Translate

Νικόλαος Πλαστήρας

Ο Νικόλαος Πλαστήρας, Έλληνας στρατιωτικός, γνωστός ως «Μαύρος Καβαλάρης», και πολιτικός που διατέλεσε βουλευτής, υπουργός και τρεις φορές πρωθυπουργός, γεννήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 1881  στην Καρδίτσα και πέθανε στις 26 Ιουλίου 1953 στην Αθήνα, από βαρύ καρδιακό έμφραγμα. Τάφηκε στο Α' κοιμητήριο Αθηνών και τον κιλλίβαντα, που μετέφερε ως εκεί το φέρετρο του, δεν τον έσερναν άλογα, αλλά εβδομηντάρηδες εύζωνες του Συντάγματος του.
Ο Νικόλαος Πλαστήρας ήταν άγαμος και δεν άφησε απογόνους.

Βιογραφία
Γονείς του Νικόλαου ήταν ο ράφτης Χρήστος Πλαστήρας και η υφάντρα Στυλιανή, [Στεργιανώ], Καραγιώργου, οι οποίοι κατάγονταν από το Βούνεσι, το σημερινό Μορφοβούνι, Αγράφων στο νομό Καρδίτσας, οι οποίοι, εκτός από τον πρωτότοκο τους Νικόλαο, είχαν αποκτήσει τρία ακόμη παιδιά, τον Γιώργο, τον Βασίλη και την Αγγελική. Στον άτυχο, για την Ελλάδα, πόλεμο του 1897, η οικογένειά του κατέφυγε στο χωριό Πεζούλα στην ορεινή περιοχή της Νευρόπολης Αγράφων και μετά το τέλος του πολέμου εγκαταστάθηκαν στην Καρδίτσα, όπου ο Νίκος φοίτησε στο δημοτικό και στη συνέχεια στο Ελληνικό σχολείο. Σε ηλικία 14 ετών ξυλοκόπησε τον γιο του πασά της περιοχής, που κακομεταχειριζόταν τα ελληνόπουλα, και οι γονείς του για να τον γλυτώσουν, τον φυγάδευσαν μέσω Βόλου στον Πειραιά, μέσω Βόλου στον Πειραιά, όπου φοίτησε στη Βαρβάκειο Σχολή. Επέστρεψε στη πατρίδα του, όταν αποχώρησαν οι Τούρκοι για να ολοκληρώσει τις γυμνασιακές σπουδές του.

Στρατιωτική δράση
Ο Πλαστήρας κατατάχθηκε στο Στρατό στις 8 Δεκεμβρίου 1903 και υπηρέτησε στο 5ο Σύνταγμα Πεζικού στα Τρίκαλα όπου έλαβε το βαθμό του δεκανέα, τον Μάιο του 1904 έγινε Λοχίας, ύστερα από επιτυχείς εξετάσεις και την 1η Σεπτεμβρίου του 1906, προήχθη σε επιλοχία. Πήρε μέρος στον Μακεδονικό αγώνα, ενταγμένος στα αντάρτικα σώματα των Παπαγάκη καί Αθανασόπουλου και στη συνέχεια συμμετείχε ενεργά στον «Στρατιωτικό Σύνδεσμο» των αξιωματικών, που τον Αύγουστο του 1909 έκανε το κίνημα στου Γουδή. Το 1910 εισήχθη στην Σχολή Υπαξιωματικών της Κέρκυρας από όπου εξήλθε το 1912 ως ανθυπολοχαγός. Τοποθετήθηκε στο 5ο Σύνταγμα Πεζικού και πολέμησε στους Βαλκανικούς Πολέμους με το βαθμό του λοχαγού και κατόπιν, στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, στις μάχες του Μακεδονικού μετώπου, με το βαθμό του ταγματάρχη. Το 1916 προσχώρησε στο κίνημα της Θεσσαλονίκης, αναλαμβάνοντας τη διοίκηση τάγματος της μεραρχίας Αρχιπελάγους.


Για τη δραστηριότητα που ανέπτυξε και την τόλμη που έδειξε στις επιχειρήσεις του Μοναστηρίου και στη μάχη του Σκρα, τιμήθηκε με το βαθμό του αντισυνταγματάρχη, επ’ ανδραγαθία. Το 1919 τοποθετήθηκε διοικητής στο 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων, που βρισκόταν στην περιοχή της Καβάλας, με το οποίο ήρε μέρος στην εκστρατεία της Μικρά Ασίας, με το βαθμό του συνταγματάρχη, που του είχε απονεμηθεί στην εκστρατεία της Ουκρανίας, όπου πολέμησε συμμετέχοντας στην εκστρατεία υποστηρίξεως του ρωσικού «Λευκού Στρατού», που πολεμούσε τους μπολσεβίκους του Βλαδίμηρου Λένιν. Στην Ουκρανία αρρώστησε από φυματίωση και μετά το τέλος της εκστρατείας μέσω Ρουμανίας βρέθηκε στη Σμύρνη.
Ο Πλαστήρας έφιππος.

