Translate

Φιλοσοφία

Η Φιλοσοφία είναι η επιστήμη που ασχολείται με ερωτήματα, προβλήματα ή απορίες που μπορούμε να αποκαλέσουμε οριακά, θεμελιώδη, ή έσχατα, όπως αυτά της ύπαρξης, γνώσης, αξίας, αιτίας, γλώσσας και του νου.

Ξεχωρίζει από άλλους τρόπους αντιμετώπισης των παραπάνω προβλημάτων, από την κριτική και γενικώς συστηματική προσέγγιση των θεμάτων και την οικοδόμησή της πάνω σε λογικές εξηγήσεις.

Η λέξη φιλοσοφία ετυμολογικώς είναι σύνθετη και προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό φιλείν (αγαπώ) και τη λέξη σοφία, δηλαδή αγάπη για τη σοφία. Τον όρο εισήγαγε ο μεγάλος Προσωκρατικός Φιλόσοφος και Μαθηματικός, Πυθαγόρας. 

Η φιλοσοφία μάς ανοίγει νέους δρόμους και αναζητά απαντήσεις σε ερωτήματα που πιθανώς ξεπερνούν τις ανθρώπινες γνωστικές δυνατότητες, βοηθώντας στη διερεύνηση των ορίων της ανθρώπινης σκέψης, ακόμα και όταν δεν φτάνει σε κάποιο αποτέλεσμα ο επαγωγικός της προβληματισμός.

Δεν θα ήταν λάθος να πούμε ότι φιλοσοφία είναι σκέψη πάνω στην ίδια τη σκέψη και τις δυνατότητες της. 

Ορισμός
Η φιλοσοφία είναι βασικός τρόπος ζωής του πνεύματος. Αυτό σημαίνει ότι η φιλοσοφία βρίσκεται στη ρίζα όλων των άλλων μορφών πνευματικής δημιουργίας, τις οποίες διαποτίζει και ζωογονεί. Είναι βέβαια θησαυρισμένη στο πολιτιστικό παρελθόν: διατυπωμένη ως διάφορα φιλοσοφήματα έχει την ιστορία της. Αποτελεί όμως ως φιλοσοφείν θεμελιώδη κατάσταση του ανθρώπου, που διαρκώς έρωτα και έτσι θέτει υπό αμφισβήτηση και αυτή την ίδια την ιστορία της, δηλ. τα φιλοσοφικά της συστήματα. Η αμείλικτη κριτική και όχι σπάνια η τεκμηριωμένη αναίρεση εκείνου που κατακτήθηκε πρέπει να εννοηθεί ως διαλεκτική πάλη ανάμεσα στο εκάστοτε φιλοσοφικό παρελθόν και στο σύγχρονο στοχασμό, ύψιστα γόνιμη. Γιατί με την εμφάνιση νέων θεωριών ανοίγονται ευρύτεροι κάποτε ορίζοντες αναζητήσεων, αφήνεται ανεξάρτητος ο λογισμός και ελεύθερος στον επίμοχθο αγώνα του να προσεγγίσει την αλήθεια και κυρίως δεν επιβάλλεται ένας ορισμένος τρόπος σκέψης, πράγμα που θα οδηγούσε σε ένα είδος φρικτής πνευματικής τυραννίας.
Εδώ, άλλωστε, στην αντίθεση και την πολυφωνία, στηρίζει την αιώνια νεότητά της και την αγέραστη ωραιότητα η φιλοσοφία.
Από την εγγενή σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη φιλία προς την σοφία, τον έρωτα για τη γνώση εκπορεύεται ο φιλοσοφικός στοχασμός. Γι’ αυτό η φιλοσοφία δεν είναι η επιστήμη των ειδικών μόνον, αλλά ανάγκη και υπόθεση του κάθε ανθρώπου. Όλοι φιλοσοφούν ή έχουν στιγμές, κατά τη διάρκεια της ζωής τους, φιλοσοφικής περισυλλογής. Γιατί τα μεγάλα προβλήματα, τα έσχατα ερωτήματα για το νόημα του κόσμου και την αξία της ζωής, για την ουσία της ψυχής και την εσωτερική της ενέργεια, για την ύλη και το πνεύμα, για το παροδικό και το αιώνιο ίστανται σαν πολύπλοκα αινίγματα απέναντι σε κάθε άνθρωπο – και είναι αναπόφευκτα. Το ίδιο δύσκολη, όσο και αναπόφευκτη για όλους είναι επίσης η φιλοσοφία.
Όσοι τώρα παρουσιάζονται ως αντίπαλοί της, επιστρατεύουν μια σειρά από φιλοσοφικά επιχειρήματα για να θεμελιώσουν την άρνησή τους: εν ονόματι της φιλοσοφίας αρνούνται τη φιλοσοφία! Έτσι όμως καταφάσκουν μάλλον παρά αναιρούν το φιλοσοφείν. Ο Αριστοτέλης, θεμελιωτής μαζί με τον Πλάτωνα του Δυτικοευρωπαϊκού στοχασμού, έπληξε χωρίς οίκτο τους αρνητές της φιλοσοφίας: “Φιλοσοφία είναι – είπε – και το να ερευνά κάποιος, αν πρέπει να φιλοσοφεί είτε όχι”. Ο μεγάλος αυτός μάστορας της επιστήμης, ο φιλόσοφος των Σταγείρων ειδοποιεί έτσι ότι η ερώτηση: “τι είναι φιλοσοφία” είναι η ίδια μία φιλοσοφική ερώτηση, ένα πρόβλημα.
Τα φιλοσοφικά προβλήματα αναγνωρίζονται ως τέτοια και από τις ποικίλες ερμηνείες που επιδέχονται. Έτσι, στο ερώτημα για την ουσία της φιλοσοφίας είναι δυνατόν να δοθούν πολλές και αμφίσημες απαντήσεις. Αυτό υπογραμμίζει τη δυσκολία ορισμού της φιλοσοφίας και εξηγεί την αφθονία, αδιαπέραστη σχεδόν λόχμη, ορισμών της έννοιας “φιλοσοφία”.
Κραταιότερο όμως από τις δυσχέρειες και γονιμότερο από τους ορισμούς είναι το φιλοσοφείν: ο ευγενικός πόθος του φιλοσόφου για την αλήθεια, η χωρίς ιδιοτέλεια αγάπη του για τη γνώση και τη θεωρητική ενατένιση και μελέτη: “Ξένε Αθηναίε, (..) από αγάπη για την επιστήμη ταξίδεψες σε πολλές χώρες για να τις γνωρίσεις”.
Η άποψη αυτή του Ηροδότου κυρώνεται αργότερα από τον Αριστοτέλη, ο οποίος επισημαίνει την ύψιστη αυτοτέλεια της φιλοσοφίας, αφού αυτή ασχολείται με την “καθαρώτατη μορφή της γνώσης” και “.. πρέπει να αναζητεί την ενόραση των πρώτων αρχών και αιτιών”, ανεξάρτητα από την πρακτική σκοπιμότητα και την άμεση χρησιμοθηρία: “Ώστε (.) είναι φανερό πως επεδίωκαν τη γνώση για να φθάσουν στην ενατένιση του είδους των όντων και όχι για μια κάποια πρακτική χρησιμοποίηση”. Αυτό καθορίζει την ιδιοτυπία του φιλοσοφικού στοχασμού και αποκαλύπτει την αξία της φιλοσοφίας, η οποία “είναι από τις επιστήμες η μόνη ελεύθερη, γιατί μονάχα αυτή υπάρχει για τον εαυτό της”.
Ουσία πράγματι του φιλοσοφείν είναι η ελευθερία, εχθρός του ο εξαναγκασμός ή η σκοπιμότητα. Τούτο βέβαια δεν σημαίνει καθόλου ότι η φιλοσοφία αδυνατεί να βρει οποιαδήποτε “τεχνική” εφαρμογή ή να έχει άλλη “πρακτική” χρησιμότητα στη ζωή, αλλά σημαίνει ότι δεν υπάρχει γι’ αυτά: ζει χωρίς να σύρεται πίσω από το άρμα προϋποθέσεων και δεσμεύσεων. Γιατί ο φιλόσοφος είναι εραστής της γνώσης, “επιθυμητής της σοφίας” και της “αληθείας φιλοθεάμων”, σύμφωνα με την πλατωνική φράση της “Πολιτείας”.
Η αλήθεια όμως δε γίνεται να ερευνηθεί υπό όρους. Μια τυχόν υπό όρους ζήτηση της αλήθειας οδηγεί στη μη γνήσια φιλοσοφία και σε μια κίβδηλη αλήθεια και ελευθερία. Είναι αναλήθεια.
Η φιλοσοφία τώρα είναι η αξιοπρέπεια του ανθρώπου, γιατί φιλοσοφών ο άνθρωπος γίνεται ελεύθερος. Ακόμη και ο Καλλικλής του πλατωνικού διαλόγου “Γοργίας”, ένας αδίστακτος ηθικά σοφιστής και φανατικός διώκτης του ελεύθερου στοχασμού, συγκαταβαίνει και αναγνωρίζει το “μη φιλοσοφούντα” κατά την νεανική ηλικία ως ανελεύθερον: “Όταν όμως ιδώ άνθρωπο μεγάλης ηλικίας να φιλοσοφεί, ακόμη και να μην απαλλάσσεται από αυτή, έχω τη γνώμη ότι πρέπει να μαστιγώνεται, Σωκράτη, ο άνθρωπος αυτός”. Κάθε εποχή βέβαια έχει τους Καλλικλείς της, όσους είτε από άγνοια είτε από θανάσιμη για το αδούλωτο άτομο και το σύνολο σκοπιμότητα μισούν τη φιλοσοφία.
Γι’ αυτούς είναι προτιμότερο να μη στοχάζονται τα άτομα. Έτσι χειραγωγούνται ευκολότερα και δασκαλεύονται γρηγορότερα: αγελάζονται, τρέφονται από “μισές αλήθειες” και φανατισμούς. Η φιλοσοφία όμως δεν τοποθετεί την αλήθεια στην κλίνη του Προκρούστη των σκοπιμοτήτων. Η σκοπιμότητα θολώνει το βλέμμα και δεν αφήνει το σκεπτόμενο να παρατηρεί νηφάλια τις ποικίλες όψεις της πολύπλευρης αλήθειας.
Ο φιλόσοφος, “φίλος τε και συγγενής της αληθείας”, έχει ως έργο να συλλάβει τις πολλαπλές μορφές της πραγματικότητας στο βαθύτερο νόημά τους και να ζητήσει την κοινή ρίζα τους: να τις αναγάγει σε Μία, τη δημιουργική αιτία και αρχή όλων. Η πορεία προς τη μία και μόνη, την έσχατη Αλήθεια δεν είναι απλώς δύσκολη, αλλά καθοριστική για τη φιλοσοφία και αποφασιστική για τον ίδιο το φιλόσοφο: Η φιλοσοφία γίνεται έτσι μια ερωτηματοθεσία, μία στάση απορίας απέναντι στον κόσμο και τη ζωή και προφυλάσσει τον φιλόσοφο από κάθε γνωστική αλαζονεία.
Η φιλοσοφία ανοίγει το δρόμο που οδηγεί τον άνθρωπο στην αυτογνωσία και βοηθεί, ώστε το πνεύμα του να γρηγορεί και η συνείδησή του να μη μωλωπίζεται.

