Η μάχη του Βαλτετσίου, 12 Μαΐου 1821
Οι αγωνιστές υπό την ηγεσία του Ηλία και του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη απέκρουσαν με σθένος το πρώτο κύμα της οθωμανικής επίθεσης. Ακολούθησε δεύτερη και σφοδρότερη έφοδος, η οποία επίσης απωθήθηκε χάρη στην ηρωική αντίσταση που προέβαλαν οι Μαυρομιχαλαίοι από τα ταμπούρια τους. Ο Ρουμπής, επιχειρώντας να υπερκεράσει τους ελληνικούς προμαχώνες, ανέπτυξε τους άνδρες του με σκοπό την κατάληψη στρατηγικών θέσεων. Ωστόσο, καθώς βρίσκονταν εκτεθειμένοι, έγιναν εύκολα στόχοι των Ελλήνων αγωνιστών, οι οποίοι τους πυροβολούσαν αδιάκοπα. Οι Έλληνες είχαν αντιληφθεί τις εχθρικές κινήσεις περικύκλωσης από την ανατολική και βόρεια πλευρά, χωρίς όμως να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους· παρέμειναν στα ταμπούρια τους και συνέχισαν τον αγώνα με απαράμιλλη γενναιότητα, προκαλώντας σημαντικές απώλειες στον εχθρό.
Ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, έμπειρος πολεμιστής και δεινός σκοπευτής, εμψύχωνε συνεχώς τους άνδρες του και τους προέτρεπε να αποδεκατίσουν τον εχθρό με διασταυρούμενα πυρά — και πράγματι, η τακτική αυτή αποδείχθηκε ιδιαίτερα αποτελεσματική. Η αντίσταση των Ελλήνων συνεχίστηκε με αμείωτη ένταση και αποφασιστικότητα.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ευρισκόμενος εκείνη την ώρα στο Χρυσοβίτσι (περί τις δυόμισι ώρες απόσταση από το Βαλτέτσι), μόλις έλαβε ειδοποίηση μέσω σημάτων καπνού, ξεκίνησε αμέσως προς ενίσχυση των ελληνικών θέσεων, συνοδευόμενος από 700 έως 800 άνδρες, ενώ ειδοποίησε και τον Δημήτριο Πλαπούτα που βρισκόταν στην Πιάνα. Περί τις έντεκα το πρωί, ο Κολοκοτρώνης επιτέθηκε στους Τούρκους από τα βορειοδυτικά. Παρά την αρχική του προέλαση, οι αντίπαλοι επιχείρησαν να τον κυκλώσουν, αναγκάζοντάς τον να υποχωρήσει προς υψηλότερες θέσεις του γειτονικού βουνού.
Κατά την παράδοση, ο Γέρος του Μοριά ανέβηκε σε μια ράχη —που φέρει σήμερα το όνομά του— φωνάζοντας πως καταφθάνει με δύναμη 10.000 ανδρών και ότι μαζί του έρχονται ο Πετρόμπεης και όλοι οι Μανιάτες· σκοπός του ήταν να καταρρακώσει το ηθικό των Τούρκων και να εμψυχώσει τον Μητροπέτροβα. Πράγματι, στη συνέχεια κατόρθωσε να διασπάσει τον κλοιό και να ανεφοδιάσει τους μαχητές που κρατούσαν τα οχυρώματα.
Η μάχη συνεχίστηκε με αμείωτη σφοδρότητα έως αργά τη νύχτα, χωρίς να σημειωθεί κάμψη από καμία πλευρά. Προς τα μεσάνυχτα, αφίχθησαν στο Καλογεροβούνι ενισχύσεις Ελλήνων από τα Βέρβενα και με το πρώτο φως της ημέρας κατέφθασαν άλλοι 400 αγωνιστές. Το πρωί της 13ης Μαΐου οι Οθωμανοί εξαπέλυσαν νέα επίθεση, κάνοντας εκ νέου χρήση του πυροβολικού, χωρίς ωστόσο να επιτύχουν αποτέλεσμα.
Σε επιστολή του της 13ης Μαΐου 1821 προς τη Μπουμπουλίνα και τους Σπετσιώτες, ο Κολοκοτρώνης αναφέρει ότι η μάχη είχε ξεκινήσει τρεις ώρες μετά την ανατολή, ενώ ο ίδιος κατέφθασε περίπου έξι ώρες από το πρώτο φως της ημέρας. Εξαιτίας παρερμηνείας των σημάτων από το παρατηρητήριο της Χρέπας, ο Δημήτριος Πλαπούτας έφθασε καθυστερημένα, μετά το μεσημέρι, με δύναμη περίπου 700 ανδρών. Επιτέθηκε στον Ρουμπή από τα βορειοανατολικά, με αποτέλεσμα οι Οθωμανοί να βρεθούν μεταξύ δύο πυρών.
