Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος
Το τέλος του πολέμου μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των τεσσάρων συμμάχων της Βαλκανικής Χερσονήσου -της Σερβίας, της Ελλάδας, της Βουλγαρίας και του Μαυροβουνίου- οδήγησε σε μία κατάσταση που δεν θύμιζε ειρήνη αλλά μία ανακωχή, η οποία θα έδινε τον απαραίτητο χρόνο, από τη μια, στους Βούλγαρους και, από την άλλη, στους Έλληνες, τους Σέρβους και τους Μαυροβούνιους να αξιολογήσουν κατά πόσο η νέα εδαφική κατάσταση, που διαμορφώθηκε από την κατάκτηση των οθωμανικών εδαφών, θα ήταν ανάλογη των εθνικών προσδοκιών και των γεωστρατηγικών συμφερόντων τους.
Το μεγάλο πρόβλημα υπήρχε στην πλευρά του πιο ισχυρού στρατιωτικά συμμάχου, της Βουλγαρίας, που έβλεπε την πολύχρονη, από τα τέλη του 19ου αιώνα, προσπάθειά της να δημιουργήσει τη Μεγάλη Βουλγαρία να μην ευοδώνεται. Οι δύο σπουδαιότεροι αντίπαλοί της -οι Σέρβοι και, κυρίως, οι Έλληνες- κατάφεραν να κατακτήσουν σημαντικά εδάφη που ακύρωναν, στην πράξη, κάθε βουλγαρική επιθυμία για απόλυτο έλεγχο της Μακεδονίας. Το ίδιο αδιανόητη υπήρξε και η κατάκτηση της Θεσσαλονίκης από τους Έλληνες για τη βουλγαρική πλευρά.
Στους φιλόδοξους μιλιταριστές ηγέτες της Σόφιας δεν έμενε άλλη επιλογή από μία βίαιη προσπάθεια αρπαγής των νεοκατακτηθέντων ελληνικών και σερβικών εδαφών, με έναν ακήρυχτο πόλεμο που ξεκίνησαν εναντίον των πρώην Συμμάχων τους. Χαρακτηριστικό αυτού του πολέμου, πέρα από τη βιαιότητα των μαχών και τη σύντομη διάρκειά του, ήταν η προσπάθεια εξόντωσης και τρομοκράτησης του ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας, με μία εκτεταμένη και οργανωμένη επιχείρηση Εθνοκάθαρσης που διέταξε η ίδια η Βουλγαρική στρατιωτική ηγεσία.
Στη σύγκρουση εναντίον της Βουλγαρίας εισήλθαν τόσο το Μαυροβούνιο όσο και η Ρουμανία και η Τουρκία, προκειμένου να αποκτήσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα εδαφικά οφέλη εις βάρος της Βουλγαρίας.
Η σύρραξη ολοκληρώθηκε με στρατιωτική συντριβή της Βουλγαρίας. Η αυλαία του Β' Βαλκανικού Πολέμου έπεσε με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου που επισημοποίησε τη νέα εδαφική πραγματικότητα στα Βαλκάνια.
Ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος(επονομαζόμενος και «βουλγαρικός πόλεμος») ήταν ένοπλη σύγκρουση που εξελίχθηκε από τις 29 Ιουνίου έως τις 31 Ιουλίου του 1913, και που ξέσπασε σχεδόν αμέσως μετά τη λήξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου. Ο πόλεμος αυτός διεξήχθη ανάμεσα στην Βουλγαρία και τις υπόλοιπες χώρες του βαλκανικού συνασπισμού (με τις οποίες είχε συμμαχήσει κατά τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο) τη Σερβία, την Ελλάδα και το Μαυροβούνιο. Κατά δε την εξέλιξή του, κατά της Βουλγαρίας στράφηκαν επίσης η Ρουμανία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η διαφορά με τον πρώτο πόλεμο ήταν ότι τώρα η Βουλγαρία πολέμησε τους πρώην συμμάχους της, προκειμένου να πετύχει ευνοϊκότερη διανομή των ευρωπαϊκών εδαφών που αποσπάστηκαν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στον προηγούμενο πόλεμο. Ο Β' Βαλκανικός Πόλεμος, αν και ακήρυχτος και αιφνίδιος υπήρξε περισσότερο φονικός και καταστροφικός, από τον μόλις προηγούμενο. Τελείωσε δε, με επικράτηση των αντιμαχομένων της Βουλγαρίας, οι οποίες πέτυχαν σημαντικές νίκες στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας και των κεντρικών Βαλκανίων. Τέλος με την ανακωχή που η Βουλγαρία ζήτησε, αποδεχόμενη την ήττα της, αποκρούστηκαν και οι όποιες βλέψεις για τη δημιουργία μιας Μεγάλης Βουλγαρίας. Η Ρουμανία απέσπασε την πρώην βουλγαρική Δοβρουτσά, ενώ η Οθωμανική Αυτοκρατορία ανακατέλαβε την περιοχή της Αδριανούπολης.
Ιστορικό
Κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο ο Βαλκανικός Συνασπισμός (Βουλγαρία, Σερβία, Μαυροβούνιο και Ελλάδα) κατάφερε να εκδιώξει την Οθωμανική Αυτοκρατορία από τις ευρωπαϊκές της επαρχίες της αφήνοντας στους Οθωμανούς την Ανατολική Θράκη. Η Συνθήκη του Λονδίνου, που υπεγράφη στις 30 Μαΐου 1913 και τερμάτισε τον πόλεμο, αναγνώρισε τα εδάφη των Βαλκανικών κρατών στα δυτικά της γραμμής Αίνου-Mήδειας, από τον Αίνο (Ενέζ) στις ακτές του Αιγαίου μέχρι τη Μήδεια (Κιγίκιοϊ) στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, στη βάση των κεκτημένων, και δημιούργησε μια ανεξάρτητη Αλβανία.
Ωστόσο οι σχέσεις μεταξύ των νικητών Βαλκανίων συμμάχων γρήγορα οξύνθηκαν για το διαμοιρασμό των εδαφών, ειδικά στη Μακεδονία. Κατά τις προ του πολέμου διαπραγματεύσεις, που είχαν οδηγήσει στην ίδρυση του Βαλκανικού Συνασπισμού, η Σερβία και η Βουλγαρία υπέγραψαν μυστική συμφωνία στις 13 Μαρτίου 1912, που καθόριζε τα μελλοντικά τους σύνορα, ουσιαστικά μοιράζοντας τη βόρεια Μακεδονία μεταξύ τους. Σε περίπτωση μεταπολεμικής διαφωνίας η περιοχή στα βόρεια της γραμμής Κρίβα Παλάνκα-Οχρίδα (με τις δύο πόλεις να πηγαίνουν στους Βούλγαρους) είχε χαρακτηριστεί ως «αμφισβητούμενη ζώνη» υπό τη ρωσική επιδιαιτησία και η περιοχή στα νότια της γραμμής αυτής είχε ανατεθεί στη Βουλγαρία. Κατά τον πόλεμο οι Σέρβοι κατάφεραν να καταλάβουν μια περιοχή πολύ νοτιότερα από τα συμφωνηθέντα σύνορα, μέχρι τη γραμμή Μπίτολα-Γευγελή (και οι δύο στα χέρια των Σέρβων). Ταυτόχρονα οι Έλληνες προχώρησαν βόρεια και κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη λίγο πριν φτάσουν οι Βούλγαροι, δημιουργώντας σύνορα με τη Σερβία.
Όταν οι Βούλγαροι αντιπρόσωποι στο Λονδίνο προειδοποίησαν τους Σέρβους ότι δεν έπρεπε να περιμένουν βουλγαρική υποστήριξη στις αξιώσεις τους επί της Αδριατικής οι Σέρβοι απάντησαν οργισμένοι ότι αυτό αποτελούσε σαφή απόσυρση από την προπολεμική συμφωνία αμοιβαίας κατανόησης, σύμφωνα με τη γραμμή επέκτασης Κρίβα Παλάνκα-Αδριατική, αλλά οι Βούλγαροι επέμεναν ότι, κατά την άποψή τους, το τμήμα της συμφωνίας για τη Μακεδονία του Βαρδάρη παρέμενε ενεργό και οι Σέρβοι ήταν ακόμη υποχρεωμένοι να παραδώσουν την περιοχή, όπως είχε συμφωνηθεί. Οι Σέρβοι κατηγόρησαν τους Βούλγαρους για μαξιμαλισμό, επισημαίνοντας ότι αν έχαναν τόσο τη βόρεια Αλβανία όσο και τη Μακεδονία του Βαρδάρη η συμμετοχή τους στον κοινό πόλεμο θα είχε γίνει ουσιαστικά για το τίποτε.
Όταν η Βουλγαρία κάλεσε η Σερβία να τιμήσει την προπολεμική συμφωνία για τη βόρεια Μακεδονία, οι Σέρβοι, δυσαρεστημένοι από την απαίτηση των Μεγάλων Δυνάμεων να εγκαταλείψουν τα εδαφικά κέρδη τους στη βόρεια Αλβανία, πεισματικά αρνήθηκαν να χάσουν και άλλα εδάφη. Οι εξελίξεις ουσιαστικά τερμάτισαν τη Σερβοβουλγαρική συμμαχία και κατέστησαν αναπόφευκτο ένα μελλοντικό πόλεμο μεταξύ των δύο χωρών. Λίγο αργότερα ξέσπασαν μικροσυμπλοκές κατά μήκος των συνόρων των ζωνών κατοχής με τους Βούλγαρους κατά των Σέρβων και των Ελλήνων. Ανταποκρινόμενη στην προφανή βουλγαρική απειλή, η Σερβία ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα, που είχε επίσης λόγους να ανησυχεί για τις βουλγαρικές προθέσεις.
Στις 19 Μαΐου / 1 Ιουνίου του 1913, δύο ημέρες μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου και μόλις 28 ημέρες πριν από τη βουλγαρική επίθεση, η Ελλάδα και η Σερβία υπέγραψαν μια μυστική αμυντική συμμαχία, επιβεβαιώνοντας την τρέχουσα διαχωριστική γραμμή μεταξύ των δύο ζωνών κατοχής ως κοινά σύνορά τους και τη σύναψη συμμαχίας σε περίπτωση επίθεσης από τη Βουλγαρία ή την Αυστροουγγαρία. Με τη συμφωνία αυτή η Σερβία πέτυχε να καταστήσει την Ελλάδα μέρος της διαμάχης της για τη βόρεια Μακεδονία, αφού η Ελλάδα είχε εγγυηθεί την τρέχουσα (και αμφισβητούμενη) ζώνη κατοχής της Σερβίας στη Μακεδονία. Σε μια προσπάθεια να σταματήσει η Ελληνοσερβική προσέγγιση ο Πρωθυπουργός της Βουλγαρίας Γκέσωφ υπέγραψαν πρωτόκολλο με την Ελλάδα στις 21 Μαΐου συμφωνώντας σε μόνιμη οριοθέτηση μεταξύ των αντίστοιχων δυνάμεων τους, αποδεχόμενος ουσιαστικά τον ελληνικών έλεγχο της νότιας Μακεδονίας. Ωστόσο η εν συνεχεία απόλυση του τερμάτισε τη διπλωματική στόχευση της Σερβίας.
