Translate

Η μάχη του Βαλτετσίου, 12 Μαΐου 1821

Η μάχη του Βαλτετσίου, η οποία διεξήχθη στις 12 και 13 Μαΐου 1821, θεωρείται μία από τις πλέον σημαίνουσες συγκρούσεις της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, καθώς αποτέλεσε την πρώτη μεγάλη νίκη των Ελλήνων από την έναρξή της. Μαζί με τις μάχες των Δολιανών και των Βερβένων, που ακολούθησαν πέντε ημέρες αργότερα, άνοιξαν τον δρόμο για τη στενότερη πολιορκία της Τριπολιτσάς, η οποία, εν τέλει, οδήγησε στην άλωσή της.

Η έναρξη της πολιορκίας της Τριπολιτσάς και η διάλυση του στρατοπέδου στο Βαλτέτσι
Οι Έλληνες επαναστάτες υπέστησαν σοβαρή ήττα από τους Οθωμανούς της Τριπολιτσάς, όταν οι τελευταίοι κατόρθωσαν να λύσουν την πολιορκία του Κάστρου της Καρύταινας, στις 31 Μαρτίου 1821. Παρά την αποτυχία αυτή, και παρά την αντίθεση των περισσοτέρων οπλαρχηγών —οι οποίοι προτιμούσαν να δώσουν προτεραιότητα στην κατάληψη των μεσσηνιακών κάστρων— ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης επέμεινε στη στρατηγική σημασία της κατάληψης της Τριπολιτσάς, η οποία αποτελούσε νευραλγικό κέντρο της οθωμανικής παρουσίας στην Πελοπόννησο.

Κατ’ αυτόν τον λόγο, συγκρότησε στην Πιάνα το πρώτο στρατόπεδο, με στόχο τον αποκλεισμό της πόλης. Παρότι το στρατόπεδο αυτό διαλύθηκε από τους Οθωμανούς, όπως επίσης και το αντίστοιχο στρατόπεδο στη Βλαχοκερασιά στις 10 Απριλίου, σταδιακά το σχέδιο του Κολοκοτρώνη έγινε αποδεκτό και από τους λοιπούς οπλαρχηγούς. Εντούτοις, οι αρχικές αποτυχίες των Ελλήνων είχαν τέτοια επίδραση στο ηθικό τους, ώστε ακόμη και η απλή εμφάνιση του οθωμανικού στρατού αρκούσε για να προκαλέσει πανικό στους επαναστάτες.

Η κατάσταση άρχισε να μεταβάλλεται ευνοϊκά για τους Έλληνες μετά την πρώτη νίκη στο Λεβίδι, στις 14 Απριλίου. Μετά το γεγονός αυτό, οι επαναστάτες επανίδρυσαν το στρατόπεδο της Πιάνας και ίδρυσαν νέα στρατόπεδα στο Βαλτέτσι και στο Χρυσοβίτσι. Ωστόσο, στις 24 Απριλίου, οι Οθωμανοί κατέστρεψαν το στρατόπεδο του Βαλτετσίου. Μόνον ο Δημήτρης Πλαπούτας καταδίωξε την οπισθοφυλακή των Οθωμανών μέχρι το χωριό Μάκρη. Μετά την αποτυχία αυτή, έγινε πρόδηλη η ανάγκη ύπαρξης ενός γενικού αρχηγού, ο οποίος θα αναλάμβανε τον συντονισμό των πολιορκητικών στρατοπέδων.

Τελικώς, οι Έλληνες οπλαρχηγοί αποφάσισαν να αναθέσουν τη θέση του αρχιστρατήγου στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.

