Η μάχη του Φραγκοκάστελλου, 18 Μαΐου 1828
Η μάχη του Φραγκοκάστελλου, η οποία εκτυλίχθηκε στις 18 Μαΐου 1828 στην επαρχία Σφακίων της Κρήτης, συνιστά χαρακτηριστικό πολεμικό επεισόδιο του ευρύτερου ελληνικού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της περιόδου 1821–1829. Το γεγονός αυτό δεν αποτελεί απλώς μια τοπική αναμέτρηση, αλλά εντάσσεται στην εθνική προσπάθεια που κατέβαλε η προσωρινή ελληνική διοίκηση – γνωστή την εποχή εκείνη ως «Αντικυβερνητική της Ελλάδος Επιτροπή» – για την αναζωπύρωση της επαναστατικής φλόγας σε επαρχίες οι οποίες παρέμεναν ακόμη εκτός του στρατιωτικού και πολιτικού ελέγχου του υπό συγκρότηση ελληνικού κράτους.
Η επιχείρηση αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο της εφαρμογής των όρων της Συνθήκης του Λονδίνου (1827), βάσει της οποίας οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής – το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και η Τσαρική Ρωσία – ανέλαβαν τον ρόλο των «προστατίδων» του ελληνικού ζητήματος. Σύμφωνα με τους όρους της εν λόγω συνθήκης, η σύσταση ενός αυτόνομου ελληνικού κράτους υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου, με σαφώς προσδιορισμένα εδαφικά όρια, καθίστατο υπόθεση διεθνούς διπλωματίας και πολιτικής διαπραγμάτευσης. Η ελληνική πλευρά, από την πλευρά της, όφειλε να αποδείξει εμπράκτως την εθνική βούληση των διαφόρων επαρχιών να ενταχθούν στον εθνικό κορμό, γεγονός που μεταφραζόταν σε αναζωπύρωση του αγώνα σε περιοχές όπως η Κρήτη, η Μακεδονία και η Θεσσαλία.
Στο πλαίσιο αυτό, η μάχη του Φραγκοκάστελλου ήταν μια στρατιωτική προσπάθεια των Ελλήνων επαναστατών να ενισχύσουν την παρουσία τους στην Κρήτη, ώστε να συμπεριληφθεί το νησί στις διεκδικούμενες περιοχές του νεοσύστατου κράτους. Ωστόσο, παρά τη γενναιότητα των Κρητών αγωνιστών, η έκβαση της σύγκρουσης υπήρξε δυσμενής για τον ελληνικό στρατό. Η ήττα αυτή, αν και δεν ανέκοψε συνολικά τη δυναμική της Επανάστασης στην Κρήτη, ανέδειξε τα προβλήματα εφοδιασμού, συντονισμού και στρατηγικής που εξακολουθούσαν να ταλανίζουν τον κρητικό αγώνα μέχρι την τελική ανεξαρτησία της Ελλάδας.
Η μάχη του Φραγκοκάστελλου καταγράφεται στις σελίδες της ελληνικής Ιστορίας όχι μόνο ως ένδειξη του μαχητικού φρονήματος των Κρητών, αλλά και ως υπενθύμιση των γεωπολιτικών διακυβευμάτων της εποχής, τα οποία διαμόρφωναν ταυτόχρονα το πεδίο των μαχών και τους διπλωματικούς συσχετισμούς στο δρόμο προς την εθνική αποκατάσταση.
Υπόβαθρο της Μάχης του Φραγκοκάστελλου: Ο ρόλος του Χατζημιχάλη Νταλιάνη και η επαναστατική κινητοποίηση στην Κρήτη
Κατόπιν επισήμου διαταγής του αρχιστρατήγου Ριχάρδου Τσορτς, υπογεγραμμένης τόσο από τον ίδιο όσο και από τον αρχιγραμματέα της Επαναστατικής Κυβερνήσεως Γεώργιο Λη, με ημερομηνία 26 Ιουνίου 1827, ο Ηπειρώτης οπλαρχηγός Χατζημιχάλης Νταλιάνης διορίστηκε επικεφαλής του σώματος των ατάκτων ιππέων που υπαγόταν στην κεντρική στρατιωτική διοίκηση. Η εν λόγω απόφαση σήμανε την ανάθεση στον Νταλιάνη ενός κρίσιμου ρόλου στο πλαίσιο της αναζωπύρωσης των επαναστατικών επιχειρήσεων, ιδίως σε περιοχές που βρίσκονταν ακόμη υπό τον έλεγχο των Οθωμανών.