Γνωστικό αντικείμενο
Η αυτογνωσία βέβαια είναι το τέρμα μιας μεγάλης πνευματικής εξελικτικής διαδικασίας. Είχε προηγηθεί ο αγώνας να εξηγηθεί η συνολική πραγματικότητα. Η φιλοσοφική ματιά προσπάθησε να διαπεράσει τον κόσμο, να ερμηνεύσει τα όντα, να ανακαλύψει την ουσία τους: το στοιχείο εκείνο που παρά τις μεταβολές, τις αλλαγές, τις αλλοιώσεις έμενε σταθερό, αναλλοίωτο, άχρονο. Η ατελεύτητη κίνηση των όντων, η ασταμάτητη ροή, το αιώνιο Γίγνεσθαι του κόσμου πραγματώνεται μέσα στους κόλπους μιας ακίνητης κι αμετάβλητης αρχής, μιας άφθαρτης πρώτης αιτίας, ενός άναρχου Είναι.
Η “γιγαντομαχία περί της ουσίας” του κόσμου στους Προσωκρατικούς, η εννοιολόγησή του στον Πλάτωνα, η καθολική θεώρηση του “όντος ως όντος” στον Αριστοτέλη κορυφώνεται ως απορία και μέριμνα για το Είναι στη σύγχρονη εποχή.
Αυτό το Είναι, η πραγματικότητα είναι το αντικείμενο της φιλοσοφίας.
Υπάρχουν επίπεδα, μορφές πραγματικότητας, όπως η αισθητή, η ψυχική, η ιστορική, η νοητή και η υπερνοητή πραγματικότητα. Όμως η φιλοσοφία δε δέχθηκε ως αυτονόητο κανένα είδος αυτής της πραγματικότητας. Αντίθετα έθεσε και θέτει αμείλικτα τα ερωτήματα: για την ύπαρξη αντικειμενικής πραγματικότητας, για την ουσία της, για τη δυνατότητα και το βαθμό γνώσης της, για το όργανο, δηλ. την αρχή ή την πηγή από την οποία προέρχεται αυτή η γνώση.
Αρχικά η φιλοσοφική γνώση εμφανίσθηκε ως έγκυρη και βέβαιη γνώση και η φιλοσοφία ως η κατεξοχήν επιστήμη, ως καθολική επιστήμη που απέβλεπε στη θεώρηση όλων των μορφών της πραγματικότητας. Η έννοια της φιλοσοφίας ταυτιζόταν με την έννοια της επιστήμης. Φιλοσοφία και επιστήμη εσήμαιναν το αυτό στον Αριστοτέλη. Ύστερα όμως οι επιμέρους επιστήμες αποσπάσθηκαν προοδευτικά από τη φιλοσοφία.
Ο αγρός του Είναι κατακερματίζεται τώρα. Κάθε ειδική επιστήμη περιορίζεται σε ένα τμήμα του Όλου, το καθιστά κτήμα της και το γεωργεί σε βάθος: ερευνά συστηματικά και μεθοδικά τα φαινόμενά του. Έτσι η άλλοτε πλούσια σε αντικείμενα οικοδέσποινα, η φιλοσοφία, περιέρχεται σε θανάσιμη για την ίδια της την ύπαρξη ένδεια.
Την ισχνή φωνή της πνίγει ο καλπασμός των επιστημών. Ποιο είναι το αντικείμενό της; Την απορία αυτή για τη φιλοσοφία και το αντικείμενό της – και ειδικότερα για τη Μεταφυσική – απηχεί ο Καντ (Kant), όταν παρομοιάζει τη φιλοσοφία με τη θρηνούσα Εκάβη, την απορφανισθείσα: “Υπήρξε εποχή που αυτή είχε το όνομα βασίλισσα των επιστημών και (..) άξιζε τότε πραγματικά τον τίτλο αυτό, επειδή το αντικείμενό της είχε εξαιρετική σημασία. Τώρα όμως ο συρμός της εποχής μας υπαγορεύει κάθε περιφρόνηση απέναντί της, και η ευγενική οικοδέσποινα, απόβλητη και αποδιωγμένη, κλαίει όπως η Εκάβη:
Η πριν από λίγο κραταιότερη από όλες και άνασσα με τους τόσους γαμπρούς και τα τόσα τέκνα – ξεριζώνομαι τώρα από την πατρίδα και δίχως βιό σέρνομαι στην εξορία”. Τον απορφανισμό της φιλοσοφίας υπογραμμίζει στην εποχή μας έντονα και ο Ράσελ (Russel). Ο οποίος νομίζει ότι η φιλοσοφία είναι μία έννοια περιληπτική ανώριμων ακόμη για επιστημονική διαπραγμάτευση προβλημάτων, μια δεξαμενή όλων όσων δεν είναι δυνατό προς στιγμή να γίνουν αντικείμενο κάποιου ειδικού επιστήμονα.
Παρ’ όλα αυτά η φιλοσοφία σήμερα ούτε λιγότερη είναι ούτε λιγότερο ζωντανή. Ο προβληματισμός της μάλιστα έγινε πλουσιότερος και βαθύτερος ακριβώς ένεκα της εξέλιξης των επιστημών. Ούτε επίσης η βαθμιαία ανεξαρτητοποίηση των επιμέρους επιστημών νέκρωσε τη φιλοσοφία. Γιατί με την απόσχιση ενός κλάδου αναφυόταν στη θέση του άλλος. Και έτσι το δέντρο της φιλοσοφίας άπλωνε βαθύτερα τις ρίζες του.
Υπάρχουν άλλωστε προβλήματα που είναι αντικείμενα αποκλειστικά του φιλοσοφικού στοχασμού. Οι επιστημονικές αυτές περιοχές, στις οποίες μόνο το δέντρο της φιλοσοφίας μπορεί να βλαστήσει και να καρπίσει, είναι: Η γλώσσα: Η φιλοσοφία γίνεται αυστηρότατη λογική πειθαρχία, σαφήνεια και μονοσημία: γλωσσική κριτική που στρέφεται ενάντια στη λεκτική δεισιδαιμονία και τα φραστικά νεφελώματα. Πολλά προβλήματα – “ψευδοπροβλήματα” – γεννιούνται από την καταχρηστική μεταχείριση της γλώσσας και λύονται μόνο με την αποσαφήνιση των προτάσεων.
Η γνώση: Η φιλοσοφία ως γνωσιολογία διερευνά τη δυνατότητα της γνώσης τις προϋποθέσεις και το κύρος της, τα όρια του δυνατού της γνώσης και την πηγή της. Οι άλλες επιστήμες γνωρίζουν, η φιλοσοφία θέτει υπό αμφιβολία και αυτή τη βεβαιότητα. Η αλήθεια είναι το αντικείμενο του θεμελιώδους αυτού φιλοσοφικού κλάδου.
Η ύπαρξη, ο άνθρωπος: Η φιλοσοφία βλέπει τον άνθρωπο ως θεμέλιο κάθε πραγματικότητας, ως αρχή κάθε είδους Είναι. Μέσα στο πνευματικό του όμμα φωτίζεται και καθρεφτίζεται: αποκαλύπτεται ο κόσμος. Αναλυτική της υπάρξεως επιχειρεί μόνον η φιλοσοφία. Και έτσι δε δραπετεύει από τον κόσμο και τη ζωή.
Οι αξίες: Η φιλοσοφία ως αξιολογία εξετάζει όχι απλώς τι είναι, αλλά τι πρέπει να είναι. Αυτό σημαίνει ερευνά τις αξίες και τα είδη των αξιών, την αντικειμενική ισχύ και ιεράρχηση των αξιών, τη σημασία τους για τον άνθρωπο και τη δυνατότητα οικοδομήσεως ενός συστήματος αξιών.
Η κοινωνία: Η φιλοσοφία ως φιλοσοφία της κοινωνίας και του πολιτισμού θέτει το ερώτημα για το στόχο της κοινωνικής πράξεως και την αποστολή της πολιτείας, για την ισχύ της και τη θέση του ατόμου μέσα σ’ αυτή. Κυρίως ρωτά για το τι είναι πρωταρχικό: το άτομο ή το σύνολο; Ποιο προηγείται και ποιο ακολουθεί; Η ελευθερία και η αξιοπρέπεια, η ηθική ευθύνη και το χρέος του, η οργάνωση του κράτους κατά τρόπο που να παρέχεται στους επιμέρους ανθρώπους η δυνατότητα να πραγματοποιούν τις επιλογές τους, οι αξίες που στηρίζουν τον πολιτισμό, τα πλέγματα που απειλούν τον ενταγμένο μέσα στην κοινωνία άνθρωπο, η αυθαιρεσία της εξουσίας, η ποιότητα των νόμων και των κανόνων που ρυθμίζουν τις αμοιβαίες σχέσεις, η προσπάθεια του κοινωνισμού να χρησιμοποιεί το άτομο ως μέσο – και οι οδυνηρές συνέπειες από αυτή – είναι μερικά ερωτήματα που θέτει η φιλοσοφία.
Η επιστήμη: Η φιλοσοφία ως επιστημολογία ερευνά τις αρχές, τα όρια, τις αμοιβαίες σχέσεις των επιστημών, το νόημα και την αξία τους, το υποκείμενο τις υποθέσεις και τα εξαγόμενά τους. Κυρίως ερωτά τι είναι οι νόμοι που δέχονται ότι υπάρχουν οι επιστήμες. Η ειδική επιστήμη γνωρίζει ότι υπάρχουν φυσικοί, χημικοί, βιολογικοί, μαθηματικοί νόμοι, δίχως όμως να θέτει την ερώτηση τι είναι ο νόμος. Γιατί ένας νόμος δεν είναι ότι και ένα από τα πράγματα: δεν έχει καμιά από τις ιδιότητες των όντων. Κάθε ον είναι σε ένα συγκεκριμένο χώρο, χρόνο, δημιουργείται, παρέρχεται, είναι ατομικό και δεν είναι αναγκαίο. Όμως ένας μαθηματικός νόμος είναι άχωρος, άχρονος, αιώνιος, καθολικός και αναγκαίος. Ισχύει χωρίς να γίνεται αισθητός. Επομένως δίπλα στο αισθητό, στο εξωτερικό, στο αντικειμενικό υπάρχει και κάτι άλλο: το ιδεατό, το Επέκεινα του κόσμου.
Το Επέκεινα: Η φιλοσοφία ως γνώση του Απόλυτου, του Υπερβατικού, του Απείρου φθάνει στα όρια εκείνα που δεν μπορεί να δρασκελίσει ο ανθρώπινος λόγος. Προς το Απόλυτο οδηγούν δύο δρόμοι: ο φιλοσοφικός και ο θρησκευτικός δρόμος. Η πίστη θέτει σε δεινή δοκιμασία την αντοχή της φιλοσοφικής γνώσης.