Ένα άλλο σημείο τριβής προέκυψε από την άρνηση της Βουλγαρίας να παραχωρήσει το φρούριο της Σιλίστρα στη Ρουμανία. Όταν η Ρουμανία ζήτησε εκχώρηση του μετά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, ο υπουργός Εξωτερικών της Βουλγαρίας προσέφερε αντί αυτού κάποιες μικρές συνοριακές αλλαγές, που εξαιρούσαν τη Σιλίστρα, και διαβεβαιώσεις για τα δικαιώματα των Κουτσοβλάχων στη Μακεδονία. Η Ρουμανία απείλησε να καταλάβει βουλγαρικό έδαφος με τη βία, αλλά μια ρωσική πρόταση διαιτησίας απέτρεψε τις εχθροπραξίες. Με το Πρωτόκολλο της Αγίας Πετρούπολης που ακολούθησε στις 8 Μαΐου 1913, η Βουλγαρία συμφώνησε να εγκαταλείψει τη Σιλίστρα. Η συμφωνία που προέκυψε αποτελούσε ένα συμβιβασμό μεταξύ των αξιώσεων της Ρουμανίας για ολόκληρη τη νότια Δοβρουτσά και της άρνησης της Βουλγαρίας να δεχτεί οποιαδήποτε εδαφική παραχώρηση. Ωστόσο το γεγονός ότι η Ρωσία απέτυχε να προστατεύσει την εδαφική ακεραιότητα της Βουλγαρίας, έκανε τους Βούλγαρους να αμφιβάλλουν για την αξιοπιστία της αναμενόμενης ρωσικής διαιτησίας για τη διαμάχη με τη Σερβία. Η βουλγαρική συμπεριφορά είχε επίσης μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στις σχέσεις Ρωσίας-Βουλγαρίας. Η ασυμβίβαστη βουλγαρική θέση για επανεξέταση της προπολεμικής συμφωνίας με τη Σερβία κατά τη διάρκεια μιας δεύτερης ρωσικής πρωτοβουλίας διαιτησίας μεταξύ τους οδήγησε τελικά τη Ρωσία να ακυρώσει τη συμμαχία της με τη Βουλγαρία. Και οι δύο αυτές ενέργειες κατέστησαν αναπόφευκτη τη σύγκρουση με τη Ρουμανία και τη Σερβία.
Τα βουλγαρικά στρατεύματα κατά τον χρόνο που είχαν καταλάβει την Ανατολική Μακεδονία διέπραξαν εγκλήματα κατά των (αλλοθρήσκων) Τούρκων κατοίκων. Επίσης τους (ομόθρησκους) Έλληνες και Σέρβους κατοίκους ανάγκαζαν να υπαχθούν εκκλησιαστικά στη Βουλγαρική εξαρχία, να χρησιμοποιούν τη βουλγαρική γλώσσα και να εκβουλγαρίζουν τα ονοματεπώνυμά τους. Μάλιστα στις Σέρρες προχώρησαν και σε αλλαγή των καταλήξεων των ονομάτων στους τάφους στο νεκροταφείο της πόλης. Ειδικότερα στη γραμμή επαφής των στρατευμάτων οι Βούλγαροι συνεχώς χρησιμοποιούσαν μεθόδους συνεχούς διείσδυσης με συνέπεια ν΄ ακολουθούν συγκρούσεις. Βλέποντας τότε η Σερβία και η Ελλάδα τη Βουλγαρία ως κοινό κίνδυνο στις 19 Μαΐου (π.ημ.), ή 1 Ιουνίου (ν.ημ.) του 1913 συνδέθηκαν με αμυντική συμφωνία γνωστή ως Συνθήκη συμμαχίας Θεσσαλονίκης.
Έτσι η Βουλγαρία υπό την πεποίθηση της πολιτικής και στρατιωτικής της ηγεσίας στην υπεροχή του βουλγαρικού στρατού και στις στρατηγικές ικανότητές του πήρε την απόφαση της αιφνιδιαστικής ομόχρονης επίθεσης κατά των τότε θέσεων του Σερβικού και Ελληνικού στρατού. Ορισμένοι ιστορικοί καταλογίζουν ένα μέρος της ευθύνης αυτής στην "υπερβολικά διαλλακτική" στάση της ελληνικής κυβέρνησης έναντι της Βουλγαρίας στη διάρκεια των προστριβών που προηγήθηκαν του πολέμου, που ενδεχομένως δημιούργησε την εντύπωση στο βουλγαρικό στρατηγείο πως μια βίαιη ενέργεια θα δημιουργούσε τετελεσμένα γεγονότα τα οποία οι Μεγάλες Δυνάμεις επεμβαίνοντας κατευναστικά θα αποδέχονταν. Η Αυστρία υποστήριζε τις διεκδικήσεις της Ρουμανίας στη Βουλγαρική Δοβρουτσά με αντάλλαγμα την παραχώρηση της Θεσσαλονίκης στη Βουλγαρία. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η ανάληψη της εξουσίας από τους Νεότουρκους υπό την ηγεσία του Εμβέρ Πασά και του Ταλαάτ Πασά μετά την παραίτηση των φιλελευθέρων, προοιώνιζαν δυσάρεστες εκπλήξεις για το μέλλον.
Προετοιμασία
Βουλγαρικά πολεμικά σχέδια
Το 1912 οι εθνικές φιλοδοξίες της Βουλγαρίας, όπως εκφράζονταν από τον Τσάρο Φερδινάνδο και την περί αυτόν στρατιωτική ηγεσία, ξεπερνούσαν τις προβλέψεις της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου του 1878, θεωρούμενες ακόμη και τότε μαξιμαλιστικές, καθώς περιελάμβαναν τόσο την Ανατολική όσο και τη Δυτική Θράκη και όλη τη Μακεδονία με τη Θεσσαλονίκη, την Αδριανούπολη και την Κωνσταντινούπολη.
Πρώτη απόδειξη της έλλειψης ρεαλισμού στη βουλγαρική ηγεσία ήταν ότι παρόλο που η Ρωσία είχε στείλει σαφείς προειδοποιήσεις, που εκφράστηκαν για πρώτη φορά στις 5 Νοεμβρίου 1912, ότι εάν ο βουλγαρικός στρατός κατελάμβανε την Κωνσταντινούπολη θα δεχόταν επίθεσή τους, συνέχισαν τις προσπάθειές τους να πάρουν την πόλη.
Αν και ο Βουλγαρικός Στρατός κατάφερε να καταλάβει την Αδριανούπολη, η φιλοδοξία του Τσάρου Φερδινάνδου να στεφθεί Αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη αποδείχτηκε επίσης μη ρεαλιστική όταν ο Βουλγαρικός Στρατός δεν κατάφερε να καταλάβει την πόλη στη μάχη της Τσατάλτσα Ακόμη χειρότερα η επικέντρωση στην κατάληψη της Θράκης και της Κωνσταντινούπολης προκάλεσε τελικά την απώλεια του μεγαλύτερου μέρους της Μακεδονίας, συμπεριλαμβανομένης της Θεσσαλονίκης, που δεν μπορούσε εύκολα να γίνει αποδεκτή, οδηγώντας τη Βουλγαρική στρατιωτική ηγεσία περί τον Τσάρο Φερδινάνδο να αποφασίσει έναν πόλεμο εναντίον των πρώην συμμάχων της. Εντούτοις, με τους Οθωμανούς απρόθυμους να αποδεχτούν την οριστική απώλεια της Θράκης στα ανατολικά και μια εξοργισμένη Ρουμανία στα βόρεια, η απόφαση να ξεκινήσουν ένα πόλεμο κατά της Ελλάδας (προς τη νότια) και της Σερβίας (προς τα δυτικά) ήταν μάλλον παρακινδυνευμένη, αφού το Μάιο η Οθωμανική Αυτοκρατορία ζήτησε επειγόντως μια γερμανική αποστολή για να αναδιοργανώσει τον Οθωμανικό στρατό. Στα μέσα Ιουνίου η Βουλγαρία έλαβε γνώση της συμφωνίας μεταξύ Σερβίας και Ελλάδας σε περίπτωση βουλγαρικής επίθεσης. Στις 27 Ιουνίου το Μαυροβούνιο ανακοίνωσε ότι θα υποστήριζε τη Σερβία σε περίπτωση πολέμου μεταξύ Σερβίας και Βουλγαρίας. Στις 5 Φεβρουαρίου η Ρουμανία διευθέτησε τις διαφορές της με την Αυστροουγγαρία σχετικά με την Τρανσυλβανία με την υπογραφή στρατιωτικής συμμαχίας και στις 28 Ιουνίου προειδοποίησε επισήμως τη Βουλγαρία ότι δεν θα παρέμενε ουδέτερη σε ένα νέο Βαλκανικό πόλεμο.
Καθώς οι αψιμαχίες συνεχίζονταν στη Μακεδονία, κυρίως ανάμεσα στα Σερβικά και τα Βουλγαρικά στρατεύματα, ο Τσάρος Νικόλαος Β΄ της Ρωσίας προσπάθησε να σταματήσει την επερχόμενη σύγκρουση, καθώς η Ρωσία δεν ήθελε να χάσει κανέναν από τους Σλάβους συμμάχους της στα Βαλκάνια. Στις 8 Ιουνίου έστειλε ένα ταυτόσημο προσωπικό μήνυμα στους Βασιλιάδες της Βουλγαρίας και της Σερβίας, προσφερόμενη να ενεργήσει ως διαιτητής σύμφωνα με τις διατάξεις της Σερβοβουλγαρικής Συνθήκης του 1912.
Η Σερβία ζήτησε την αναθεώρηση της αρχικής συνθήκης, δεδομένου ότι είχε ήδη χάσει τη Βόρεια Αλβανία λόγω της απόφασης των Μεγάλων Δυνάμεων να δημιουργήσουν το κράτος της Αλβανίας, μια περιοχή που είχε αναγνωριστεί ως Σερβικό έδαφος επέκτασης με την προπολεμική Σερβοβουλγαρικό συνθήκη, σε αντάλλαγμα για τη βουλγαρική εδαφική επέκταση στη βόρεια Μακεδονία. Η βουλγαρική απάντηση στη ρωσική πρόσκληση περιελάμβανε τόσες πολλές προϋποθέσεις, ισοδυναμώντας με τελεσίγραφο, με αποτέλεσμα οι Ρώσοι διπλωμάτες να συνειδητοποιήσουν ότι οι Βούλγαροι είχαν ήδη αποφασίσει πόλεμο με τη Σερβία. Αυτό έκανε τη Ρωσία να ακυρώσει τη διαιτητική πρωτοβουλία και να αποκηρύξει οργισμένη τη συνθήκη συμμαχίας της με τη Βουλγαρία του 1902. Η Βουλγαρία διέσπασε το Βαλκανικό Συνασπισμό, την καλύτερη άμυνα της Ρωσίας κατά του Αυστροουγγρικού επεκτατισμού, που είχε κοστίσει στη Ρωσία τόσο πολύ αίμα, χρήμα και διπλωματικό κεφάλαιο τα τελευταία 35 χρόνια. Τα λόγια ακριβώς του Υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας Σαζόνοφ προς το νέο Πρωθυπουργό της Βουλγαρίας Στογιάν Ντάνεφ ήταν «Μην περιμένετε τίποτα από εμάς και ξεχάστε την ύπαρξη οποιασδήποτε από τις συμφωνίες μας από το 1902 μέχρι σήμερα». Ο Τσάρος Νικόλαος Β της Ρωσίας ήταν ήδη θυμωμένος με τη Βουλγαρία λόγω της άρνησης της τελευταίας να τιμήσει την πρόσφατα υπογραφείσα συμφωνία της με τη Ρουμανία σχετικά με τη Σιλίστρα, που ήταν αποτέλεσμα της ρωσικής διαιτησίας. Στη συνέχεια η Σερβία και η Ελλάδα πρότειναν κάθε μία από τις τρεις χώρες να μειώσει το στρατό της κατά το ένα τέταρτο, ως ένα πρώτο βήμα για τη διευκόλυνση μιας ειρηνικής λύσης, αλλά η Βουλγαρία το απέρριψε.