Ο Κεχαγιάμπεης, στην προσπάθειά του να κάμψει την αντίσταση, απέστειλε δυνάμεις για να πλήξουν τα ταμπούρια των Μαυρομιχαλαίων, χωρίς επιτυχία. Κάθε του απόπειρα να καταλάβει τους ελληνικούς προμαχώνες κατέληγε σε αποτυχία. Ο Ηλίας Μαυρομιχάλης και οι Μανιάτες του, κρατώντας τη θέση στον ανατολικό προμαχώνα, προκάλεσαν σοβαρές απώλειες στους Τούρκους, οι οποίοι απάντησαν με μανιώδη χρήση του πυροβολικού, και πάλι χωρίς αποτέλεσμα.
Χαρακτηριστική είναι η αναφορά για τα ξημερώματα της 13ης Μαΐου: ο Κεχαγιάς μετέφερε τα κανόνια απέναντι από τα ανατολικά ταμπούρια, στοχεύοντας το ταμπούρι του Ηλία Μαυρομιχάλη, γνωστό ως Χωματοβούνι. Οι κανονιέρηδες, όμως, δεν κατόρθωναν να πλήξουν τον στόχο· οι βολές που έπεφταν χαμηλά τραυμάτιζαν τους Τούρκους που πολιορκούσαν τα οχυρώματα, ενώ όσες περνούσαν πάνω από το ταμπούρι κατέληγαν στις τουρκικές θέσεις του Ρουμπή. Τότε ο Κεχαγιάς υποσχέθηκε χρηματική ανταμοιβή 500 γροσίων σε κάθε στρατιώτη, εφόσον καταλάμβαναν τη συγκεκριμένη θέση, χωρίς ωστόσο επιτυχία.
Η ελληνική διάταξη στο Βαλτέτσι είχε μετατραπεί σε θανάσιμη παγίδα για τον εχθρό. Ο Κεχαγιάμπεης, αντιλαμβανόμενος την απουσία προοπτικής νίκης, διέταξε γενική υποχώρηση. Οι Έλληνες, διακρίνοντας τα σήματα της τουρκικής υποχώρησης, εξαπέλυσαν άμεση επίθεση τόσο από τις εξωτερικές γραμμές όσο και από τους προμαχώνες, καταδιώκοντας τους υποχωρούντες και πλήττοντάς τους καίρια.
Το τέλος της μάχης
Το τέλος της μάχης υπήρξε δραματικό και καθοριστικό. Ύστερα από εικοσιτρείς ώρες αδιάκοπου και ηρωικού αγώνα και από τις δύο πλευρές, καθώς ο Ρουμπής διέτρεχε άμεσο κίνδυνο περικύκλωσης, ο Κεχαγιάμπεης διέταξε γενική υποχώρηση. Επιπλέον, οι Οθωμανοί σκοποί που βρίσκονταν στο Καλογεροβούνι είχαν αντιληφθεί την προσέγγιση ενισχύσεων από τα Βέρβενα· επρόκειτο για τον Νικηταρά, τον Ιωάννη Κολοκοτρώνη και άλλους Έλληνες αγωνιστές. Αυτοί, ωστόσο, δεν πρόλαβαν να εμπλακούν ενεργά στη μάχη, καθώς οι Έλληνες που ήταν οχυρωμένοι στα ταμπούρια –ιδίως οι άνδρες του σώματος του Δημητρίου Πλαπούτα– καταδίωξαν τους Οθωμανούς, επιφέροντάς τους τέτοια φθορά, ώστε η υποχώρησή τους κατέληξε σε άτακτη φυγή.
Σύμφωνα με τις επικρατέστερες εκτιμήσεις, οι Οθωμανοί υπέστησαν συνολικά 300 νεκρούς και περισσότερους από 500 τραυματίες· κατά άλλες, πιο συγκεκριμένες πηγές, οι απώλειες ανέρχονταν σε 514 νεκρούς και 635 τραυματίες. Αντιθέτως, οι απώλειες των επαναστατημένων Ελλήνων ήταν αισθητά μικρότερες: μόλις 4 νεκροί και 17 τραυματίες. Παράλληλα, οι Έλληνες απέκτησαν μεγάλο αριθμό πολεμικού υλικού, ικανό να εξοπλίσει μέχρι και 4.000 άνδρες, γεγονός που ενίσχυσε σημαντικά την επιχειρησιακή τους ικανότητα και τους επέτρεψε να προετοιμαστούν καλύτερα για τις επόμενες συγκρούσεις.
Η μεγάλη αυτή νίκη των ελληνικών επαναστατικών δυνάμεων άνοιξε τον δρόμο για την πολιορκία και τελικά την κατάληψη της Τρίπολης, του κατεξοχήν στρατιωτικού και διοικητικού κέντρου της Οθωμανικής Πελοποννήσου. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων, μετά την ήττα των Οθωμανών στο Βαλτέτσι, ξέσπασε διχόνοια και εσωτερική διαμάχη μεταξύ των Τούρκων και των Αλβανών συμμάχων τους. Συγκεκριμένα, παρατηρήθηκε έντονη δυσπιστία μεταξύ των γηγενών Τούρκων της Τριπολιτσάς και των Αλβανών μισθοφόρων που είχαν καταφθάσει με τον Κεχαγιάμπεη. Οι Τούρκοι απαιτούσαν να τίθενται οι Αλβανοί στην πρώτη γραμμή του μετώπου, ως μισθοφόροι και εξωτερικοί σύμμαχοι· αντίθετα, οι Αλβανοί θεωρούσαν ότι οι Τούρκοι, οι οποίοι είχαν τις οικογένειες και τις περιουσίες τους στην πόλη, όφειλαν να φέρουν το κύριο βάρος της υπεράσπισής της.