Απαρχές και κίνητρα
Η φιλοσοφική περιπλάνηση στο γνωστικό άξενο χώρο του Μεταφυσικού, του Επέκεινα, του Απόλυτου είναι το έσχατο όριο, το τέρμα μιας υψηλής και επίμοχθης φιλοσοφικής αναζήτησης. Εδώ τα ίχνη των δυο αυτών δρόμων, του φιλοσοφικού και του θρησκευτικού, είναι δυσδιάκριτα. Η φιλοσοφία τώρα έχει ένα ιδιαίτερο θέλγητρο: μας μαθαίνει την άγνοιά μας και δείχνει πόσο ολέθρια είναι η άγνοια της αγνοίας μας.
Η φιλοσοφία σέβεται την επιστημονική γνώση, αποκρούει όμως τη γνωστική αλαζονεία. Γιατί ξέρει ότι η πνευματική μας προκοπή, όπως και η πρόοδος της επιστήμης, έγκειται στην ανακάλυψη των λαθών της. Έτσι η φιλοσοφία διοδεύει μέσω της γνώσεως προς την επίγνωση, εκεί διαμένει: μας εγείρει από τη λησμονιά του εαυτού μας και μας μεταστρέφει. Οδοιπορεί έπειτα μέσω του σχετικού προς το Απόλυτο, εκεί διατρίβει: μας στρέφει προς το ανεννόητο μυστήριο του Όντος για να εμβιώσουμε το ασύλληπτο βάθος του. Αυτό σημαίνει εγκατάλειψη του δρόμου της συστηματικής σκέψης και είσοδο στην περιοχή της φιλοσοφικής μύησης, όπου ο λόγος αναπαύεται στους κόλπους του Είναι.
Όπως σε ένα υποθετικό τέρμα της η φιλοσοφική περιπλάνηση, έτσι και στην αφετηρία της η αρχέγονη αναζήτηση καθαρά άμεσα το Απόλυτο και το οικειώνεται βιωματικά. Η σύλληψή του είναι ζωντανή, άρρητη σχέση με αυτό και καταλύει κάθε διχασμό ανάμεσα στον άνθρωπο που ως υποκείμενο, ως “εγώ” γνωρίζει και στον κόσμο που ως αντικείμενο, ως “συ” γνωρίζεται.
Μυθολογική είναι η κατανόηση του Όντος και η πρόσβαση στο γεγονός της ζωής: τα μυστικά της επιστημονικής, δηλαδή της φιλοσοφικής γνώσης, αποκαλύπτονται μόνο στους ιερούς, τους “κεκαθαρμένους” όχι στους βέβηλους ανθρώπους, σ’ αυτούς ο λόγος ατροφεί, χρησμοδοτεί ο Δημόκριτος: “Όσα πράγματα είναι ιερά φανερώνονται μόνο στους ιερούς ανθρώπους, στους βέβηλους δεν είναι δίκαιο να αποκαλυφθούν, πριν αυτοί μυηθούν στα όργια της γνώσης”. Για τη μύηση στα “όργια της επιστήμης” προϋπόθεση ήταν η δράση του λόγου ως εμβίωση του Όντος.
Η απόσπαση του λόγου από το Ον και η βαθμιαία απομάκρυνσή του από τους κόλπους αυτού του Όντος, όπου αυτονόητα ζούσε, σήμανε τη γενέθλια ώρα της φιλοσοφίας, ως αγώνα και νοσταλγίας επανόδου σ αυτό.
Η στιγμή αυτή είναι σεισμική για την ιστορία του ανθρώπινου πνεύματος. Γιατί η απομάκρυνση του ανθρώπου από το Ον σημείωνε γι’ αυτόν την οριστική απώλεια του Όντος, την αποκοπή του λόγου από την πηγή του. Ο οποίος εκπατρισμένος επιχειρεί να συλλάβει το Ον. Έτσι όμως το κάνει αντικείμενο, όπως τα άλλα όντα. Η γνωστική περιπλάνηση μέσα στα όντα βάθαινε την ευθύνη του λόγου να τα εκπορθήσει επιστημονικό και την οδύνη του τον πόνο του να επιστρέψει στη γενέθλια γη του.
Τα όντα, τα πράγματα, ο κόσμος προκαλούσαν τη φυσική τάση του ανθρώπου για τη “θέα του είδους” τους και αποτελούσαν το πρώτο κίνητρο του φιλοσοφικού στοχασμού. Με τα όντα ήταν δεμένη και η μάθηση και η ανθρώπινη πράξη, δίχως αυτό εξοντώνεται. Έτσι αρχίζει η φιλοσοφία: από την εγκοσμιότητα ή ενδοκοσμικότητα του ανθρώπου.
Η εμπειρία ως πρώτο κίνητρο και αφετηρία του φιλοσοφείν νοείται εδώ σαν προεπιστημονικός, καθημερινός τρόπος γνώσης, πείρα που προκύπτει από τα ίδια τα πράγματα: Πρόκειται για ένα διάλογο, για μια γνωστική δοσοληψία του ανθρώπου με την πραγματικότητα. Ο οποίος με τη λογική του ικανότητα ζητεί την ουσία των όντων, το λόγο της παρουσίας τους, τις σχέσεις τους μεταξύ τους:
Όσο βαθύτερος γίνεται ο διάλογος αυτός, τόσο οξύτερα συνειδητοποιεί ο άνθρωπος την οντολογική του διαφορά, την ποιοτική απόσταση από τα όντα: “κοντά σ’ αυτά ζει το γένος των ανθρώπων και με τέχνες και με λογισμούς, ακόμη μέσα στον άνθρωπο βλασταίνει από τη μνήμη εμπειρία, γιατί του ίδιου πράγματος οι πολλές μνήμες εμπειρίας, συνιστούν δύναμη, πλησιάζει μάλιστα να είναι το ίδιο με την επιστήμη και την τέχνη και η εμπειρία, επιπλέον με τη χρησιμοποίηση της εμπειρίας προκύπτουν για τους ανθρώπους επιστήμη και τέχνη”, σημειώνει ο Αριστοτέλης. Αυτή την εμπειρία προϋποθέτει αρχικά η γένεση της φιλοσοφίας.
Ο θαυμασμός ως δεύτερο κίνητρο του φιλοσοφικού στοχασμού είναι το συναίσθημα με το οποίο πληρείται η ψυχή του ανθρώπου, καθώς ίσταται απέναντι στο μεγαλείο του μυστηρίου του κόσμου. Το συναίσθημα τούτο εκδηλώνεται ως προσοχή, έκπληξη και σέβας, δεν αιχμαλωτίζει, αλλά αφυπνίζει τη γνωστική λειτουργία του πνεύματος και εγείρει τη συνείδηση. Οι ακίνητες στιγμές του θαυμασμού γίνονται γόνιμη μελέτη και προσέγγιση του Όντος. Όσο βαθύτερος είναι ο θαυμασμός τόσο γνησιότερος αποβαίνει ο προβληματισμός του ανθρώπου.
Ο Πλάτων στο “Θεαίτητο” κρίνει τη φιλοσοφία ως έκγονο του θαυμασμού: “Αυτό το συναίσθημα, ο θαυμασμός είναι κατ’ εξοχή γνώρισμα φιλοσόφου, αλήθεια, δεν υπάρχει άλλη αρχή φιλοσοφίας εκτός από αυτή”. Το ίδιο κίνητρο νομίζει και ο Αριστοτέλης στην “Πρώτη Φιλοσοφία” του (Τα Μετά τα Φυσικά) ως αφετηρία του φιλοσοφείν: “Οι άνθρωποι άρχισαν και τώρα και στην πρώτη αρχή να φιλοσοφούν εξαιτίας του θαυμασμού”.
Στην “Κριτική του Πρακτικού Λόγου” ο Καντ (Kant) τονίζει το δημιουργικό και αφυπνιστικό χαρακτήρα του θαυμασμού που πηγάζει από τη θέαση του σύμπαντος κόσμου. Με το θαυμασμό ανακαλύπτει ο άνθρωπος πίσω από τα όντα το χέρι του δημιουργού: “Δυο πράγματα γεμίζουν την ψυχή μου με νέο πάντοτε και αυξανόμενο θαυμασμό και σεβασμό, όσο συχνότερα και πιο επίμονα στοχάζεται: ο έναστρος ουρανός πάνω από μένα και ο ηθικός νόμος μέσα σε μένα”.
Ο έμφυτος αυτός ηθικός νόμος του Καντ είναι παράλληλος προς την ενδιάθετη όρεξη του ειδέναι, την ορμή για γνώση του Αριστοτέλη. Έτσι ο θαυμασμός μεταποιεί την καθημερινή εμπειρική γνώση σε αγνωσία και άγνοια.
Η απορία ως τρίτο κίνητρο του φιλοσοφείν είναι πνευματική κατάσταση ακόλουθη ή συζυγής του θαυμασμού. Από ένα υψηλότερο επίπεδο, όπου τώρα έχει φθάσει, η συνείδηση επισκοπεί τον κόσμο και επιχειρεί να προσδιορίσει την ουσία των όντων. Όμως η προσπάθεια αυτή δεν είναι εύκολη και η εξήγηση όχι πάντοτε εφικτή. Ο άνθρωπος έτσι περιέρχεται σε απορία, σε αδιέξοδο, σε αδυναμία να δώσει λύση λογικά τεκμηριωμένη και υποχρεωτικά παραδεκτή. Είναι κυριολεκτικά άπορος: δίχως πόρο, πέρασμα, διέξοδο βρίσκεται σε πνευματική πενία. “Είναι φανερό βέβαια ότι σεις τα ξέρετε αυτά ασφαλώς εδώ και πολύ καιρό, ενώ εμείς πρωτύτερα νομίζαμε (πως τα ξέραμε), τώρα όμως έχομε περιπέσει σε απορία”, παρατηρεί σε έναν από τους κορυφαίους διαλόγους του, το “Σοφιστή” ο Πλάτων και δίνει απύθμενο βάθος στην έννοια της απορίας ως γόνιμης συνείδησης της έλλειψης.
Την απορία, μέσω της οποίας αναγκαστικά θα διοδεύσει ο ανθρώπινος νους για να υψωθεί σε υψηλότερη βαθμίδα ωριμότητας, υπογραμμίζει επίσης ο Αριστοτέλης: “Κατ’ αρχάς θαύμασαν τα παράδοξα φαινόμενα που είχαν άμεσα απέναντί τους, έπειτα προοδεύοντας σταδιακά έπεσαν έτσι σε απορία”. Η απορία κατά την αντίληψη του Καντ ευρύνει τις εσωτερικές διαστάσεις: “Βλέπω (τα πράγματα) ενώπιόν μου και τα συνδέω άμεσα με την συνείδηση της υπάρξεώς μου”. Στη Βίβλο θαυμασμός και απορία συνεργάζονται για να “ακούσουν” τη διήγηση της δόξας των ουρανών και το άγγελμα της δημιουργίας τους. Είναι όργανα προσβάσεως στην αρμονία του κόσμου και στον εσωτερικό ρυθμό και το κάλλος του.
Η αμφιβολία ως τέταρτη πηγή της φιλοσοφικής σκέψης οδηγεί στην απώλεια της γνωστικής βεβαιότητας. Η πρώτη βαθμίδα αυτής της απώλειας είναι η άρση του αυτονόητου του κόσμου: δεν είναι πλέον οικείος. Η γνώση των όντων μέσω των αισθήσεων φαίνεται συζητήσιμη.
Οι Προσωκρατικοί ήδη πίστευαν ότι μόνον ο νους είναι ικανός να εισχωρήσει στην ουσία των πραγμάτων. Ο σοφιστής Γοργίας μετέτρεψε αργότερα τη γνωστική επιφύλαξη σε καταλυτική αμφιβολία: “Δεν υπάρχει τίποτε, αλλά και αν υπήρχε, θα ήταν ακατανόητο για τον άνθρωπο, και αν ήταν κατανοητό, ασφαλώς θα ήταν άρρητο και ανεξήγητο για τον άλλο” και πρόλαβε έτσι τους Σκεπτικούς. Όχι μόνο οι αισθήσεις, αλλά και ο νους εμπλέκεται σε αγεφύρωτες αντιφάσεις. Ο Ι. Αυγουστίνος, ακραίος αρχικά Σκεπτικός που αμφέβαλλε για τη δυνατότητα προσέγγισης της αλήθειας, οδηγείται μέσω της αμφιβολίας στην πιο στερεή βεβαιότητα: “Ποιος τάχα θα μπορούσε να αμφιβάλλει ότι ζει, θυμάται, προβλέπει, θέλει, σκέπτεται, γνωρίζει και κρίνει; Και όταν βέβαια κάποιος αμφιβάλλει, (..) γνωρίζει ότι δεν γνωρίζει κάτι όταν αμφιβάλλει, κρίνει (..).
Δεν επιτρέπεται να αμφιβάλλει κανείς για το ότι πάντοτε μπορεί κάποιος να αμφιβάλλει. Αν όλα τούτα δεν υπήρχαν, δεν θα μπορούσε κανείς να αμφιβάλλει καθόλου για τίποτε”.
Στην αρχή της νεώτερης εποχής ο Ντεκάρτ (Descartes ή Cartesius) είδε τη ριζική αμφιβολία του Ι. Αυγουστίνου ως πολύτιμη μέθοδο φιλοσοφικής έρευνας: “Πρέπει να αμφιβάλλουμε για όλα: de umnibus dubitandum est”, για να ανοίξουμε το δρόμο στο γνήσιο λογισμό. Η αμφιβολία της αμφιβολίας ως βεβαιότητα της αβεβαιότητας αίρεται στο αναμφίβολο γεγονός της συνειδήσεως, του σκέπτεσθαι: “Η γνώση αυτή: cogito ergo sum (σκέπτομαι άρα υπάρχω) είναι κυρίως η πρώτη και η πλέον ακλόνητη που συναντά όποιος μεθοδικά φιλοσοφεί”. Με την αμφιβολία ο άνθρωπος ειδοποιείται για μια αναμφισβήτητη, θεμελιακή γνώση που εκπορεύεται από τον ορθό λόγο.
Η δοκιμασία του ανθρώπου ως πικρή και σκληρή γεύση του κόσμου είναι το τελευταίο κίνητρο του φιλοσοφικού λογισμού, το πλέον αρχέγονο ίσως. Ο άνθρωπος μένει εμβρόντητος ενώπιον ενός αντιφατικού, ανεξήγητου πεπρωμένου.
Κατάπληξη και βασανισμός, αμήχανο ρίγος και σάστισμα, αγεφύρωτες αντιθέσεις και ανασφάλεια, εσωτερικός κλονισμός και αποτυχία, αιφνίδιες αλλαγές και απόγνωση σείουν εκ βάθρων την ύπαρξή του: κινούν τη σκέψη του και κρατούν το λόγο σε εγρήγορση. Η πηγή του προβληματισμού του γίνεται βαθύτερη: Αποξένωση, παράλογο, αγώνας, ενοχή, πόνος, θάνατος βεβαιώνουν την ύπαρξη για την αδυναμία της, χαράσσουν τα όριά της. Είναι οι “οριακές καταστάσεις” του Κ. Γιάσπερς (Κ. Jaspers): “πρέπει να πεθάνω, να υποφέρω, να αγωνισθώ, υπόκειμαι στην τύχη, αναπόφευκτα εμπλέκομαι στην ενοχή. Αυτές οι θεμελιακές καταστάσεις της ύπαρξής μου ονομάζονται οριακές καταστάσεις. Πρόκειται δηλαδή για καταστάσεις που αδυνατούμε να τις υπερακοντίσουμε, δεν μπορούμε να τις αλλάξουμε.
Η συνειδητοποίηση αυτών των καταστάσεων, ύστερα από το θαυμασμό και την αμφιβολία, αποτελεί την πρωταρχικότερη αιτία της φιλοσοφίας”. Ο Επίκτητος είχε ήδη επισημάνει αυτή τη μεταμόρφωση του ανθρώπου που βυθίζεται σε σκέψεις και σταδιακά συνειδητοποιεί την ανημποριά του.
Όμως η δύναμη που πηγάζει από την αδυναμία του είναι σωστική, διότι βοηθά τον άνθρωπο να εξέλθει από την ανωριμότητά του και τον βεβαιώνει για τα όρια των δυνατοτήτων και των αδυναμιών του. Ο πόνος που είναι άφευκτος, ο αγώνας που γίνεται αναγκαίος, η ενοχή που ενεδρεύει ασυμφιλίωτη και ο θάνατος ως ο εξ υπαρχής αχώριστος σύντροφος ειδοποιούν για την εγκόσμια αβεβαιότητα, συναγείρουν τον άνθρωπο και του ανοίγουν ορίζοντες για να χαμογελάει το φως μέσα στα ανήλιαγα βάθη της εσωτερικής του πραγματικότητας. Η ύπαρξη γαληνεύει μέσα σε μια σιωπηλή και καρποφόρα επίγνωση.