Η Βουλγαρία βρισκόταν ήδη καθ' οδόν προς τον πόλεμο, αφότου σχηματίστηκε εκεί ένα νέο υπουργικό συμβούλιο, στο οποίο ο ειρηνιστής Γκέσωφ αντικαταστάθηκε από το σκληροπυρηνικό και επικεφαλής ενός ρωσόφιλου κόμματος Ντάνεφ ως πρωθυπουργό. Αν και ρωσόφιλος, στις νέες συγκυρίες της εποχής εκείνης υποχώρησε στις πιέσεις φιλοπόλεμων στρατιωτικών κύκλων. Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι για να διαλύσουν τις επιφυλάξεις του Τσάρου Φερδινάνδου για ένα νέο πόλεμο κατά της Σερβίας και της Ελλάδας, ορισμένες προσωπικότητες στη Σόφια απειλούσαν να τον ανατρέψουν. Στις 15 Ιουνίου ο υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας κάλεσε τους πρωθυπουργούς των χριστιανικών βαλκανικών κρατών σε διάσκεψη στην Πετρούπολη, υπό την διαιτησία του Τσάρου για την εξομάλυνση των διαφορών. Η βουλγαρική πλευρά έθεσε υπερβολικούς όρους στις συνομιλίες, ταυτόχρονα η ρουμανική πλευρά δήλωνε ότι σε περίπτωση που διασπαστεί οριστικά η βαλκανική συμμαχία θα εισέλθει στον πόλεμο για να εξασφαλίσει τα συμφέροντά της στα διαφιλονικούμενα εδάφη με την Βουλγαρία. Εν πάση περιπτώσει στις 16 Ιουνίου η Βουλγαρική ανώτατη διοίκηση, υπό τον άμεσο έλεγχο του Τσάρου Φερδινάνδου και χωρίς να ειδοποιήσει την κυβέρνηση, διέταξε τα Βουλγαρικά στρατεύματα να ξεκινήσουν μια αιφνιδιαστική επίθεση ταυτόχρονα τόσο κατά των Σερβικών όσο και των Ελληνικών θέσεων, χωρίς κήρυξη πολέμου, και να αγνοήσουν κάθε αντίθετη διαταγή. Την επόμενη μέρα η κυβέρνηση άσκησε πίεση στο Γενικό Επιτελείο να διατάξει τον στρατό να σταματήσει τις εχθροπραξίες, γεγονός που προκάλεσε σύγχυση και απώλεια της πρωτοβουλίας και απέτυχε να διορθώσει την κατάσταση του ακήρυκτου πολέμου. Αντιδρώντας στην κυβερνητική πίεση ο Τσάρος Φερδινάνδος απέλυσε τον Στρατηγό Σαβόφ και τον αντικατέστησε με το Στρατηγό Δημητρίεφ ως αρχιστράτηγο.
Πρόθεση της Βουλγαρίας ήταν να νικήσει τους Σέρβους και τους Έλληνες και να καταλάβει όσο το δυνατόν μεγαλύτερες εκτάσεις, πριν οι Μεγάλες Δυνάμεις παρέμβουν για τον τερματισμό των εχθροπραξιών. Προκειμένου να διαθέτει την απαιτούμενη υπεροπλία, το σύνολο του βουλγαρικού στρατού ενεπλάκη σε αυτές τις επιχειρήσεις. Δεν ελήφθη καμία πρόνοια για την περίπτωση (που είχε επίσημα επίσημα δηλωθεί) Ρουμανικής παρέμβασης ή Οθωμανική αντεπίθεση, παραδόξως με την υπόθεση ότι η Ρωσία θα εξασφάλιζε ότι καμία επίθεση δεν θα προερχόταν από αυτές τις κατευθύνσεις, παρόλο που στις 9 Ιουνίου η Ρωσία είχε οργισμένα αποκηρύξει τη συμμαχία της με τη Βουλγαρία και είχε στρέψει τη διπλωματία της προς τη Ρουμανία (η Ρωσία είχε ήδη ονομάσει το Βασιλιά της Ρουμανίας Κάρολο επίτιμο Ρώσο Αρχιστράτηγο, ως σαφή προειδοποίηση για τη στροφή της πολιτικής της προς τη Σόφια το Δεκέμβριο του 1912).
Το σχέδιο ήταν για μια μαζική επίθεση εναντίον του Σερβικού στρατού στην πεδιάδα του Αξιού για να τον εξουδετερώσει και να καταλάβει τη βόρεια Μακεδονία, μαζί με μια λιγότερο μαζική εναντίον του Ελληνικού στρατού κοντά στη Θεσσαλονίκη, που είχε περίπου το μισό μέγεθος του Σερβικού στρατού, προκειμένου να καταλάβει την πόλη και τη νότια Μακεδονία. Η Βουλγαρική ανώτατη διοίκηση δεν ήταν σίγουρη για το αν οι δυνάμεις της ήταν αρκετές για να νικήσουν τον Ελληνικό στρατό, αλλά τις θεωρούσαν αρκετές για την υπεράσπιση του νότιου μετώπου ως χειρότερο σενάριο, μέχρι την άφιξη των επιπλέον δυνάμεων, μετά την ήττα των Σέρβων στο βορρά.
Αντίπαλες δυνάμεις
Σύμφωνα με το Στρατιωτικό Νόμο του 1903 οι ένοπλες δυνάμεις της Βουλγαρίας χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες: τον Ενεργό Στρατό και την Εθνοοφυλακή. Ο πυρήνας των Ενόπλων δυνάμεων αποτελείτο από εννέα μεραρχίες πεζικού και μία ιππικού. Ο Βουλγαρικός Στρατός διέθετε οργάνωση μοναδική μεταξύ των στρατών της Ευρώπης, καθώς κάθε μεραρχία πεζικού είχε τρεις ταξιαρχίες των δύο συνταγμάτων, αποτελούμενων από τέσσερα τάγματα έξι λόχων 250 ανδρών έκαστος, συν ένα ανεξάρτητο τάγμα, δύο μεγάλα συντάγματα πυροβολικού και ένα σύνταγμα ιππικού, δίνοντας ένα σύνολο 25 υπερβαρέων ταγμάτων πεζικού και 16 λόχων ιππικού ανά μεραρχία, που ξεπερνούσε το ισοδύναμο των δύο μεραρχιών των εννέα ταγμάτων, την καθιερωμένη δομή της μεραρχίας στους περισσότερους στρατούς της εποχής, όπως συνέβαινε και με τον Ελληνικό και το Σερβικό στρατό το 1913. Συνεπώς, μολονότι ο Βουλγαρικός Στρατός κινητοποίησε συνολικά 599.878 άνδρες στην αρχή του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, υπήρχαν μόνο 9 μεραρχίες, δίνοντας στις μεραρχίες ισχύ μάλλον Σώματος Στρατού παρά μεραρχίας. Οι τακτικές ανάγκες κατά και μετά τον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο τροποποίησαν αυτή την αρχική δομή: δημιουργήθηκε μια νέα 10η μεραρχία με τη χρήση δύο ταξιαρχιών από την 1η και την 6η μεραρχία και σχηματίστηκαν τρεις πρόσθετες ανεξάρτητες ταξιαρχίες από τις νέες στρατολογήσεις. Παρ 'όλα αυτά η βαριά δομή γενικά διατηρήθηκε. Αντίθετα ο Ελληνικός Στρατός της Μακεδονίας διέθετε επίσης 9 μεραρχίες, αλλά ο συνολικός αριθμός των ανδρών ήταν μόνο 118.000. Ένας άλλος καθοριστικός παράγοντας που επηρέασε την πραγματική ισχύ των μεραρχιών των αντιτιθέμενων στρατών ήταν η κατανομή του πυροβολικού. Ο ισχύος εννιά μεραρχιών Ελληνικός Στρατός είχε συνολικά 176 πυροβόλα και ο ισχύος δέκα μεραρχιών Σερβικός Στρατός 230. Οι Βούλγαροι είχαν 1.116, αναλογικά 6: 1 έναντι των Ελλήνων και 5: 1 έναντι του Σερβικού Στρατού.
Υπάρχει διαφωνία για τη δύναμη του Βουλγαρικού Στρατού κατά τη διάρκεια του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου. Κατά την έναρξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου η Βουλγαρία κινητοποίησε συνολικά 599.878 άνδρες (366.209 στον Ενεργό Στρατό, 53.927 στις συμπληρωματικές μονάδες, 53.983 στην Εθνοφρουρά, 94.526 από τις κλάσεις του 1912 και του 1913, 14.204 εθελοντές και 14.424 μεθοριοφύλακες). Οι νεκροί κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο ήταν 33.000 άνδρες (14.000 άνθρωποι σε μάχες και 19.000 από ασθένειες). Για να αντικαταστήσει αυτές τις απώλειες η Βουλγαρία επιστράτευσε 60.000 άνδρες μεταξύ των δύο πολέμων, κυρίως από τις πρόσφατα καταληφθείσες περιοχές, χρησιμοποιώντας 21.000 από αυτούς για να σχηματίσει τις ανεξάρτητες ταξιαρχίες Σερρών, Δράμας και Οντριν (Αδριανούπολης). Είναι γνωστό ότι δεν έγιναν αποστρατεύσεις. Σύμφωνα με τη Βουλγαρική διοίκηση ο στρατός είχε 7.693 αξιωματικούς και 492.528 στρατιώτες στις τάξεις του στις 16 Ιουνίου (συμπεριλαμβανομένων των προαναφερθεισών τριών ταξιαρχιών). Αυτό δίνει μια διαφορά 99.657 ανδρών σε δύναμη μεταξύ των δύο πολέμων. Συγκριτικά, η αφαίρεση του πραγματικού αριθμού θυμάτων, συμπεριλαμβανομένων των τραυματιών και η προσθήκη των νεοπροσληφθέντων ανδρών, παράγει συνολικά όχι λιγότερους από 576.878 άνδρες. Ο στρατός αντιμετώπιζε έλλειψη πολεμικού υλικού και είχε μόνο 378.998 τυφέκια στη διάθεσή του.
