Η απελευθέρωση της Δυτικής Θράκης στις 14 Μαΐου 1920
«Η Θράκη επανέρχεται εις την Μητέρα Ελλάδα» ανέγραφε με ενθουσιασμό η εφημερίδα Καθημερινή της 15ης Μαΐου 1920, αναγγέλλοντας τη λαμπρή απαρχή της προελάσεως του ελληνικού στρατού, κατά την προηγουμένην ημέραν, προς απελευθέρωσιν της Δυτικής Θράκης. Έως το έτος 1913, οι όροι «Ανατολική» και «Δυτική» Θράκη ήσαν απολύτως γεωγραφικοί, με φυσικόν όριον μεταξύ των τον ποταμόν Έβρον και τον παραπόταμον αυτού, Τόνζον.
Κατόπιν των Βαλκανικών Πολέμων (1912–1913), η Δυτική Θράκη περιήλθεν εις την κυριαρχίαν της Βουλγαρίας, ενώ η Ανατολική Θράκη παρέμεινεν υπό την διοίκησιν της φθίνουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μετά την λήξιν του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1914–1918) και εν μέσω των ραγδαίων εδαφικών ανακατατάξεων εις την Βαλκανικήν Χερσόνησον, η Θράκη κατέστη μήλον της έριδος μεταξύ τριών κρατών: της Ελλάδος, της Βουλγαρίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Κατά τη διάρκεια των εργασιών της Συνδιασκέψεως Ειρήνης του Παρισιού, ο Ελευθέριος Βενιζέλος συμπεριέλαβεν την Θράκην εις τας ελληνικάς διεκδικήσεις, επικαλούμενος την μακραίωνον και ακμαίαν παρουσίαν του ελληνικού στοιχείου εις την περιοχήν.
Το Ανώτατον Συμβούλιον των Συμμάχων, συνεδριάζον εν Παρισίοις, διέταξε την εκκένωσιν της Δυτικής Θράκης υπό των βουλγαρικών στρατευμάτων την 17ην Σεπτεμβρίου 1919. Η απόφασις αυτή ενεκρίθη και επισήμως διά της Συνθήκης του Νεϊγύ, υπογραφείσης την 14ην/27ην Νοεμβρίου του ιδίου έτους, βάσει της οποίας η Βουλγαρία απεκδύετο πάσης εδαφικής αξιώσεως επί της Θράκης.
Εν συνεχεία, την 20ην Οκτωβρίου 1919, αι νικήτριαι δυνάμεις του Μεγάλου Πολέμου αποφάσισαν την εγκαθίδρυσιν προσωρινού καθεστώτος Διασυμμαχικής Διοικήσεως εις την Δυτικήν Θράκην, εν αναμονή της οριστικής ρυθμίσεως του ζητήματος της κυριαρχίας. Την ανωτάτην εποπτείαν της διοικήσεως ανέλαβεν ο Γάλλος αρχιστράτηγος Louis Franchet d’Espèrey, γνωστός διά την καθοριστικήν διάσπασιν του Μακεδονικού Μετώπου κατά το φθινόπωρον του 1918. Την πολιτικήν και στρατιωτικήν διαχείρισιν της περιοχής ανέλαβε ο στρατηγός Charles Antoine Charpy, ενώ την διπλωματικήν εκπροσώπησιν της Ελλάδος επωμίσθη ο στενός συνεργάτης του Βενιζέλου, Χαρίσιος Βαμβακάς. Το Διασυμμαχικόν καθεστώς διήρκεσεν έως τον Μάιον του 1920.
Κατά τας αποφάσεις της Συνδιασκέψεως του Σαν Ρέμο (Απρίλιος 1920), η Ελλάς έλαβε το δικαίωμα της καταλήψεως του συνόλου της Θράκης. Η ελληνική κυριαρχία επί της Δυτικής Θράκης ενεκρίθη επισήμως διά ειδικής συμβάσεως, ήτις παρετέθη ως παράρτημα εις την Συνθήκην των Σεβρών (28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920). Από νομικής απόψεως, η τύχη της Δυτικής Θράκης εκινήθη παραλλήλως, αλλά και ανεξαρτήτως, εκείνης των λοιπών διατάξεων της ως άνω συνθήκης.
