατέφυγαν στην Κρήτη και εντάχθηκαν υπό βρετανική διοίκηση.
Στο δυναμικό της ελληνικής άμυνας περιλαμβάνονταν επίσης οι σπουδαστές της Σχολής Οπλιτών Χωροφυλακής και της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, τμήματα οπλιτών της Αεροπορίας, καθώς και οκτώ τάγματα νεοσύλλεκτων, τα οποία είχαν καταφύγει στην Κρήτη μέσω της Πελοποννήσου. Οι νεοσύλλεκτοι αυτοί είχαν ήδη διαμορφωθεί σε ισάριθμα εκπαιδευτικά συντάγματα και η ελληνική στρατιωτική ηγεσία επέλεξε να διατηρήσει την υφιστάμενη αυτή οργάνωση, ενισχύοντας τα συντάγματα με έμπειρους στρατιώτες που συνέχιζαν να φθάνουν από την ηπειρωτική Ελλάδα.
Από πλευράς Συμμαχίας, οι στρατιωτικές δυνάμεις που είχαν μεταφερθεί στην Κρήτη περιλάμβαναν την αρχική βρετανική φρουρά του νησιού και περίπου 25.000 στρατιώτες, οι οποίοι κατάφεραν να διαφύγουν από το ηπειρωτικό μέτωπο της Ελλάδας. Οι άνδρες αυτοί προέρχονταν είτε από συγκροτημένες μονάδες που διατήρησαν τη διοικητική τους αυτοτέλεια, είτε από ετερογενή σώματα που σχηματίστηκαν επί τόπου και αποτελούνταν από στρατιώτες διαφορετικών εθνικοτήτων, όπλων και ειδικοτήτων. Η πλειονότητα των διασωθέντων είχε καταφέρει να φτάσει στην Κρήτη φέροντας μόνο τον ατομικό τους οπλισμό, ενώ αρκετοί στερούνταν και αυτού.
Οι βασικές μονάδες που ανέλαβαν την υπεράσπιση του νησιού ήταν η 2η Νεοζηλανδική Μεραρχία —από την οποία είχε αφαιρεθεί η 6η Ταξιαρχία και το επιτελείο της, που είχαν σταλεί στην Αίγυπτο—, η 19η Αυστραλιανή Ταξιαρχία και η 14η Βρετανική Ταξιαρχία Πεζικού. Στη δύναμη της Νεοζηλανδικής Μεραρχίας, πέραν των εννέα ταγμάτων της, ενσωματώθηκαν τα 1ο, 2ο, 6ο και 8ο Ελληνικά Συντάγματα καθώς και το Έμπεδο Χανίων. Αντιστοίχως, στην 19η Αυστραλιανή Ταξιαρχία προστέθηκαν τα 4ο και 5ο Ελληνικά Συντάγματα, το Έμπεδο Ρεθύμνου και το Τάγμα Οπλιτών της Σχολής Χωροφυλακής. Στην 14η Βρετανική Ταξιαρχία, η οποία απαρτιζόταν από τρία βρετανικά, ένα αυστραλιανό και ένα σκωτσέζικο τάγμα, προσαρτήθηκαν το 3ο και 7ο Ελληνικά Συντάγματα καθώς και το Έμπεδο Ηρακλείου.
Από πλευράς μηχανοκίνητων και βαρέων όπλων, οι συμμαχικές δυνάμεις διέθεταν 16 άρματα μάχης τύπου Cruiser Mk I. Επιπλέον, στο νησί υπήρχαν περίπου είκοσι πυροβολαρχίες με πυροβόλα διαφόρων διαμετρημάτων —ιδίως βαρέα, πεδινά και αντιαεροπορικά. Πολλά από τα πεδινά πυροβόλα ήταν ιταλικής προελεύσεως, κατασχεμένα από τις ελληνικές δυνάμεις, τα οποία στερούνταν ωστόσο κατάλληλων σκοπευτικών μέσων. Συνολικά, η υλικοτεχνική κατάσταση των αμυνομένων ήταν εξαιρετικά επισφαλής, καθώς υπήρχε σοβαρή ανεπάρκεια σε οπλισμό, πυρομαχικά και λοιπά εφόδια. Περαιτέρω, η έλλειψη συμμαχικής αεροπορικής κάλυψης καθιστούσε το αμυντικό σχήμα ακόμη πιο ευάλωτο.
Την 30ή Απριλίου του 1941, ο Νεοζηλανδός στρατηγός Μπέρναρντ Φράιμπεργκ ανέλαβε τη γενική διοίκηση του συνόλου των συμμαχικών δυνάμεων στην Κρήτη.
Η γεωστρατηγική σημασία της Κρήτης ήταν εξαιρετική για τη βρετανική πολεμική μηχανή. Η ύπαρξη φυσικών λιμανιών, κυρίως στον όρμο της Σούδας, προσέφερε στο Βασιλικό Ναυτικό σταθερό σημείο επιχειρήσεων στην Ανατολική Μεσόγειο. Από τη ναυτική βάση της Σούδας δρούσαν δύο στόλοι: ο πρώτος, με δύο καταδρομικά και τέσσερα αντιτορπιλικά, επιφορτιζόταν με την αποτροπή εχθρικών αποβατικών ενεργειών στο νησί, ενώ ο δεύτερος, με δύο θωρηκτά και οκτώ καταδρομικά, είχε ως αποστολή την προστασία της Κρήτης από τον ιταλικό στόλο.