Φιλοσοφία και επιστήμη
Η φιλοσοφία ως έλλογη, μεθοδική, συστηματική δραστηριότητα του πνεύματος είναι επιστήμη. Η οποία δεν ταυτίζεται με τις ειδικές επιστήμες. Δεν περιορίζεται, όπως εκείνες, σε μια ιδιαίτερη περιοχή της πραγματικότητας, αλλά ερωτά για την συνολική πραγματικότητα και τις προϋποθέσεις της, για τον σύμπαντα κόσμο ως ενιαίο Όλο και τους όρους υπάρξεώς του, ενδιαφέρεται επομένως και πρωτίστως για τον άνθρωπο και τον έσχατο προορισμό του, ερευνά τη ζωή και αναζητεί το βαθύτερο νόημά της. Εάν μία ειδική επιστήμη έθετε το ερώτημα για την σχέση του ανθρώπου προς το Σύμπαν και το νόημα της θέσης του ανθρώπου απέναντι στον κόσμο, δηλ. για το “πόθεν;” “προς που;” “Γιατί;”, τότε θα είχε ολισθήσει από το επίπεδο των αντικειμενικών σταθμίσεων στη σφαίρα των φιλοσοφικών αναζητήσεων και θα γινόταν έτσι γενική, καθολική επιστήμη, όπως είναι η φιλοσοφία.
Η φιλοσοφία ξεκίνησε ως διασκεπτική θεώρηση της ολότητας του όντος και συνεχίζει ως προσπάθεια να ξαναδώσει στο κατακερματισμένο γνωστικά ον την ενότητά του και στον εξειδικευμένο και γι’ αυτό αποκλεισμένο και ασφυκτιώντα σε μια σαφώς οριοθετημένη περιοχή εμπειρίας επιστήμονα την πνευματική χαρά που έρχεται από την αίσθηση του Όλου, από τη συνείδηση της καθολικότητας, από τη νοσταλγία του Ενός. Το πολύπλοκο γεγονός του κόσμου επιχειρεί να προσεγγίσει η φιλοσοφία με τη συσχέτιση των επιμέρους γνώσεων, με την κατανόηση των μεγάλων συναρτήσεων, με την άθραυστη λογική συνοχή, με τη φιλοσοφική περίσκεψη και την αναφορά στο πρωταρχικό και ουσιαστικό, με τη θεώρηση όλων των φαινομένων από μια σκοπιά και την εξήγησή τους κάτω από μια ερμηνευτική γωνία.
Έτσι “προχωρεί από την επιστημονική ανάλυση περαιτέρω στη φιλοσοφική σύνθεση και από τις επιμέρους επιστημονικές γνώσεις οικοδομεί μια συνοπτική κοσμοθεωρία, ένα φιλοσοφικό σύστημα με προοδευτική διεύρυνση του ορίζοντος και βάθυνση των προοπτικών. Αυτό θα είναι τόσο πλουσιότερο, όσο περισσότερες εμπειρίες ληφθούν υπόψη και τόσο σαφέστερο όσο απλούστερο χαρτογραφηθεί το σχεδιάγραμμα του Σύμπαντος”.
Η συνοπτική αυτή κατανόηση του κόσμου, το σύστημα, η κοσμοθεωρία ή το κοσμοείδωλο περιέχει βέβαια και τη βιοθεωρία, διατύπωση του βαθύτερου νοήματος της ζωής.
Από τη φιλοσοφία ως επιστήμη γενική, καθολική διακρίνονται οι ειδικές επιστήμες. Αυτές ερευνούν μια ορισμένη περιοχή της εμπειρικής πραγματικότητας ή έχουν ως θέμα την καθαρή μορφή των συναρτήσεων. Η εμπειρία νοείται εδώ υπό μια ευρύτερη σημασία. Εμπειρικές δεν είναι μόνον οι επιμέρους περιοχές της φύσης, αλλά και οι κοινωνικές δομές, οι ιστορικοί παράγοντες, τα έργα τέχνης, οι οικονομικές διεργασίες ή τα είδη ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ακόμη οι ειδικές επιστήμες είναι δυνατόν να διαιρεθούν και ταξινομηθούν κατά ποικίλους τρόπους, όπως σε Ιστορικές (πνευματικές, θεωρητικές) και σε θετικές επιστήμες.
Η σύγχρονη αντίληψη τις διαιρεί σε Ρεαλιστικές (αντικειμενικές) και σε Φορμαλιστικές (τυπικές) επιστήμες. Οι πρώτες έχουν ως αντικείμενο του εμπειρικού κόσμου περιοχές, όπως την περιοχή της φύσης (οι φυσικές επιστήμες: Φυσική, Χημεία, Αστρονομία, Βιολογία, θεωρητική Ιατρική), εκείνη της ανθρώπινης δημιουργικής πράξης (οι επιστήμες του πολιτισμού), ή του πνευματικού χώρου (οι πνευματικές επιστήμες: ιστορίας, θρησκείας, γλώσσας και τέχνης) και των κοινωνικών και οικονομικών δομών και διαδικασιών (οι κοινωνικές και οικονομικές επιστήμες).
Οι δεύτερες, οι φορμαλιστικές δεν έχουν ως αντικείμενο καμιά περιοχή της εμπειρικής πραγματικότητας, αλλά αφηρημένες μορφές σχέσεων και τη “συμβολοποίηση” ή “αριθμητικοποίηση” εκφράσεων. Παράδειγμα τα Μαθηματικά και η τυπική Λογική. Η οποία βέβαια θεωρείται κλάδος της φιλοσοφίας και, επειδή γυμνάζει στη συνεπή τεκμηρίωση και βοηθεί στην ανάλυση φιλοσοφικών προβλημάτων, είναι “όργανον”, εργαλείο, κατά τον ορισμό του Αριστοτέλη.
Η φιλοσοφία διαφέρει από τις αντικειμενικές επιστήμες κατά το ότι δεν μένει στην περιοχή της εμπειρικής πραγματικότητας ούτε ερμηνεύει το εμπειρικό μέσω του εμπειρικού, αλλά ερωτά για τους όρους και τα αίτια της εμπειρίας, που δεν είναι εμπειρικά. Η φιλοσοφία δεν περιορίζεται θεματολογικά σε μια όψη της πραγματικότητας, σε μια περιοχή της, αλλά συλλαμβάνει το Όλο, ούτε προϋποθέτει μεθοδολογικά μια ορισμένη τεχνική προσεγγίσεως του αντικειμένου της. Η μέθοδος της φιλοσοφίας ανακύπτει κατά την επεξεργασία των προβλημάτων της.
Το ίδιο αυτόνομη είναι η φιλοσοφία απέναντι και στις φορμαλιστικές επιστήμες, όσο κι αν ο φορμαλισμός των Μαθηματικών, η εφαρμογή και τα ακριβή αποτελέσματά του επηρέασαν το φιλοσοφικό στοχασμό: ο Σπινόζα (Spinoza) θέλησε να φιλοσοφήσει more geometrico ή ο Λάιμπνιτς (Leibnitz) απέβλεψε σε μια mathesis uniνersalis. Όμως ο φορμαλισμός αυτός θεμελιώνεται σε μια αφαίρεση, την οποία μόνον η φιλοσοφίά ως Φιλοσοφία των Μαθηματικών αντιμετωπίζει κριτικά. Ώστε και από άποψη μεθοδολογική η φιλοσοφία κορυφώνει το ενδιαφέρον της εκεί όπου η επιστήμη περατώνει την αποστολή της.
Η φιλοσοφία ακόμη χρησιμοποιεί κάθε γνωστική μέθοδο. Ο φιλόσοφος “δεν είναι π.χ. υποχρεωμένος, όπως ένας φυσικός, να αναγάγει τα πάντα σε φαινόμενα – παρατηρούμενα με τις αισθήσεις – δηλ. να περιορισθεί στην εμπειρική-αναγωγική μέθοδο, μπορεί επίσης να εφαρμόσει τις αντιλήψεις στο δεδομένο και πολλά περισσότερα”.
Η φιλοσοφία είναι μία θεμελιώδης επιστήμη. Διότι ερευνά τις βάσεις, τα θεμέλια επάνω στα οποία στηρίζονται οι ειδικές επιστήμες. Με τους κλάδους της: Γνωσιολογία, Σημειωτική, Πληροφοριολογία, Επιστημολογία, η φιλοσοφία εξετάζει τον γνωστικό τους εξοπλισμό, τις αρχές, τις έννοιες και τις μεθόδους των ειδικών επιστημών. Οι οποίες ξεκινούν από προϋποθέσεις, αξιώματα, όρους, υποθέσεις δίχως να ερωτούν γι’ αυτές: Η φυσική προϋποθέτει την εμπειρία και την ύπαρξη μαθηματικών δομών, οι κοινωνικές επιστήμες δέχονται μια ορισμένη παράσταση και έννοια του ανθρώπου, οι φιλολογικές τη δυνατότητά του να κατανοεί και να γνωρίζει χωρίς να ερωτούν, αν είναι δυνατή η γνώση, αν έχει κύρος, αν πηγάζει από το νου ή τις αισθήσεις και ποιας λογής είναι το αντικείμενό της, η θεολογία την πίστη στην ύπαρξη Θεού. Γενικά οι επιστήμες δε νοούνται δίχως προϋποθέσεις, δεν είναι ποτέ ανυπόθετες.
Αντίθετα η φιλοσοφία είναι ανυπόθετη, δεν θεωρεί τίποτε αυτονόητο, δεν δέχεται άναυδη και απροβλημάτιστη αξιώματα, υποθέσεις – και όταν τις διατυπώνει η ίδια – αλλά προσπαθεί να συνειδητοποιήσει τις υποθέσεις και να προχωρήσει έτσι προς μια ανυπόθετη αρχή, την αρχή του Όλου. Για να ασκήσει κριτική επάνω στις επιστήμες και στα αποτελέσματά τους ο φιλόσοφος, απαιτείται η οικείωσή του με τις βασικές έννοιες και η γνωριμία του με τις γνωσιολογικές αρχές και μεθόδους των επιμέρους επιστημών. Διαφορετικό θα πέσει στο δόκανο του ερασιτεχνισμού και θα απολέσει το ουσιαστικό και το θεμελιώδες: η φιλοσοφική γνώση θα είναι αυθαίρετη και ατεκμηρίωτη.
Ως αμείλικτη ερώτηση για το θεμελιώδες και φιλία για το πρωταρχικό η φιλοσοφία είναι μία ριζική επιστήμη. Διότι εισδύει στο βάθος των πραγμάτων, στα “ριζώματα” των όντων και ως Οντολογία θέτει προβλήματα οριακά, δύσκολα. Τώρα η άγρυπνη φιλοσοφική ζήτηση αναλαμβάνει να επεξεργασθεί, λογικά, προβλήματα και να δώσει λύσεις εμπειρικά μη επιβεβαιώσιμες.
Ως Οντολογία ή Μεταφυσική η φιλοσοφία δεν ταυτίζεται με την επιστήμη, είναι πέρα από αυτή, ανοίγεται σε έσχατους ορίζοντες και αγωνίζεται να δρασκελίσει τα όρια του Πεπερασμένου και να θεασθεί το Άπειρο, υψώνεται πάνω από τη ζωή, την τύχη και την ανάγκη, για να γευθεί μέσα στο χρονικό το αιώνιο.
Ως αξιολογική εν τούτοις επιστήμη η φιλοσοφία είναι δεμένη με τη ζωή, εκτιμά τα γεγονότα που συμβαίνουν και παίρνει θέση απέναντι σ’ αυτά: ζυγίζει τις ανθρώπινες πράξεις και προσδιορίζει ως κοινό γνώρισμα μια ιδιότητα που τις καθιστά πολύτιμες, άξιες, ανακαλύπτει δηλ. την αξία τους. Οι ειδικές επιστήμες αντιθέτως γνωρίζουν τα πράγματα ανεξάρτητα από την αξία τους.
Κατά την ώρα της έρευνας και της γνωστικής πράξης ο ειδικός επιστήμων είναι αναγκασμένος να αναστείλει τις αξιολογικές κρίσεις και ιδιαίτερα τους πόθους του, τις συμπάθειές του και τις αντιπάθειες, έστω κι αν στο δρόμο προς τη μάθηση ήταν γόνιμα κίνητρα που του άνοιξαν τα μάτια. Η ειδική επιστήμη είναι τίμια μόνον όταν ελευθερώνεται από κάθε αξιολόγηση, παρατηρεί ο Μ. Βέμπερ (W. Weber).
Η φιλοσοφία έχει κανονιστική λειτουργία είτε ως κριτική των κανόνων και αρχών που διέπουν μια κοινωνία είτε ως εισηγήτρια νέων αιτημάτων και νέων αξιών. Ως θεωρητική αξιολογία ζητεί να κατανοήσει τις αξίες και τους φορείς τους, οικοδομεί σύστημα αξιών, ιχνεύει το νόημα των ανθρώπινων πράξεων και τις ελέγχει με κριτήριο το Δέον, κατατάσσει σε κατηγορίες τις διάφορες αξίες και τις ιεραρχεί.
Έτσι από την κατανόηση έρχεται στην καθημερινή ατομική και ομαδική συμπεριφορά, γίνεται πρακτική φιλοσοφία, η οποία ορίζει τώρα τι και πώς πρέπει να ενεργεί κάθε φορά ο άνθρωπος. Θεωρητικά ερωτά για το νόημα γενικά της πράξης η φιλοσοφία, ενώ ως πρακτική διδασκαλία υποδεικνύει τον τρόπο και το είδος της πράξης, ώστε αυτή να είναι σύμφωνη με τις ηθικές, αισθητικές, επιστημονικές, κοινωνικές, θρησκευτικές αξίες. Μία από τις τρεις θεμελιώδεις ερωτήσεις της φιλοσοφίας, όπως τις θέτει ο Καντ στα αντίστοιχα τρία μνημειώδη έργα του, είναι: τι πρέπει να πράττουμε, και μαζί με τις άλλες δύο: τι μπορούμε να ξέρουμε;
Σε τι επιτρέπεται να ελπίζουμε; κορυφώνονται στο ερώτημα: τι είναι ο άνθρωπος. Έτσι δείχνει η φιλοσοφία την ιδιαίτερη, δική της ταυτότητα εν σχέσει προς τις ειδικές επιστήμες και συγχρόνως αποκαλύπτει μια από τις πολλές όψεις της, την πρακτική της αλήθεια.
Η φιλοσοφική αλήθεια είναι πολυεδρική, πολυπρισματική, πολυπρόσωπη. Η φιλοσοφία βέβαια προϋποθέτει την επιστημονική γνώση που έχει γενική ισχύ και είναι υποχρεωτική για κάθε άνθρωπο, γιατί δίχως την μεθοδική, επιστημονική έρευνα απειλείται από τη φλυαρία και τη μυθολογική έκπτωση. Ταυτόχρονα όμως την υπερακοντίζει: ως διάφορος τρόπος σκέψης η φιλοσοφία και η αλήθειά της είναι πολύ ευρύτερη από την επιστήμη.
Η πολυεδρικότητα αυτή της φιλοσοφικής αλήθειας είναι γόνιμη και πανούργος. Αφήνει περιθώρια μεγάλης ελευθερίας στους στοχαστές να την προσεγγίζουν από ποικίλες γνωστικές γωνίες και έτσι παρέχει την ελπίδα και κάποτε τη βεβαιότητα ότι όλοι γεύθηκαν τους εύχυμους καρπούς της. Από εδώ βλασταίνουν τα ποικίλα φιλοσοφικά ρεύματα, τίθενται τα μεγάλα προβλήματα και μέσα από τις πολυσήμαντες διαμάχες και διαλεκτικές συγκρούσεις τρέφεται ο φιλοσοφικός στοχασμός.
Ωστόσο η φιλοσοφική αλήθεια παραμένει αδέσποτη: δίχως κτήτορα ή αποκλειστικό κάτοχο, και ο φιλόσοφος είναι πάντοτε στο δρόμο προς την αλήθεια ή κατά την έκφραση του Ράιχενμπαχ: “Αν συναντήσεις ένα φιλόσοφο που να ισχυρίζεται ότι έχει βρει την έσχατη αλήθεια, να είσαι δύσπιστος”. Το ίδιο είναι δυνατόν να λεχθεί και για τον επιστήμονα.
Φιλόσοφοι βαθείς και μεγάλοι ειδικοί επιστήμονες ομολογούν ότι όσο περισσότερο προχωρούν για την κατάκτηση της αλήθειας τόσο καλύτερα συνειδητοποιούν πόσο μακριά βρίσκονται. Έτσι ανάβει τώρα και στις επιμέρους επιστήμες, υπό άλλη βέβαια μορφή, η “γιγαντομαχία περί της ουσίας”: οι ειδικές επιστήμες δεν ασχολούνται ούτε αρκούνται μόνο στην ανακάλυψη των νόμων της φύσης και την αύξηση του ανθρώπινου ελέγχου επάνω στις φυσικές δυνάμεις, αλλά επιζητούν, μέσω των νόμων, να συλλάβουν την υπέρτατη πραγματικότητα, την ύψιστη αλήθεια. Δεν είναι, επομένως, η Φιλοσοφία εκείνη που έγινε επιστημονική – αυτό ήταν πάντοτε – αλλά η επιστήμη γίνεται όλο και περισσότερο φιλοσοφική.
Ότι συνδέει φιλοσοφία και επιστήμη, είναι ο κόσμος και ο λόγος: έχουν κοινό αντικείμενο, τον κόσμο, κοινό σκοπό, να τον γνωρίσουν, και κοινό μέσον, τον ορθό λόγο για να τον εξηγήσουν. Ότι ωστόσο διαφοροποιεί βαθύτατα την φιλοσοφία από την επιστήμη είναι ο κόσμος και ο λόγος: οι ειδικές επιστήμες προχωρούν στην γνωστική κατάτμηση και μελέτη των φαινομένων, ενώ η φιλοσοφία επιδιώκει την ενιαία σύλληψη του κόσμου και την απροκατάληπτη ερμηνεία της ουσίας του, και κυρίως: ενώ φιλοσοφία και επιστήμη για να εξηγήσουν τον κόσμο μεταχειρίζονται τον ορθό λόγο, η επιστήμη, δηλ. οι επιμέρους ειδικές επιστήμες έχουν ένα όριο στη χρήση του λόγου, που δεν το υπερβαίνουν.
Αντίθετα η φιλοσοφία εκμεταλλεύεται απεριόριστα όλες τις δυνατότητες του λόγου, αφού ερωτά και για τα αξιώματα και τις υποθέσεις των επιστημών, ενώ σιωπούν οι ίδιες επ’ αυτού.

