Η Ρωσο-Οθωμανική πολιορκία της Κέρκυρας, 1798 -1799
Εισαγωγή
Η πολιορκία της Κέρκυρας από τα τέλη του 1798 έως τις αρχές του 1799 αποτελεί ένα κρίσιμο επεισόδιο στη νεότερη ιστορία του νησιού, των Ιονίων Νήσων και της ευρύτερης περιοχής της Μεσογείου. Η επιχείρηση αυτή σηματοδοτεί τη μετάβαση της Κέρκυρας από τη βενετική και γαλλική κυριαρχία στον έλεγχο μιας συμμαχίας της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εντάσσοντας το γεγονός στο πλαίσιο των Ναπολεόντειων και μετα-Ενετικών ανακατατάξεων. Το γεγονός αυτό, πέρα από την καθαρά στρατιωτική του διάσταση, αντικατοπτρίζει τις γεωπολιτικές ισορροπίες της εποχής, τη στρατηγική σημασία της Κέρκυρας και την επιρροή των μεγάλων δυνάμεων στην περιοχή. Το παρόν άρθρο επιχειρεί να αναλύσει το ιστορικό πλαίσιο, τα αίτια της σύγκρουσης, τη διεξαγωγή της πολιορκίας, τις στρατιωτικές και τεχνικές της πλευρές, τη μετάβαση στην πολιτική μεταπολεμική κατάσταση, καθώς και τις φιλολογικές και πολιτιστικές διαστάσεις της αφήγησης αυτού του γεγονότος.
Ιστορικό πλαίσιο
Μετά την κατάρρευση της Δημοκρατίας της Βενετίας το 1797 και την υπογραφή της Συνθήκης του Κάμπο Φόρμιο, τα Ιόνια Νησιά παραχωρήθηκαν στη Γαλλική Δημοκρατία, η οποία ανέλαβε τη διοίκηση υπό την ονομασία «Département de Corcyre». Η γαλλική παρουσία χαρακτηρίστηκε από προσπάθειες μεταρρύθμισης, αλλά συναντούσε έντονες τοπικές αντιδράσεις. Η δυσπιστία και η αμφιθυμία της κερκυραϊκής κοινωνίας απέναντι στη γαλλική διοίκηση διευκόλυνε την εξωτερική παρέμβαση, ιδίως από τη Ρωσία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, που θεωρούσαν την Κέρκυρα στρατηγικό σημείο ελέγχου της Αδριατικής και των θαλάσσιων οδών προς την ηπειρωτική Ελλάδα. Η Ρωσική Αυτοκρατορία ανέθεσε στον ναύαρχο Φιοντόρ Ουσάκοφ την αποστολή εκδίωξης των Γάλλων από τα Ιόνια Νησιά, σε συνεργασία με οθωμανικές δυνάμεις. Η προσωρινή αυτή σύμπραξη εντάσσεται στο πλαίσιο των Ναπολεόντειων πολέμων, όπου οι παραδοσιακές αντιπαλότητες υποχωρούσαν μπροστά σε νέα γεωπολιτικά συμφέροντα. Η στρατηγική σημασία της Κέρκυρας, με τα ισχυρά οχυρωματικά έργα του Παλαιού και Νέου Φρουρίου, τους προμαχώνες Αβράμης και Σωτήρος και τη νησίδα της Βίδου, καθιστούσε την πόλη και το λιμάνι της αντικείμενο υψηλής στρατηγικής αξίας για οποιαδήποτε δύναμη επιθυμούσε τον έλεγχο της Αδριατικής. Η γαλλική κατοχή συνιστούσε απειλή για την οθωμανική κυριαρχία στην περιοχή και για τη ρωσική προσέγγιση στη Μεσόγειο, επομένως η εκδίωξή τους αποτελούσε βασικό στόχο για τους συμμάχους.
Αιτίες και προετοιμασία της επιχείρησης
Η φθίνουσα δύναμη της Γαλλίας στα Ιόνια Νησιά, οι τοπικές αντιδράσεις και οι περιορισμένοι πόροι της φρουράς της Κέρκυρας δημιούργησαν τις συνθήκες για την ρωσο-οθωμανική επιχείρηση. Η Ρωσία επιδίωκε την εγκατάσταση βάσεων στη Μεσόγειο και τον περιορισμό της γαλλικής ισχύος, ενώ η Οθωμανική Αυτοκρατορία επιδίωκε την επαναφορά της επιρροής της στα Ιόνια Νησιά. Η προετοιμασία της εκστρατείας ξεκίνησε στα τέλη του καλοκαιριού του 1798, όταν ο Ushakov, με τον στόλο του, κινήθηκε μέσω του Δαρδανελίου για να συναντήσει τις οθωμανικές δυνάμεις και στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς τα Ιόνια Νησιά. Οι Γάλλοι, από την πλευρά τους, αντιμετώπιζαν δυσκολίες λόγω περιορισμένων μέσων και φθαρμένων οχυρωματικών έργων, παρά την ιστορική ισχύ των βενετικών οχυρώσεων. Η στρατηγική σημασία της Κέρκυρας σε συνδυασμό με την αποδυνάμωση της γαλλικής παρουσίας καθιστούσε την επιχείρηση σχεδόν αναπόφευκτη.