Η συμμαχική παρουσία στο νησί παρείχε ακόμη τη δυνατότητα αεροπορικών επιχειρήσεων εναντίον των πετρελαιοπηγών του Πλοϊέστι στη Ρουμανία —σημαντικού στρατηγικού στόχου των Δυνάμεων του Άξονα. Η διατήρηση της Κρήτης σε συμμαχικά χέρια διασφάλιζε ότι η νοτιοανατολική πτέρυγα των δυνάμεων του Άξονα θα παρέμενε έκθετη, γεγονός κρίσιμο εν όψει της επικείμενης Επιχείρησης «Μπαρμπαρόσα», δηλαδή της γερμανικής εισβολής στη Σοβιετική Ένωση, η οποία ξεκίνησε στις 22 Ιουνίου 1941.
Οι Γερμανοί, αναγνωρίζοντας τον στρατηγικό κίνδυνο που ενείχε η συμμαχική κατοχή της Κρήτης, εξαπέλυσαν διαδοχικές αεροπορικές επιθέσεις, καταφέρνοντας να καταπονήσουν τις συμμαχικές θέσεις. Οι συνεχείς γερμανικοί βομβαρδισμοί ανάγκασαν τελικώς τη Βασιλική Αεροπορία (RAF) να αποσύρει τα αεροσκάφη της στην Αλεξάνδρεια, γεγονός που προσέφερε στη γερμανική Luftwaffe την κυριαρχία στους αιθέρες. Παρά την αεροπορική υπεροχή των Γερμανών, η Κρήτη εξακολουθούσε να αποτελεί δυνητική απειλή για τις δυνάμεις του Άξονα και η κατάληψή της κρίθηκε αναγκαία.
Δυνάμεις του Άξονα
Στις 25 Απριλίου 1941, ο Αδόλφος Χίτλερ υπέγραψε τη Διαταγή υπ’ αριθμ. 28, με την οποία διέτασσε την έναρξη της επιχείρησης κατάληψης της Κρήτης. Την περίοδο εκείνη, οι ναυτικές δυνάμεις της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, με ορμητήριο την Αλεξάνδρεια, διατηρούσαν τον πλήρη έλεγχο των θαλάσσιων συγκοινωνιών γύρω από το νησί, καθιστώντας κάθε απόπειρα αμφίβιας εισβολής εξαιρετικά επισφαλή. Η τελική έκβαση μιας τέτοιας επιχείρησης, όπως εκτιμήθηκε, θα κρινόταν από μία σύγκρουση αεροναυτικού χαρακτήρα — κάτι που, ακόμη και υπό ευνοϊκές συνθήκες, αποτελούσε τολμηρό εγχείρημα.
Υπό το φως της αδιαμφισβήτητης γερμανικής υπεροχής στους αιθέρες, η Ανώτατη Διοίκηση του Τρίτου Ράιχ κατέληξε στην απόφαση να πραγματοποιηθεί η εισβολή αποκλειστικά από αέρος, μέσω ρίψεως αλεξιπτωτιστών και χρησιμοποίησης ανεμοπλάνων. Επρόκειτο, στην πραγματικότητα, για την πρώτη ευρείας κλίμακας αεροπορική εισβολή στην παγκόσμια ιστορία των πολέμων — αν και οι Γερμανοί είχαν ήδη κάνει χρήση παρόμοιων τακτικών σε περιορισμένη έκταση κατά τη διάρκεια των εκστρατειών στη Γαλλία, τις Κάτω Χώρες, τη Νορβηγία και, προσφάτως, στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Ιδιαιτέρως αξιομνημόνευτο είναι το παράδειγμα της επιχείρησης στη διώρυγα της Κορίνθου, όπου Γερμανοί αλεξιπτωτιστές ερρίφθησαν για να καταλάβουν τη στρατηγικής σημασίας γέφυρα, την οποία οι Βρετανοί βασιλικοί μηχανικοί (σκαπανείς) ετοιμάζονταν να ανατινάξουν. Μονάδες Γερμανών μηχανικών προσγειώθηκαν πλησίον της γέφυρας με ανεμοπλάνα, ενώ συγχρόνως πεζοπόρες δυνάμεις αλεξιπτωτιστών επιτίθεντο στις περιμετρικές συμμαχικές θέσεις. Η γέφυρα υπέστη σοβαρές ζημιές κατά τη διάρκεια της συμπλοκής, γεγονός που επιβράδυνε την προέλαση των γερμανικών δυνάμεων και επέτρεψε στους Συμμάχους να εκκενώσουν 18.000 στρατιώτες προς την Κρήτη και επιπλέον 23.000 στην Αίγυπτο, αν και η επιχείρηση συνοδεύθηκε από την απώλεια σημαντικού μέρους του βαρέος οπλισμού.