Μικρασιατική εκστρατεία
Τον Αύγουστο του 1922, προς το τέλος της εκστρατείας και ενώ ήταν ήδη φανερή η αποτυχία της και η κατάρρευση του Μετώπου, μέσω Κρήνης, [Τσεσμέ], ο Πλαστήρας μαζί με τον Στυλιανό Γονατά, εγκατέλειψαν τις θέσεις τους αντί να συμμορφωθούν προς τις διαταγές των ανωτέρων τους. Το μέτωπο κομματιάστηκε, το μεγαλύτερο μέρος του Ελληνικού Στρατού αιχμαλωτίστηκε, όμως ο ίδιος φρόντισε μόνο τη συντεταγμένη υποχώρηση των στρατιωτών του, και οι μονάδες του διέφυγαν στην Χίο και την Μυτιλήνη. Την ώρα της μάχης στο Αφιόν Καραχισάρ ο Πλαστήρας και το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων που διοικούσε έφυγαν απροειδοποίητα από την μάχη αφήνοντας ακάλυπτο τον Ελληνικό στρατό απέναντι στον Κεμάλ και η ρήξη του Μετώπου επήλθε εύκολα. Στη συνέχεια οι κινηματίες επιβιβάστηκαν σε πλοία για τον Πειραιά προκειμένου ν' ανατρέψουν την Κυβέρνηση, ενώ άφηναν πίσω αβοήθητους τους ελληνικούς πληθυσμούς στην Μικρά Ασία στο έλεος των τσετών Τούρκων.

Κίνημα Γονατά-Πλαστήρα-Φωκά
Στις 10 Σεπτεμβρίου 1922, εκδηλώθηκε στρατιωτικό κίνημα υπό τους Στυλιανό Γονατά ως εκπρόσωπο του Στρατού της Λέσβου, Νικόλαο Πλαστήρα ως εκπρόσωπο του Στρατού στη Χίο και τον αντιπλοίαρχο Δημήτριο Φωκά ως εκπρόσωπο του Στόλου, που προκάλεσε την παραίτηση της κυβερνήσεως του Νικόλαου Τριανταφυλλάκου και του βασιλιά Κωνσταντίνου στις 14 Σεπτεμβρίου 1922, υπέρ του υιού του Γεωργίου Β'. Για το λόγο αυτό κατηγορήθηκαν ότι αυτός και ο Πλαστήρας, ενδιαφέρθηκαν μόνο να μεταφέρουν τα τμήματα τους ανέπαφα στη Χίο και τη Λέσβο για να εξεγερθούν εναντίον της νόμιμης κυβερνήσεως. Η επανάσταση επικράτησε αμέσως στα νησιά και οι αρχηγοί της διέταξαν το στρατό να μπει στα πλοία και να πλεύσει στον Πειραιά, την ίδια μέρα, ενώ τύπωσαν προκηρύξεις κι έστειλαν αεροπλάνο να τις πετάξει πάνω από την Αθήνα, ενώ μαζί τους συντάχθηκε ως πολιτικός σύμβουλος και ο μετέπειτα πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, τον οποίο ο Γονατάς, διόρισε Υπουργό Εσωτερικών στην Επαναστατική κυβέρνηση.
Ο Πλαστήρας το 1921, ελαιογραφία του Γ. Προκοπίου

Ο Πλαστήρας ήταν ο επικεφαλής της τριανδρίας της «Επαναστατικής Επιτροπής», που την αποτελούσαν ο ίδιος και οι Στυλιανός Γονατάς και Δημήτριος Φωκάς, της επαναστάσεως του 1922, που οδήγησε στην απομάκρυνση της μοναρχίας καθώς και στην εκτέλεση των Έξι. Την περίοδο αυτή ανακηρύχθηκε η πρώτη αβασίλευτη δημοκρατία στη νεότερη Ελλάδα με τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη αρχικά ως αντιβασιλέα και κατόπιν ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Παράλληλα φρόντισε, μαζί με το Θεόδωρο Πάγκαλο, για την καλύτερη δυνατή οργάνωση του στρατού στον Έβρο και διευκόλυνε τις διαπραγματεύσεις με την Τουρκία στη Λοζάνη. Ο Στυλιανός Γονατάς στα «Απομνημονεύματα» του αναφέρει ότι από τις Αρχές του 1922 είχε σχηματιστεί συνωμοτική ομάδα μέσα στο Στράτευμα της Μικράς Ασίας με στόχο να ανατραπεί η ηγεσία του Στρατεύματος και η κυβέρνηση των Αθηνών. Οι συνωμότες τοποθέτησαν, όταν ξέσπασε το Κίνημα σε Χίο και Λέσβο, ως ηγέτη τον Γονατά που είχε την φήμη ικανού Αξιωματικού και μετριοπαθούς φιλοβασιλικού.
Ο Πλαστήρας (δεξιά) μαζί με τον Γονατά (κέντρο) και τον Παπανδρέου (πίσω αριστερά) σε επίσκεψη στη Μουσουνίτσα (φθινόπωρο 1922).

