Translate

Γιατί λέμε " ώσπου να πεις κύμινο "

Γιατί λέμε κύμινο (ή κρεμμύδι); Πώς επικράτησε αυτή η λέξη και όχι κάποια άλλη; Δεν έχω την απάντηση. Μια παρατήρηση ωστόσο, ή μάλλον δύο. Καταρχάς, το κύμινο και το κρεμμύδι δεν είναι οι συντομότερες λέξεις -όταν θέλουμε να δείξουμε ότι κάποιος δεν είπε ή δεν κατάλαβε τίποτα λέμε «δεν έβγαλε κιχ», «δεν κατάλαβε γρυ», λέξεις μονοσύλλαβες και όχι τρισύλλαβες όπως το κύμινο. Επομένως, το διάστημα όσο να πεις κύμινο είναι μεν μικρό αλλά δεν είναι εντελώς αμελητέο. Δεύτερον, τόσο το κύμινο όσο και το κρεμμύδι είναι δυο είδη που υπάρχουν στην κουζίνα, οπότε μπορούμε να σκεφτούμε τη μαγείρισσα που λέει «κύμινο», «κρεμμύδι» στον ή στη βοηθό της. Αλλά αυτό είναι μια σκέτη εικασία.
Μια δεύτερη οικογένεια φράσεων για το σύντομο διάστημα, που τις είχαμε συζητήσει και σχετικά πρόσφατα, είναι στο πι και φι και στο πιτς φιτίλι. Και πάλι, λέγοντας «στο πι και φι» δηλώνουμε πολύ μικρό διάστημα. «Η δουλειά θα τελειώσει στο πι και φι», υπόσχεται ο μάστορας στον πελάτη. Για την προέλευση της φράσης, έχει χυθεί πολύ μελάνι. Ο Φαίδων Κουκουλές, θεωρεί ότι κατά τη διδασκαλία των συμφώνων οι δάσκαλοι, ήδη στο Βυζάντιο, έλεγαν στους μαθητές ότι τα χειλικά σύμφωνα είναι τρία, πι, βι, φι, και τους έβαζα να τα απαγγέλλουν πολύ γρήγορα. Η εξήγηση αυτή πάσχει σε πολλά σημεία, θαρρώ. Μια άλλη θεωρία λέει ότι το πι και το φι είναι τα αρχικά των λέξεων «παλούκι» και «φούρκα» -αλλά αυτά είναι εργαλεία θανάτωσης, πώς απέκτησαν την έννοια της ταχύτητας ή του ακαριαίου; Θα μπορούσε πάντως το πι και φι να είναι απλώς η περαιτέρω συντόμευση της έκφρ. στο πιτς φιτίλι, που είναι περίπου συνώνυμή της και που φαίνεται να προέρχεται από την εικόνα (και τον ήχο) των δυο δαχτύλων που σβήνουν κερί ή καντήλι. Και βέβαια, έτσι φτάνουμε στην τρίτη έκφραση της ίδιας οικογένειας, την πιο παλιά ίσως από τις τρεις: στο άψε σβήσε, δηλαδή ώσπου ν’ ανάψεις και να σβήσεις ένα κερί, ένα σπίρτο, κάτι. Πριν από τον ηλεκτρισμό, ο κόσμος άναβε και έσβηνε κεριά, λάμπες και καντήλια πολύ συχνότερα.