Η κύρια επιθετική πρόθεση του γερμανικού σχεδιασμού ήταν η αξιοποίηση των Fallschirmjäger, των επίλεκτων αλεξιπτωτιστών της Luftwaffe, προκειμένου να καταληφθούν κρίσιμες στρατηγικές θέσεις επί του νησιού — ιδιαιτέρως δε τα αεροδρόμια, τα οποία, άμα τη κατάληψη και εξασφαλίσει αυτών, θα χρησίμευαν για την αερομεταφορά ενισχύσεων, εφοδίων και πολεμικού υλικού.
Για την εκτέλεση της επιχείρησης, το 11ο Αερομεταφερόμενο Σώμα (XI Fliegerkorps) έλαβε τη μέριμνα του επιχειρησιακού σχεδιασμού και διέθεσε την 7η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία, η οποία επρόκειτο να πραγματοποιήσει την αρχική ρίψη των δυνάμεων με αλεξίπτωτα και ανεμοπλάνα. Αμέσως μετά την κατάληψη και ασφάλεια των αεροδρομίων, προβλεπόταν η ανάπτυξη της 22ης Μεραρχίας Αεραπόβασης, η οποία θα προσγειωνόταν με συμβατικά μεταγωγικά μέσα.
Η έναρξη της επιχείρησης είχε αρχικώς προγραμματιστεί για τις 16 Μαΐου, αναβλήθηκε, όμως, και τελικώς προσδιορίστηκε για τις 20 Μαΐου 1941. Αξιοσημείωτο είναι ότι, λίγο πριν την επίθεση, η 22η Μεραρχία αντικαταστάθηκε από την 5η Ορεινή Μεραρχία, μονάδα με εμπειρία από τις επιχειρήσεις κατάληψης της ηπειρωτικής Ελλάδας, η οποία είχε σταλεί ως ενίσχυση για τη δεύτερη φάση της επιχείρησης.
Στρατηγική
Βρετανική Κατασκοπεία
Πριν ακόμη εκδηλωθεί η γερμανική εισβολή, οι Συμμαχικές Διοικήσεις διέθεταν σημαντικό όγκο πληροφοριών, εξασφαλισμένο μέσω των υποκλοπών του συστήματος Ultra — του άκρως απόρρητου βρετανικού προγράμματος αποκρυπτογράφησης των επικοινωνιών της Βέρμαχτ. Ο στρατηγός Μπέρναρντ Φρέυμπεργκ, επικεφαλής των Συμμαχικών δυνάμεων στην Κρήτη, είχε ήδη λάβει γνώση του γενικού γερμανικού σχεδίου μάχης και προέβη σε προετοιμασίες οχυρωματικής και αμυντικής φύσεως, με έμφαση στις παράκτιες περιοχές και ιδιαίτερα στην ασφάλεια των αεροδρομίων.
Ωστόσο, οι δυνατότητες αντίδρασής του περιορίστηκαν σημαντικά, λόγω της ελλιπούς διαθεσιμότητας σύγχρονου εξοπλισμού. Ο ίδιος σύντομα αντιλήφθηκε ότι ακόμη και οι ελαφρώς εξοπλισμένοι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές διέθεταν ισχυρότερη δύναμη πυρός σε σχέση με τα περισσότερα τμήματα των συμμαχικών δυνάμεων. Παρά την εξαιρετική ακρίβεια και πληρότητα των υποκλαπεισών πληροφοριών, η απόδοσή τους παρουσίαζε προβλήματα: οι μεταφράσεις των μηνυμάτων από τα γερμανικά είχαν αναληφθεί από γλωσσολόγους και όχι από αξιωματικούς με επιχειρησιακή ή τακτική κατάρτιση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία εσφαλμένων ερμηνειών και την παρερμηνεία στρατιωτικών όρων που βγήκαν από τα επιχειρησιακά συμφραζόμενα.
Ενδεικτικό παράδειγμα της παρερμηνείας αυτής αποτελεί η αναφορά σε «ναυτικές επιχειρήσεις» στα γερμανικά σήματα — όρος που ο Φρέυμπεργκ εξέλαβε ως ένδειξη επικείμενης αμφίβιας απόβασης. Αυτός ο εσφαλμένος προσανατολισμός επηρέασε καθοριστικά την ανάπτυξη των συμμαχικών στρατευμάτων, με αποτέλεσμα να μην τοποθετηθούν επαρκείς δυνάμεις στο αεροδρόμιο του Μάλεμε, που ήταν ο πραγματικός στόχος της επικείμενης εισβολής.