Είναι φρικιαστικές οι εικόνες από την μια των Ελλήνων που είναι αβοήθητοι στην Προκυμαία της Σμύρνης και την ίδια ώρα να παρελαύνουν στους δρόμους της Αθήνας οι Αξιωματικοί του Κινήματος, της «Επαναστάσεως του 1922» όπως αυτοχαρακτηρίστηκε, την οποία πρόβαλε με κάθε τρόπο ο βενιζελικός Τύπος με ναυαρχίδα το «Ελεύθερον Βήμα» του Δημητρίου Λαμπράκη που είχε προ της καταρρεύσεως του Μετώπου πρωτοσέλιδες φωτογραφίες του Πλαστήρα και των λοιπών κινηματιών, για να τους μάθει η Κοινή Γνώμη, καθώς σε λίγο θα τους είχε ως πολιτικούς ηγέτες. Τις σε βαθμό προδοσίας πράξεις του Πλαστήρα αποκάλυψε η Επιτροπή που συγκροτήθηκε από τους βενιζελικούς διοικούντες υπό τον Στρατηγό Μαζαράκη το 1923-1924 και η οποία Επιτροπή διώχθηκε από τους Πλαστήρα και Γονατά, για να μην αποκαλυφθεί η αλήθεια. Η φήμη του Πλαστήρα ως φυγά τον συνόδευε για δεκαετίες αλλά η πολιτική σκοπιμότητα θεοποίησε τον «μαύρο καβαλάρη»-προσωνύμιο του ήρωα Ιωάννη Βελισσαρίου, το οποίο έκλεψαν ο Πλαστήρας και οι οπαδοί του.

Δίκη των Έξι
Αντίθετα με τους Θεόδωρο Πάγκαλο, Αλέξανδρο Οθωναίο, Αλέξανδρο Χατζηκυριάκο και Αλέξανδρο Παπαναστασίου οι οποίοι με επιτακτικό τρόπο ζητούσαν να γίνουν εκτελέσεις, μαζί με τους Στυλιανό Γονατά και Παναγιώτη Δαγκλή, ήθελε να γίνει μια κανονική δίκη των κατηγορουμένων για τη Μικρασιατική καταστροφή. Ο Φράνσις Οσ. Λίντλεϊ, πρέσβης της Αγγλίας στην Ελλάδα, ζήτησε και είδε τους Γονατά και Πλαστήρα, οι οποίοι τον καθησύχασαν ότι «...η Επανάσταση δεν εμφορείται από εκδικητές προθέσεις...», όπως εκείνος ανέφερε στην κυβέρνησή του, συμπληρώνοντας ότι η «Επαναστατική Επιτροπή», δηλαδή οι Στυλιανός Γονατάς ως αρχηγός, Νικόλαος Πλαστήρας, Λουκάς Σακελλαρόπουλος, Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος, Αχιλλέας Πρωτοσύγγελος και ο πλοίαρχος Δημήτριος Φωκάς που αργότερα παραιτήθηκε αδυνατώντας να αντιμετωπίσει την αδιαλλαξία του Χατζηκυριάκου, δεσμεύθηκε ότι θα όσοι συνελήφθησαν ως υπεύθυνοι για την Μικρασιατική Καταστροφή, δηλαδή οι Δημήτριος Γούναρης, Γεώργιος Χατζανέστης, Μιχαήλ Γούδας, Ξενοφών Στρατηγός, Νικόλαος Στράτος, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, Νικόλαος Θεοτόκης και Γεώργιος Μπαλτατζής, θα δικαστούν από τακτικό δικαστήριο και όχι από έκτακτο ή στρατοδικείο.

Ο μετέπειτα δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος, μαζί με 300 κατώτερους αξιωματικούς, τους οποίους συγκέντρωσε στην αίθουσα του φιλολογικού συλλόγου «Παρνασσός», εξέδωσαν ψήφισμα διά βοής, με το οποίο ζητούσαν την «...διά την άμεσον και αυστηράν τιμωρίαν των υπαιτίων της συμφοράς...». Συρόμενοι από τις εξελίξεις οι Στυλιανός Γονατάς και Νικόλαος Πλαστήρας, με διάγγελμά τους στις 4/17 Οκτωβρίου, δηλώνουν ότι είναι «...επιβεβλημένη η παραδειγματική τιμωρία των εχθρών της Πατρίδος...»... και «..ο οριστικός, ηθικός και πολιτικός, θάνατος των πολιτικών της καταστροφής». Την ίδια εποχή έφτασε στην Αθήνα ο Νικόλαος Πολίτης, ως εκπρόσωπος του Ελευθερίου Βενιζέλου. Την επόμενη ημέρα από την άφιξη του Πολίτη, ο Νικόλαος Λούρος, τότε πρύτανης του πανεπιστημίου Αθηνών, κλήθηκε σε σύσκεψη, στο Εμπορικό Επιμελητήριο, προκειμένου να συζητηθεί «..θέμα μεγίστης εθνικής σπουδαιότητος». Εκεί ο αντισυνταγματάρχης Νότης Μπότσαρης αξιώνει από τους παριστάμενους να υπογράψουν δήλωση με την οποία να ζητούν την παραδειγματική τιμωρία των προφυλακισμένων, ενώ ανάλογη ήταν η θέση και του Αλέξανδρου Παπαναστασίου. Μετά την άρνηση των παρόντων, ο Πολίτης συγκάλεσε σύσκεψη των στελεχών του Βενιζέλου, οι οποίοι εκτίμησαν ως απαραίτητη «..την ανάγκην διά παραδειγματικήν τιμωρίαν των ενόχων», εννοώντας την με κάθε μέσο επιβολή της ποινής του θανάτου.