Κάθοδος του Κεχαγιάμπεη στην Πελοπόννησο

Παράλληλα με τις εξελίξεις στην πολιορκία της Τριπολιτσάς, οι Οθωμανοί, οι οποίοι ήταν αποκλεισμένοι εντός της πόλης, ανέμεναν με ανυπομονησία την άφιξη ενισχύσεων από τον Χουρσίτ Πασά, ο οποίος βρισκόταν στα Ιωάννινα και είχε εμπλακεί σε πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον του Αλή Πασά. Ο Χουρσίτ, επιδιώκοντας να ενισχύσει τη θέση των Οθωμανών στην Πελοπόννησο, απέστειλε ισχυρό εκστρατευτικό σώμα, επικεφαλής του οποίου τέθηκε ο Κιοσέ Μεχμέτ. Ο τελευταίος διαίρεσε τις δυνάμεις του σε δύο κύρια τμήματα. Το πρώτο, υπό την προσωπική του ηγεσία και εκείνη του Ομέρ Βρυώνη, αποτελούμενο από 8.000 άνδρες, κινήθηκε προς την Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Οι δυνάμεις αυτές κατήγαγαν νίκη επί των Ελλήνων στη μάχη της Αλαμάνας, όμως δεν κατάφεραν να διασπάσουν την ελληνική άμυνα στη μάχη της Γραβιάς. Το δεύτερο τμήμα, αποτελούμενο από περίπου 3.500 Αλβανούς στρατιώτες, κατευθύνθηκε προς τη δυτική Ελλάδα υπό την ηγεσία του Κεχαγιάμπεη, Μουσταφά.

Ο στρατός του Κεχαγιάμπεη διήλθε από το Αντίρριο προς την Πάτρα χωρίς να συναντήσει αντίσταση ή να υποστεί απώλειες. Καθ' οδόν πυρπόλησε τη Βοστίτσα (σημερινό Αίγιο) και στη συνέχεια προέλασε μέχρι το Άργος, όπου και νίκησε τις ελληνικές δυνάμεις. Επιπλέον, κατόρθωσε να άρει τις πολιορκίες στον Ακροκόρινθο και στο Ναύπλιο, ενισχύοντας έτσι τη θέση των Οθωμανών στην περιοχή. Ορισμένοι αγωνιστές από το Λεβίδι προσπάθησαν να προβάλουν αντίσταση κρατώντας για σύντομο χρονικό διάστημα την Ακρόπολη του Άργους (Λάρισα), ενώ μικρή δύναμη υπό τον Νικηταρά, την οποία είχε αποστείλει ο Κολοκοτρώνης στο όρος Παρθένι, απέτυχε να ανακόψει την προέλαση των Οθωμανών. Τελικώς, ο Κεχαγιάμπεης εισήλθε στην Τριπολιτσά, γεγονός που ανύψωσε κατακόρυφα το ηθικό των Οθωμανών, οι οποίοι πλέον θεωρούσαν σχεδόν βέβαιη την καταστολή της επανάστασης στην Πελοπόννησο.

Ανασύσταση του στρατοπέδου στο Βαλτέτσι

Στις 10 Μαΐου οι Έλληνες ανέκτησαν το Βαλτέτσι και, κατόπιν προτάσεως του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, προέβησαν στην ανασύσταση του στρατοπέδου. Η εκκλησία στο κέντρο του χωριού, καθώς και ορισμένα σπίτια, οχυρώθηκαν, ενώ στους γύρω λόφους κατασκευάστηκαν ταμπούρια. Την αρχηγία του στρατοπέδου ανέλαβαν οι Κυριακούλης και Ηλίας Μαυρομιχάλης, με τον Κολοκοτρώνη να διατηρεί τη γενική εποπτεία, καθώς περιόδευε στα διάφορα στρατόπεδα της περιοχής, επιβλέποντας κάθε λεπτομέρεια της προετοιμασίας.

Ο Κολοκοτρώνης θαύμαζε τον Ηλία Μαυρομιχάλη για τη γενναιότητα και το στρατηγικό του πνεύμα. Ο Ηλίας, αποφασισμένος να κρατήσει το στρατόπεδο αλώβητο από κάθε εχθρική επίθεση, απαίτησε την παραμονή όλων των αγωνιστών στις θέσεις τους. Δήλωσε με απόλυτη σαφήνεια την πρόθεσή του να υπερασπιστεί το στρατόπεδο μέχρι τέλους. Ξεκίνησε αμέσως την κατασκευή του πρώτου οχυρώματος, ενός κλειστού ταμπουριού, συμβάλλοντας προσωπικά στη μεταφορά των λίθων. Συνολικά, κατασκευάστηκαν τέσσερα ταμπούρια, ενώ ως πέμπτο χρησιμοποιήθηκε η εκκλησία του χωριού.