Γερμανική Κατασκοπεία
Από την πλευρά της Βέρμαχτ, οι εκτιμήσεις των πληροφοριών αποδείχθηκαν κατά τόπους σοβαρά εσφαλμένες. Ο ναύαρχος Βίλχελμ Κανάρις, επικεφαλής της Άμπβερ — της γερμανικής υπηρεσίας στρατιωτικών πληροφοριών — είχε αρχικώς αναφέρει ότι στην Κρήτη βρίσκονταν μόλις 5.000 Βρετανοί στρατιώτες και ότι δεν υπήρχαν ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις. Επιπλέον, η Άμπβερ προέβη σε μία κρίσιμη πολιτισμική και κοινωνική παρερμηνεία: εκτιμούσε ότι ο κρητικός πληθυσμός, όντας βαθύτατα αντιμοναρχικός και ένθερμος δημοκράτης, θα υποδεχόταν τα γερμανικά στρατεύματα ως απελευθερωτές. Υπέθεταν, μάλιστα, ότι οι Κρήτες θα επιθυμούσαν να ενταχθούν υπό το νέο γερμανικό καθεστώς, ελπίζοντας σε μια «ευνοϊκή» συμφωνία, παρόμοια με εκείνη που εφαρμόστηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Ωστόσο, οι εκτιμήσεις αυτές παραγνώρισαν ένα κρίσιμο στοιχείο: τον βαθύ πατριωτισμό και την εθνική υπερηφάνεια του κρητικού λαού, καθώς και τη μεγάλη απήχηση που εξακολουθούσε να έχει ο Ελευθέριος Βενιζέλος — Κρητικός στην καταγωγή και ιστορικός ηγέτης του εθνικού κινήματος. Περαιτέρω ένδειξη του αντιστασιακού φρονήματος των Κρητών αποτέλεσε το γεγονός ότι ο ίδιος ο βασιλεύς Γεώργιος Β΄ — ο οποίος είχε χαρακτηριστεί από τις γερμανικές υπηρεσίες ως ο «υπ’ αριθμόν 2 εχθρός του Άξονα» — διέφυγε από την Ελλάδα μέσω της Κρήτης, με τη συνδρομή όχι μόνον στρατιωτικών της Κοινοπολιτείας και Ελλήνων αξιωματικών, αλλά και απλών πολιτών του νησιού, ακόμη και πρώην κρατουμένων, που είχαν απελευθερωθεί εν μέσω της γερμανικής προέλασης.
Πιο ρεαλιστική, αν και και πάλι ατελής, ήταν η αποτίμηση της Υπηρεσίας Πληροφοριών της 12ης Γερμανικής Στρατιάς. Η τελευταία περιέγραφε τη συνολική κατάσταση με περισσότερη επιφύλαξη, αν και εξακολουθούσε να υποτιμά τον αριθμό των Βρετανών και Κοινοπολιτειακών στρατιωτών στο νησί, καθώς και των Ελλήνων που είχαν αποσυρθεί από την ηπειρωτική χώρα και είχαν μεταφερθεί στην Κρήτη.
Ο στρατηγός Αλεξάντερ Λερ (Alexander Löhr), διοικητής της 12ης Στρατιάς, ήταν απόλυτα πεπεισμένος ότι η Κρήτη θα μπορούσε να καταληφθεί με τη χρήση δύο μεραρχιών. Παρά ταύτα, επέλεξε να διατηρήσει την 6η Ορεινή Μεραρχία στην Αθήνα ως εφεδρική δύναμη, για την περίπτωση που η επιχείρηση δεν εξελισσόταν ομαλά. Τα γεγονότα που ακολούθησαν επρόκειτο να δικαιώσουν πλήρως τη συγκεκριμένη απόφαση.
Φορητός Οπλισμός των Αντιμαχομένων Δυνάμεων
Ελληνικός Οπλισμός
Ο ελληνικός στρατός στην Κρήτη διέθετε ετερογενή και συχνά απαρχαιωμένο οπλισμό. Ξεχωρίζει το ελάχιστα γνωστό ΕΠΚ της ΠΥΡΚΑΛ, ένα ημιαυτόματο τυφέκιο ελληνικής κατασκευής, που παρά τα τεχνικά του πλεονεκτήματα, παρήχθη σε περιορισμένο αριθμό. Κυρίαρχο ρόλο διατηρούσαν τα τυφέκια τύπου Μάουζερ και Μάνλιχερ, απομεινάρια προηγούμενων περιόδων και συμμάχων προμηθειών, τα οποία παρουσίαζαν ποικίλες επιχειρησιακές δυνατότητες αλλά δεν μπορούσαν να συγκριθούν ποιοτικά με τον σύγχρονο εξοπλισμό των επιτιθεμένων.
Γερμανικός Οπλισμός
Ο βασικός ατομικός οπλισμός των Γερμανών αλεξιπτωτιστών (Fallschirmjäger) και λοιπών μονάδων πεζικού περιλάμβανε το τυφέκιο Karabiner 98k (Kar 98k), ένα όπλο επαναληπτικού τύπου με κινητό ουραίο, γνωστό για την αξιοπιστία και ακρίβειά του. Το υποπολυβόλο MP 40, με διαμέτρημα 9mm Parabellum, αποτελούσε τον κύριο φορητό οπλισμό σε αποστολές μικρών αποστάσεων και αστικού αγώνα, λόγω της ευκολίας χρήσεως και του συμπαγούς σχεδιασμού του. Συμπληρωματικά, χρησιμοποιούνταν και το κλασικό πιστόλι Luger Parabellum 1909, ένα όπλο με εμβληματικό μηχανισμό και ισχυρή συνειδησιακή φόρτιση, σύμβολο της γερμανικής στρατιωτικής παράδοσης από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οπλισμός Βρετανικών και Κοινοπολιτειακών Δυνάμεων
Ο κύριος φορητός οπλισμός του Βρετανικού Στρατού, που είχε χορηγηθεί και σε άλλες δυνάμεις της Κοινοπολιτείας, ήταν το περίφημο τυφέκιο Short Magazine Lee-Enfield, με διαμέτρημα .303 in (7,7 mm), γνωστό για τον υψηλό ρυθμό βολής και την αξιοπιστία του στο πεδίο της μάχης. Το υποπολυβόλο STEN των 9 mm, λιτό στην κατασκευή αλλά αποτελεσματικό, χρησιμοποιήθηκε ευρέως λόγω ευκολίας παραγωγής και μεταφοράς. Σε ρόλο ελαφρού οπλοπολυβόλου, κυριάρχησε το Bren, με χαρακτηριστικό κάθετο, άνωθεν τοποθετημένο γεμιστήρα. Το Bren δέχονταν γεμιστήρες 28 φυσιγγίων είτε του διαμετρήματος .303 in (7,7 mm) είτε, σε ορισμένες περιπτώσεις, του .202 in.