Στις 6 Οκτωβρίου συστάθηκε ανακριτική επιτροπή υπό την προεδρία του Θεόδωρου Πάγκαλου, ο οποίος στις 7 Οκτωβρίου διέταξε την απομόνωση όσων πολιτικών και στρατιωτικών κρατούνταν στις φυλακές Αβέρωφ. Η πρότασή τους συνοδεύτηκε από συλλαλητήριο προσφύγων της Μικράς Ασίας, την Κυριακή 9 Οκτωβρίου στην πλατεία Συντάγματος, το οποίο επισφράγισε την ήδη ειλημμένη απόφαση της παραπομπής των θεωρούμενων ως ενόχων της Μικρασιατικής καταστροφής. Στο συλλαλητήριο μίλησε πρώτος ο Στυλιανός Γονατάς και στη συνέχεια ο Νικόλαος Πλαστήρας, από τον εξώστη της Βουλής, ακριβώς πάνω από εκεί όπου σήμερα βρίσκεται ο Άγνωστος Στρατιώτης, που απέδωσε όλα τα δεινά στους πολιτικούς, οι οποίοι «...με την ευτέλεια και την ανανδρία η οποία πάντοτε τους εχαρακτήρισεν...» επιχείρησαν να μεταθέσουν τις ευθύνες στους στρατιωτικούς «...Και είπαν: Η ήττα, η συμφορά είναι του στρατού, επειδή ο στρατός δεν ηθέλησεν να πολεμήσει. Συκοφαντία! Ο αγών είχε προδοθή!...». Την ίδια ώρα Στρατιωτικά αεροπλάνα έριχναν προκηρύξεις συμπαραστάσεως του Στρατού και του Στόλου στον λαό, ενώ τα Ψηφίσματα που εκδόθηκαν στο συλλαλητήριο, παραδόθηκαν στον πρωθυπουργό Σωτήριο Κροκιδά. 

Στις 14 Οκτωβρίου 1922 δημοσιεύθηκε το διάταγμα «Περί συστάσεως και λειτουργίας Εκτάκτου Στρατοδικείου προς εκδίκασιν των κατά των υπαιτίων της εθνικής καταστροφής κατηγοριών», που υπογράφεται από τους Στυλιανό Γονατά, Νικόλαο Πλαστήρα, Λουκά Σακελλαρόπουλο, Αλέξανδρο Γέροντα, Αλέξανδρο Χατζηκυριάκο. Το διάταγμα περιλάμβανε σε δύο κεφάλαια όλες οι διαδικασίες και τις ποινές που θα επιβληθούν, ενώ στο ακροτελεύτιο άρθρο του ορίζεται ότι «...κατά των υπό του Εκτάκτου Στρατοδικείου εκδιδομένων αποφάσεων ουδέν χωρεί τακτικόν ή έκτακτον ένδικον μέσον, η εκτέλεσις δε αυτών γίνεται συμφώνως τοις κειμένοις νόμοις, διαταγή της Επαναστατικής Επιτροπής...».

Στις 17/30 Οκτωβρίου ο Πολίτης σε επιστολή του στον Ελευθέριο Βενιζέλο, αναφέρει ότι ήταν σίγουρος πως, αν το κόμμα των Φιλελευθέρων κατερχόταν στις εκλογές αντιμέτωπο με τα άλλα κόμματα, με καθαρά δικούς του συνδυασμούς, θα αποτύγχανε, ενώ αναφερόμενος στους κατηγορουμένους γράφει, «...Η ανάκρισις βαίνει προς το τέρμα της και ήδη ήρχισεν η απολογία των κατηγορουμένων. Ταυτοχρόνως, η Επαναστατική Επιτροπή απεφάσισε την συγκρότησιν εκτάκτου στρατοδικείου, όπερ θα αρχίση να λειτουργή την προσεχή εβδομάδα. Η δίκη θα διαρκέσει ολίγας μόνον ημέρας και αν απολήξη εις θανατικάς αποφάσεις, η Επαναστατική Επιτροπή εννοεί να προβή εις την άμεσον εκτέλεσιν αυτών...». Στις 3 Νοεμβρίου με νέα έκθεσή του, ο Άγγλος πρέσβης, ενημέρωσε την κυβέρνηση του ότι οι δυο συνταγματάρχες υπαναχώρησαν και δεν τήρησαν την υπόσχεσή τους. Στους λόγους της αφίξεως του Πολίτη στην Αθήνα αναφέρθηκε και ο Δημήτριος Γούναρης λέγοντας στην απολογία του, «..Διατί άλλο ήλθεν ο Πολίτης; Διατί άμα έφθασεν αυτός μετεβλήθησαν αι αποφάσεις των επαναστατών και ιδρύθη το έκτακτον στρατοδικείον;...» .
Αποστρατεία
Στις 16 Δεκεμβρίου 1923 αποσύρθηκε, αφού προηγουμένως η Επαναστατική επιτροπή, προκήρυξε εκλογές και παρέδωσε την εξουσία στη Δ΄ Εθνοσυνέλευση και στους πολιτικούς, ενώ τα αρχεία της προανακριτικής διαδικασίας του 1922 καταστράφηκαν από την κυβέρνηση του Γονατά, λίγο καιρό μετά την εκτέλεση των Έξι. 
Ο Πλαστήρας σε φωτογραφία του 1924.