Ανατολικά του χωριού κατασκευάστηκαν δύο ταμπούρια. Το πρώτο, νοτιοανατολικά, ήταν το μεγαλύτερο και βρισκόταν στο Χωματοβούνι· το δεύτερο, βορειοανατολικά, ήταν μικρότερο και ανεγέρθηκε στο Πετροβουνάκι (ή Δουμβρουλέικα). Ορισμένοι συγγραφείς αναφέρουν τα δύο αυτά ταμπούρια ως ενιαία κατασκευή. Ένα τρίτο ταμπούρι κατασκευάστηκε στα βόρεια-βορειοδυτικά, στον λόφο που αποκαλείται Κατσικέικα. Το τέταρτο ταμπούρι τοποθετήθηκε στον δυτικό λόφο, γνωστό ως του Κούκου. Το πέμπτο ταμπούρι ήταν η ίδια η εκκλησία, η οποία χρησίμευε ως αποθήκη εφοδίων. Επιπλέον, είχαν στηθεί σκοπιές στην Επάνω Χρέπα, με σκοπό την παρακολούθηση των εξόδων των Οθωμανών· οι φρουροί εκεί ειδοποιούσαν τα ελληνικά στρατόπεδα με φωτιές, ώστε να προετοιμάζονται ή να σπεύδουν σε βοήθεια.

Στο πρώτο ταμπούρι, στο Χωματοβούνι, τοποθετήθηκαν ο Ηλίας και ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, επικεφαλής των Μανιατών. Στο δυτικό ταμπούρι είχαν οχυρωθεί ο Μητροπέτροβας, ο Δημήτριος Παπατσώνης και άλλοι Μεσσήνιοι. Στο βορειοανατολικό ταμπούρι βρέθηκαν ο Ηλίας Δ. Φλέσσας, ο Νικήτας Φλέσσας και οπλαρχηγοί από τη Γορτυνία. Στην εκκλησία είχαν καταφύγει οι Μπουραίοι, ενώ οι σκοποί στην Επάνω Χρέπα των Τρικόρφων είχαν αναλάβει να ειδοποιούν, με καπνούς, για την πορεία των Οθωμανικών δυνάμεων.

Τα χαράματα της 12ης Μαΐου, ο Κεχαγιάμπεης εξήλθε από την Τριπολιτσά, με σκοπό να επιτεθεί στο στρατόπεδο του Βαλτετσίου, για την επανασύσταση του οποίου είχε ήδη πληροφορηθεί. Η πρόθεσή του ήταν να το διαλύσει, ώστε ακολούθως να κινηθεί προς τη Μεσσηνία και τη Λακωνία. Το σημαντικότερο τμήμα του στρατεύματός του, υπό τον Βαρδουνιώτη Ρουμπή, εστάλη πρώτο στα βόρεια του Βαλτετσίου, με σκοπό να αποτρέψει ενδεχόμενη ενίσχυση από τα ελληνικά στρατόπεδα της Πιάνας και του Χρυσοβιτσίου και να περικυκλώσει τους Γορτύνιους.

Κατόπιν, απέστειλε άλλα δύο σώματα προς το Καλογεροβούνι, το Φραγκόβρυσο και τους Αραχαμίτες, στα νότια του χωριού, προκειμένου, σε περίπτωση ανάγκης, να ενισχύσουν τον Ρουμπή, να εμποδίσουν τυχόν βοήθεια από τα Βέρβενα και να αποκόψουν τη δυνατότητα διαφυγής των υπερασπιστών του Βαλτετσίου. Το οθωμανικό ιππικό έλαβε θέση στους Αραχαμίτες, ενώ τελευταίο ακολούθησε πέμπτο σώμα, εφοδιασμένο με κανόνια και πολεμοφόδια.