Για τις ανάγκες βαρύτερης υποστήριξης πεζικού, χρησιμοποιήθηκε το πολυβόλο Vickers K, το οποίο παρείχε ικανή και σταθερή ροή πυρός. Τέλος, σε ευρεία κλίμακα αξιοποιήθηκε το αμερικανικής προελεύσεως οπλοπολυβόλο Thompson, γνωστό για την αποτελεσματικότητά του σε μάχες εκ του σύνεγγυς και εξαιρετικά δημοφιλές σε πολλές συμμαχικές μονάδες.
Στρατηγικός Σχεδιασμός και Επιχειρησιακές Τακτικές
Η γερμανική στρατηγική πρόβλεπε την αιφνιδιαστική και ταυτόχρονη κατάληψη νευραλγικών σημείων της Κρήτης κατά το πρώτο εικοσιτετράωρο της επιθέσεως. Συγκεκριμένα, ο σχεδιασμός προέβλεπε την κατάληψη των αεροδρομίων και λιμένων των Χανίων, του Ρεθύμνου και του Ηρακλείου κατά την πρώτη ημέρα της επιχείρησης. Την δεύτερη ημέρα, στόχος ήταν η εξασφάλιση της βάσεως της Σούδας, καθώς και η μεταφορά της 5ης Ορεινής Μεραρχίας στο Μάλεμε, με σκοπό την ενίσχυση των αλεξιπτωτιστών που θα είχαν ήδη αποβιβασθεί και εμπλακεί σε μάχη.
Οι δυνάμεις εφόδου είχαν διαρθρωθεί σε τρεις επί μέρους επιχειρησιακές ομάδες, καθεμία με ονομασία εμπνευσμένη από μυθολογικά πρόσωπα ή σύμβολα:
Η Δυτική Ομάδα, υπό την κωδική ονομασία «Κομήτης», απαρτιζόταν από το Σύνταγμα Εφόδου Αλεξιπτωτιστών και είχε ως κύρια αποστολή την κατάληψη του αεροδρομίου Μάλεμε και της περιοχής των Χανίων.
Η Κεντρική Ομάδα, φέρουσα την επωνυμία «Άρης», περιλάμβανε το 2ο και το 3ο Σύνταγμα της 7ης Μεραρχίας Αλεξιπτωτιστών, με αποστολή την επίθεση προς Ρέθυμνο και την ευρύτερη ενδοχώρα.
Η Ανατολική Ομάδα, γνωστή ως «Ωρίων», στηριζόταν στο 1ο Σύνταγμα της 7ης Μεραρχίας Αλεξιπτωτιστών, το οποίο προοριζόταν για την κατάληψη του Ηρακλείου και του αντίστοιχου αεροδρομίου.
Η διάρθρωση αυτή απέβλεπε στη δημιουργία ταχείας επιχειρησιακής επικράτησης, μέσω αιφνιδιασμού, συντριβής των τοπικών αμυντικών δυνάμεων και αξιοποίησης των αεροδρομίων για άμεση ενίσχυση των εμπλεκομένων μονάδων.
Η Επίθεση
Πρώτη Ημέρα (20 Μαΐου 1941)
Τις πρωινές ώρες της 20ής Μαΐου 1941, ξεκίνησε η γερμανική επίθεση κατά της Κρήτης με την ονομασία Επιχείρηση Ερμής, με τη ρίψη των πρώτων κυμάτων αλεξιπτωτιστών της Λουφτβάφφε, έπειτα από σφοδρότατο αεροπορικό βομβαρδισμό και πυκνό πολυβολισμό των γερμανικών αεροσκαφών. Οι ελληνοβρετανικές δυνάμεις, εντεταγμένες στην άμυνα της νήσου, αντέδρασαν άμεσα με αντιαεροπορικά πυρά, ενώ τα τμήματα πεζικού άνοιξαν καταιγιστικό πυρ εναντίον των αλεξιπτωτιστών, τόσο κατά την κάθοδό τους από τον αέρα όσο και μετά την προσγείωσή τους στο έδαφος.