Άλλη μια οικογένεια φράσεων παίρνει σαν βάση μέτρησης τον χρόνο που χρειάζεται για να ανοιγοκλείσουμε τα μάτια μας. Υπάρχει και η μορφή όσο ν’ ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου. Βάζει τα γυαλιά κι όσο ν‘ ανοιγοκλείσεις τα μάτια έχει περάσει στο συνθετήριο ολόκληρες αράδες, παινεύει ο Μ. Αλεξανδρόπουλος μια γιαγιά που δουλεύει σε παράνομο αντιστασιακό μηχανισμό επί κατοχής. Ωστόσο, δεν είναι αυτή η κοινότερη φράση της οικογένειας, είναι η λογιότερη εν ριπή οφθαλμού, που έχει την προέλευσή της στις επιστολές του Παύλου. Στην πρώτη προς Κορινθίους (15.52), μιλώντας για το τι θα γίνει στη Δευτέρα Παρουσία, λέει: πάντες δὲ ἀλλαγησόμεθα, ἐν ἀτόμῳ, ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ. Το «εν ατόμω» θα το δούμε αμέσως μετά, η «ριπή» οφθαλμού είναι το ανοιγοκλείσιμο των ματιών. Η έκφρ. έχει περάσει και στη λαϊκή χρήση, μάλιστα ο Δ. Λουκάτος έχει καταγράψει και τις δημώδεις παραλλαγές «ροπή οφθαλμού» και «στρίψη ματιού». Στην ίδια οικογένεια ανήκει και η ώσπου να γυρίσεις να δεις.
Το «εν ατόμω», από το άτομος = απειροελάχιστος, είναι αρχαία έκφραση που σήμαινε, ακριβώς, «αμέσως, στο άψε σβήσε». Δεν τη χρησιμοποιούμε πια, όμως τη λένε οι Ιταλοί, αν όχι την ίδια, πάντως το εγγονάκι της. Αν μιλάτε ιταλικά, θα ξέρετε ότι για να σας πουν «μια στιγμή, σε μισό λεπτό» σας λένε «un attimo». Αυτό το… άτιμο το attimo σύμφωνα με την επικρατέστερη θεωρία προέρχεται από το «εν ατόμω», μέσω λατινικών.
Η τέταρτη οικογένεια, ίσως η πιο συμβατική ή λιγότερο παροιμιακή, είναι οι φράσεις που χρησιμοποιούν μονάδες χρόνου. Μια στιγμή, σε μισό λεπτό («μισό» που λένε τώρα οι νέοι), σε πέντε λεπτά («σε πέντε»). Και: στη στιγμή, στο λεφτό, ενώ δεν πρέπει να ακούγεται πια το στο μινούτο, που το’χει όμως απαθανατίσει η ποίηση του Βάρναλη (Εχάλα και ξανάχτιζ’ εκκλησιές σ’ ένα μινούτο!)
Και πιο επιστημονικά, σε χρόνο μηδέν, ή, όπως λέγαμε στο Πολυτεχνείο αλλά το ακούω και πολύ πλατύτερα, σε χρόνο ντετέ, από το dt, το διαφορικό του χρόνου που είναι πολύ συχνό στη γυμνασιακή και πανεπιστημιακή φυσική.
Και μια τελευταία οικογένεια, μια φράση που τη βρίσκω στα Συνώνυμα και συγγενικά του Βλαστού: στο φτύσμα, που σημαίνει μεν «αμέσως», αλλά δεν ξέρω αν εννοεί «ώσπου να φτύσεις» ή «όσο να στεγνώσει η φτυσιά», που το θεωρώ πιθανότερο, και που επίσης το έχω αποδελτιώσει ως έκφραση. Οι μανάδες τον παλιό καιρό, όταν έστελναν τα παιδιά τους για θέλημα, έφτυναν κάτω στο χώμα και τα διάταζαν να έχουν γυρίσει ώσπου να στεγνώσει η φτυσιά. Συνήθως αρκούσε η φράση «Έφτυσα!» για να φύγει σφαίρα το πιτσιρίκι. Στα Ματωμένα χώματα της Διδώς Σωτηρίου διαβάζουμε: — Τρέχα, μ’ αποκρίθηκε και πες και τα χαιρετίσματά μου. Και, γιάδε, έφτυσα, κακομοίρη. Να πας και να ρτεις σαν το πουλί.
Τότε βέβαια ήταν αλλιώς, είχε χώμα κάτω και το να φτύνεις κάτω δεν θεωριόταν έγκλημα καθοσιώσεως. Και πήγαιναν κι έρχονταν σαν το πουλί τα παιδιά, πράγμα που θα μπορούσε να μας οδηγήσει σε μια καινούργια ενότητα, τις φράσεις που περιγράφουν όχι πια το μικρό διάστημα αλλά την άλλη όψη του νομίσματος, τη μεγάλη ταχύτητα. Όμως ήδη έχουμε πει πολλά και θα σταματήσω εδώ -τις εκφράσεις της μεγάλης ταχύτητας θα τις αφήσω για επόμενο άρθρο, διότι φοβάμαι μήπως εξαντληθούν πριν της ώρας τους τα θέματα για άρθρα, οπότε θα προκύψει δημοσιονομικό κενό και θ’ αναγκαστεί ο κ. Στουρνάρας ν’ απολύσει καμιά διακοσαριά επιπλέον δημοσίους υπαλλήλους. Και με προεδρικό διάταγμα, χωρίς να περάσει από τη Βουλή, ώσπου να πει κύμινο.

Σχόλια