Η μάχη του Βαλτετσίου υπήρξε καθοριστική για την ψυχολογία και το ηθικό των αντιμαχόμενων πλευρών. Από ελληνικής πλευράς, ήταν η πρώτη φορά που οι επαναστάτες πολέμησαν με σωστή στρατιωτική οργάνωση και πειθαρχία, γεγονός που τους ενέπνευσε θάρρος και αυτοπεποίθηση. Οι Έλληνες αντελήφθησαν την υπεροχή τους έναντι των Οθωμανών, όχι μόνο σε στρατηγική αλλά και σε ηθικό σθένος. Αντιθέτως, οι Οθωμανοί κατάλαβαν ότι δεν επρόκειτο για μία πρόσκαιρη εξέγερση μικρών και διασκορπισμένων δυνάμεων, αλλά για μια καλά προετοιμασμένη και συντονισμένη επαναστατική προσπάθεια με ευρύ λαϊκό έρεισμα.
Ο Κανέλλος Δεληγιάννης, ένας από τους σημαντικότερους απομνημονευματογράφους της Επανάστασης, περιγράφει με γλαφυρότητα και έμφαση τη σημασία της σύγκρουσης, σημειώνοντας:
«Αυτή η ένδοξος νίκη ήτον η κρίσις της Ελληνικής Επαναστάσεως, και εις αυτήν χρεωστείται η ανεξαρτησία της πατρίδος, καθ' ότι ενεθάρρυνε και εμψύχωσε τους Έλληνας».
Η διαπίστωση αυτή αποτυπώνει εύγλωττα το βάθος και την εμβέλεια του αποτελέσματος της μάχης του Βαλτετσίου, η οποία, πέρα από τα άμεσα στρατιωτικά της οφέλη, προσέδωσε στην ελληνική υπόθεση νομιμοποίηση, πίστη και εθνική προοπτική.
Τα γεγονότα του Βαλτετσίου κατέλαβαν εξέχουσα θέση στο εικονοστάσι της Επανάστασης και αποτέλεσαν φωτεινό ορόσημο· θεμελίωσαν την ελπίδα της νίκης και προσέφεραν στους εξεγερμένους Έλληνες το όραμα της ελευθερίας. Η νίκη αυτή ανήκει, αναμφισβήτητα, σε όλους τους Έλληνες πολεμιστές, ακόμη και σε εκείνους που, αν και δεν πρόφτασαν να φθάσουν στο πεδίο της μάχης, συνέβαλαν με την αναμενόμενη άφιξή τους στον κλονισμό του ηθικού των Τούρκων και στην τελική φυγή τους.
Ωστόσο, οι πραγματικοί πρωταγωνιστές του Βαλτετσίου –οι Μανιάτες, οι Μεσσήνιοι και οι ολιγάριθμοι Αρκάδες που πρωτοστάτησαν στα ταμπούρια– παραμερίστηκαν από το μεταγενέστερο ιστορικό αφήγημα. Έμειναν ταπεινοί θεατές στη στεφάνωση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ως νικητή, ενώ η δική τους συμβολή είτε αποσιωπήθηκε είτε υποβαθμίστηκε. Ο Κολοκοτρώνης καρπώθηκε ολοκληρωτικά τη δόξα της μάχης, αν και η προσωπική του συμμετοχή περιορίστηκε σε ένα μόνο μέρος της όλης επιχείρησης. Οι αληθινοί ήρωες του Βαλτετσίου, ο Κυριακούλης και ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, έπεσαν ηρωικά τον επόμενο χρόνο, θυσιάζοντας τη ζωή τους για την πατρίδα, δίχως όμως να δρέψουν τις δάφνες που αναλογούσαν στον ηρωισμό και στη συμβολή τους. Η ιστορική μνήμη, επηρεασμένη από την εξέλιξη της επαναστατικής ηγεσίας, απέδωσε την πλήρη δόξα στον Κολοκοτρώνη, αποκρύπτοντας το μερίδιο των άλλων.
Σύμφωνα με παλαιά μανιάτικη λαϊκή παράδοση, ο καπετάνιος Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, παρακολουθώντας τους Τουρκαλβανούς να υποχωρούν, φέρεται να φώναξε:
— Καπετάν Κυριακούλης
Σύμφωνα με τα απομνημονεύματά του, ο Κολοκοτρώνης είπε στους συμπατριώτες του: «Πρέπει να αποδώσουμε ευχαριστίες για αυτή τη μέρα, η οποία πρέπει να τηρείται ως ιερή για πάντα, ως η μέρα κατά την οποία η Πατρίδα μας απέκτησε την ελευθερία της.»
Σχόλια