Οι αγωνιστές υπό την ηγεσία του Ηλία και του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη απέκρουσαν με σθένος το πρώτο κύμα της οθωμανικής επίθεσης. Ακολούθησε δεύτερη και σφοδρότερη έφοδος, η οποία επίσης απωθήθηκε χάρη στην ηρωική αντίσταση που προέβαλαν οι Μαυρομιχαλαίοι από τα ταμπούρια τους. Ο Ρουμπής, επιχειρώντας να υπερκεράσει τους ελληνικούς προμαχώνες, ανέπτυξε τους άνδρες του με σκοπό την κατάληψη στρατηγικών θέσεων. Ωστόσο, καθώς βρίσκονταν εκτεθειμένοι, έγιναν εύκολα στόχοι των Ελλήνων αγωνιστών, οι οποίοι τους πυροβολούσαν αδιάκοπα. Οι Έλληνες είχαν αντιληφθεί τις εχθρικές κινήσεις περικύκλωσης από την ανατολική και βόρεια πλευρά, χωρίς όμως να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους· παρέμειναν στα ταμπούρια τους και συνέχισαν τον αγώνα με απαράμιλλη γενναιότητα, προκαλώντας σημαντικές απώλειες στον εχθρό.

Ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, έμπειρος πολεμιστής και δεινός σκοπευτής, εμψύχωνε συνεχώς τους άνδρες του και τους προέτρεπε να αποδεκατίσουν τον εχθρό με διασταυρούμενα πυρά — και πράγματι, η τακτική αυτή αποδείχθηκε ιδιαίτερα αποτελεσματική. Η αντίσταση των Ελλήνων συνεχίστηκε με αμείωτη ένταση και αποφασιστικότητα.

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ευρισκόμενος εκείνη την ώρα στο Χρυσοβίτσι (περί τις δυόμισι ώρες απόσταση από το Βαλτέτσι), μόλις έλαβε ειδοποίηση μέσω σημάτων καπνού, ξεκίνησε αμέσως προς ενίσχυση των ελληνικών θέσεων, συνοδευόμενος από 700 έως 800 άνδρες, ενώ ειδοποίησε και τον Δημήτριο Πλαπούτα που βρισκόταν στην Πιάνα. Περί τις έντεκα το πρωί, ο Κολοκοτρώνης επιτέθηκε στους Τούρκους από τα βορειοδυτικά. Παρά την αρχική του προέλαση, οι αντίπαλοι επιχείρησαν να τον κυκλώσουν, αναγκάζοντάς τον να υποχωρήσει προς υψηλότερες θέσεις του γειτονικού βουνού.

Κατά την παράδοση, ο Γέρος του Μοριά ανέβηκε σε μια ράχη —που φέρει σήμερα το όνομά του— φωνάζοντας πως καταφθάνει με δύναμη 10.000 ανδρών και ότι μαζί του έρχονται ο Πετρόμπεης και όλοι οι Μανιάτες· σκοπός του ήταν να καταρρακώσει το ηθικό των Τούρκων και να εμψυχώσει τον Μητροπέτροβα. Πράγματι, στη συνέχεια κατόρθωσε να διασπάσει τον κλοιό και να ανεφοδιάσει τους μαχητές που κρατούσαν τα οχυρώματα.

Η μάχη συνεχίστηκε με αμείωτη σφοδρότητα έως αργά τη νύχτα, χωρίς να σημειωθεί κάμψη από καμία πλευρά. Προς τα μεσάνυχτα, αφίχθησαν στο Καλογεροβούνι ενισχύσεις Ελλήνων από τα Βέρβενα και με το πρώτο φως της ημέρας κατέφθασαν άλλοι 400 αγωνιστές. Το πρωί της 13ης Μαΐου οι Οθωμανοί εξαπέλυσαν νέα επίθεση, κάνοντας εκ νέου χρήση του πυροβολικού, χωρίς ωστόσο να επιτύχουν αποτέλεσμα.