Στις 2 Ιανουαρίου 1924, οι Στυλιανός Γονατάς και Πλαστήρας, ντυμένοι με τη στρατιωτική στολή τους, προσήλθαν στη Βουλή για να παραδώσουν την εξουσία στους πολιτικούς ηγέτες, στην εναρκτήρια συνεδρίαση της Δ' Συντακτικής Συνελεύσεως, που προήλθε από τις εκλογές της 16ης Δεκεμβρίου 1923, με αποστολή να συντάξει νέο σύνταγμα. Μιλώντας από το βήμα της Βουλής, ο Στυλιανός Γονατάς, ανήγγειλε την παραίτηση της κυβερνήσεως του και στις 11 Ιανουαρίου τον διαδέχθηκε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος είχε επιστρέψει στην Αθήνα στις 4 Ιανουαρίου, μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης. Αποστρατεύθηκε με αίτηση του στις 3 Ιανουαρίου 1924 και στις 6 Ιανουαρίου 1924 η Δ΄ Εθνοσυνέλευση σε πανηγυρική συνεδρίασή της, τον ανακήρυξε «άξιον της πατρίδος». Στις 31 Μαΐου 1924, μετά τη λήξη της πρωθυπουργικής του θητείας, προήχθη με ψήφισμα σε αντιστράτηγο, μαζί με τον Στυλιανό Γονατά και στη συνέχεια για λόγους υγείας εγκατέλειψε την Ελλάδα κι έζησε στην Ευρώπη.

Απόπειρα ανατροπής Πάγκαλου
Στις 12 Οκτωβρίου 1925 επιχείρησε την ανατροπή του πρωθυπουργού Θεόδωρου Πάγκαλου, δεύτερη απόπειρα μετά την προσπάθεια για τη σύλληψή του τον Αύγουστο του 1925, όταν ο Πάγκαλος περνούσε από τη Λάρισα. Στην προσπάθεια συμμετείχε ο Γεώργιος Παπανδρέου και άλλοι πολιτικοί με επικεφαλής το Νικόλαο Πλαστήρα που έφτασε κρυφά στην Αθήνα από την Καρδίτσα όπου βρισκόταν με αστυνομική επιτήρηση. Οι στρατιωτικές αρχές τον εντόπισαν στο Φάληρο, όμως ο Ναπολέων Ζέρβας, τότε φρούραρχος Αθηνών, δεν κατάφερε να τον συλλάβει, καθώς ο Πλαστήρας κρύφθηκε σε φιλικό του σπίτι στην οδό Τσακάλωφ στο Κολωνάκι. Ο Ζέρβας κύκλωσε την περιοχή και μετά από καταδίωξη και ανταλλαγή πυροβολισμών ο Πλαστήρας παραδόθηκε στον στρατηγό Τσερούλη, διοικητή του Α' Σώματος Στρατού και υπό φρούρηση μεταφέρθηκε στον Πειραιά και με το πολεμικό σκάφος «Λέων» οδηγήθηκε στην Ιταλία.

Κίνημα της 5ης Μαρτίου 1933
Τα μεσάνυχτα της 5ης προς 6 Μαρτίου 1933, μόλις άρχισαν να γίνονται γνωστά τα πρώτα αποτελέσματα των εκλογών, σε συνεννόηση με φίλους του στρατηγούς, προσπάθησε να εμποδίσει το σχηματισμό κυβερνήσεως από το «Λαϊκό κόμμα» του Παναγή Τσαλδάρη και κινήθηκε για να καταλάβει την εξουσία σχηματίζοντας κυβέρνηση Στρατηγών, υπό την καθοδήγηση του Ελευθερίου Βενιζέλου. Η προσπάθεια του δημιούργησε κύμα από διαφωνίες, ενώ συνάντησε και την άρνηση του στρατηγού Αλέξανδρου Οθωναίου. Μετά το αποτυχημένο κίνημα για να αποφύγει την σύλληψη και με τη βεβαιότητα ότι θα διωχθεί ποινικά για εσχάτη προδοσία, φυγαδεύτηκε, με τη βοήθεια του Ελευθέριου Βενιζέλου, αρχικά στην Πάτμο, στα Δωδεκάνησα που ήταν υπό Ιταλική κατοχή, και στη συνέχεια μέσω Βηρυτού έφτασε στη Γαλλία και εγκαταστάθηκε στη Νίκαια.