Φιλοσοφία και Θρησκεία
Το έργο βέβαια του φιλοσοφικού λογισμού δεν είναι να ελέγξει μόνο τα υποθετικά βάθρα της επιστήμης, αλλά να συνθέσει τα αποτελέσματα και τα κοσμοείδωλα των ειδικών επιστημών σε μια ενιαία και επιστημονικά θεμελιωμένη κοσμοθεωρία και να οικοδομήσει έτσι ένα φιλοσοφικό σύστημα. Τούτο το σύστημα δε γίνεται να είναι οριστικό και αποκρυσταλλωμένο, αποστεωμένο και τελικό, αλλά ανοιχτό στις νέες εμπειρίες και κατακτήσεις της έρευνας ή εξελίξεις του ιστορικού γίγνεσθαι και επομένως έτοιμο για εμπλουτισμό, διόρθωση και αναθεώρηση.
Στη θρησκεία όμως το κοσμοείδωλο και το αξιολογικό σύστημα είναι βαθύτατα εξηρτημένα από ένα ορισμένο δόγμα. Στο θρησκευτικό δόγμά εκφράζονται οι ιδέες για τον κόσμο ως όλο, για το νόημα της ζωής και τον προορισμό του ανθρώπου. Όσα διατυπώνονται λογικά και συστηματικά στη φιλοσοφία, αποκαλύπτονται συμβολικά, δογματικά ή τελετουργικά στη θρησκεία.
Ο φιλόσοφος υπακούει στην αυθεντία της γνώσης, ο θρησκευόμενος στη θέρμη της πίστης. Εκείνος ακολουθεί τα βήματα του λόγου, ο δεύτερος εμπιστεύεται τους χτύπους της καρδιάς. Ο φιλόσοφος είναι πεπληρωμένος από το “καρποφόρο πάθος της εμπειρίας” και το σεβασμό προς τη λογική, ο δογματικά πιστός ειρηνεύει τη θυμική του χρεία μέσω θρησκευτικού βιώματος.
Αυτά δε σημαίνουν όμως αμφισβήτηση του επιστημονικού χαρακτήρα της θεολογίας και άρνηση της θρησκείας, υπογραμμίζουν απλώς τη βασική διαφορά ανάμεσα στη φιλοσοφία και τη θρησκεία: φιλοσοφική γνώση και θρησκευτική πίστη ίστανται σε διαφορετικά επίπεδα. Γι’ αυτό η θρησκευτική πίστη δεν είναι δυνατό ούτε να αποδειχθεί ούτε να αναιρεθεί με τη Λογική και την εμπειρική επιστήμη. Κάθε περιοχή έχει τα δικά της προβλήματα και τη δική της αλήθεια. Πράγμα που οδήγησε στην αντίληψη ότι Γνώση και Πίστη είναι αγεφύρωτες: Φιλοσοφία και θρησκεία δεν έχουν σχέση ή και αντιτίθενται μεταξύ τους.
Έτσι είτε η θρησκεία στρέφεται ενάντια στη φιλοσοφία είτε η φιλοσοφία μάχεται τη θρησκεία. Η οξεία αντίθεση κορυφώνεται, στην πρώτη περίπτωση, με τη βλάσφημη έκφραση του Λουθήρου (Luther), που ονόμασε την ανθρώπινη λογική πόρνη του διαβόλου, στη δεύτερη με την ασεβή και αντιεπιστημονική ρήση του Μαρξ (Marx) που χαρακτήρισε τη θρησκεία όπιο του λαού.
Ασφαλώς η φιλοσοφία δεν ταυτίζεται με τη θρησκεία και οι διαφορές ως προς το περιεχόμενο, τη μέθοδο και τα μέσα γνώσης και έρευνας είναι σημαντικές ανάμεσά τους. Όμως η μεταφυσική χρεία είναι ανώλεθρη. Αυτή τη χρεία ζήτησαν να ικανοποιήσουν και ο homo sapiens και ο homo religious.
Τούτο αποκαλύπτει την εσωτερική σχέση και τη βαθύτερη συγγένεια ανάμεσα στη φιλοσοφία και τη θρησκεία. Ήδη ο Πλάτωνας είδε τον τελικό σκοπό της φιλοσοφίας στη “Θέα του αγαθού” και την “ομοίωσιν αυτώ” και ο Αριστοτέλης έβλεπε τη διδασκαλία για το Θεό, τη θεολογία ως ένα από τους τρεις βασικούς κλάδους της θεωρητικής φιλοσοφίας.
Στον Καντ επίσης κάθε γνώση βρίσκεται σε άμεση σχέση με την ιδέα της ψυχής, του κόσμου και του Θεού. Ο Γιάσπερς εξάλλου προσδιόρισε ως τρεις θεμελιώδεις λειτουργίες της φιλοσοφίας: τον προσανατολισμό στον κόσμο (Weltorientierung), τον υπαρξιακό φωτισμό (Existenzerhellung) και την άνοδο προς το Επέκεινα (Jenseits), στο Περιέχον τους δύο άλλους ορίζοντες, δηλ. τον άνθρωπο και τον κόσμο, λειτουργίες που είναι οι ίδιες με εκείνες κάθε θρησκείας.
Στην υψηλή και λυτρωτική αυτή συνάντηση φιλοσοφίας και θρησκείας σπεύδει να λάβει μέρος και η επιστήμη με τη σύγχρονη και διευρυμένη αντίληψή της περί κόσμου, ανθρώπου και Θεού: Στη φύση η ύλη δεν είναι εξολοθρεύσιμη, δεν καταστρέφεται παρά μετατρέπεται σε ενέργεια, ούτε ένα μόριο δεν εξαφανίζεται δίχως να αφήσει ίχνη, η φύση δε γνωρίζει εξόντωση παρά μόνο μετασχηματισμό. Ο μετασχηματισμός αυτός είναι μία μορφή αθανασίας. Η ιδέα της αθανασίας είναι θελκτική για την ανθρώπινη διανόηση.
Η θρησκεία πιστεύει σ’ αυτή, ενώ η φιλοσοφία με τον άμεσο ιδρώτα του λόγου της ανοίγει δρόμους που οδηγούν σ αυτή την πίστη. Φιλοσοφική γνώση και θρησκευτική πίστη ενισχύουν μια ζώσα πνευματική πρόοδο και γίνονται όργανα μετασχηματισμού της συνειδήσεως του ανθρώπου, δηλ. αποκαλύψεως του Θεού, ζωντανής παρουσίας μέσα στην ανθρώπινη συνείδηση του Απρόσιτου. Έτσι, γνώση και πίστη είναι συλλειτουργοί της αιώνιας αλήθειας.
Σάρκωση αυτής της αλήθειας, ειδικότερα στο χριστιανισμό, συνιστά η Αποκάλυψη. Με την οποία το άχρονο εισέρχεται μέσα στο παροδικό, το άναρχο μέσα στο φθαρτό, το αχώρητο μέσα στο χωρικό, το ακίνητο μέσα στο μεταβλητό, το μακάριο Είναι μέσα στο ανήσυχο Γίγνεσθαι.
Η Αποκάλυψη όμως δεν υπόκειται σε γνωστική προσπέλαση, ιστορική αιτιολόγηση, λογική θεμελίωση, θεωρητική κατανόηση ή πρακτική επαλήθευση. Αν εκληφθεί ως ιστορικά μεμαρτυρημένη αλήθεια, τότε δεν είναι μεταφυσική και αιώνια αλήθεια, τότε δεν είναι ιστορική, μεμαρτυρημένη: είτε δηλ. είναι ιστορικό γεγονός, οπότε δεν είναι μεταφυσικό, είτε είναι μεταφυσικό, οπότε δεν είναι ιστορικό. Tertium non datur. Επομένως λογική συμφιλίωση ανάμεσα στις δύο αυτές κατηγορίες αληθειών, όπως τις διέκρινε ο Λέσσιγκ (Lessing) – δίχως να παραβιασθούν οι λογικοί κανόνες είναι αδύνατη και θα συνιστούσε “μετάβασιν εις άλλο γένος”, σύμφωνα με την άποψη του Αριστοτέλη. Ότι δεν είναι σε θέση να κατορθώσει η αδύναμη γνώση, το πραγματοποιεί η παντοδύναμη πίστη. Γι’ αυτό χρειάζεται κατά τον Κίρκεγκορ (Kierkegaard) ένα απεγνωσμένο άλμα στο χώρο του Παραδόξου, του Παραλόγου, του ανοήτου, απαιτείται η συντριβή του λόγου, η σταύρωση της λογικής, που όμως σημαίνει σωτηρία και ανάσταση για την ύπαρξη.
Όλα τα άλλα είναι εγκατάλειψη της χριστιανικής πίστης. Έτσι δείχνεται εδώ οξύτατα η ριζική διαφορά φύσης και προέλευσης ανάμεσα στη γνώση και την πίστη. Συμφιλίωση μεταξύ των δύο είναι μόνον εφικτή υπό την έννοια να μη χλευάζει η γνώση την πίστη και η πίστη να μην εξουσιάζει τη γνώση.
Φιλοσοφία και τέχνη: Η κατανόηση όμως του κόσμου και της ζωής δεν είναι αποκλειστικό έργο του πνεύματος που φιλοσοφεί, δηλ. που αγωνίζεται να συλλάβει λογικά, διαλεκτικά την ουσία των όντων ή του πνεύματος που θρησκεύεται, δηλ. που επιχειρεί βιωματικά να συναντήσει το Θείο. Υπάρχει και η τέχνη, η οποία προσπαθεί αισθητικά να απεικονίσει, να παραστήσει μέσα από ένα σύνολο μορφών, εικόνων την ουσία του Όντος. Η έλλογη ερμηνεία του κόσμου δεν είναι πάντοτε δυνατή και οπωσδήποτε δεν είναι το ευτυχέστερο είδος γνωριμίας και γνωστικής συμπεριφοράς. Η άμεση βίωση, η διαίσθηση και η ενόραση αποτελούν ενίοτε συντομότερους και ασφαλέστερους δρόμους για τη μετάδοση του νοήματος του κόσμου.
Με τη λέξη “τέχνη” νοούμε εδώ τις καλές τέχνες: ποίηση, μουσική, αρχιτεκτονική, γλυπτική, ζωγραφική, θέατρο, χορό, κινηματογράφο. Η τέχνη αυτή έχει δύο βασικά γνωρίσματα: είναι ελεύθερη, δεν είναι υποταγμένη σ’ ένα έξω από την ίδια σκοπό πρώτα και δεύτερον ανακοινώνει, εκφράζει κάτι.
Το γνώρισμα της ελευθερίας της διαστέλλει την τέχνη από την τεχνική και η δυνατότητα να μεταδίδει μηνύματα από τα ευχάριστα, ωραία παιχνίδια, δηλ. από την απλώς ευχάριστη τέχνη των παιχνιδιών, που εγείρουν προσωρινά το ενδιαφέρον. Στην τέχνη από το ένα μέρος πρόκειται για εκείνο που αυτή μεταδίδει, δηλ. για το πνευματικό περιεχόμενο. Από το άλλο μέρος ίσταται το μέσο, το υλικό (τόνοι, ήχοι, χρώματα, μορφές), με το οποίο γίνεται δυνατή η ανακοίνωση αυτού του περιεχομένου.
Σε ένα έργο τέχνης συναιρούνται σε μια ενότητα πλήρη και οι δύο αυτές πλευρές. Ο ποιητής Φρ. Σίλερ (Fr. Schiller) στην καλολογική ενότητα του αισθητικού και του πνευματικού βλέπει την αρμονική συμφιλίωση των δύο πλευρών του ανθρώπινου είναι.
Η τέχνη – όπως η φιλοσοφία και η θρησκεία – πραγματώνει τις τρεις θεμελιώδεις λειτουργίες: του εγκόσμιου προσανατολισμού, του υπαρξιακού φωτισμού και της αποκαλύψεως του Θείου, του υπερβατικού, του επέκεινα. Η τάξη και η αρμονία του κόσμου προκαλούν στο δημιουργικό, ποιητικό νου ένα σφοδρό έρωτα και την ανάγκη να εκφράσει το κάλλος των αισθητών όντων.
Ο δρόμος όμως προς το ωραίο ανοίγει μόνον όταν ο ποιητής, ο καλλιτέχνης δηλ., βιώσει και έτσι αναγνωρίσει την αισθητή ωραιότητα ως ανταύγεια της ωραιότητας του πνευματικού κόσμου. Το κακό, τώρα, δηλ. το άσχημο νιώθει ο δημιουργός ως ένα ψυχικό ρύπο και ποιώντας και οδοιπορώντας προς το νοητό κάλλος καθαίρεται και λυτρώνεται: η ψυχή του, λέγει ο Πλωτίνος γίνεται θεοειδής. Γι’ αυτό μόνον ένας αληθινός δημιουργός μπορεί να θεασθεί το ωραίο, δηλ. το αγαθό, το Θεό.
Ο φιλόσοφος λέγει “περί του Θεού”, ο θρήσκος προσεύχεται και ζει εν τω Θεώ, ο καλαισθητικός δημιουργός διαλέγεται μαζί του μέσω της καλλιτεχνικής μεταφυσικής φαντασίας. Ο φιλόσοφος και ο ποιητής ανοίγουν μια γνωστική δοσοληψία με το ον, στρέφονται προς την αλήθεια του. Όμως ο φιλόσοφος διοδεύοντας μέσα στις ανειρήνευτες αντιθέσεις αλγεί και ο λόγος του αγκομαχεί και ανεβαίνοντας τον Όλυμπο του Μυστηρίου στομώνει και αφλογιστεί. Αντίθετα ο ποιητής, δηλ. ο καλλιτέχνης, ο δημιουργός εποπτεύοντας τον κόσμο διηγείται το κάλλος του, αφού εμβιώσει το ασύλληπτο βάθος του Είναι και υψώνεται έτσι ως τα κράσπεδα της αλήθειας του.
Αυτό σημαίνει ότι μόνο ο αισθητικός ζει, αναπαύεται, βιοτεύει μέσα στους κόλπους του Όντος και βυζαίνει από τις μυστικές του πηγές. Η τέχνη επομένως μπορεί να αποκαταστήσει μια ζωντανή, πυρίπνοη, φλεγόμενη σχέση με το Ον, να γίνει ο ποιμήν του Όντος, να το προσεγγίσει βαθύτερα: “Να τραγουδάς και να σκέφτεσαι είναι δύο γειτονικοί κορμοί της ποιητικής πράξης. Βλασταίνουν από το Ον και ανεβαίνουν ως την αλήθειά του”, υπογραμμίζει ο Μ. Heidegger, ενώ – σημειώνει – το βαθύτερο νόημα της ποιήσεως δεν το αποκαλύπτει η ιστορική – φιλοσοφική έρευνα παρά ο διάλογος ανάμεσα στο φιλόσοφο και τον ποιητή, ένα βαρυσήμαντο ρήμα του μέγιστου αυτού διανοητή των χαλεπών μας καιρών:
Δίχως να υποβαθμίζει την συναισθηματική σφαίρα από την οποία αντλεί η τέχνη, προβάλλει τον ύψιστο ρόλο που διαδραματίζει η φαντασία ως δύναμη γνωστική και εμφανίζει την εσώτατη πνευματική συγγένεια ανάμεσα στην τέχνη και τη φιλοσοφία. Μαζί με τον εύρωστο στοχασμό δρα βαθύ το συναίσθημα και κραταιά η φαντασία για να δοθούν στίχοι, όπως αυτοί: “Από ρυπαρών χειλέων, από βδελυράς καρδίας, από ακαθάρτου γλώσσης, εκ ψυχής ερειπωμένης, δέξαι δέησιν, Χριστέ μου” του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου.
Οι οποίοι φωτίζονται από την επίγνωση της μηδαμινότητας και συγχρόνως από την συνείδηση της πληρότητας της πρώτης αρχής. Κυρίως καθρεφτίζεται στους στίχους αυτούς η γόνιμη συμπαρουσία και διασταύρωση φιλοσοφικής, θρησκευτικής και αισθητικής σκέψης. Εδώ το φιλόσοφο-Θεολόγο ποιητή κατακαίει ως πυρ φλέγον η μηδαμινότητα υπό την έννοια ότι αισθάνεται εκπεσμένος, εκπατρισμένος από τη γενέθλια γη του Όντος και ζητεί να επιστρέψει στην ποθεινή του πατρίδα.
Με την καθαρή του λαλιά επιποθεί να ζεύξει το παροδικό με το αιώνιο με γέφυρες που κατά τη διάβασή τους γεννούν ένταση και προκαλούν δέος και ίλιγγο, συναισθήματα που στο τέλος τα ειρηνεύει και τα ισορροπεί ο ηδυσμένος λόγος: “Αποστολή του καλλιτέχνη είναι να φτερουγίζει ως τη θεότητα και να κομίζει τις ακτίνες της στην ψυχή των ανθρώπων”, θα πει ο γίγας της μουσικής τέχνης, ο Μπετόβεν.
Γνήσια φιλοσοφία, υψηλή τέχνη και βαθιά θρησκευτική πίστη συνυπάρχουν σε ένα λεπτό και πηγαίο δημιουργό. Είναι αποκαλυπτικό ότι ο Πλωτίνος, ο αντιχριστιανός φιλόσοφος του 3ου μ.Χ. αιώνα και έσχατος μεγάλος στοχαστής της αρχαιότητας, έδωσε θεολογική χροιά στο Εν ή στο Πρώτο, στη δημιουργική αιτία του Παντός: “Πατρίς δη ημίν, όθεν παρήλθομεν, και πατήρ εκεί. Τις ούν ο στόλος και η φυγή; Ου ποσί δει διανύσαι. Πανταχού γάρ φέρουσι πόδες επί γην άλλην επ’ άλλης” ή “ου γαρ, ότε Ενόησε Θεόν, Θεός Εγένετο”. Την ίδια αποστολή για τη φιλοσοφία είχε δρομολογήσει ο Πλάτων.
Η τέχνη διοχετεύει το μεταφυσικό άλγος στις παραβολές, ενδύει τα γνωσιολογικά προβλήματα με σύμβολα και χρώματα και χρησιμοποιεί την εικόνα για να θέσει τα οντολογικά ερωτήματα. Όλα αυτά είναι τρόποι που οδηγούν στην έσχατη αλήθεια, προς τη γνώση του έσχατου σκοπού του κόσμου και των όντων. Ότι δεν πετυχαίνει κάποτε η αμείλικτη διαλεκτική το κατορθώνουν η μεταφορά, η αλληγορία, ο μύθος, το σύμβολο. Στον πιο απλό φαινομενικό στίχο κρύβεται ή μ’ αυτόν αγγέλλεται το ίδιο το Ον.
Η φιλοσοφία περισφίγγει με λογικούς όρους, πολιορκεί με έλλογες κατηγορίες και τρόπους σκέψης και αγωνίζεται έτσι να αλώσει το κάστρο αυτού του Όντος, η τέχνη με αισθητά σύμβολα.
Η αλήθεια της φιλοσοφίας έγκειται στην αυστηρή ακολουθία, τη λογική συνέπεια και την εσωτερική συνοχή, η αλήθεια της τέχνης στην τελειότητα της παραστάσεως. Η φιλοσοφία αποβλέπει στην καθολικότητα ή την καθολική εγκυρότητα της θεωρίας, η τέχνη στην κοινή αποδοχή του Ωραίου που αποκαλύπτεται μέσω του καλλιτεχνήματος.