Η 1η και η 3η Στρατιά (υπό τους στρατηγούς Βασίλ Κουτίντσεφ και Ράντκο Δημητρίεφ αντίστοιχα) αναπτύχθηκαν κατά μήκος των παλαιών Σερβοβουλγαρικών συνόρων, με την 5η Στρατιά υπό το στρατηγό Στέφαν Τόσεβ γύρω από το Κιουστεντίλ και την 4η Στρατιά υπό το στρατηγό Στίλιαν Κόβατσεβ στην περιοχή Κότσανη-Ράντοβις. Η 2η Στρατιά, υπό το στρατηγό Νικόλα Ιβανόβ, αναπτύχθηκε κατά του Ελληνικού στρατού.
Ο στρατός του Βασιλείου της Σερβίας αριθμούσε 348.000 άνδρες (από τους οποίους 252.000 ήταν μάχιμοι), χωρισμένοι σε τρεις στρατιές με δέκα μεραρχίες. Η κύρια δύναμή του αναπτύχθηκε στο Μακεδονικό μέτωπο κατά μήκος του ποταμού Αξιού και κοντά στα Σκόπια. Κατ' όνομα αρχιστράτηγός του ήταν ο βασιλιάς Πέτρος Α΄, με το Ραντομίρ Πούτνικ ως επικεφαλής του επιτελείου του και ουσιαστικό αρχιστράτηγο.
Ενισχύθηκε επίσης και από μια μεραρχία (12.000 άνδρες) από το Βασίλειο του Μαυροβουνίου υπό το στρατηγό Γιάνκο Βούκοτιτς. Έτσι ο σερβικός στρατός που είχε ταχθεί υπό την αρχιστρατηγία του Βασιλιά Πέτρου Α' με επιτελάρχη τον Βοεβόδα Ραντομίρ Πούτνικ συγκροτούνταν από τις εξής 11 μεραρχίες και μια ταξιαρχία:.
Μεραρχία Διοικητής Μεραρχία Διοικητής
1η Δουνάβεως Στρατηγός Γιουρίσιτς 1η Τιμόκ Συνταγματάρχης Κόντιτς
2η Δουνάβεως Στρατηγός Ράτιτς 2η Τιμόκ Συνταγματάρχης Μιλουκίνοβιτς
1η Μοράβα Στρατηγός Γκίκο Ιτς 1η Σουμάδια Συνταγματάρχης Τέρτσετς
2η Μοράβα Συνταγματάρχης Νέδιτς 2η Σουμάδια Συνταγματάρχης Μαρίνοβιτς
1η Δρίνα Συνταγματάρχης Χάτζιτς Μεραρχία Μαυροβουνίου Στρατηγός Βούκοβιτς
2η Δρίνα Συνταγματάρχης Νταάνοβιτς Μεραρχία Ιππικού Πρίγκιπας Αρσένιος Καραγιώργεβιτς
Στις αρχές Ιουνίου ο στρατός του Βασιλείου της Ελλάδος διέθετε συνολικά περίπου 142.000 μάχιμους άνδρες με εννέα μεραρχίες πεζικού και μία ταξιαρχία ιππικού. Το μεγαλύτερο μέρος του στρατού με οκτώ μεραρχίες και την ταξιαρχία ιππικού (117.861 άνδρες) συγκεντρώθηκαν στη Μακεδονία, τοποθετημένα σε τόξο που κάλυπτε τη Θεσσαλονίκη στα βόρεια και βορειοανατολικά της πόλης, ενώ μία μεραρχία και ανεξάρτητες μονάδες (24.416 άντρες) έμειναν στην Ήπειρο. Με το ξέσπασμα των εχθροπραξιών η 8η Μεραρχία Πεζικού (που στάθμευε στην Ήπειρο) μεταφέρθηκε στο μέτωπο και με την άφιξη νεοστρατολογηθέντων η δύναμη του στρατού στο Μακεδονικό μέτωπο αυξήθηκε τελικά σε περίπου 145.000 άνδρες με 176 πυροβόλα. Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ ανέλαβε τη διοίκηση των Ελληνικών δυνάμεων, με τον αντιστράτηγο Βίκτωρα Δούσμανη αρχηγό του επιτελείου του. ελληνικός στρατός που είχε ταχθεί υπό την αρχιστρατηγία του Βασιλέως Κωνσταντίνου του Α' με επιτελάρχη τον συνταγματάρχη Β. Δούσμανη, συγκροτούνταν από τις εξής μεραρχίες:
Μεραρχία Διοικητής Μεραρχία Διοικητής
1η Αντιστράτηγος Ε. Μανουσογιαννάκης 6η Συνταγματάρχης Ν. Δελαγραμμάτικας
2η Υποστράτηγος Κ. Καλάρης 7η Συνταγματάρχης Ν. Σωτήλης
3η Υποστράτηγος Κ. Δαμιανός 8η Συνταγματάρχης Δ. Ματθαιόπουλος
4η Υποστράτηγος Κ. Μοσχόπουλος 10η Συνταγματάρχης Λ. Παρασκευόπουλος
5η Συνταγματάρχης Σ. Γεννάδης Ταξιαρχία ιππικού Συνταγματάρχης Ζαχαρακόπουλος
Το Βασίλειο της Ρουμανίας είχε το μεγαλύτερο στρατό στα Βαλκάνια, αν και δεν είχε πολεμήσει καθόλου μετά το Ρωσοτουρκικό Πόλεμο κατά των Οθωμανών το 1878. Η δύναμη του σε καιρό ειρήνης ήταν 6.149 αξιωματικοί και 94.170 άνδρες και ήταν καλά εξοπλισμένος για τα βαλκανικά μέτρα, διαθέτοντας 126 πεδινά πυροβόλα, δεκαπέντε οβιδοβόλα και τρία ορεινά πυροβόλα, κατασκευασμένα κυρίως από την Κρουπ. Με την επιστράτευση ο Ρουμάνικος στρατός συγκέντρωσε 417.720 άνδρες που κατανεμήθηκαν σε πέντε σώματα. Περίπου 80.000 από αυτούς συγκεντρώθηκαν για να καταλάβουν τη Νότια Δοβρουτσά, ενώ ένας στρατός 250.000 συγκεντρώθηκε για να πραγματοποιήσει την κύρια επίθεση στη Βουλγαρία.
Έναρξη του πολέμου
Η κύρια βουλγαρική επίθεση σχεδιάστηκε εναντίον των Σέρβων με τις 1η, 3η, 4η και 5η Στρατιές τους, ενώ στη 2η Στρατιά ανατέθηκε η επίθεση εναντίον των ελληνικών θέσεων γύρω από τη Θεσσαλονίκη. Ωστόσο, στις κρίσιμες ημέρες έναρξης του πολέμου, μόνο η 4η και η 2η Στρατιά διατάχτηκαν να προχωρήσουν. Αυτό επέτρεψε στους Σέρβους να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους ενάντια στους επιτιθέμενους Βουλγάρους και να συγκρατήσουν την προέλασή τους. Οι Βούλγαροι υστερούσαν αριθμητικά στο Ελληνικό μέτωπο και οι μικρής κλίμακας μάχες σύντομα μετατράπηκαν σε ελληνική επίθεση κατά μήκος όλης τη γραμμή στις 19 Ιουνίου. Οι βουλγαρικές δυνάμεις αναγκάστηκαν να αποσυρθούν από τις θέσεις τους στα βόρεια της Θεσσαλονίκης (εκτός από το απομονωμένο τάγμα που βρισκόταν στην ίδια την πόλη και που γρήγορα εξουδετερώθηκε) σε αμυντικές θέσεις μεταξύ του Κιλκίς και του ποταμού Στρυμόνα. Το σχέδιο για την ταχεία καταστροφή του Σερβικού στρατού στην κεντρική Μακεδονία με συγκεντρωτική επίθεση αποδείχθηκε μη ρεαλιστικό και ο Βουλγαρικός στρατός άρχισε να υποχωρεί ακόμη και πριν από την παρέμβαση της Ρουμανίας και η ελληνική προέλαση απαιτούσε απεμπλοκή δυνάμεων για την υπεράσπιση της Σόφιας.
Βουλγαρική επίθεση κατά της Ελλάδας
Η Βουλγαρική 2η Στρατιά στη νότια Μακεδονία υπό τη διοίκηση του Σρατηγού Ιβάνοβ διέθετε γραμμή από τη Λίμνη Δοϊράνη νοτιοανατολικά προς το Κιλκίς, το Λαχανά, τις Σέρρες και στη συνέχεια μέσω του Παγγαίου όρους στο Αιγαίο. Ο στρατός βρισκόταν εκεί από το Μάιο και θεωρείτο δύναμη βετεράνων, έχοντας πολεμήσει στην πολιορκία της Αδριανούπολης στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Ο στρατηγός Ιβάνοβ, πιθανόν για να αποσείσει κάθε ευθύνη για τη συντριπτική ήττα του, ισχυρίστηκε μετά τον πόλεμο ότι η Στρατιά του αποτελείτο μόνο από 36.000 άνδρες και ότι πολλές από τις μονάδες του ήταν ανεπαρκείς, αλλά η λεπτομερής ανάλυση των μονάδων του τον διέψευσε. Η 2η Στρατιά του Ιβάνοβ απαρτιζόταν από την 3η Μεραρχία πλην μιας ταξιαρχία με τέσσερα συντάγματα τεσσάρων ταγμάτων (συνολικά 16 τάγματα συν το πυροβολικό της μεραρχίας), την I/X ταξιαρχία με το 16ο και το 25ο σύνταγμα (συνολικά οκτώ τάγματα και πυροβολικό), την Ταξιαρχία της Δράμας με το 69ο, 75ο και 7ο σύνταγμα (συνολικά 12 τάγματα), την Ταξιαρχία των Σερρών με το 67ο και το 68ο σύνταγμα (συνολικά 8 τάγματα), την 11η Μεραρχία με το 55ο, 56ο και 57ο σύνταγμα (συνολικά 12 τάγματα με το πυροβολικό της μεραρχίας), το 5ο Μεθοριακό Τάγμα, το 10ο Ανεξάρτητο Τάγμα και το 10ο Σύνταγμα Ιππικού με επτά λόχους πεζικού και επτά ιππικού. Συνολικά η δύναμη του Ιβάνοβ περιλάμβανε 232 λόχους σε 58 τάγματα πεζικού, ένα σύνταγμα ιππικού (14 λόχους) με 175 πυροβόλα όπλα, αριθμώντας μεταξύ 80.000 (επίσημη βουλγαρική πηγή) και 108.000 (επίσημη ελληνική πηγή σύμφωνα με την επίσημη βουλγαρική ιστορία του πολέμου πριν το 1932). Όλοι οι σύγχρονοι ιστορικοί συμφωνούν ότι ο Ιβάνοβ παρουσίασε μικρότερο τον αριθμό των στρατιωτών του, αλλά πάντως ο ελληνικός στρατός είχε αριθμητική υπεροχή. Το Ελληνικό Αρχηγείο εκτίμησε επίσης τον αριθμό των αντιπάλων τους από 80.000 ως 105.000 άνδρες.