Στην περιοχή του Μάλεμε, η γερμανική Ομάδα «Κομήτης», υπό τον Υποστράτηγο Μάιντλ, κατόρθωσε να καταλάβει τη στρατηγικής σημασίας γέφυρα επί του ποταμού Ταυρωνίτη, καθώς και το στρατόπεδο της Βρετανικής Βασιλικής Αεροπορίας (RAF). Ωστόσο, παρά τις αρχικές επιτυχίες, δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει τον έλεγχο του αεροδρομίου, ο οποίος αποτελούσε βασικό επιχειρησιακό στόχο. Η μάχη για το ύψωμα 107, που δεσπόζει του αεροδρομίου, υπήρξε ιδιαίτερα σφοδρή. Οι Νεοζηλανδοί υπερασπιστές, παρά τη σθεναρή αντίσταση, υπέστησαν σημαντική φθορά, η οποία επέφερε σοβαρούς προβληματισμούς στον διοικητή τους ως προς τη δυνατότητα περαιτέρω αντοχής σε ενδεχόμενη νέα επίθεση. Ως εκ τούτου, κατά τη διάρκεια της νύχτας διατάχθηκε η σύμπτυξη των συμμαχικών δυνάμεων από τη συγκεκριμένη θέση.
Δυτικότερα, στο Κολυμπάρι, η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, αποτελούμενη από νεαρούς Ευέλπιδες και στελέχη του ελληνικού στρατού, αντεπεξήλθε επιτυχώς στις γερμανικές επιθέσεις. Εντούτοις, οι σοβαρές απώλειες και η έλλειψη επαρκών πυρομαχικών επέβαλαν τη σύμπτυξη της δύναμης σε νέα αμυντική τοποθεσία.
Ανατολικότερα, στην περιοχή της Αγυιάς, καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας εξελίχθηκαν ιδιαίτερα σφοδρές συγκρούσεις. Το 6ο Ελληνικό Σύνταγμα Πεζικού, το οποίο κατείχε τα υψώματα νότια του χωριού Γαλατά και βρέθηκε εντός της κύριας ζώνης προσγείωσης της γερμανικής Ομάδας «Άρης», υπέστη επανειλημμένες επιθέσεις. Ο διοικητής, ο υποδιοικητής, ένας λοχαγός και πολλοί διμοιρίτες συγκαταλέγονταν μεταξύ των πρώτων νεκρών της μονάδας. Ο αγώνας, εξαιρετικά άνισος, οδήγησε τελικώς στην αναγκαστική σύμπτυξη του Συντάγματος προς τον Γαλατά. Παρά τις βαριές απώλειες που υπέστησαν, οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές κατόρθωσαν να σταθεροποιηθούν στην περιοχή των φυλακών της Αγυιάς, αποκρούοντας μάλιστα αντεπίθεση ενός νεοζηλανδικού τάγματος κατά τις βραδινές ώρες.
Η προσπάθεια των Γερμανών για την κατάληψη της Σούδας και των Χανίων κατέληξε σε αποτυχία, με σημαντικό κόστος σε ανθρώπινες απώλειες. Εκτιμώντας πιθανή συμμαχική αντεπίθεση τη νύχτα, οι γερμανικές δυνάμεις στην Αγυιά περιήλθαν σε αμυντική διάταξη, επιδιώκοντας να συγκρατήσουν τις γραμμές τους.
Στον τομέα του Ρεθύμνου, κατά τις απογευματινές ώρες της ίδιας ημέρας, 161 γερμανικά μεταγωγικά αεροσκάφη προέβησαν σε ρίψεις αλεξιπτωτιστών και στρατιωτικού εξοπλισμού. Ένα τμήμα εξ αυτών κατέλαβε τα χωριά Περιβόλια και Καστελάκια και κινήθηκε προς την πόλη του Ρεθύμνου, όπου όμως προσέκρουσε στην αντίσταση του Τάγματος Οπλιτών της Χωροφυλακής, με αποτέλεσμα σημαντικές απώλειες και για τις δύο πλευρές. Έλληνες και Αυστραλοί υπερασπιστές απέκρουσαν με επιτυχία επίθεση σε λόφο δυτικά του αεροδρομίου του Ρεθύμνου, συλλαμβάνοντας μάλιστα ογδόντα αιχμαλώτους. Αν και οι γερμανικές απώλειες ανήλθαν στο ένα τρίτο της συνολικής δύναμής τους, κατόρθωσαν να καταλάβουν το χωριό Αμπελάκια και ένα ύψωμα ανατολικά του αεροδρομίου.
Τέλος, στον τομέα του Ηρακλείου, η επίθεση της Ομάδας «Ωρίων» ξεκίνησε στις 15:00 με εκτεταμένο αεροπορικό βομβαρδισμό διάρκειας μίας ώρας, που προκάλεσε σοβαρές καταστροφές στην πόλη. Η ρίψη των γερμανικών αλεξιπτωτιστών ακολούθησε στις 16:00, αλλά η έλλειψη αεροπορικής υποστήριξης απεδείχθη καθοριστικής σημασίας για την έκβαση των επιχειρήσεων. Το τάγμα που είχε ως στόχο την κατάληψη του αεροδρομίου εξουδετερώθηκε από τις βρετανικές και αυστραλιανές δυνάμεις. Τα υπόλοιπα δύο τάγματα, μειωμένης ισχύος, περιήλθαν σε αμυντική στάση, έχοντας δεχθεί επιθέσεις από ενόπλους πολίτες, χωροφύλακες και στρατιώτες του 7ου Ελληνικού Συντάγματος Πεζικού, οι οποίοι επέδειξαν εξαιρετικό θάρρος και μαχητικότητα.