Μόλις μερικούς μήνες μετά τον διορισμό του, ο Νταλιάνης είχε ήδη καταφέρει να συγκροτήσει ικανό αριθμό πολεμιστών, συγκεντρώνοντας περί τους εκατό ιππείς. Με τη συνδρομή του εκπροσώπου των Κρητών στην προσωρινή κυβέρνηση, Εμμανουήλ Αντωνιάδη, απέπλευσε από το Ανάπλι με το μπρίκι «Λεωνίδας», με προορισμό τη Γραμβούσα, όπου και αποβιβάστηκε στις 4 Ιανουαρίου 1828.
Εκεί, οι άνδρες του συνενώθηκαν με ολιγάριθμους Κρήτες μαχητές. Πολλοί από τους τοπικούς οπλαρχηγούς, ωστόσο, τηρούσαν επιφυλακτική στάση, αποφεύγοντας να ταχθούν ανοιχτά στο πλευρό του Ηπειρώτη στρατηγού. Η αιτία αυτής της στάσης δεν ήταν άγνωστη. Ο Τουρκαλβανός διοικητής της Κρήτης, Μουσταφά Πασάς, διορισμένος απευθείας από τον Μωχάμετ Άλι της Αιγύπτου, είχε προβεί σε προειδοποιητικές αποστολές επιστολών προς όλους τους επικεφαλής των τοπικών στρατιωτικών σωμάτων, προαναγγέλλοντας την άφιξη του Νταλιάνη και καλώντας τους να απέχουν από οποιαδήποτε συνεργασία μαζί του.
Οι επιστολές αυτές συνοδεύονταν από ρητές απειλές αντιποίνων σε βάρος των κατοίκων και των οικογενειών όσων τολμούσαν να ενισχύσουν τον Νταλιάνη και τους άνδρες του. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στο γεγονός ότι μία από τις επιστολές απευθυνόταν προσωπικά στον ίδιο τον Νταλιάνη, με τον οποίο ο Μουσταφάς είχε γνωριστεί παλαιότερα στην Κωνσταντινούπολη. Σε αυτή του προσέφερε προτάσεις συνεργασίας ή υποταγής, επιδιώκοντας ενδεχομένως την ειρηνική απορρόφηση της στρατιωτικής του παρουσίας. Ο Νταλιάνης, ωστόσο, αγνόησε κάθε τέτοια πρόταση και παρέμεινε αμετακίνητος στο επαναστατικό του καθήκον.
Η στάση αυτή του Χατζημιχάλη Νταλιάνη, όπως καταγράφεται και στη μονογραφία του Μητροπολίτου Ερμουπόλεως Αιγύπτου Ευαγγέλου, αντανακλά τον ακλόνητο πατριωτισμό και την αποφασιστικότητά του να υπηρετήσει τον αγώνα της Ελευθερίας, ακόμα και μέσα σε ένα περιβάλλον απειλών, απομόνωσης και επιφυλακτικότητας. Το υπόβαθρο αυτό εξηγεί εν πολλοίς τις δυσκολίες που επρόκειτο να αντιμετωπίσει στο πεδίο της μάχης και θέτει το ιστορικό πλαίσιο της επικείμενης τραγικής σύγκρουσης στο Φραγκοκάστελλο.