Η Απελευθέρωσις της Δυτικής Θράκης – Μάιος 1920
Την 14ην Μαΐου 1920 ήρχισαν επισήμως οι στρατιωτικαί επιχειρήσεις διά την απελευθέρωσιν της Δυτικής Θράκης, σηματοδοτώντας την απαρχήν ενός ιστορικού οροσήμου για τον ελληνισμό της περιοχής. Η εφημερίδα Καθημερινή, ακολουθούσα με προσήλωση την πορεία των γεγονότων, ανήγγειλε εις την έκδοσιν της 15ης Μαΐου την έναρξιν της ελληνικής προελάσεως εις το θρακικόν έδαφος.
Κατά λέξιν, εδημοσίευσεν: «Το Επιτελείον του σώματος της Αμύνης ανακοινοί ότι την πρωίαν σήμερον ήρξατο η προέλασις του Ελληνικού στρατού του τριγώνου της Ξάνθης προς κατάληψιν της Γκιουμουλτζίνας, ήτις ήδη έχει καταληφθή. Ταυτοχρόνως συνετελέσθη η κατάληψις μέχρι Φερετζίκ. Η πόλις του Δεδεαγάτς κατελήφθη την έκτην πρωινήν της σήμερον δι’ αποβάσεως, ουδενός επεισοδίου σημειωθέντος, μέσω δε γενικού ενθουσιασμού των κατοίκων Ελλήνων και Τούρκων. Οι Γάλλοι παρέσχον πάσας τας ευκολίας διά την απόβασιν και κατάληψιν της πόλεως. Το Ελληνικόν και Τουρκικόν στοιχείον μετά χαράς υποδέχεται τον Ελληνικόν στρατόν παντοιοτρόπως την ανακούφισίν του.»
Η απελευθερωτική κίνησις συνεχίσθη αδιαλείπτως, με επιστέγασμα τα γεγονότα της 17ης Μαΐου 1920. Κατά την ημέραν εκείνην, η Καθημερινή παρέθεσεν ανακοινωθέν του Γραφείου Τύπου του Υπουργείου Εξωτερικών, εις το οποίον περιεγράφοντο αι εντυπωσιακαί λεπτομέρειαι της καταλήψεως της Κομοτηνής (Γκιουμουλτζίνας):
«Η κατάληψις της Γκιουμουλτζίνας συνετελέσθη υπό του στρατού μας σήμερον την πρωίαν. Η Μεραρχία Σερρών υπό τον Στρατηγόν Ζυμβρακάκην είχε συγκεντρωθή και παραταχθή προ της πόλεως. Την 10ην π.μ. ο στρατηγός Σαρπύ εξελθών εις απόστασιν τινά της πόλεως μετά του επιτελείου του και του κυβερνητικού αντιπροσώπου κ. Βαμβακά, εχαιρέτισε τον στρατηγόν Ζυμβρακάκην, μεθ’ ό ούτος εισήλθεν εις την πόλιν πλουσιώτατα σημαιοστολισμένην. Εις την πλατείαν της πόλεως εγένετο επίσημος υποδοχή του στρατηγού και των αξιωματικών του, παρισταμένων των αντιπροσώπων των διαφόρων κοινοτήτων και πλήθους χιλιάδων λαού, Ελλήνων, Τούρκων, Αρμενίων και Ισραηλιτών.»
Το κλίμα των ημερών ήτο πανηγυρικόν, συγκινητικόν και πολυσήμαντον. Ο ελληνικός στρατός εγένετο δεκτός με ενθουσιασμόν όχι μόνον υπό του ελληνικού πληθυσμού, αλλά και εκ μέρους άλλων κοινοτήτων, υποδηλούσης την επιθυμίαν διά σταθερότητα και ειρήνην υπό την ελληνικήν διοίκησιν. Η θρακική γη, ως έτερον Σούλι της νεωτέρας Ιστορίας, προσέθετε νέον σελίδιον δόξης εις το Έπος της εθνικής ολοκληρώσεως.
Σχόλια