Σε επιστολή του της 13ης Μαΐου 1821 προς τη Μπουμπουλίνα και τους Σπετσιώτες, ο Κολοκοτρώνης αναφέρει ότι η μάχη είχε ξεκινήσει τρεις ώρες μετά την ανατολή, ενώ ο ίδιος κατέφθασε περίπου έξι ώρες από το πρώτο φως της ημέρας. Εξαιτίας παρερμηνείας των σημάτων από το παρατηρητήριο της Χρέπας, ο Δημήτριος Πλαπούτας έφθασε καθυστερημένα, μετά το μεσημέρι, με δύναμη περίπου 700 ανδρών. Επιτέθηκε στον Ρουμπή από τα βορειοανατολικά, με αποτέλεσμα οι Οθωμανοί να βρεθούν μεταξύ δύο πυρών.

Ο Κεχαγιάμπεης, στην προσπάθειά του να κάμψει την αντίσταση, απέστειλε δυνάμεις για να πλήξουν τα ταμπούρια των Μαυρομιχαλαίων, χωρίς επιτυχία. Κάθε του απόπειρα να καταλάβει τους ελληνικούς προμαχώνες κατέληγε σε αποτυχία. Ο Ηλίας Μαυρομιχάλης και οι Μανιάτες του, κρατώντας τη θέση στον ανατολικό προμαχώνα, προκάλεσαν σοβαρές απώλειες στους Τούρκους, οι οποίοι απάντησαν με μανιώδη χρήση του πυροβολικού, και πάλι χωρίς αποτέλεσμα.

Χαρακτηριστική είναι η αναφορά για τα ξημερώματα της 13ης Μαΐου: ο Κεχαγιάς μετέφερε τα κανόνια απέναντι από τα ανατολικά ταμπούρια, στοχεύοντας το ταμπούρι του Ηλία Μαυρομιχάλη, γνωστό ως Χωματοβούνι. Οι κανονιέρηδες, όμως, δεν κατόρθωναν να πλήξουν τον στόχο· οι βολές που έπεφταν χαμηλά τραυμάτιζαν τους Τούρκους που πολιορκούσαν τα οχυρώματα, ενώ όσες περνούσαν πάνω από το ταμπούρι κατέληγαν στις τουρκικές θέσεις του Ρουμπή. Τότε ο Κεχαγιάς υποσχέθηκε χρηματική ανταμοιβή 500 γροσίων σε κάθε στρατιώτη, εφόσον καταλάμβαναν τη συγκεκριμένη θέση, χωρίς ωστόσο επιτυχία.

Η ελληνική διάταξη στο Βαλτέτσι είχε μετατραπεί σε θανάσιμη παγίδα για τον εχθρό. Ο Κεχαγιάμπεης, αντιλαμβανόμενος την απουσία προοπτικής νίκης, διέταξε γενική υποχώρηση. Οι Έλληνες, διακρίνοντας τα σήματα της τουρκικής υποχώρησης, εξαπέλυσαν άμεση επίθεση τόσο από τις εξωτερικές γραμμές όσο και από τους προμαχώνες, καταδιώκοντας τους υποχωρούντες και πλήττοντάς τους καίρια.

Το τέλος της μάχης

Το τέλος της μάχης υπήρξε δραματικό και καθοριστικό. Ύστερα από εικοσιτρείς ώρες αδιάκοπου και ηρωικού αγώνα και από τις δύο πλευρές, καθώς ο Ρουμπής διέτρεχε άμεσο κίνδυνο περικύκλωσης, ο Κεχαγιάμπεης διέταξε γενική υποχώρηση. Επιπλέον, οι Οθωμανοί σκοποί που βρίσκονταν στο Καλογεροβούνι είχαν αντιληφθεί την προσέγγιση ενισχύσεων από τα Βέρβενα· επρόκειτο για τον Νικηταρά, τον Ιωάννη Κολοκοτρώνη και άλλους Έλληνες αγωνιστές. Αυτοί, ωστόσο, δεν πρόλαβαν να εμπλακούν ενεργά στη μάχη, καθώς οι Έλληνες που ήταν οχυρωμένοι στα ταμπούρια –ιδίως οι άνδρες του σώματος του Δημητρίου Πλαπούτα– καταδίωξαν τους Οθωμανούς, επιφέροντάς τους τέτοια φθορά, ώστε η υποχώρησή τους κατέληξε σε άτακτη φυγή.