Η Πολιορκία (Νοέμβριος 1798 – Μάρτιος 1799)
Η πολιορκία ξεκίνησε επισήμως στις αρχές Νοεμβρίου 1798, όταν η ρωσο-οθωμανική ναυτική δύναμη εμφανίστηκε έξω από την Κέρκυρα. Η γαλλική φρουρά αριθμούσε περίπου 3.700 έως 4.000 άνδρες με περιορισμένο στόλο και περίπου 150 πυροβόλα, ενώ οι Ρώσοι και οι Οθωμανοί διέθεταν 12 πλοία γραμμής, 11 φρεγάτες και πολλές μικρότερες μονάδες, καθώς και αποβατικές δυνάμεις 6.200 έως 8.000 ανδρών. Στο πρώτο διάστημα της πολιορκίας, οι επιτιθέμενοι εγκατέστησαν πυροβολεία και θέσεις αποκλεισμού και κατέλαβαν προχωρημένες θέσεις, ενώ η κατάληψη της νησίδας της Βίδου κατέστη κρίσιμη για τον έλεγχο του λιμανιού και της προσπέλασης της πόλης. Κατά τη διάρκεια Δεκεμβρίου και Ιανουαρίου, η πολιορκία εντάθηκε, καθώς οι σύμμαχοι εμπόδισαν τον ανεφοδιασμό των Γάλλων, δημιουργώντας πίεση και οδηγώντας στην περαιτέρω αποδυνάμωση της φρουράς. Τον Ιανουάριο του 1799 το γαλλικό πολεμικό πλοίο Généreux κατάφερε να διαφύγει από το λιμάνι, μειώνοντας ακόμη περισσότερο την αμυντική ικανότητα. Τον Φεβρουάριο πραγματοποιήθηκε η τελική προετοιμασία για την εκκαθάριση των προμαχώνων της πόλης, με την κατάληψη της Βίδου να ανοίγει τον δρόμο για την τελική επίθεση. Στις αρχές Μαρτίου, τα πυροβολεία των συμμάχων άρχισαν ισχυρή επίθεση στα προμαχώνια Σαν Ρόκκο, Σαν Σαλβατόρε και Αβράμης. Η γαλλική φρουρά είχε μειωθεί σε περίπου 800 άνδρες και δεν μπορούσε πλέον να συνεχίσει αποτελεσματικά την άμυνα, με αποτέλεσμα την παράδοση της πόλης στις 3 Μαρτίου 1799 υπό τον διοικητή Louis Chabot.
Η άμυνα της πόλης βασίστηκε σε παλιά βενετικά και νεότερα γαλλικά έργα, αλλά η φθορά των τειχών και οι δυσκολίες ανεφοδιασμού οδήγησαν στην πτώση. Η συνεργασία Ρώσων και Οθωμανών ήταν στρατηγικά αποτελεσματική, με τους Ρώσους να αναλαμβάνουν κυρίως τον θαλάσσιο και πυροβολικό τομέα και τους Οθωμανούς τις χερσαίες αποβατικές δυνάμεις. Η τοπική κοινωνία της Κέρκυρας, αντιμετωπίζοντας προβλήματα υπό την γαλλική διοίκηση, έδειξε ανοχή ή ακόμη και υποστήριξη προς τους συμμάχους, διευκολύνοντας την επιτυχή ολοκλήρωση της επιχείρησης.
Επιπτώσεις και συνέπειες
Η πτώση της Κέρκυρας σήμανε το τέλος της γαλλικής κυριαρχίας και οδήγησε στη δημιουργία της Επτανήσιας Πολιτείας υπό ρωσο-οθωμανική προστασία το 1800. Η Ρωσία απέκτησε στρατηγική παρουσία στη Μεσόγειο, ενώ η Οθωμανική Αυτοκρατορία διατήρησε μια μορφή επιρροής στα Ιόνια Νησιά. Η Κέρκυρα, ως πρωτεύουσα της επτανησιακής πολιτείας, απέκτησε νέα διοικητική μορφή, με μεταβολές στη φορολογία και στις σχέσεις με ξένες δυνάμεις. Η πολιορκία ενσωματώθηκε στη συλλογική μνήμη ως σημείο αναφοράς της αλλαγής εποχής και της μετάβασης από τη γαλλική κυριαρχία στη νέα πολιτική κατάσταση.
Από πολιτιστικής και φιλολογικής πλευράς, η αφήγηση της πολιορκίας συνδέθηκε με την τοπική ιστορική μνήμη ως πράξη «απελευθέρωσης» από τη γαλλική κατοχή, ενώ η γαλλική περίοδος δεν παρουσιάζεται με ηρωική φόρμα όπως η βενετική περίοδος της πολιορκίας του 1716. Η ιστορική αφήγηση αποκαλύπτει πώς η συλλογική μνήμη διαμορφώνεται ανάλογα με το ποιος κατέχει την εξουσία μετά τα γεγονότα. Η πολιορκία αποτελεί αντικείμενο μελέτης για τη μετάβαση από την αρχαιότητα στη νεωτερικότητα στον ελληνικό χώρο και την επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων στην περιοχή.
Συμπέρασμα
Η πολιορκία της Κέρκυρας το 1798‑1799 δεν ήταν απλώς στρατιωτική αναμέτρηση, αλλά γεγονός που ενσωμάτωσε γεωπολιτικές μετατοπίσεις, αλλαγές καθεστώτων, συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας και εξέλιξη της πολιτικής ταυτότητας. Η επιτυχία της ρωσο-οθωμανικής συνεργασίας κατέστησε την Κέρκυρα υπό νέο καθεστώς και σηματοδότησε το πέρασμα από την εποχή της Βενετίας και της Γαλλίας σε μια νέα φάση, όπου η Μεσόγειος έγινε πεδίο ευρωπαϊκού ανταγωνισμού και στρατηγικού ελέγχου. Η φιλολογική διάσταση της αφήγησης συνεχίζει να διατηρείται στη μνήμη της Κέρκυρας ως γεγονός που μεταμόρφωσε το νησί από γαλλική κατεχόμενη θέση σε κεντρικό σημείο διεθνούς σημασίας.

Σχόλια