Εκεί παρέμεινε ως τον Δεκέμβριο του 1944, ενώ τον συντηρούσαν οικονομικά φίλοι της οικογένειας Βενιζέλου, μεταξύ τους και η Πηνελόπη Δέλτα με την οποία διατηρούσε αλληλογραφία. Από τη Γαλλία εμφανίστηκε ως ο αρχηγός του Βενιζελικού κινήματος του 1935, όμως δεν επέστρεψε στην Ελλάδα καθώς το Κίνημα απέτυχε. Απέφυγε τη δίωξη για το πραξικόπημα της 6ης Μαρτίου 1933, όμως καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο, για το φιλοβενιζελικό κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935, μαζί με τον Ελευθέριο Βενιζέλο.

Καθεστώς 4ης Αυγούστου
Πριν το 1935 είχε προβεί σε δηλώσεις υποστηρίξεως των εθνικιστικών καθεστώτων που είχαν επικρατήσει στην Ευρώπη στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, ενώ προέτρεπε τον Ελευθέριο Βενιζέλο να καταλάβουν στρατιωτικά την εξουσία. Στη διάρκεια του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου του Ιωάννη Μεταξά επιχείρησε να δημιουργήσει μυστική οργάνωση για την ανατροπή του καθεστώτος, την οποία αποτελούσαν απότακτοι αξιωματικοί του κινήματος του 1935, που ονομάστηκε Ε.Δ.Ε.Σ. και αποτέλεσε τον πυρήνα για την ομώνυμη αντιστασιακή οργάνωση που έδρασε στην Κατοχή με στρατιωτικό αρχηγό το Ναπολέοντα Ζέρβα.

Β' Παγκόσμιος Πόλεμος
Μετά τη στρατιωτική επίθεση της Γερμανίας που προκάλεσε την κατάρρευση της Πολωνίας και της Γαλλίας, σχημάτισε την πεποίθηση ότι η Ελλάδα δεν έπρεπε να εμπλακεί σε πόλεμο κατά της Ιταλίας και της Γερμανίας, καθώς δεν διέθετε τις απαραίτητες στρατιωτικές δυνάμεις, σε άψυχο υλικό και ανθρώπινο δυναμικό. Ακόμη και μετά την Ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδος και την Γερμανική εμπλοκή που ακολούθησε, θεωρούσε ότι η Ελλάδα επιβάλλονταν να αποδεχθεί τις γερμανικές προτάσεις για στρατιωτική ανακωχή με προσάρτηση της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα.

Σε επιστολή του της 21ης Απριλίου 1941, προς τον φίλο και συνεργάτη του Κομνηνό Πυρομάγλου, όταν τα γερμανικά στρατεύματα προήλαυναν στο έδαφος της Ελλάδος, έγραφε, «..Είμαι της γνώμης ότι πρέπει να γίνει κυβέρνησις φιλογερμανική για να καταστήσωμεν ολιγώτερον οδυνηράν την ήτταν. Αυτό πρέπει να γίνη και αν ακόμη θα ηξεύραμε ότι ο πόλεμος θα τελείωνε και μετά τινάς μόνον μήνας με τελείαν ήτταν του άξονος (όπερ απίθανον)...». Στις 16 Ιουλίου 1941, έστειλε επιστολή προς τον Πλούταρχο Μεταξά πρεσβευτή της Ελλάδος στο Βισύ της κατεχόμενης Γαλλίας, θεωρούσε ότι, «...Υπήρχε έδαφος διευθετήσεως της ελληνοϊταλικής συρράξεως τη μεσολαβήσει της Γερμανίας… η αδεξιότης επί της εξωτερικής πολιτικής του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου οδήγησεν τον ελληνικόν λαόν εις έναν άνισον πόλεμον με μίαν μεγάλην δύναμιν ως η Ιταλία...». Την ίδια εποχή η κυβέρνηση του Εμμανουήλ Τσουδερού που είχε καταφύγει στην Μέση Ανατολή, αρνήθηκε να του εκδώσει διπλωματικό διαβατήριο, άρνηση που τον εξόργισε και κατηγόρησε τον τότε πρωθυπουργό, ως συνεχιστή του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου.