Φιλοσοφία και ζωή
Η ασίγαστη φιλοσοφική όρεξη, η αμείλικτη κριτική στάση και τάση του φιλοσοφείν, η κοπιώδης απόπειρα να διατυπώσει η φιλοσοφία μία γενική θεωρία και να φθάσει σε μια ολική γνώση, κυρίως να ερμηνεύσει και έτσι να δώσει νόημα στην ανθρώπινη ύπαρξη, όλα αυτά καθιστούν το φιλόσοφο λογισμό μία από τις αποφασιστικές εκείνες δυνάμεις που επεμβαίνουν δραστικά στο ιστορικό Γίγνεσθαι και διαμορφώνουν τη ζωή.
Η γνήσια φιλοσοφία δεν αποξενώνεται, αλλά θεμελιώνεται επάνω στη ζωή: αναβλύζει από τις εμπειρίες της, από την αινιγματικότητά της, από τα μεγάλα προβλήματά της και γίνεται κοφτερή συνείδηση για τη ζωή. Ο φιλόσοφος – και όχι μόνο ο ειδικός παρά κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος – θωρεί κατά πρόσωπο τη γέννηση και το θάνατο, την ελευθερία και τον εξαναγκασμό, την αγάπη και το μίσος, την ευθύνη και την ενοχή, την αλήθεια και την πλάνη, το καλό και το κακό. Βυθίζεται σε αγωνιώδη περισυλλογή και αναζητεί την αιτία τους. Αποφασίζει για την ουσία της ζωής και την αξία της. Η φιλοσοφία γίνεται έτσι ο επιούσιος άρτος της ζωής, ο αναπόφευκτος.
Όμως η φιλοσοφία δεν παρατηρεί ανίσχυρη: “Δεν είσαι σε θέατρο, δηλ. οφείλεις να μη κοιτάξεις” μόνο, συμβουλεύει ο Μαρσέλ (G. Marcel), αλλά κινεί τη ζωή, είναι ο ταραξίας της. Όλα τα ιδεολογικά και κοινωνιολογικά ρεύματα που κυριαρχούν και στηρίζουν ή κλονίζουν την εποχή μας και τη ζωή μας και καθορίζουν σχεδόν την πορεία της ιστορίας είναι φιλοσοφικά. Στο κέντρο επίσης των πολιτικών αντιθέσεων ευρίσκεται η φιλοσοφία. Ιδιαίτερα βαρυσήμαντη είναι η κοινωνική λειτουργία της φιλοσοφίας.
Ο Πλάτων είχε ήδη αναζητήσει τον καλύτερο τρόπο οργανώσεως της πολιτείας για τη βελτίωση των συνθηκών διαβιώσεως και την ίδρυση μιας νέας κοινωνικής ηθικής, βασισμένης στη συνετή και δίκαιη ρύθμιση των ανθρώπινων σχέσεων με άγρυπνους νόμους και φωτισμένους φύλακές τους. Με πνεύμα οξύ διαπίστωνε ότι, αν οι νόμοι ατονήσουν, τότε η ελευθερία, το μέγιστο αγαθό και η δημοκρατία, το άριστο πολίτευμα απειλούνται από την αλόγιστη χρήση της ελευθερίας και την άρνηση της ελευθερίας των άλλων: “Νομίζω ότι από την ακρότατη ελευθερία γεννιέται και η μεγαλύτερη και αγριότερη δουλεία”. Γι’ αυτό το μέλημα του Πλάτωνα, που σημαίνει η ακοίμητη φροντίδα της φιλοσοφίας πρέπει να είναι η συγκρότηση μιας ενάρετης και ευνομούμενης πολιτείας.
Η φιλοσοφία τώρα με την πειστική της ρώμη αγωνίζεται για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου και την ελευθερία του, δηλ. για την αλήθεια: “Το μοναδικό υπαρξιακό χρέος των διανοούμενων είναι να αφυπνίσουν το πλήθος των ανθρώπων σχετικά με τους ολίγους εκείνους που εκμεταλλεύονται τους πολλούς και τους καταστρέφουν”, ειδοποιεί ο Χ. Μανν (Η. Mann). Την αφύπνιση αυτή όμως η φιλοσοφία οφείλει με την ηθική της περίσκεψη να την προφυλάξει από οποιαδήποτε βία με την προδρομική της λειτουργία.
Λειτουργεί προδρομικά, εμβολιάζει το δέντρο των “εσομένων”, όταν προετοιμάζει μεταβολές αποφασιστικές μέσα στην ιστορία του πνεύματος και την πορεία της κοινωνίας. Ιστορία και κοινωνία βηματίζουν στο ρυθμό των φιλοσοφικών ιδεών, από τις οποίες προκύπτουν ύποπτες κάποτε για τον άνθρωπο και την ελευθερία του ιδεολογίες. Ότι πρόκειται να εκδιπλωθεί μέσα στην εξελικτική διαδικασία, τον πολιτισμό των λαών, το έζησε περίπου μέσα στο πνεύμα του ο μεγάλος στοχαστής. “Οι άνθρωποι της δράσης άλλωστε είναι – όχι σπάνια – τα όργανα των ανθρώπων της σκέψης”, ισχυρίζεται ο Χάινε (Heine): “Ο Μ. Ροβεσπιέρος ήταν απλώς το χέρι του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ”.
Η φιλοσοφία προς τούτοις με την ψυχραιμία του λόγου της και την ηθική της σύννοια, την πρακτική της περίσκεψη και την ήπια θέρμη της θα ανοίξει δρόμους, θα ερευνήσει ή και θα σχεδιάσει συστήματα θεσμών που να ασφαλίζουν την ανεξαρτησία και την πρόοδο του ανθρώπου δίχως βέβαια να τον απανθρωπίζουν: “Η αληθινή πολιτική – λέγει ο Καντ – δεν μπορεί να κάμει βήμα χωρίς να έχει προηγουμένως υποβάλει τα σέβη της στην ηθική”.
Δίχως πάλι την ηθική, θεμελιώδη κλάδο που ονομάζεται πρακτική φιλοσοφία, η διάδοση των αξιών, η γνωριμία των ανθρώπων μ’ αυτές και η τήρησή τους θα ήταν αδύνατες. Η άγνοια πολλές φορές είναι υπεύθυνη για τα ηθικά σφάλματα: “ουδείς εκών κακός”, δίδασκε ο Σωκράτης. Υπήρξαν άλλωστε φιλόσοφοι – για να παραλείψω τους μεγάλους, Πλάτωνα και Αριστοτέλη και Καντ, οι οποίοι δεν επιδίωξαν απλώς να ερμηνεύσουν, αλλά με τις φιλοσοφικές τους απόψεις επιχείρησαν να αλλάξουν τον κόσμο – που θεώρησαν πρακτική υπόθεση τη φιλοσοφία και την έβλεπαν ως μέσο και όργανο διαμόρφωσης της ζωής: τέχνη ζωής, ars νitae κατά τον Κικέρωνα.
Βαθιά είναι η ικανοποίηση που αντλεί ο άνθρωπος από το φιλοσοφικό στοχασμό. Την πλήρωση αυτή εκφράζει με σαφήνεια και απλότητα ο Πλούταρχος: “Δίχως τη φιλοσοφία ο καθημερινός βίος είναι μια μελωδία χωρίς ωραιότητα και καθαρότητα”.
Αρχέγονη μελωδία η φιλοσοφία οδηγεί τη ζωή και τον άνθρωπο σε ένα είδος εσωτερικής ευδαιμονίας: “Ας μην αμελεί κανείς να ασχολείται με τη φιλοσοφία είτε επειδή είναι νέος, είτε επειδή είναι γέρος ας μη νιώθει κουρασμένος γι’ αυτή, γιατί το να κάνει κάτι κανείς για την ψυχική του υγεία δεν είναι τόσο νέος ή τόσο γέρος, όποιος μάλιστα ισχυρίζεται ότι είναι νωρίς ακόμη γι’ αυτόν να φιλοσοφήσει ή πολύ αργά πλέον, ομοιάζει με εκείνο που υποστηρίζει ότι δεν ήρθε ακόμη ή έχει ήδη περάσει η σωστή χρονική στιγμή για την ευδαιμονία του. Πρέπει λοιπόν να ασκείται και ο νέος και ο γέρος στη φιλοσοφία”, συμβουλεύει ο Επίκουρος τον Μενοικέα.
Πόσο πολύτιμη για την ανθρώπινη ζωή και πόσο αναπόφευκτη είναι η φιλοσοφία και αναγκαία, ώστε να δυνηθεί αυτή η ζωή να γίνει ανθρώπινη αποκαλύπτουν οι λόγοι του ποιητή Χαίλντερλιν (Holderlin): “Φιλοσοφία οφείλεις να σπουδάζεις έστω κι αν δεν είχες χρήματα περισσότερα από όσα χρειάζονται για να πάρεις ένα λύχνο ελαίου και χρόνο λιγότερο από εκείνο που μεσολαβεί από τα μεσάνυχτα ως το λάλημα του αλέκτορα”!