2η ημέρα
Η μάχη για το Μάλεμε και η καθοριστική τροπή των επιχειρήσεων
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 21ης Μαΐου και συγκεκριμένα στις 06:00, ένα γερμανικό μεταγωγικό αεροσκάφος επιχείρησε προσγείωση στο Μάλεμε, εν μέσω σφοδρών πυρών από τις Συμμαχικές δυνάμεις, με αποστολή τη διακομιδή του τραυματισμένου στρατηγού Μάιντλ. Την ίδια ώρα, το 6ο Ελληνικό Σύνταγμα Πεζικού ανασυγκροτήθηκε στον Γαλατά, ενώ το 8ο Σύνταγμα απέκρουσε γερμανική επίθεση, εξαπέλυσε αντεπίθεση και διέλυσε τα εχθρικά τμήματα, συλλαμβάνοντας Γερμανούς τραυματίες.
Παράλληλα, οι γερμανικές δυνάμεις συνέχιζαν να αντιμετωπίζουν ισχυρότατη αντίσταση από τις μονάδες της Νέας Ζηλανδίας, οι οποίες κατείχαν τον στρατηγικής σημασίας λόφο 107. Η κύρια μονάδα των Νεοζηλανδών στην περιοχή του Μάλεμε ήταν το 22ο Τάγμα υπό τη διοίκηση του αντισυνταγματάρχη Leslie Andrew. Το τάγμα διατηρούσε υπό τον έλεγχό του τον λόφο 109, καθώς και το δυτικό άκρο του αεροδρομίου. Ο Andrew διατήρησε σταθερή επιθετική στάση και αιτήθηκε ενισχύσεων από το 23ο Τάγμα. Η αίτησή του ωστόσο απορρίφθηκε, καθώς λανθασμένα εκτιμήθηκε πως το 23ο είχε ήδη εμπλακεί σε μάχη — γεγονός που δεν ίσχυε, καθώς οι άνδρες του παρέμεναν ανενεργοί, εν αναμονή εντολών.
Ο Andrew, αποφασισμένος να εκδιώξει τους Γερμανούς από τα όρια του αεροδρομίου, προχώρησε σε επίθεση με τη συνδρομή δύο αρμάτων μάχης. Ωστόσο, η επιχείρηση απέτυχε, καθώς τα άρματα υπέστησαν βλάβες και τέθηκαν εκτός λειτουργίας.
Η αποχώρηση από τον λόφο 107
Παρά το γεγονός ότι οι Νεοζηλανδοί θεωρούσαν πως είχαν το πλεονέκτημα στη μάχη, ο αντισυνταγματάρχης Andrew έλαβε τη στρατηγικά κρίσιμη —αλλά εσφαλμένη— απόφαση να αποσυρθεί από τον λόφο 107 και να ενώσει τις δυνάμεις του με το 21ο Τάγμα. Η υποστήριξη που είχε ζητήσει από τις γειτονικές μονάδες δεν κατέφθασε, εξαιτίας της εσφαλμένης εκτίμησης ότι οι μονάδες αυτές είχαν ήδη εμπλακεί στη μάχη. Στην πραγματικότητα, δεν είχαν μετακινηθεί και περίμεναν διαταγές για να συνδράμουν.
Την ίδια στιγμή, οι γερμανικές δυνάμεις, αν και σε δυσχερή θέση, ελλιπώς εξοπλισμένες με μόνο φορητά όπλα και χειροβομβίδες —καθώς τα ανεμόπτερα δεν είχαν μεταφέρει βαρύ οπλισμό— περίμεναν σχεδόν την εξουδετέρωσή τους από τους Νεοζηλανδούς. Αντίθετα, όταν διαπίστωσαν την αποχώρηση των Συμμάχων από τον λόφο, προχώρησαν άμεσα στην κατάληψή του. Δύο ακόμη μονάδες της Νέας Ζηλανδίας που βρίσκονταν στην άκρη του αεροδρομίου, αποθαρρυμένες από την αποχώρηση των συμπολεμιστών τους, υπαναχώρησαν επίσης. Οι Γερμανοί κατέλαβαν τελικά τον λόφο, παρά το γεγονός ότι διέθεταν ελάχιστες δυνάμεις και μόνο ελαφρύ οπλισμό.
Η έλλειψη άμεσης αντεπίθεσης από πλευράς των Συμμάχων αποδείχθηκε καθοριστική. Επιπροσθέτως, η γερμανική πολεμική αεροπορία (Luftwaffe) έπληξε σφοδρά τις επίγειες συμμαχικές δυνάμεις γύρω από τον λόφο με επιθέσεις καταδιωκτικών Stuka.
Η κατάληψη του Μάλεμε
Με τον λόφο 107 υπό γερμανικό έλεγχο, τα μεταγωγικά αεροσκάφη Junkers Ju 52 της Luftwaffe κατέστη δυνατό να προσγειωθούν στη ζώνη του αεροδρομίου. Έως τις 17:00 της ίδιας ημέρας, το Μάλεμε είχε πλέον περάσει εξ ολοκλήρου στον έλεγχο των γερμανικών δυνάμεων. Το 100ό Ορεινό Σύνταγμα, υπό τη διοίκηση του συνταγματάρχη Willibald Utz, είχε αποβιβαστεί πλήρως. Ωστόσο, η επιχείρηση προσγείωσης συνοδεύτηκε από βαριές απώλειες, καθώς ένα στα τρία μεταγωγικά καταστράφηκε από τα συνεχιζόμενα πυρά, με αποτέλεσμα οκτώ αεροσκάφη να χαθούν και ο αεροδιάδρομος να καλυφθεί από συντρίμμια.