Πολιτική δράση
Ο Πλαστήρας διορίστηκε, για πρώτη φορά, πρωθυπουργός στις 3 Ιανουαρίου 1945, ως προσωπικότητα ευρείας αποδοχής. Στις 8 Μαρτίου 1945 αρνήθηκε έχοντας τη σύμφωνη γνώμη εξόριστου του βασιλιά Γεωργίου Β', τη συμμετοχή του «Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου», [Ε.Α.Μ.], στην κυβέρνηση του. Στη διάρκεια της θητείας του, υπογράφτηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1945, η συμφωνία της Βάρκιζας, με την οποία τερματίστηκαν τα «Δεκεμβριανά», ενώ οι κομμουνιστές και το Ε.Α.Μ. θα παρέδιδαν τον οπλισμό τους. Μια επιστολή του προς τον Έλληνα πρέσβη στη Γαλλία που δημοσιοποιήθηκε τον Απρίλιο του 1945 στην εθνικιστική εφημερίδα «Ελληνικό Αίμα» προκάλεσε την πτώση της κυβερνήσεως του στις 8 Απριλίου 1945, καθώς η εφημερίδα που κυκλοφόρησε στη διάρκεια της Κατοχής, είχε αυξημένο κύρος και το δημοσίευμα της δημιούργησε πολιτικό σάλο. Η οξυμένη πολιτική κατάσταση τον οδήγησε σε παραίτηση όπως είχε απαιτήσει ο αντιβασιλιάς αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός.
Ο Νικόλαος Πλαστήρας ως Πρόεδρος της Κυβέρνησης μαζί με τον τότε αντιπρόεδρο Γεώργιο Παπανδρέου στο Γουδί το 1950

Στις 14 Ιανουαρίου 1950 ο Πλαστήρας ίδρυσε την «Εθνική Προοδευτική Ένωση Κέντρου», [Ε.Π.Ε.Κ.], η οποία στις εκλογές τις 5ης Μαρτίου 1950 κέρδισε το 16,4% των ψήφων και 45 έδρες, και από τις 15 Απριλίου 1950 έως τις 21 Αυγούστου 1950, σχημάτισε βραχύβια κυβέρνηση. Στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου 1951 το κόμμα του κέρδισε τη δεύτερη θέση, συγκεντρώνοντας το 23,5% των ψήφων και 74 έδρες και ο ίδιος -μετά την παραίτηση του Σοφοκλή Βενιζέλου από την πρωθυπουργία- ανέλαβε και την 1 Νοεμβρίου 1951 ανέλαβε πρωθυπουργός κεντρώου συνασπισμού κομμάτων, όμως στις 11 Οκτωβρίου 1952 εξαναγκάστηκε σε παραίτηση. Στις εκλογές που έγιναν στις 16 Νοεμβρίου 1952, στις οποίες επικρότησε απόλυτα ο «Ελληνικός Συναγερμός» του Αλέξανδρου Παπάγου, το κόμμα του απέτυχε, χωρίς να καταφέρει να εκλεγεί ούτε ο ίδιος βουλευτής, ενώ στις 3 Μαρτίου 1953 το κόμμα του διασπάται και ένα τμήμα με επικεφαλής τον Καρτάλη, ίδρυσε το «Δημοκρατικό Κόμμα».

Στη διάρκεια των κυβερνήσεων του απαλλοτριώθηκαν τσιφλίκια και αποδόθηκαν οι εκτάσεις στους καλλιεργητές, η Ελλάδα εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ, έστειλε εκστρατευτικό σώμα στον πόλεμο της Κορέας και εκτελέστηκαν ο Νίκος Μπελογιάννης, ηγετικό στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος και μαζί του τα κομματικά στελέχη και οπαδοί, οι Δημήτριος Μπάτσης, Καλούμενος, Αργυριάδης. Η εκτέλεση Μπελογιάννη και των υπολοίπων, αλλά και η επιθυμία του Πλαστήρα να τον υποστηρίξει το Κομμουνιστικό Κόμμα στις εκλογές, οι οποίες θα γίνονταν πλειοψηφικό σύστημα που θα οδηγούσε στην πολιτική εξαφάνιση της Αριστεράς, οδήγησε στην επινόηση, από το Κ.Κ.Ε., του συνθήματος «Τι Παπάγος, τι Πλαστήρας, ούλοι οι σκύλοι μια γενιά».
Το τέλος του
Ο Πλαστήρας προς το τέλος της ζωής του, καταβεβλημένος από αλλεπάλληλα καρδιακά και εγκεφαλικά επεισόδια, ενώ έπασχε από φυματίωση, κατοικούσε στο Μετς, κοντά στο Παναθηναϊκό Στάδιο, όπου πέθανε πάμπτωχος σε στρατιωτικό ράντζο. Τον έντυσαν με νεκρικό κοστούμι, που αγόρασε ο προσωπικός του φίλος Διονύσιος Καρρέρ –γιατί ο ίδιος τον μισθό του τον πρόσφερε διακριτικά σε άπορους και ορφανά. Ο γιατρός που κλήθηκε και υπέγραψε το πιστοποιητικό του θανάτου του, μέτρησε 27 σπαθιές και 9 σημάδια από βλήματα στο νεκρό του κορμί. Κληροδότησε 216 δραχμές, ένα χαρτονόμισμα δέκα δολαρίων και την προφορική διαθήκη, «Όλα για την Ελλάδα», στην ορφανή προσφυγοπούλα ψυχοκόρη του. Στα ατομικά του είδη βρέθηκαν ένα στρατιωτικό χρεωστικό, [ΣΥΠ 108], για ένα κρεβάτι που είχε χάσει κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία και 8 δραχμές με τη σημείωση να καταβληθούν στο Δημόσιο.