Αποστολή της φιλοσοφίας
Η σπουδή της φιλοσοφίας αποβλέπει πρώτα στην άρση της πνευματικής αργίας. Οκνηρία και ερίζουσα φλυαρία είναι τα γνωρίσματα του ανθρώπου εκείνου που δε μετέλαβε από φιλοσοφική παιδεία. Την ερευνητική ατολμία η δράση του φιλοσοφικού λόγου μετατρέπει σε εργασία και ζήτηση: “όδε δέ εργατικούς τε και ζητητικούς ποιεί”, και την εριστική κενολογία σε “σιωπηλό” διάλογο.
Ο “σιωπηλός” διάλογος, μυστική γέφυρα κοινωνίας ανάμεσα στο δάσκαλο και το μαθητή, βαθύτατη δηλ. συνάντηση ψυχών και πνευμάτων, είναι γόνιμος και θεμελιώδης. Από αυτόν θα βλαστήσει και ο “έν φωνή” διάλογος, ανύπνωτη ερώτηση και ασίγαστη διαλεκτική απορία, και ο διάλογος με τον ίδιο τον εαυτό μας.
Να γεωργήσει όλες τις μορφές διαλόγου, τούτο είναι πρωταρχικό μέλημα της φιλοσοφίας: Από τη νωθρή βεβαιότητα της αυτονόητης γνώσης οδηγεί η φιλοσοφία στη λυτρωτική συνείδηση της καρπερής αμφιβολίας. Το ανθρώπινο “εγώ” ζει τώρα το πρόβλημα της έρευνας και το βιώνει ως ένταση ανάμεσα στη γνώση και στην άγνοια. Η ένταση αυτή το συγκρατεί, ώστε ούτε στην αρχική του θέση να επανέλθει: στη γνώση της γνώσης του και στην αφελή βεβαιότητά του, δηλ. στην άγνοια της αγνοίας του, ούτε σε πλήρη άγνοια να περιπέσει, δηλ. σε απόλυτη αγνωσία, αλλά να ωθηθεί στην γνώση της γνώσης και της αγνοίας του, να περιέλθει δηλ. σε απορία.
Γνώση της γνώσης, γνώση της άγνοιας και γνώση της γνώσης και της άγνοιας είναι τα στάδια, οι βαθμίδες που ανεβαίνει το “εγώ” για να επιτύχει την αυτογνωσία του. Η αυτογνωσία ή αυτοσυνειδησία είναι μια μορφή εσωτερικής πληρότητας πολύ ανήσυχη και σκληρή. Η αυτοσυνειδησία εξολοθρεύεται μόλις ο αγώνας για τη διαρκή κατοχή της σταματήσει: την κατέχουμε μόνο υπό την έννοια της ατελεύτητης προσπάθειας.
Η αυτοσυνειδησία βέβαια είναι μια κοφτερή επίγνωση έλλειψης, ενός “ούπω οίδα” και ένα κριτήριο για την ποιότητα του ανθρώπινου είναι: “Ο βαθμός της γνώσης μετρείται σε αναλογία με το βαθμό της αυτογνωσίας. Αν αυτό δεν συμβαίνει, τότε όσον υψηλότερη η γνώση τόσο μεγαλύτερη η εξαφάνιση του είναι του ανθρώπου”, λέγει ο πατέρας του Υπαρξισμού, ο Δανός φιλόσοφος Κίρκεγκορ.
Έτσι η ίδια η φιλοσοφία είναι δυνατόν να ορισθεί ως μία αυτοκριτική, ως ένας αυτοστοχασμός, ως ένας αυτοέλεγχος, ως μία πράξη εσωτερική, ως μία κοπιώδης καταπονούσα αποστολή: ο φιλόσοφος οφείλει να ανέλθει πρώτος αυτός τις δύσκολες βαθμίδες της αυτοσυνειδησίας του και ύστερα να εκπληρώσει το έργο του, δηλ. την πρωταρχική αποστολή της φιλοσοφίας. Η πρωταρχική αποστολή της φιλοσοφίας είναι να οδηγήσει τον άνθρωπο σε αυτογνωσία.
Το φιλόσοφο όμως πρέπει να πυρώνει όχι μόνον η έγνοια για την καλλιέργεια του ατομικού “εγώ”, αλλά και για τη διαμόρφωση της κοινωνικής ζωής. Η οποία σήμερα είναι σαν να κρατά ένα σφυρί και να θέλει να θρυμματίσει με αυτό κάθε δεσμό, κάθε αξία, κάθε αρετή, κάθε είδος ορθής επικοινωνίας: οι άνθρωποι δεν συνεννοούνται, δεν ανταποκρίνονται, ουσιαστικά δε συνυπάρχουν, αλλά απλώς γειτνιάζουν, έρημες παρουσίες ανάμεσα σε άπειρο πλήθος.
Μέγιστο καθήκον της φιλοσοφίας ως κοινωνικής λειτουργίας είναι να απαντήσει θετικά στο αίτημα της επικοινωνίας, ένα αίτημα που προκαλεί ανήκουστους ηθικούς, θρησκευτικούς, αισθητικούς, οικονομικούς, επιστημονικούς, πολιτικούς πόνους, γιατί είναι ευρύτατο αίτημα και βαθύτατο: το cogito ergo sum του Ντεκάρτ έγινε respondeo ergo sum, υπάρχω όχι μόνο σκεπτόμενος, αλλά επικοινωνών.
Το άλλο μεγάλο επίσης κοινωνικό καθήκον της φιλοσοφίας είναι να αγωνισθεί για τον άνθρωπο που ενταγμένος μέσα στα ευρύτερα πλέγματα απειλείται με βιασμό της ελευθερίας του και αποτροπή του εξανθρωπισμού του, να αγωνισθεί ύστερα για μια Πολιτεία που θα έχει ως πρωταρχικό αγαθό τον άνθρωπο και τα δικαιώματά του και που η ισχύς της θα υπηρετεί το κοινό καλό.
Οξεία συνείδηση της υψηλής και ευγενικής αυτής κοινωνικής αποστολής είχαν όλοι οι μεγάλοι φιλόσοφοι. Η αγωνία για την “πόλη” κορυφώνεται στην απαισιόδοξη πρόβλεψη για την “παύλα των δεινών” της πλατωνικής “Πολιτείας”. Αυτή είναι η δεύτερη, κοινωνική αποστολή της φιλοσοφίας.
Την άλλη κύρια, την επιστημονική της αποστολή εκπληρώνει η φιλοσοφία ως: Επιστήμη που διατυπώνει υποθέσεις και συγχρόνως τις ελέγχει ως προς την ορθότητά τους – όπως ο Θαλής που “υπέλαβεν” το ύδωρ ως αρχέγονο στοιχείο όλων των όντων ή ο Δημόκριτος, πρόκειται για την σχεδιάζουσα υποθέσεις λειτουργία της φιλοσοφίας.
Ως έρευνα των βάσεων των επιστημών η φιλοσοφία εξετάζει τις προϋποθέσεις, το γνωστικό τους υλικό, τα μέσα και τα αποτελέσματά τους, τις έννοιες και τις μεθόδους των ειδικών επιστημών και σχηματοποιεί τις τελικές της ιδέες οικοδομώντας μια ενιαία αντίληψη, είναι η θεμελιώδης για τις επιστήμες λειτουργία της φιλοσοφίας. Ως καθολική επιστήμη συσχετίζει τις επιμέρους γνώσεις, συνδέει τα εξαγόμενα των επιστημών, αναζητεί ένα γενικό νόημα και δημιουργεί ένα κοσμοείδωλο, αυτή είναι η συνθετική λειτουργία του φιλοσοφικού λογισμού.
Ως ελέγχουσα τους δυνατούς όρους της εμπειρικής πραγματικότητας θέτει υπό αμφισβήτηση τον κόσμο της εμπειρίας καθώς και τις προκύπτουσες από αυτόν γνώσεις των επιμέρους επιστημών και έτσι λειτουργεί η φιλοσοφία ως ριζική, καθολική κριτική επιστήμη. Ως παιδεία, αγωγή του λόγου ακόμη η φιλοσοφία βοηθεί στην πειθαρχία της γλώσσας και μέσω αυτής στην πειθαρχία της σκέψης και έτσι απελευθερώνει τον άνθρωπο από την αυστηρότητα του δογματισμού και από τη νωθρότητα του σκεπτικισμού.
Η ορθή σκέψη είναι – παρατηρεί ο Πουανκαρέ (Poincare) – ένα αστροπελέκι μέσα σε μια μακρινή νύχτα, αλλά αυτό το αστροπελέκι είναι το παν”.
Από τότε που έλαμψε η φιλοσοφική αστραπή στον ουρανό του πνεύματος ο δρόμος του ανθρώπου έγινε καρποφόρος. Το δημιουργικό της δρόμο συνεχίζει επίσης και η φιλοσοφία με την ίδια μάλιστα ερευνητική ορμή που πριν από χιλιάδες χρόνια τον άρχισε.
Στο μεταξύ έδωσε στον άνθρωπο να καταλάβει ελέγχοντας τις εσωτερικές φυσικές του δυνάμεις ότι είναι βέβαια φυσικόν ον, δεν ανήκει όμως μόνο στη φυσική πραγματικότητα, γιατί σκέπτεται “περί της φύσεως”, συνδέεται με ένα κόσμο, αλλά δε δέχεται μόνο σ’ αυτόν, αφού υψώνεται πάνω από αυτόν, οραματίζεται νέους και σχεδιάζει μελλούμενους, ανώτερους, είναι ένα άτομο μιας συγκεκριμένης οικογένειας ή κοινωνίας, στην ουσία όμως είναι ένας οδοιπόρος, ξένος ανάμεσα στο “σήμερα” και στο αύριο, άνθρωπος με ψυχή, τον τόπο των ιδεών, αλλά η ίδια είναι άτοπη, παντού και πουθενά: ποια είναι η ουσία της και η εσωτερική της ενέργεια; ποια η τύχη της μετά θάνατο; ποια η σχέση της με το σώμα; ποια η σχέση πνεύματος ύλης;
Έπειτα: Ποσοτικά είναι συγκρίσιμος ο άνθρωπος με τον κόσμο; Ή η υπεροχή του είναι ποιοτική αντλούμενη από το πνεύμα του; Το βέβαιο είναι ότι ο άνθρωπος είναι εγκόσμιος. Όμως νοσταλγεί το Επέκεινα, Υπερβατικό, το Απόλυτο. Ξέρει ότι ο κόσμος που τον περιβάλλει ούτε ο ουσιώδης είναι ούτε όλος, είναι ένα θραύσμα του όλου. Αυτή η ρωγμή του όντος γίνεται ρωγμή της συνειδήσεώς του.