Ο Ελληνικός Στρατός, υπό τη διοίκηση του Βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄, είχε οκτώ μεραρχίες και μια ταξιαρχία ιππικού (117.861 άνδρες) με 176 πυροβόλα όπλα σε γραμμή που εκτεινόταν από το Στρυμονικό κόλπο στην περιοχή της Γευγελής. Δεδομένου ότι το Ελληνικό αρχηγείο δεν ήξερε πού θα λάμβανε χώρα η βουλγαρική επίθεση, οι Βούλγαροι θα είχαν προσωρινά τοπική υπεροχή στην περιοχή που θα επέλεγαν για την επίθεση.
Στις 26 Ιουνίου ο Βουλγαρικός Στρατός έλαβε διαταγή να πλήξει τις αντίπαλες Ελληνικές δυνάμεις και να προχωρήσει προς τη Θεσσαλονίκη (Ταυτόχρονα, στην πόλη της Θεσσαλονίκης, με την βοήθεια της Κρητικής χωροφυλακής αλλά και των κατοίκων της πόλης, αιχμαλωτίστηκαν οι βουλγαρικές μονάδες που είχαν στρατοπεδεύσει πριν από την έναρξη των επιχειρήσεων).Οι Έλληνες τους ανέκοψαν και στις 29 Ιουνίου δόθηκε διαταγή γενικής αντεπίθεσης. Στο Κιλκίς οι Βούλγαροι είχαν κατασκευάσει ισχυρές άμυνες, συμπεριλαμβανομένων και οθωμανικών που δέσποζαν πάνω από την πεδιάδα. Οι ελληνικές 4η, 2η και 5η μεραρχία επιτέθηκαν απέναντι από την πεδιάδα, υποστηριζόμενες από πυροβολικό. Οι Έλληνες υπέστησαν σοβαρές απώλειες, αλλά την επόμενη ημέρα είχαν μεταφέρει τα χαρακώματα. Με την υποχώρηση των Βουλγάρων η ελληνική 7η Μεραρχία κατέλαβε τις Σέρρες και η 1η και η 2η το Λαχανά. Η ήττα της 2ης Στρατιάς από τους Έλληνες ήταν η σοβαρότερη στρατιωτική ήττα που υπέστησαν οι Βούλγαροι κατά το Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Βουλγαρικές πηγές δίνουν συνολικά 6.971 απώλειες και περισσότερους από 6.000 αιχμαλώτους και περισσότερα από 130 πυροβόλα στα χέρια των Ελλήνων, που είχαν 8.700 απώλειες. Ο Βουλγαρικός στρατός και άτακτοι υποχωρώντας προέβησαν σε σφαγές κατοίκων και πυρπόληση στις Σέρρες (στις 28 Ιουλίου), στη Νιγρίτα και στο Δοξάτο (στις 30 Ιουλίου), υποτίθεται ως αντίποινα για το κάψιμο της Βουλγαρικής πόλης του Κιλκίς από τους Έλληνες, που είχε λάβει χώρα μετά την ομώνυμη μάχη, καθώς και την καταστροφή πολλών βουλγαρικών χωριών στην περιοχή. Στα δεξιά των Βουλγάρων οι Έλληνες Εύζωνες κατέλαβαν τη Γευγελή και τα υψώματα του Ματσίκοβο. Κατά συνέπεια απειλήθηκε η βουλγαρική γραμμή υποχώρησης μέσω της Δοϊράνης και ο στρατός του Ιβάνοβ άρχισε μια απεγνωσμένη υποχώρηση, απειλούμενος να συντριβεί. Οι ενισχύσεις με τη μορφή της 14ης Μεραρχίας ήρθαν πολύ αργά και συμμετείχαν στην υποχώρηση προς τη Στρώμνιτσα και τα βουλγαρικά σύνορα. Ο Ελληνικός Στρατός απελευθερώνει την 1η Ιουλίου την πόλη της Δράμας και στις 4 Ιουλίου το Κάτω Νευροκόπι Δράμας. Οι Έλληνες κατέλαβαν τη Δοϊράνη στις 5 Ιουλίου, αλλά δεν μπόρεσαν να διακόψουν τη βουλγαρική υποχώρηση μέσω του Περάσματος του Στρυμώνα. Στις 11 Ιουλίου οι Έλληνες ήρθαν σε επαφή με τους Σέρβους και έπειτα προωθήθηκαν στον ποταμό Στρυμώνα. Εν τω μεταξύ οι ελληνικές δυνάμεις με την υποστήριξη του ναυτικού τους αποβιβάστηκαν στην Καβάλα και στη συνέχεια διείσδυσαν στη δυτική Θράκη. Στις 19 Ιουλίου οι Έλληνες κατέλαβαν το Άνω Νευροκόπι και στις 25 Ιουλίου, σε άλλη αμφίβια επιχείρηση, εισήλθαν στην Αλεξανδρούπολη, αποκόπτοντας έτσι τους Βούλγαρους τελείως από το Αιγαίο Πέλαγος.
Σερβικό Μέτωπο
Ελληνική αντεπίθεση
Δείτε επίσης: Μάχες Κρέσνας-Σιμιτλή-Τζουμαγιάς
Όταν ο Σερβικός στρατός σταμάτησε τις επιχειρήσεις, ο διάδοχος Κωνσταντίνος πιστεύοντας ότι οι Βούλγαροι είχαν ήδη ηττηθεί συνέχισε την προέλαση του Ελληνικού Στρατού βόρεια παρά τις έντονες αντιρρήσεις του Βενιζέλου με σκοπό να συντρίψει και να ταπεινώσει τους Βουλγάρους. Στις 24 Ιουλίου, οι ελληνικές δυνάμεις προωθήθηκαν στα στενά της Κρέσνας. Ταυτόχρονα, οι Βούλγαροι μετέφεραν δυνάμεις από το Σερβικό μέτωπο ενώ οι ελληνικές δυνάμεις προήλασαν κατά μήκος του ποταμού Στρυμώνα διαδοχικά από Κρέσνα σε Σιμιτλή και τελικά έφτασαν στην Τζουμαγιά (Μπλαγκόεβγκραντ).
Ο Ελληνικός Στρατός τελικά, λόγω εφοδιαστικών προβλημάτων αλλά και λόγω εξάντλησης από την επίμονη επέλαση, αναγκάστηκε να ανακόψει την πορεία του. Σε αυτό το σημείο και οι δύο πλευρές θεώρησαν ότι περαιτέρω παράταση των συγκρούσεων δεν οδηγούσε πουθενά και συμφώνησαν σε ανακωχή.
Ρουμανική επέμβαση
Η Ρουμανία κινητοποίησε το στρατό της στις 5 Ιουλίου 1913, με την πρόθεση να καταλάβει τη Δοβρουτσά και κήρυξε τον πόλεμο στη Βουλγαρία στις 10 Ιουλίου. Σε μια διπλωματική εγκύκλιο που ανέφερε ότι «η Ρουμανία δεν σκοπεύει ούτε να καθυποτάξει το κράτος ούτε να νικήσει το στρατό της Βουλγαρίας», η Ρουμανική κυβέρνηση προσπάθησε να μετριάσει τις διεθνείς ανησυχίες για τα κίνητρά της και για αυξημένη αιματοχυσία. Σύμφωνα με το Ρίτσαρντ Χολ, «η είσοδος της Ρουμανίας στη σύγκρουση κλόνισε την κατάσταση της Βουλγαρίας και το ρουμανικό πλήγμα στο Δούναβη ήταν η αποφασιστική στρατιωτική ενέργεια του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου.
Την ημέρα της κήρυξης πολέμου από τη Ρουμανία 80.000 άνδρες του 5ου Σώματος υπό το Στρατηγό Ιοαν Κούλσερ εισέβαλαν στη Δοβρουτσά, καταλαμβάνοντας ένα μέτωπο από το Τουτρακάν μέχρι το Μπαλτσίκ. Το σώμα ιππικού κατέλαβε την πόλη-λιμάνι της Βάρνας μέχρι να καταστεί σαφές ότι δεν θα υπήρχε βουλγαρική αντίσταση. Τη νύχτα 14-15 Ιουλίου η Στρατιά του Δούναβη υπό τον Πρίγκιπα Φερδινάνδο πέρασε στη Βουλγαρία στα Οριάχοβο, στο Γκίγκεν και στη Νικόπολη. Όταν η αρχική κατάληψη ολοκληρώθηκε οι ρουμανικές δυνάμεις χωρίστηκαν σε δύο ομάδες: η μία προχώρησε προς τα δυτικά προς το Φέρντιναντ (σήμερα Μοντάνα) και η άλλη προς τα νοτιοδυτικά προς τη Σόφια, τη βουλγαρική πρωτεύουσα, παντού με προπορευόμενο αναγνωριστικό ιππικό.
Στις 18 Ιουλίου η Ρουμανία κατέλαβε Φέρντιναντ και στις 20 Ιουλίου τη Βράτσα, 116 χλμ βόρεια της Σόφιας. Στις 23 Ιουλίου προκεχωρημένες δυνάμεις ιππικού είχαν εισέλθει στο Βράζντεμπνα, προάστιο μόλις 10 χλμ. από τη Σόφια. Οι Ρουμάνοι και Σέρβοι ενώθηκαν στο Μπελογκρατσίκ στις 25 Ιουλίου, αποκλείοντας τη σημαντική πόλη του Βίντιν. Τα βουλγαρικά νώτα ήταν πλήρως εκτεθειμένα, δεν υπήρχε αντίσταση, η πρωτεύουσα ήταν ανοιχτή στον εισβολέα και η βορειοδυτική γωνία της χώρας ήταν αποκομμένη και περικυκλωμένη. Κατά τη διάρκεια της εισβολής η νεοσυσταθείσα Ρουμανική Πολεμική Αεροπορία πραγματοποίησε φωτοαναγνωρίσεις και ρίψεις προπαγανδιστικών φυλλαδίων. Η Σόφια έγινε η πρώτη πρωτεύουσα στον κόσμο που επλήγη από εχθρικά αεροσκάφη.
Η Ρουμανία δεν κατέγραψε απώλειες σε μάχες στο σύντομο πόλεμό της, αλλά οι δυνάμεις της χτυπήθηκαν από επιδημία χολέρας, που θέρισε 6.000 άνδρες.
Οθωμανική επέμβαση
Η έλλειψη αντίστασης στη ρουμανική εισβολή έπεισε τους Οθωμανούς να εισβάλουν στα εδάφη που μόλις είχαν εκχωρήσει στη Βουλγαρία. Το κύριο αντικείμενο της εισβολής ήταν η ανακατάληψη της Αδριανούπολης, που τη φρουρούσε ο Στρατηγός Βούλκο Βέλτσεφ με μόλις 4.000 στρατιώτες.