Η συμμαχική αντεπίθεση και η έκβαση της μάχης
Παρά τις επιθέσεις των Νεοζηλανδών κατά των γερμανικών αεροσκαφών που προσγειώνονταν, σημαντικός αριθμός γερμανικών στρατευμάτων κατάφερε να αποβιβαστεί και να ενισχύσει τις ήδη παρούσες μονάδες. Το βράδυ της 21ης Μαΐου, οι Συμμαχικές δυνάμεις αντιλήφθηκαν την κρίσιμη σημασία του αεροδρομίου και επιχείρησαν να εξαπολύσουν αντεπίθεση. Δύο τάγματα κατευθύνθηκαν προς το Μάλεμε με σκοπό την ανακατάληψή του. Όμως, το ήδη ανεπτυγμένο 100ό Ορεινό Σύνταγμα απέκρουσε την επίθεση και καμία πρόοδος δεν σημειώθηκε. Μια νέα προσπάθεια έγινε το πρωί της 22ας Μαΐου, με τις συμμαχικές δυνάμεις να φθάνουν στην άκρη του αεροδρομίου στις 07:30. Ωστόσο, αδυνατώντας να προχωρήσουν περαιτέρω, αναγκάστηκαν να αποσυρθούν.
Η τελική κατάληψη και οι στρατηγικές συνέπειες
Η κατάληψη του αεροδρομίου από τις γερμανικές δυνάμεις υπήρξε καθοριστικής σημασίας. Με την κυριαρχία στο Μάλεμε, οι Γερμανοί είχαν πλέον τη δυνατότητα να μεταφέρουν συνεχώς νέες ενισχύσεις και στρατιωτικό εξοπλισμό, αποκτώντας σαφές αριθμητικό και υλικοτεχνικό πλεονέκτημα. Οι συμμαχικές δυνάμεις αναγκάστηκαν να αποσυρθούν από την περιοχή προς τον Γαλατά, προκειμένου να αποφύγουν τον εγκλωβισμό.
Η απώλεια του Μάλεμε έκρινε τελικά την έκβαση της Μάχης της Κρήτης. Παρά τις επιμέρους επιτυχίες των Συμμάχων στους τομείς του Ηρακλείου και του Ρεθύμνου, η συνεχής αποβίβαση γερμανικών δυνάμεων μέσω του αεροδρομίου του Μάλεμε άλλαξε την ισορροπία των δυνάμεων και οδήγησε τελικά στην πλήρη κατάληψη της Κρήτης από τη Γερμανία.
Απώλειες
Μετά από την ενίσχυση των δυνάμεων που μεταφέρθηκαν από την ηπειρωτική Ελλάδα, η συνολική στρατιωτική δύναμη που υπερασπίστηκε την Κρήτη ανήλθε περίπου σε 43.000 άνδρες, εκ των οποίων 11.500 ήταν Έλληνες και 31.500 Βρετανοί και Νεοζηλανδοί. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, οι απώλειες των Ελλήνων ανήλθαν σε 426 νεκρούς, ενώ ο αριθμός των τραυματιών και αιχμαλώτων παραμένει αδιευκρίνιστος. Οι Βρετανοί υπέστησαν 1.742 νεκρούς, 1.737 τραυματίες και 11.835 αιχμαλώτους. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων βυθίστηκαν δύο καταδρομικά και έξι αντιτορπιλικά, ενώ χάθηκαν πάνω από 2.000 αξιωματικοί και ναύτες.
Από την πλευρά του Άξονα, η δύναμη που συμμετείχε στην επιχείρηση «Ερμής» αριθμούσε 22.750 άνδρες, μεταξύ των οποίων 14.000 αλεξιπτωτιστές, 1.370 αεροσκάφη και ανεμόπτερα, καθώς και 70 πλοία. Οι απώλειες των δυνάμεων του Άξονα, σύμφωνα με τη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, ανήλθαν σε 1.990 νεκρούς, 1.995 αγνοούμενους και σημαντικό αριθμό τραυματιών. Οι απώλειες των Γερμανών αλεξιπτωτιστών ξεπέρασαν τους 8.000 άνδρες. Τα αεροσκάφη που καταστράφηκαν ολοσχερώς ανήλθαν σε 220, ενώ περίπου 150 υπέστησαν σοβαρές ζημιές. Ο Κουρτ Στούντεντ, διοικητής της επιχείρησης από τη γερμανική πλευρά, ανέφερε απώλειες 4.000 νεκρών και αγνοουμένων αλεξιπτωτιστών και στρατιωτών της 5ης Ορεινής Μεραρχίας. Άλλες γερμανικές πηγές ανεβάζουν τις απώλειες στους 6.453 άνδρες. Στο γερμανικό νεκροταφείο του Μάλεμε βρίσκονται οι τάφοι 4.465 στρατιωτών που έπεσαν κατά τη μάχη της Κρήτης και την κατοχική περίοδο.
Σχόλια