Πορεία προς τη Σύγκρουση – Η Μάχη (18 Μαΐου 1828)
Μετά την άφιξή του στην Κρήτη, και ενώ είχε ήδη εγκατασταθεί στην επαρχία Σφακίων, ο Χατζημιχάλης Νταλιάνης προέβη σε στρατηγική κίνηση με σκοπό την ενίσχυση της επαναστατικής παρουσίας στο νησί. Κατέλαβε το παλαιό ενετικό κάστρο του Φραγκοκάστελλου, το οποίο ευρίσκεται σε θέση μείζονος σημασίας, μεταξύ Σφακίων και Αγίου Βασιλείου, ενώ επιπλέον τοποθέτησε υποστηρικτικές φρουρές στις γειτονικές θέσεις Κολακάσια και Πατσιανό. Η κίνηση αυτή εγκρίθηκε και επικυρώθηκε επισήμως από το Κρητικό Συμβούλιο, τον επαναστατικό οργανισμό της νήσου, με σχετικό έγγραφο της 8ης Μαΐου 1828.
Παρά τη στρατηγική σημασία της θέσης και την τυπική έγκριση του Συμβουλίου, η κατάσταση στο Φραγκοκάστελλο παρέμενε εξαιρετικά δυσχερής. Ο Νταλιάνης διέθετε ελάχιστες προμήθειες σε τρόφιμα και πυρομαχικά και απευθύνθηκε στην Αίγινα για ενίσχυση. Ωστόσο, η αντικυβερνητική επιτροπή της Ελλάδος, λόγω οικονομικής αδυναμίας, δεν ήταν σε θέση να τον συνδράμει. Περαιτέρω, ο τοπικός πληθυσμός και οι Σφακιανοί οπλαρχηγοί της περιοχής (ιδίως εκείνοι της λεγόμενης «Διευθυντικής Επιτροπής Λουτρού») εμφανίζονταν ψυχροί έως εχθρικοί απέναντι στον Ηπειρώτη στρατηγό. Η κορύφωση αυτής της εχθρότητας ήλθε όταν παρακράτησαν τον ανεφοδιασμό που του είχε αποστείλει ο Άγγλος φρούραρχος της Γραμβούσας, με αποτέλεσμα τον πλήρη αποκλεισμό του Νταλιάνη από κάθε πηγή ενισχύσεως.
Απογοητευμένος από την απροθυμία των ντόπιων να στηρίξουν τον αγώνα, από φόβο τουρκικών αντιποίνων, ο Νταλιάνης αποφάσισε να ενεργήσει με αποκλειστικά τις δικές του δυνάμεις. Στις 8 Μαΐου, τέθηκε επικεφαλής όλων των ιππέων του, καθώς και μιας μονάδας πιστών Κρητών υπό τον Α. Μανουσογιαννάκη, και επιχείρησε αιφνιδιαστικό πλευροκόπημα κατά των δυνάμεων του Οσμάν πασά του Ρεθύμνου, οι οποίες βάδιζαν προς τον Αποκόρωνα, με σκοπό να ενωθούν με τον στρατό του Μουσταφά πασά. Η επιχείρηση στέφθηκε με επιτυχία· οι Τούρκοι υπέστησαν ήττα και υποχώρησαν προς τις βάσεις τους.
Η Κυρίως Μάχη
Οι επιτυχίες αυτές κινητοποίησαν άμεσα την οθωμανική διοίκηση. Ο ίδιος ο Μουσταφά πασάς, διοικητής της Κρήτης, πληροφορήθηκε τα συμβάντα μέσω ενός Αιγύπτιου ιπποκόμου, πρώην κρατουμένου των Ελλήνων, ο οποίος κατάφερε να αποδράσει κατά τη διάρκεια της μάχης. Ο εν λόγω άνδρας θεωρείτο εσφαλμένα πιστός στον Νταλιάνη, γεγονός που πιθανότατα επέτρεψε τη διαρροή κρίσιμων πληροφοριών σχετικά με τη σύνθεση και τη διάταξη του ελληνικού στρατοπέδου.