Το μεγαλύτερο μέρος των βουλγαρικών δυνάμεων που κατείχαν την Ανατολική Θράκη είχε αποσυρθεί νωρίτερα για να αντιμετωπίσει τη Σερβοελληνική επίθεση. Στις 12 Ιουλίου τα Οθωμανικά στρατεύματα που φρουρούσαν την Τσατάλτσα και την Καλλίπολη έφτασαν στη γραμμή Αίνος-Mήδεια και στις 20 Ιουλίου 1913 πέρασαν τη γραμμή και εισέβαλαν στη Βουλγαρία. Ολόκληρη η Οθωμανική δύναμη εισβολής περιελάμβανε 200.000 ως 250.000 άνδρες υπό τη διοίκηση του Αχμέτ Ιζέτ Πασά. Η 1η Στρατιά στάθμευε στο ανατολικό (Mήδεια) άκρο της γραμμής. Από τα ανατολικά προς τα δυτικά ακολουθούσαν η 2η, η 3η και η 4η Στρατιά, που στάθμευε στην Καλλίπολη.
Ενόψει των προελαυνόντων Οθωμανών, οι υπερβολικά ολιγαριθμότερες βουλγαρικές δυνάμεις υποχώρησαν στα προπολεμικά σύνορα. Η Αδριανούπολη εγκαταλείφθηκε στις 19 Ιουλίου, αλλά καθώς οι Οθωμανοί δεν την κατέλαβαν αμέσως, οι Βούλγαροι την ανακατέλαβαν την επόμενη ημέρα (20 Ιουλίου). Δεδομένου ότι ήταν προφανές ότι οι Οθωμανοί δεν σταματούσαν, εγκαταλείφθηκε για δεύτερη φορά στις 21 Ιουλίου και καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς στις 23 Ιουλίου. Η Αδριανούπολη είχε καταληφθεί από το σουλτάνο Μουράτ Α΄ τη δεκαετία του 1360 και είχε γίνει η πρώτη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Ο Υπουργός Πολέμου Εμβέρ Πασάς, σε μια τυπική επίδειξη ματαιοδοξίας, ονόμασε τον εαυτό του «Δεύτερο Κατακτητής της Αδριανούπολης", αν και οι δυνάμεις του δεν είχαν συναντήσει καμία αντίσταση στο δρόμο προς την Αδριανούπολη.
Οι Οθωμανικές στρατιές δεν σταμάτησαν στα παλιά σύνορα, αλλά πέρασαν στο βουλγαρικό έδαφος. Μια μονάδα ιππικού προχώρησε στο Γιάμπολ. Η Οθωμανική εισβολή, περισσότερο από τη Ρουμανική, προκάλεσε πανικό στους χωρικούς, πολλοί από τους οποίους κατέφυγαν στα βουνά. Μεταξύ της ηγεσίας αναγνωρίστηκε ως μια πλήρης ανατροπή της μοίρας. Σύμφωνα με τα λόγια του ιστορικού Ρίτσαρντ Χολ, «τα πεδία μάχης της Ανατολικής Θράκης, όπου είχαν πεθάνει τόσοι πολλοί Βούλγαροι στρατιώτες για να κερδίσουν τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, ήταν και πάλι στα χέρια των Οθωμανών». Όπως και οι Ρουμάνοι, οι Οθωμανοί δεν υπέστησαν απώλειες στις μάχες αλλά έχασαν 4.000 στρατιώτες από χολέρα. Κατά την εισβολή και μετά την κατάκτηση οι Οθωμανικές δυνάμεις προέβησαν σε θηριωδίες εναντίον των Βουλγάρων στην Ανατολική Θράκη και τους εκδίωξαν σχεδόν όλους, όπως περιγράφεται στο βιβλίο του 1918 «Ο Αφανισμός των Βουλγάρων της Θράκης το 1913».
Για να βοηθήσει τη Βουλγαρία να αποκρούσει την ταχεία Οθωμανική προέλαση στη Θράκη, η Ρωσία απείλησε να επιτεθεί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από τον Καύκασο και να στείλει το Στόλο της της Μαύρης Θάλασσας στην Κωνσταντινούπολη, πράγμα που προκάλεσε την παρέμβαση της Βρετανίας.
Διαπραγματεύσεις για διέξοδο
Ανακωχή
Με το Ρουμανικό στρατό να πλησιάζει τη Σόφια, η Βουλγαρία ζήτησε τη διαιτησία της Ρωσίας. Στις 13 Ιουλίου, βλέποντας τη ρωσική αδράνεια παραιτήθηκε. Στις 17 Ιουλίου ο βασιλιάς διόρισε το Βασίλ Ραντοσλάβοφ επικεφαλής μιας γερμανόφιλης και αντιρωσικής κυβέρνησης. Στις 20 Ιουλίου, μέσω της Αγίας Πετρούπολης, ο Πρωθυπουργός της Σερβίας Νίκολα Πάσιτς κάλεσε μια βουλγαρική αντιπροσωπεία να διαπραγματευθεί άμεσα με τους συμμάχους στη Νις της Σερβίας. Οι Σέρβοι και οι Έλληνες, και οι δύο τώρα επιτιθέμενοι, δεν βιάζονταν να συνάψουν ειρήνη. Στις 22 Ιουλίου ο Βασιλιάς Φερδινάνδος έστειλε μήνυμα στο Βασιλιά Κάρολο μέσω του Ιταλού πρεσβευτή στο Βουκουρέστι. Ο Ρουμανικός στρατός σταμάτησε έξω από τη Σόφια. Η Ρουμανία πρότεινε να μεταφερθούν οι συνομιλίες στο Βουκουρέστι και οι αντιπροσωπείες πήραν το τρένο από τη Νις για το Βουκουρέστι στις 24 Ιουλίου.
Όταν οι αντιπροσωπείες συναντήθηκαν στο Βουκουρέστι στις 30 Ιουλίου, επικεφαλής των Σέρβων ήταν ο Πάσιτς, των Μαυροβουνίων ο Βουκότιτς, των Ελλήνων ο Βενιζέλος, των Ρουμάνων ο Τίτος Μαγιορέσκου και των Βουλγάρων ο Υπουργός Οικονομικών Ντίμιτουρ Τόντσεφ. Συμφώνησαν μια πενθήμερη ανακωχή να τεθεί σε ισχύ στις 31 Ιουλίου. Η Ρουμανία αρνήθηκε να επιτρέψει στους Οθωμανούς να συμμετάσχουν, αναγκάζοντας τη Βουλγαρία να διαπραγματευτεί με αυτούς ξεχωριστά
Χρονολόγιο πολεμικών επιχειρήσεων
Το χρονολόγιο των πολεμικών επιχειρήσεων και συναφών γεγονότων του Β' Βαλκανικού Πολέμου κατά το παλαιό ημερολόγιο (1913) έχει ως ακολούθως:
- 16 Ιουνίου Αιφνίδια έναρξη επιχειρήσεων εκ μέρους Βουλγάρων. Βουλγαρική κατάληψη Ιστίπ
- 17 Ιουνίου Εκκαθάριση Θεσσαλονίκης.
- 18 Ιουνίου Βουλγαρική κατάληψη Κρίβολακ.
- 19 Ιουνίου Μάχη Καλίνοβου (ελληνοβουλγαρική).
- 20 Ιουνίου Ελληνική κατάληψη Γευγελής και Νιγρίτας. - Συγκροτείται η φάλαγγα εθελοντών Δελβίνου. - Ιταλικές βιαιοπραγίες κατά Ελλήνων σημειώνονται σε Ρόδο και Κάσο.
- 21 Ιουνίου Μάχη Κιλκίς-Λαχανά. Ελληνική κατάληψη Κιλκίς, Λαχανά και ολοκληρωτική του Καλίνοβου. Στο δε βουλγαρικό διοικητήριο του Κιλκίς αποκαλύφθηκαν σημαντικά έγγραφα καθοδήγησης θηριωδιών κατά Ελλήνων. - Ο Βασιλεύς Φερδινάνδος ζητεί, μέσω πρέσβη, τη βοήθεια της Αυστρίας. Παραιτείται ο στρατηγός Μ. Σαβόφ και τη θέση του αναλαμβάνει ο στρατηγός Ράντκο Δημητρίεφ, ο οποίος προβαίνει σε αντικατάσταση σωματαρχών. - 19.000 περίπου Έλληνες πρόσφυγες, μεταξύ των οποίων και Τούρκοι, από Κιλκίς και Χαλκιδική, φθάνουν στη Θεσσαλονίκη ζητώντας άσυλο.
- 22 Ιουνίου Σερβική κατάληψη Κοτσάνων, ιδιαίτερο στρατηγικό σημείο.
- 23 Ιουνίου Ελληνική κατάληψη Δοϊράνης, μεγάλος ο αριθμός λαφύρων σε πυροβόλα, όπλα και τρόφιμα μετά την κατάληψη του σιδηροδρομικού σταθμού που αποτελούσε το γενικό κέντρο ανεφοδιασμού του βουλγαρικού στρατού. Με Β.Δ/γμα επιστρατεύονται Έλληνες εθνοφρουροί κλάσης 1895, 1894 και 1893.
- 24 Ιουνίου Σερβική ανακατάληψη Κρίβολακ μετά από συντριβή των βουλγαρικών δυνάμεων. - Ο Βασιλεύς Φερδινάνδος ζητεί την παρέμβαση του Αυτοκράτορα της Αυστρίας για σύναψη βαλκανικής ειρήνης. Η Ρουμανία προχωρεί σε επιστράτευση. - Σερβική διακοίνωση καθιστώντας τη Βουλγαρία υπεύθυνη για τον αιφνίδιο και ακήρυχτο πόλεμο δηλώνεται η διακοπή διπλωματικών σχέσεων και η ανάκληση του πρέσβη από τη Σόφια. - Ο "Παρισινός Χρόνος" χαρακτηρίζει τον πόλεμο "βαλκανική παραφροσύνη", ενώ ο αγγλικός τύπος επιρρίπτει ευθύνη στη Βουλγαρία.
- 25 Ιουνίου Ελληνική κατάληψη Κωστουρίνου. - Σερβική ανακατάληψη Ιστίπ. - 1.230 Έλληνες πρόσφυγες περιφέρειας Λαγκαδά και 570 περιφέρειας Γευγελή φθάνουν στη Θεσσαλονίκη, ζητώντας άσυλο, μετά τις βουλγαρικές θηριωδίες που υπέστησαν στα χωριά τους. - Επιτάσσεται το ελληνικό Υ/Κ "Θεμιστοκλής", μετατρεπόμενο σε πλωτό νοσοκομείο, και αποπλέει από Πειραιά για Θεσσαλονίκη μαζί με το ομοίως Υ/Κ "Θεσσαλία". - Καταπλέουν στον Πειραιά τα επίτακτα Α/Π "Σαπφώ" και "Λέανδρος" μεταφέροντας το καθένα από 500 περίπου Βούλγαρους ομήρους από Κιλκίς και Λαγκαδά, ενώ το επίτακτο φορτηγό πλοίο "Μαρία Ράλλη" που μετέφερε ισάριθμους ομήρους εις τους οποίους εντοπίστηκαν 14 κρούσματα χολέρας, απέπλευσε για νησίδα Τρίκερι Βόλου για την εκεί αποβίβασή τους. - Τούρκοι αξιωματικοί (όμηροι) εγκατεστημένοι στην Κηφισιά ζητούν να καταταχθούν στον πόλεμο κατά των Βουλγάρων. Ο Ε. Βενιζέλος περιορίστηκε σε ευχαριστίες για την προθυμία τους. - Η Τουρκία αιτεί από Σερβία και Ελλάδα διαπραγματευτική συνεννόηση και ρητά από τη Βουλγαρία την εκκένωση της Ραιδεστού. - Συγκέντρωση τουρκικού στρατού στη γραμμή Τσατάλτζας.