Σύμφωνα με τις επικρατέστερες εκτιμήσεις, οι Οθωμανοί υπέστησαν συνολικά 300 νεκρούς και περισσότερους από 500 τραυματίες· κατά άλλες, πιο συγκεκριμένες πηγές, οι απώλειες ανέρχονταν σε 514 νεκρούς και 635 τραυματίες. Αντιθέτως, οι απώλειες των επαναστατημένων Ελλήνων ήταν αισθητά μικρότερες: μόλις 4 νεκροί και 17 τραυματίες. Παράλληλα, οι Έλληνες απέκτησαν μεγάλο αριθμό πολεμικού υλικού, ικανό να εξοπλίσει μέχρι και 4.000 άνδρες, γεγονός που ενίσχυσε σημαντικά την επιχειρησιακή τους ικανότητα και τους επέτρεψε να προετοιμαστούν καλύτερα για τις επόμενες συγκρούσεις.

Η μεγάλη αυτή νίκη των ελληνικών επαναστατικών δυνάμεων άνοιξε τον δρόμο για την πολιορκία και τελικά την κατάληψη της Τρίπολης, του κατεξοχήν στρατιωτικού και διοικητικού κέντρου της Οθωμανικής Πελοποννήσου. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων, μετά την ήττα των Οθωμανών στο Βαλτέτσι, ξέσπασε διχόνοια και εσωτερική διαμάχη μεταξύ των Τούρκων και των Αλβανών συμμάχων τους. Συγκεκριμένα, παρατηρήθηκε έντονη δυσπιστία μεταξύ των γηγενών Τούρκων της Τριπολιτσάς και των Αλβανών μισθοφόρων που είχαν καταφθάσει με τον Κεχαγιάμπεη. Οι Τούρκοι απαιτούσαν να τίθενται οι Αλβανοί στην πρώτη γραμμή του μετώπου, ως μισθοφόροι και εξωτερικοί σύμμαχοι· αντίθετα, οι Αλβανοί θεωρούσαν ότι οι Τούρκοι, οι οποίοι είχαν τις οικογένειες και τις περιουσίες τους στην πόλη, όφειλαν να φέρουν το κύριο βάρος της υπεράσπισής της.

Η μάχη του Βαλτετσίου υπήρξε καθοριστική για την ψυχολογία και το ηθικό των αντιμαχόμενων πλευρών. Από ελληνικής πλευράς, ήταν η πρώτη φορά που οι επαναστάτες πολέμησαν με σωστή στρατιωτική οργάνωση και πειθαρχία, γεγονός που τους ενέπνευσε θάρρος και αυτοπεποίθηση. Οι Έλληνες αντελήφθησαν την υπεροχή τους έναντι των Οθωμανών, όχι μόνο σε στρατηγική αλλά και σε ηθικό σθένος. Αντιθέτως, οι Οθωμανοί κατάλαβαν ότι δεν επρόκειτο για μία πρόσκαιρη εξέγερση μικρών και διασκορπισμένων δυνάμεων, αλλά για μια καλά προετοιμασμένη και συντονισμένη επαναστατική προσπάθεια με ευρύ λαϊκό έρεισμα.

Ο Κανέλλος Δεληγιάννης, ένας από τους σημαντικότερους απομνημονευματογράφους της Επανάστασης, περιγράφει με γλαφυρότητα και έμφαση τη σημασία της σύγκρουσης, σημειώνοντας:

«Αυτή η ένδοξος νίκη ήτον η κρίσις της Ελληνικής Επαναστάσεως, και εις αυτήν χρεωστείται η ανεξαρτησία της πατρίδος, καθ' ότι ενεθάρρυνε και εμψύχωσε τους Έλληνας».

Η διαπίστωση αυτή αποτυπώνει εύγλωττα το βάθος και την εμβέλεια του αποτελέσματος της μάχης του Βαλτετσίου, η οποία, πέρα από τα άμεσα στρατιωτικά της οφέλη, προσέδωσε στην ελληνική υπόθεση νομιμοποίηση, πίστη και εθνική προοπτική.