Κλάδοι της φιλοσοφίας
Η Φιλοσοφία διαιρείται στους ως κάτωθι κλάδους:
Ηθική ονομάζεται ο τομέας της Φιλοσοφίας που διερευνά ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να ζει ο άνθρωπος, ενώ δευτερευόντως, διερευνά το κατά πόσον μια τέτοια ερώτηση μπορεί πράγματι να απαντηθεί. Οι κύριοι κλάδοι της Ηθικής Φιλοσοφίας είναι η Μετα-ηθική, η Φορμαλιστική Ηθική και η Εφαρμοσμένη Ηθική.
Αισθητική ονομάζεται ο τομέας που ασχολείται με τη μελέτη και αντίληψη της ομορφιάς, της Τέχνης, της αναψυχής, θεμάτων γούστου και αισθημάτων, γενικώς με τον ορισμό του ωραίου, του αρμονικού και των αντιστρόφων τους.
Γνωσιολογία ονομάζεται ο κλάδος που διερευνά τα όρια, την προέλευση και την ποιότητα της ανθρώπινης γνώσης.
Μεταφυσική ονομάζεται ο τομέας που ασχολείται με το επέκεινα, με εκείνο που η εμπειρία δεν μας αποκαλύπτει. (Δεν πρέπει να συγχέεται με εξωεπιστημονικούς κλάδους όπως η Παραφυσική). Μελετά τη φύση της πραγματικότητας, περιλαμβάνοντας τη σχέση μεταξύ νου και σώματος, ουσίας, γεγονότος και αιτίας. Παραδοσιακοί κλάδοι της είναι η Κοσμολογία και η Οντολογία.
Επιστημολογία ονομάζεται ο τομέας που ασχολείται με τη φύση και το σκοπό της γνώσης, καθώς και αν η γνώση είναι δυνατή. Μεταξύ των κεντρικών προβληματισμών της είναι οι φιλοσοφικές προκλήσεις που θέτει ο Σκεπτικισμός και οι σχέσεις μεταξύ αλήθειας, πίστης και αιτιολόγησης.
Πολιτική Φιλοσοφία είναι η μελέτη των θεσμών διακυβέρνησης και των σχέσεων ατόμων (ή οικογενειών και φατριών) με κοινότητες, όπως το κράτος. Περιλαμβάνει ερωτήματα για τη δικαιοσύνη, το νόμο, την περιουσία, καθώς και τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των πολιτών. Η Πολιτική Φιλοσοφία και η Ηθική αποτελούν παραδοσιακά αλληλένδετους τομείς, καθώς και οι δύο περιστρέφονται γύρω από το ερώτημα τού τι είναι καλό και πώς πρέπει να διαβιούν οι άνθρωποι με σκοπό τη συνεχή προαγωγή των ανθρώπινων κοινωνιών.
Λογική είναι η μελέτη των έγκυρων διαλεκτικών φορμών. Ξεκινώντας στα τέλη του 19ου αιώνα, μαθηματικοί όπως ο Γκότλομπ Φρέγκε εστίασαν στη μαθηματική προσέγγιση της Λογικής, η οποία σήμερα χωρίζεται σε δύο ευρείς κλάδους: τη Μαθηματική Λογική και τη λεγόμενη Φιλοσοφική Λογική.
Φιλοσοφία της γλώσσας είναι αυτή που ερευνά θέματα της φύσης, καταγωγής και χρήσης της γλώσσας
Φιλοσοφία της Θρησκείας είναι ο κλάδος της Φιλοσοφίας που ασχολείται με τη μελέτη προβλημάτων της θρησκείας.
Όλοι οι παραπάνω κλάδοι διαιρούνται σε αρκετές υπο-ενότητες.


Λίστα Αναρτήσεων
Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι
Λίστα Αναρτήσεων
Αρχαίες ελληνικές σχολές φιλοσοφίας
Λίστα Αναρτήσεων

Σχόλια