- 26 Ιουνίου Ελληνική κατάληψη της Καβάλας υπό αγημάτων του ελληνικού στόλου, μετά την φυγή των Βουλγάρων. Τηλεγράφημα ναυάρχου: "Καβάλλα κατελήφθη εν ονόματι Βασιλέως (στοπ) Εν λιμένι ορμούσι "Πάνθηρ" "Ιέραξ" "Δόξα" (στοπ) Λαός πανηγυρίζει (στοπ) Κουντουριώτης" . Τα ελληνικά στρατεύματα γίνονται δεκτά από τους κατοίκους με ενθουσιασμό. Οι Βούλγαροι που είχαν εγκαταλείψει την πόλη πήραν ως ομήρους τον Μητροπολίτη και τριάντα προκρίτους.[2] - Μεσημβρινές ώρες οι καμπάνες των εκκλησιών Αθήνας και Πειραιά ηχούσαν τη χαρμόσυνη είδηση. - Μάχη Βέτρινας (ελληνοβουλγαρική). - Ελληνική κατάληψη Στρώμνιτσας. - Σερβική κατάληψη Ραδοβίστας. Μετά τρίωρη επίσκεψη του Σέρβου πρέσβη Μπόσκοβιτς στον Ε. Βενιζέλο, στο υπουργείο Στρατιωτικών, ακολούθησε μεσημβρινό υπουργικό συμβούλιο και ακολούθως ο πρωθυπουργός επισκέπτεται τραυματίες στρατιωτικών νοσοκομείων Αθήνας. - Διάγγελμα (προκήρυξη) Βασιλέως Πέτρου Α΄ προς τον σερβικό λαό. - Κατάπλους επίτακτου Α/Π Πέλωψ στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας με 150 τραυματίες, από Κιλκίς. Η Σερβία διαψεύδει βουλγαρική προπαγάνδα για εικονικές νίκες. - Ο Υπ.Εξ. Ρουμανίας παρέθεσε δείπνο στη διπλωματική αποστολή Γ. Θεοτόκη. - Το Μαυροβούνιο διακόπτει διπλωματικές σχέσεις με Βουλγαρία. - Η "εφημερίδα του Ουεστμίστερ" ψέγει τις Μεγάλες Δυνάμεις που ενώ μαίνεται ο βαλκανικός πόλεμος ασχολούνται με τον καθορισμό των αλβανικών συνόρων.
- 27 Ιουνίου Έναρξη μάχης Πιρότ (σερβοβουλγαρική). Η Ρουμανία εισέρχεται στο πόλεμο με αρχιστράτηγο τον διάδοχο του θρόνου, εισβάλλοντας στη Βουλγαρία. Διαμαρτυρία ελληνικής κυβέρνησης στις Μεγάλες Δυνάμεις για τις θηριωδίες (εμπρησμούς, δολοφονίες, απαγωγές) του βουλγαρικού στρατού επί αμάχων Ελλήνων και Τούρκων ομογενών κατά την υποχώρησή του. - Θριαμβευτική υποδοχή αρχιστράτηγου βασιλέως Κωνσταντίνου στη Δοϊράνη. - Η Βουλγαρία δια του πρέσβη της στην Κωνσταντινούπολη Νάτσεβιτς αποδέχεται την εκκένωση της Ραιδεστού προκειμένου πετύχει την ουδετερότητα της Τουρκίας. - Ο πρέσβης της Βουλγαρίας στην Αγία Πετρούπολη Μπόπτσεφ συναντηθείς με τον υπουργό Εξωτερικών Σαζόνωφ και ομολογώντας ότι τον πόλεμο ξεκίνησε η Βουλγαρία κατά των συμμάχων της πιεζόμενη από την προηγούμενη στρατιωτική κυβέρνηση, διαβίβασε παράκληση άμεσης μεσολάβησης του Τσάρου για την κατάπαυση του πυρός. - Μυστικές συνεννοήσεις Υψηλής Πύλης με πρέσβη Ρουμανίας. - Ο Πρόεδρος της Πρεσβευτικής Διάσκεψης Σερ Έντουαρντ Γκρέυ λαμβάνει τουρκικό αίτημα αποχώρησης των Βουλγάρων πέραν της μεθοριακής γραμμής Αίνου - Μηδείας όπως είχαν ορίσει προηγουμένως οι Δυνάμεις. Ο Μ. Βεζίρης και ο Τούρκος αρχιστράτηγος μεταβαίνουν εις Τσατάλτζα. - Οι εγκατεστημένοι στην Κέρκυρα 150 Τούρκοι αξιωματικοί (όμηροι) ευχαριστούν τον Φρούραρχο Κορακά για τις υπέρ αυτών φροντίδες. - Το Μαυροβούνιο πανηγυρίζει για τις ελληνοσερβικές νίκες, ο δε πρέσβης της Βουλγαρίας εγκαταλείπει τη χώρα αναθέτοντας στη ρωσική πρεσβεία συμφέροντα Βουλγάρων υπηκόων. - Ο αυστριακός τύπος παρότι αντίθετος των ελληνικών θέσεων, εξυμνεί τον Βασιλέα των Ελλήνων χαρακτηρίζοντάς τον σπουδαία στρατηγική φυσιογνωμία και τον εμπειρότερο πάντων των ηγεμόνων και αρχιστρατήγων των Βαλκανίων.
- 28 Ιουνίου Ελληνική κατάληψη Σερρών, έχοντας προηγηθεί τερατώδης σφαγή 200 ομογενών. - Εγκατάσταση ελληνικού στρατηγείου. - Συνέχιση ελληνικής προέλασης. - Δοξολογία στη Μητρόπολη Αθηνών για τις νίκες ελληνικού στρατού και στόλου, παρουσία του πρωθυπουργού, των υπουργών Ναυτικών και Δικαιοσύνης, του Δημάρχου και του δημοτικού συμβουλίου. - Επίσημη εγκατάσταση ελληνικών Αρχών στην Καβάλα, διοικητής ορίσθηκε ο πλωτάρχης Α. Κριεζής. - Αναχώρηση 10μελούς βουλευτικής εξεταστικής επιτροπής για Θεσσαλονίκη για τα έκτροπα των Βουλγάρων. - Έκτακτα υγειονομικά μέτρα σε Αθήνα, Πειραιά και Λοιμοκαθαρτήριο νησίδας Αγ. Γεωργίου όπου και ορίζονται υγειονομικές επιτροπές συνοικιών. - Η είδηση περί κρουσμάτων χολέρας μεταξύ των ομήρων στον Πειραιά διαψεύδεται. - Κατάπλους πλωτού νοσοκομείου "Θεμιστοκλής" μεταφέροντας από Θεσσαλονίκη περί τους 60 τραυματίες αξιωματικούς και 1600 τραυματίες υπαξ/κούς και οπλίτες. - Ο ομογενής στο Παρίσι Β. Ζαχάρωφ, έμπορος όπλων, προσφέρει στον Ε. Βενιζέλο 1 εκατομ. δραχμές για ανάγκες πολέμου. - Η Σερβία απολύει 45 Τούρκους αξιωματικούς ομήρους και 416 υπαξιωματικούς και οπλίτες όπου μέσω Τεργέστης - Φιούμε θα επιστρέψουν Κωνσταντινούπολη. - Η ελληνική κυβέρνηση, για κάλυψη αναγκών επιτάξεων, κυρώνει σύμβαση δανείου 40 εκατομ. χρυσών φράγκων μεταξύ αυτής και ΕΤΕ με τόκο 6% και αποπληρωμή εντός πενταετίας, ακυρώνοντας συγχρόνως προγενέστερη σύμβαση 20 εκατομ. χρυσών φράγκων.
- 29 Ιουνίου Τουρκική εισβολή στα ΝΑ βουλγαρικά σύνορα και προέλαση υπό τον Ισμέτ πασά. - Ανακαλείται ο πρέσβης της Ρουμανίας από τη Σόφια, αντίθετα η Βουλγαρία δεν ανακαλεί τον δικό της. - Ρουμανική δήλωση προς κυβερνήσεις Ελλάδος και Σερβίας επί του σκοπού της εμπλοκής στον πόλεμο. - Αντιαυστριακές διαδηλώσεις στο Βουκουρέστι. - Ο υπΕξ της Αγγλίας αναγνωρίζει τις βουλγαρικές θηριωδίες σε βάρος Ελλήνων, Σέρβων και Τούρκων, ενώ εκτενή είναι σχετικά άρθρα του βρετανικού τύπου. - Η διπλωματική αποστολή Θεοτόκη επιστρέφει εκ Κωστάντζας στην Ελλάδα, ενώ η διπλωματική αποστολή Α. Ζαΐμη αναχωρεί εκ Δρέσδης για Λονδίνο και στη συνέχεια Αγία Πετρούπολη. - Πανεπιστήμιο Αθηνών συγχαίρει τον Βασιλέα Κωνσταντίνο: "Προχώρει ένδοξε και ακάματα Στρατηλάτα...[...]. Το Πανεπιστήμιον υπερήφανον δια τον Βασιλέα του εύχεται μεθ΄ όλης της ελληνικής φυλής υπέρ του θριάμβου των όπλων Σου και του Στρατού Σου". - Κατάπλους στον Πειραιά του επίτακτου πλωτού νοσοκομείου "Αλβανία" μεταφέροντας από τη Θεσσαλονίκη 517 τραυματίες.
- 30 Ιουνίου Οι Βούλγαροι σφάζουν 650 Έλληνες αμάχους στο Δοξάτο Δράμας και ακολούθως το λεηλατούν και το πυρπολούν.
- 1 Ιουλίου Ελληνική κατάληψη Δράμας.
- 4 Ιουλίου Ελληνική κατάληψη Κάτω Νευροκοπίου Δράμας. Συνέχιση προέλασης.
- 7 Ιουλίου Ελληνική κατάληψη Πέτσοβου.
- 9 Ιουλίου Ελληνική κατάληψη Μαχομίας. Ρουμανική προέλαση. Τουρκική κατάληψη Αδριανούπολης και περιοχής Κιρκιλισέ.
- 10 Ιουλίου Ελληνικός αποκλεισμός Στενών Κρέσνας. Η 7η βουλγαρική μεραρχία παραδίδεται αμαχητί στη 1η ρουμανική μεραρχία ιππικού.
- 11 Ιουλίου Ελληνική κατάληψη Χρυσούπολης Καβάλας.
- 12 Ιουλίου Έναρξη Μάχης Σιμιτλί (ελληνοβουλγαρική). Ελληνική κατάληψη Πρέβελ Χαν και Αλεξανδρούπολης. Σερβική κατάληψη Βιδινίου.