Παράλληλα, στο εσωτερικό στρατόπεδο των Ελλήνων εντάθηκε η καχυποψία και η ρήξη μεταξύ του Νταλιάνη και των Σφακιανών, ιδιαίτερα των υπερασπιστών του Πατσιανού. Ο Νταλιάνης αγνόησε τις στρατιωτικές υποδείξεις που του απέστειλαν εγγράφως, ενώ η κατάσταση επιδεινώθηκε με την ανταλλαγή αιχμηρών επιστολών. Η αντιπαράθεση αφορούσε πρωτίστως τη στρατηγική τακτική που όφειλε να ακολουθηθεί στην επικείμενη σύγκρουση. Παρά τις ειλικρινείς και επανειλημμένες προσπάθειες πολλών επιφανών Σφακιανών αγωνιστών – όπως των Α. Μανουσέλη, Σ. Δεληγιαννάκη, Σ. και Π. Παπαδάκη, Γ. Τσουδερού, Σ. Καυκάλα, Π. Τσιριντάκη και άλλων – να τον μεταπείσουν, ο Νταλιάνης παρέμεινε αμετακίνητος, δηλώνοντας χαρακτηριστικά: «Μια φορά γεννήθηκα και μια φορά θα πεθάνω».
Εν τω μεταξύ, στην περιοχή κατέφθασε ισχυρότατο οθωμανικό σώμα υπό τον Μουσταφά, αποτελούμενο από 4.000 πεζούς, 400 ιππείς, ενισχυμένους με τρία πυροβόλα και ένα βομβοβόλο. Οι Τούρκοι στρατοπέδευσαν πλησίον του Φραγκοκάστελλου και, την επομένη ημέρα, στις 18 Μαΐου 1828, εξαπέλυσαν σφοδρή επίθεση.
Οι ελληνικές δυνάμεις είχαν παραταχθεί σε πέντε πρόχειρα χαρακώματα, κατασκευασμένα εκτός του φρουρίου, χωρίς να έχει εξασφαλιστεί επικοινωνία μεταξύ των θέσεων. Παρά τα υλικοτεχνικά μειονεκτήματα, όλοι οι άνδρες, ενώπιον του αρχηγού τους, έδωσαν όρκο τιμής να υπερασπισθούν το κάστρο μέχρι θανάτου.
Η σύγκρουση που επρόκειτο να ακολουθήσει θα έμενε χαραγμένη στην ιστορική μνήμη, όχι μόνον για το αιματοκύλισμα και την τραγικότητα της έκβασης, αλλά και για την ηρωική αντίσταση των ολίγων απέναντι στην υπεροπλία των πολλών. Ήταν η τελευταία μεγάλη απόπειρα των Ελλήνων να αναζωπυρώσουν την επανάσταση στην Κρήτη, υπό την ηγεσία του ηρωικού αλλά τραγικού Χατζημιχάλη Νταλιάνη.
Η θυσία του Χατζημιχάλη Νταλιάνη
Κατά τη διάρκεια της ηρωικής αντίστασης στον πύργο του Φραγκοκάστελλου, το κεντρικό οχύρωμα, το οποίο τελούσε υπό την αρχηγία του Κυριακούλη Αργυροκαστρίτη, αποτέλεσε τον κύριο στόχο της συντριπτικά υπέρτερης εχθρικής δύναμης. Παρά την ασφυκτική πίεση και το άνισο των δυνάμεων, οι υπερασπιστές του προμαχώνα επέδειξαν απαράμιλλο θάρρος και ηρωισμό. Αντιστάθηκαν σθεναρά, μέχρι που, σε μάχη εκ του συστάδην, σχεδόν όλοι έπεσαν μαχόμενοι· από τους υπερασπιστές διασώθηκαν μόνο δύο άνδρες.
Βλέποντας την τραγική έκβαση της σύγκρουσης, οι υπόλοιποι μαχητές της ελληνικής δύναμης επιχείρησαν να υποχωρήσουν προς το φρούριο, καλυπτόμενοι από τις δυνάμεις του ιππικού. Ο ίδιος ο Χατζή Μιχάλης Νταλιάνης, πιστός στην τιμή του αρχηγού και στο καθήκον προς την πατρίδα, παρέμεινε στην πρώτη γραμμή, επικεφαλής των ανδρών του, πολεμώντας με γενναιότητα μέχρι τέλους. Έπεσε ηρωικά, χτυπημένος από τα σπαθιά των αντιπάλων, όπως και συνολικά 338 Έλληνες μαχητές που τον πλαισίωναν.