Τα γεγονότα του Βαλτετσίου κατέλαβαν εξέχουσα θέση στο εικονοστάσι της Επανάστασης και αποτέλεσαν φωτεινό ορόσημο· θεμελίωσαν την ελπίδα της νίκης και προσέφεραν στους εξεγερμένους Έλληνες το όραμα της ελευθερίας. Η νίκη αυτή ανήκει, αναμφισβήτητα, σε όλους τους Έλληνες πολεμιστές, ακόμη και σε εκείνους που, αν και δεν πρόφτασαν να φθάσουν στο πεδίο της μάχης, συνέβαλαν με την αναμενόμενη άφιξή τους στον κλονισμό του ηθικού των Τούρκων και στην τελική φυγή τους.

Ωστόσο, οι πραγματικοί πρωταγωνιστές του Βαλτετσίου –οι Μανιάτες, οι Μεσσήνιοι και οι ολιγάριθμοι Αρκάδες που πρωτοστάτησαν στα ταμπούρια– παραμερίστηκαν από το μεταγενέστερο ιστορικό αφήγημα. Έμειναν ταπεινοί θεατές στη στεφάνωση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ως νικητή, ενώ η δική τους συμβολή είτε αποσιωπήθηκε είτε υποβαθμίστηκε. Ο Κολοκοτρώνης καρπώθηκε ολοκληρωτικά τη δόξα της μάχης, αν και η προσωπική του συμμετοχή περιορίστηκε σε ένα μόνο μέρος της όλης επιχείρησης. Οι αληθινοί ήρωες του Βαλτετσίου, ο Κυριακούλης και ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, έπεσαν ηρωικά τον επόμενο χρόνο, θυσιάζοντας τη ζωή τους για την πατρίδα, δίχως όμως να δρέψουν τις δάφνες που αναλογούσαν στον ηρωισμό και στη συμβολή τους. Η ιστορική μνήμη, επηρεασμένη από την εξέλιξη της επαναστατικής ηγεσίας, απέδωσε την πλήρη δόξα στον Κολοκοτρώνη, αποκρύπτοντας το μερίδιο των άλλων.

Σύμφωνα με παλαιά μανιάτικη λαϊκή παράδοση, ο καπετάνιος Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, παρακολουθώντας τους Τουρκαλβανούς να υποχωρούν, φέρεται να φώναξε:

«Πού πας, βρε κερατόμπεη,
και συ, σκυλ’ Αρβανίτη;
Δεν είν’ της Κόρθος τα χωριά,
τ’ Αργίτικα κορίτσια,
εδώ το λένε Τρίκορφα,
εδώ το λεν Βαλτέτσι.»

— Καπετάν Κυριακούλης

Μετά τη μάχη
Η μάχη του Βαλτετσίου υπήρξε η πρώτη καθοριστική ελληνική νίκη στον αγώνα για την ελευθερία. Η νίκη αυτή έδειξε ότι μια οργανωμένη επαναστατική δύναμη μπορούσε να αντιμετωπίσει και να νικήσει τη στρατιωτική μηχανή των Οθωμανών. Παράλληλα, ενίσχυσε το ηθικό και την αυτοπεποίθηση των Ελλήνων επαναστατών, παρακινώντας τους να συνεχίσουν τον αγώνα για την ελευθερία τους. Τέλος, η νίκη αυτή ανέδειξε το γεγονός ότι ο έλεγχος της κεντρικής Πελοποννήσου παρέμενε εντός των τειχών της Τριπολιτσάς.

Σύμφωνα με τα απομνημονεύματά του, ο Κολοκοτρώνης είπε στους συμπατριώτες του: «Πρέπει να αποδώσουμε ευχαριστίες για αυτή τη μέρα, η οποία πρέπει να τηρείται ως ιερή για πάντα, ως η μέρα κατά την οποία η Πατρίδα μας απέκτησε την ελευθερία της.»

Σχόλια