- 13 Ιουλίου Ελληνική κατάληψη Ξάνθης.
- 14 Ιουλίου Ελληνική κατάληψη Σιμιτλί, πέρας μάχης.
- 15 Ιουλίου Ελληνική υποχώρηση από Πέτσοβο και είσοδος τμήματος του ελληνικού στρατού στην Άνω Τζουμαγιά.
- 16 Ιουλίου Ελληνική κατάληψη Κομοτηνής. Έναρξη σερβοβουλγαρικών μαχών στο Τσάρεβο σέλο.
- 17 Ιουλίου Ελληνοβουλγαρική μάχη Πρέδελ Χαν, ελληνική ανακατάληψη Πετσόβου και Παντζάρεβου.
- 18 Ιουλίου Γενική ανακωχή.
- 28 Ιουλίου Συνθήκη Ειρήνης Βουκουρεστίου (με το νέο ημερ. 10 Αυγούστου).
Ο Β' Βαλκανικός Πόλεμος έληξε, το 1913 με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου δημιουργώντας μια νέα κατάσταση στα Βαλκάνια:
Οθωμανική Αυτοκρατορία
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία έχασε όλα τα ευρωπαϊκά εδάφη της στα δυτικά του ποταμού Έβρου, ως αποτέλεσμα των δύο Βαλκανικών Πολέμων, που έτσι καθόρισαν τα σημερινά δυτικά σύνορα της Τουρκίας. Άρχισε μια μεγάλη εισροή Τούρκων στα ενδότερα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τις απωλεσθείσες περιοχές. Μέχρι το 1914 η απομένουσα περιοχή-πυρήνας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας γνώρισε αύξηση πληθυσμού περίπου 2,5 εκατομμυρίων λόγω της πλημμύρας της μετανάστευσης από τα Βαλκάνια.
Η Αυτοκρατορία με την επίθεση που έκανε στον B' Βαλκανικό Πόλεμο μπόρεσε και κράτησε την Ανατολική Θράκη μέχρι και την Αδριανούπολη και τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος, στην οποία συμπεριλαμβανόταν και το Διδυμότειχο, μέχρι και το 1920, τα οποία με την Συνθήκη των Σεβρών παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα.
Χώρες που κέρδισαν εδάφη από την Οθωμανική Αυτοκρατορία
Βασίλειο της Ελλάδος
Η Ελλάδα προσάρτησε το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας (έκταση ίση με το 52,4% της συνολικής έκτασης της) με σημαντικότερες πόλεις την Θεσσαλονίκη, την Βέροια, τις Σέρρες, την Δράμα και την Καβάλα μέχρι τις εκβολές του Νέστου ποταμού, το μεγαλύτερο μέρος της Ηπείρου, με σημαντικότερη πόλη τα Ιωάννινα, την περιοχή της Ελασσόνας και την Κρήτη. Η συμφιλίωση της Ελληνικής με την Γερμανική βασιλική οικογένεια μέσω του γάμου του Κωνσταντίνου με την αδελφή του Κάιζερ εξαργυρώθηκε με την προσάρτηση της Καβάλας, όταν στην συνθήκη του Βουκουρεστίου, παρενέβη ο ίδιος ο Κάιζερ υπέρ της Ελλάδος. Λίγα χρόνια αργότερα, στην αρχή του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και πριν η Ελλάδα εισέλθει στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, η Βουλγαρία θα καταλάβει προκλητικά την πόλη της Καβάλας.
Ένα χρόνο αργότερα αποδόθηκαν στην Ελλάδα με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (13 Φεβρουαρίου 1914), και τα Νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου (Θάσος, Σαμοθράκη, Λήμνος, Λέσβος, Χίος, Σάμος, Ικαρία, Φούρνοι, Ψαρά και Άγιος Ευστράτιος).
Βασίλειο της Σερβίας
Η Σερβία προσάρτησε το Κοσσυφοπέδιο και σημαντικό μέρος της Μακεδονίας (το οποίο σήμερα αποτελεί την Βόρεια Μακεδονία) με σημαντικότερες πόλεις, το Μοναστήρι, τα Σκόπια και τη Στρώμνιτσα.
Βασίλειο της Βουλγαρίας
Η Βουλγαρία προσάρτησε το μικρότερο μέρος της Μακεδονίας (γνωστό ως Μακεδονία του Πιρίν), με σημαντικότερες πόλεις, το Πετρίτσι, το Μελένικο και την Άνω Τζουμαγιά, το μεγαλύτερο μέρος της Βόρειας Θράκης, με σημαντικότερη πόλη την Φιλιππούπολη και την Δυτική Θράκη, αποκτώντας η Βουλγαρία για επτά χρόνια (1912-1919) έξοδο στο Αιγαίο μεταξύ Αλεξανδρούπολης και Πόρτο Λάγος. Με την Συνθήκη του Νεϊγύ, το 1919, η Δυτική Θράκη, προσαρτήθηκε στην Ελλάδα.
Συνοριακές διαφορές Βαλκανικών χωρών
Βασίλειο της Ρουμανίας
Η Ρουμανία επίσης τακτοποίησε προς όφελος της τις συνοριακές της διαφορές με την Βουλγαρία στην περιοχή της Δοβρουτσάς.
Ανεξάρτητη Αλβανία
Η Αλβανία ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος, από εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που δεν διεκδικήθηκαν, από κάποια χώρα, στο οποίο ωστόσο περιλήφθηκαν, η Βόρεια Ήπειρος, ύστερα από εντονότατες ιταλικές πιέσεις και απειλές εναντίον της Ελλάδος, και περιοχές που διεκδικούνταν από το Βασίλειο του Μαυροβουνίου (η περιοχή της Σκόδρας).
Βασίλειο της Ιταλίας
Τα Δωδεκάνησα καταλήφθηκαν από την Ιταλία στα πλαίσια του Ιταλοτουρκικού Πολέμου, εκτός από το Καστελλόριζο, που περιήλθε υπό ιταλική κυριαρχία μόλις το 1921. Μετά από αρκετά χρόνια ιταλικής κατοχής, τα Δωδεκάνησα ενώθηκαν επίσημα με την Ελλάδα, το 1948.
Η μάχη της Κρέσνας, 1913 (Βίντεο)
Παραπομπές
- Γιανουλόπουλος, Γιάννης (2003). Η ευγενής μας τύφλωσις...», εξωτερική πολιτική και «εθνικά θέματα» από την ήττα του 1897 έως τη Μικρασιατική Καταστροφή. Αθήνα: Βιβλιόραμα. σελ. 216. ISBN 9789608629684. [...] τόσο ό "τουρκικός" όσο καί ό "βουλγαρικός" πόλεμος - οί όνομασίες Πρώτος καί Δεύτερος Βαλκανικός είναι, φυσικά, μεταγενέστερες [..]
- 26 Ιουνίου 1913, η απελευθέρωση της Καβάλας, kavalapress.gr/, 26/6/15
- «Δοξάτο: Η σφαγή της 30ης Ιουνίου του 1913 που έμεινε στην ιστορία». gazzetta. Ανακτήθηκε στις 27 Μαρτίου 2020.
- ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΦΑΓΕΣ ΣΤΟ ΔΟΞΑΤΟ ΤΟ ΕΤΟΣ 1913: Ο Βρετανός πλοίαρχος Κάρνταλ που έγραψε σχετικά στη Daily Telegraph. «Κατά την είσοδον εις την πόλιν (το Δοξάτο), το πρώτο όπερ προσέπεσεν εις τους οφθαλμούς μου, ήσαν αι αγέλαι κυνών καταβροχθιζόντων ανθρωπίνους σάρκας. Η πόλις τελείως κατεστραμμένη εφαίνετο έρημος, ως εκ τούτου δε ηναγκάσθην να φωνάξω επανειλημμένως δια να εμφανισθώσι γραίαι τινές εκ των ερειπίων. Ολα τα πτώματα ήσαν διάτρητα υπό τον λογχών και έφερον ίχνη απίστευτων ακρωτηριασμών. Οι τοίχοι των οικιών είχον ρυπανθεί από αίματα, εις το ύψος έξι ποδών από τους εδάφους, τουθ’ όπερ εξηγείται, κατά το λέγειν των επιζώντων εκ του ότι τα δυστυχή θύματα δεν είχον σφαγεί αμέσως, αλλά εθανατούντο δια λογχισμών…». Ανάλογη ήταν η ανταπόκριση που έστειλε ο Κρόφοντ Πράις στους «Times» που εργάζονταν. «Δεν ήτο δύσκολον να συναγάγη τις την αλήθειαν περί του τι συνέβη εν Δοξάτω. Διεσώθησαν πολλά βασανισθέντα θύματα όπως αφηγηθούν τα συμβάντα, εν οις και εις νεανίας, ο οποίος παρ’ όλους τους δέκα λογχισμούς, τους οποίους έλαβεν, έζη ακόμη, καθώς και πολλά μικρά παιδία εις το νοσοκομείον φέροντα τραύματα επί της κεφαλής, κατενεχθέντα διά της σπάθης των Βουλγάρων ιππέων».
- «… ακόμη δεν δύναμαι να πιστέψω, ότι τόσον φρικτώς κατεστράφη το Δοξάτο μας. Οι απαίσιοι καταστροφείς αυτού ούτε Χριστιανοί ήσαν, καίτοι εις Χριστόν εβαπτίσθησαν, ούτε άνθρωποι, καίτοι είχον μορφή ανθρώπινην! Νήπια τεσσάρων μηνών να φέρονται επί λόγχης και Αξιωματικός βλέπων ταύτα να γελά!! Ο κ. Μπέρνεφ μετά εκατόν ιππέων να κάμη επέλασιν κατά γυναικόπαιδων έως διακοσίων και να φωνάζη: Γκρέτσι κούτσι: δηλαδή Έλληνες σκυλιά! Ταύτα δυστυχώς επιβεβαιωθέντα υπό πολλών εκ θαύματος σωθεισών γυναικών και παιδίων, άτινα σπαθίσαντες οι φρικαλέοι ιππείς έξωθεν του Δοξάτου, έντρομα φεύγοντα και πεσόντα χαμαί τετραυματισμένα ελαφρώς, ανόμισαν νεκρά, είναι πράγματι ανατριχιαστικότατα!…» - Από το Ημερολόγιο του Μητροπολίτου Δράμας Αγαθαγγέλου, Κυριακή 30 Ιουνίου 1913
- «΄΄Δεν εβλέπαμεν τίποτε άλλο παρά κεφαλάς και πόδια παιδιών, γυναικών και ανδρών΄΄. Η τριπλή σφαγή των κατοίκων του Δοξάτου Δράμας από τον Βουλγαρικό στρατό». Η μηχανή του χρόνου. Ανακτήθηκε στις 27 Μαρτίου 2020.
- «Η καταστροφή και η σφαγή του Δοξάτου - 30 Ιουνίου 1913». ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Ανακτήθηκε στις 27 Μαρτίου 2020.
- Kramer, Alan (2007). Dynamic of Destruction: Culture and Mass Killing in the First World War. Oxford University Press. ISBN 0-191-58011-2.
Σχόλια