Κι όμως, η ελληνική υποχώρηση, παρά τη βαριά θυσία, κατέστη επιτυχής. Οι τουρκικές δυνάμεις του Μουσταφά αιφνιδιάστηκαν από την επίθεση αντιπερισπασμού που εξαπέλυσαν οι υπερασπιστές των γειτονικών χωριών, Καψοδάσους και Πατσιανού, γεγονός που προκάλεσε σοβαρές απώλειες στους Τούρκους. Ο συνολικός απολογισμός των απωλειών της στρατιάς του Μουσταφά ανήλθε στους 1.050 άνδρες.
Η θυσία του Νταλιάνη και των συντρόφων του ανεγράφη στις πιο φωτεινές σελίδες της νεότερης ελληνικής ιστορίας, ως παράδειγμα αυταπάρνησης, ηρωισμού και φιλοπατρίας.
Η παράδοση του Φραγκοκάστελλου
Μετά τις αιματηρές συγκρούσεις και τη βαρύτατη θυσία των υπερασπιστών του, το Φραγκοκάστελλο τελικώς εγκαταλείφθηκε και παραδόθηκε στους Οθωμανούς, σύμφωνα με συμφωνία που επετεύχθη μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών. Βάσει της συνθήκης αυτής, οι εναπομείναντες Έλληνες μαχητές έλαβαν το δικαίωμα να αποχωρήσουν ελεύθερα, φέροντας μαζί τους τα όπλα και τα υπάρχοντά τους, πράξη που μαρτυρά έναν άτυπο αμοιβαίο σεβασμό ανάμεσα σε πολεμιστές. Οι Τούρκοι, αφού κατέλαβαν το φρούριο, προχώρησαν στην καταστροφή του, προφανώς για να αποτρέψουν κάθε ενδεχόμενο μελλοντικής χρήσης του εναντίον τους.
Ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός ότι μεταξύ των Ηπειρωτών πολιορκημένων και των Τουρκαλβανών πολιορκητών έλαβε χώρα ανταλλαγή δώρων, ενώ ο Μουσταφά Πασάς απέστειλε στους οικείους του πεσόντος αντιπάλου του, Νταλιάνη, την ιπποσκευή του, τιμώντας έτσι την ανδρεία του νεκρού εχθρού.
Κατά την επιστροφή των τουρκικών δυνάμεων προς τη βάση τους, δέχθηκαν νέα επίθεση από μαχητές της περιοχής των Σφακίων. Παρά το γεγονός αυτό, ο Μουσταφά Πασάς δεν προχώρησε σε αντίποινα κατά της πόλης τους, επιλέγοντας την οδό του ειρηνικού κατευνασμού, με την πρόδηλη επιδίωξη να δώσει τέλος στις εχθροπραξίες και να τερματίσει την επανάσταση.
Η λαϊκή παράδοση και οι "Δροσουλίτες"
Η θυσία του Νταλιάνη και των συμπολεμιστών του δεν έμεινε μόνο στη συλλογική ιστορική μνήμη, αλλά πέρασε και στον θρύλο, μέσα από τη λαϊκή παράδοση. Η δημοτική μούσα, σε απόηχο του ηρωισμού και του μαρτυρίου τους, δημιούργησε συγκινητικό τραγούδι, το οποίο κατέγραψε και διέσωσε ο Γ. Βλαστός.
Πέραν τούτου, η φαντασία των κατοίκων της περιοχής γέννησε τον θρύλο των «Δροσουλιτών» – ενός παράδοξου οπτικού φαινομένου, κατά το οποίο, όπως λέγεται, εμφανίζονται κάθε χρόνο στον ορίζοντα, κατά τις πρώτες πρωινές ώρες και τις παραμονές της επετείου της μάχης, οι σκιώδεις μορφές των πεσόντων μαχητών. Το όραμα αυτό, που πλανάται σαν σύννεφο μνήμης και τιμής πάνω από το Φραγκοκάστελλο, αποτελεί έκφραση της άρρηκτης σύνδεσης ανάμεσα στον ιστορικό χρόνο και στον λαϊκό μύθο – εκεί όπου ο ηρωισμός μετουσιώνεται σε αιωνιότητα.
Σχόλια