Στην κηδεία του παραβρέθηκε ο τότε βασιλιάς Παύλος και όλος ο πολιτικός κόσμος, ενώ με διαταγή του Αλέξανδρου Παπάγου, πρωθυπουργού και παλιού συμπολεμιστή του στη Μικρά Ασία, οι σημαίες κυμάτιζαν μεσίστιες. Επικήδειους λόγους εκφώνησαν, από την κυβέρνηση ο Παναγιώτης Σιφναίος και από την αντιπολίτευση οι Παπαπολίτης, Γεώργιος Παπανδρέου, Καρτάλης και Σοφοκλής Βενιζέλος. Στις 4 Νοεμβρίου 1980 η καρδιά του, που φυλασσόταν από τον Αντώνη Παπαϊωάννου, γιατρό και φίλο μου, μεταφέρθηκε σύμφωνα με την επιθυμία του στην Καρδίτσα, όπου φυλάσσεται στο Λαογραφικό Μουσείο.

Μνήμη Νικολάου Πλαστήρα
Ο Πλαστήρας υπήρξε αξιωματικός με πατριωτισμό, τον οποίο θυσίασε για τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Το 1953, η τότε βασίλισσα της Ελλάδος Φρειδερίκη, σύζυγος του βασιλιά Παύλου Α', τον επισκέφθηκε βαρύτατα ασθενή στην ενοικιαζόμενη κατοικία του στην Αθήνα. Εισερχόμενη στο δωμάτιο του ασθενούς, η βασίλισσα αντίκρυσε έναν ξερακιανό, μαυριδερό ηλικιωμένο, με το χαρακτηριστικό του μουστάκι, ταλαιπωρημένο από τη φυματίωση και τις κακουχίες, να είναι ξαπλωμένος πάνω σε ένα ράντζο εκστρατείας.
- «Νίκο, γιατί το κάνεις αυτό;» ρώτησε η Φρειδερίκη, για να λάβει την απάντηση από τον συγκινημένο 69χρονο:
- «Μεγαλειοτάτη, το ράντζο αυτό το έχω από τον στρατό, δεν το αποχωρίζομαι».
Ο Νικόλαος Πλαστήρας ήταν έντιμος στο έπακρο και πέθανε δίχως να κληροδοτήσει χρήματα στους απογόνους του, ενώ ο αδελφός του απασχολούνταν ως εργάτης, χωρίς να επικαλείται το όνομα του αδελφού του.
Προτομή του Νικόλαου Πλαστήρα στην Καρδίτσα.

Ήταν αψύς ως χαρακτήρας και χωρίς διάθεση διπλωματικότητας στους λόγους του. Η φράση του «Κάθισε κάτω, ζαγάρι!» προς τον Γιώργο Σιάντο του Κ.Κ.Ε., κατά τη διάρκεια συζητήσεων τους στα Δεκεμβριανά, όπου ο Πλαστήρας αναφέρθηκε υποτιμητικά στην δράση των συμμοριών του Ε.Λ.Α.Σ. στην Εθνική Αντίσταση και στην απελευθέρωση κάνοντας λόγο για «ξεπάστρεμα όλων των δεξιών» και «κάψιμο χωριών» έχει μείνει παροιμιώδης κι είναι χαρακτηριστική της απέχθειας του για την κομμουνιστική ιδεολογία. Στη διάρκεια μιας από τις πρωθυπουργικές του θητείες, ο φίλος του Γιάννης Μοάτσος, θεωρώντας ασύνηθες το φαινόμενο ο Πρωθυπουργός να μη διαθέτει ιδιόκτητο σπίτι, απευθύνθηκε στο διοικητή Ελληνικής τράπεζας για να εξασφαλίσουν στον Πλαστήρα δάνειο για την αγορά κατοικίας. Ο διοικητής απόρησε λέγοντας «Τι; Δεν έχει σπίτι ο κύριος Πρωθυπουργός; Βεβαίως και θα του δώσουμε ό,τι δάνειο θέλει και μάλιστα με τους καλύτερους όρους!». Ο Μοάτσος ανακοίνωσε τα ευχάριστα νέα στον Πλαστήρα, ο οποίος πήρε στα χέρια του τα τραπεζικά έντυπα και τα έσχισε λέγοντας «Άντε ρε Γιάννη, με τι μούτρα θα βγω στο δρόμο, αν μαθευτεί πως εγώ πήρα δάνειο για σπίτι;». Αντίστοιχα, όταν θεώρησε πως ο άνεργος αδερφός του ευνοήθηκε λόγω της συγγένειας τους και προσελήφθη στο εργοστάσιο της ζυθοποιίας «ΦΙΞ», του απαγόρευσε να δεχτεί τη θέση, λέγοντας του «Αν έχεις ανάγκη, κάτσε εδώ να μοιραζόμαστε το φαγητό μου!». Την ίδια στάση διατήρησε και όταν του πρότειναν να του βάλουν τηλέφωνο, δεν ήταν απλή υπόθεση εκείνη την εποχή, στο σπίτι που νοίκιαζε στο Μετς «Μα τι λέτε; Η Ελλάδα πένεται κι εμένα θα μου βάλετε τηλέφωνο;»

Σχόλια