Translate

Μητροπολίτης Γερμανός (κατά κόσμον Στυλιανός Καραβαγγέλης)

Ο Μητροπολίτης Γερμανός ο κατα κόσμον Στυλιανός Καραβαγγέλης (Στύψη Λέσβου, 16 Ιουνίου 1866 – Βιέννη, 11 Φεβρουαρίου 1935) υπήρξε εμβληματική μορφή της νεότερης ελληνικής ιστορίας, συνδυάζοντας το εκκλησιαστικό του αξίωμα με έντονη εθνική δράση. Χειροτονήθηκε Επίσκοπος και τοποθετήθηκε Μητροπολίτης Καστοριάς σε μια από τις πιο κρίσιμες περιόδους για τη Μακεδονία, στις αρχές του 20ού αιώνα.

Με οξύ εθνικό φρόνημα και βαθιά αίσθηση καθήκοντος, ανέλαβε πρωταγωνιστικό ρόλο στον Μακεδονικό Αγώνα, όχι μόνο με λόγο και πνευματική καθοδήγηση, αλλά και με ενεργή συμμετοχή στη συγκρότηση και οργάνωση ένοπλων ανταρτικών σωμάτων, σε συνεργασία με ντόπιους Μακεδόνες οπλαρχηγούς. Η δράση του αυτή τον κατέστησε σύμβολο του ελληνορθόδοξου αγώνα για τη διατήρηση της ελληνικότητας της Μακεδονίας απέναντι στους Βουλγάρους κομιτατζήδες και τις πιέσεις των ξένων δυνάμεων.

Το 1913, μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας, ανέλαβε καθήκοντα τοποτηρητή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ενώ το 1924 διορίστηκε Έξαρχος της Ορθοδόξου Εκκλησίας στη Βιέννη, όπου και παρέμεινε έως τον θάνατό του το 1935. Ετάφη εκεί, αλλά το 1959 τα οστά του μεταφέρθηκαν με τιμές στην Καστοριά, την πόλη όπου είχε αφήσει ανεξίτηλο το αποτύπωμά του, και ενταφιάστηκαν ως ελάχιστος φόρος τιμής στην προσφορά και το έργο του.
Η Πνευματική και Ακαδημαϊκή Διαμόρφωση του Μητροπολίτη Γερμανού 
Ο Στυλιανός Καραβαγγέλης γεννήθηκε στη Στύψη της Λέσβου στις 16 Ιουνίου 1866, καταγόμενος από οικογένεια με ρίζες στα Ψαρά. Ήταν ο πρωτότοκος υιός του Χρυσοστόμου και της Μαρίας Καραβαγγέλη, οι οποίοι απέκτησαν συνολικά οκτώ παιδιά — έξι θήλεα και δύο άρρενα, εκ των οποίων το ένα αγόρι και μία κόρη απεβίωσαν σε μικρή ηλικία.

Σε ηλικία δύο ετών, η οικογένεια μετακόμισε στο Αδραμύττιο της Μικράς Ασίας, όπου ο πατέρας του άνοιξε εμπορικό κατάστημα και ο νεαρός Στυλιανός (όπως ήταν το βαπτιστικό του όνομα) μεγάλωσε. Στο Αδραμύττιο διαμορφώθηκαν τα πρώτα του πνευματικά χαρακτηριστικά, που σε συνδυασμό με την οξυδέρκεια, τη φιλομάθεια και το επιβλητικό του παράστημα, τον έκαναν να ξεχωρίσει ήδη από τη νεότητα. Τα χαρίσματά του εκτίμησε δεόντως ο Μητροπολίτης Εφέσου Αγαθάγγελος, ο οποίος του χορήγησε υποτροφία για να φοιτήσει στη περίφημη Θεολογική Σχολή της Χάλκης.

Ο Στυλιανός αποφοίτησε το 1888 αριστούχος. Την ημέρα της αποφοίτησής του, χειροτονήθηκε διάκονος από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Διονύσιο Ε΄ και έλαβε το μοναχικό όνομα Γερμανός, προς τιμήν του Πατριάρχη Γερμανού Δ΄, ιδρυτή της Θεολογικής Σχολής. Μετά τη χειροτονία του, δεν διέκοψε την πνευματική του καλλιέργεια· χάρη στην οικονομική στήριξη του εύπορου ομογενούς Παύλου Στεφάνοβικ Σκυλίτση, μετέβη στη Γερμανία, όπου παρακολούθησε επί τριετία σπουδές φιλοσοφίας στα Πανεπιστήμια της Λειψίας και της Βόννης, εμπλουτίζοντας τη θεολογική του συγκρότηση με φιλοσοφικές αναζητήσεις και ευρωπαϊκή παιδεία.

Η Εκπαιδευτική και Ποιμαντική Δράση του στην Κωνσταντινούπολη (1891–1896)

Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του και την ανακήρυξή του ως διδάκτορα, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και ανέλαβε, το έτος 1891, καθήκοντα καθηγητή στη φημισμένη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Στο πλαίσιο της διδασκαλικής του αποστολής, υπηρέτησε με θέρμη και επιστημονική επάρκεια, διδάσκοντας Εκκλησιαστική Ιστορία, Ομιλητική και Θεολογία. Σημαντικότατο υπήρξε και το συγγραφικό του έργο: κατήρτισε εγκυκλοπαίδεια της Θεολογίας και εκπόνησε πληθώρα επιστημονικών μελετών και λόγων, μεταξύ των οποίων και διατριβή ιστορικού και θεολογικού χαρακτήρα περί του Πάσχα, οι οποίες δημοσιεύθηκαν σε εφημερίδες και επιστημονικά περιοδικά της εποχής.

Το 1896 χειροτονήθηκε επίσκοπος Πέραν, φέροντας τον τίτλο του επισκόπου Χαριουπόλεως. Κατά τη διάρκεια της επισκοπικής του διακονίας, ανέπτυξε πολυσχιδή και ζωηρή δραστηριότητα. Αγωνίστηκε με σθένος εναντίον της ανθελληνικής προπαγάνδας που προωθούσαν ξένα συμφέροντα και ιδίως οι ρωμαιοκαθολικές αποστολές, και ταυτόχρονα μερίμνησε για την ενίσχυση της ελληνικής παιδείας. Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η προσπάθειά του να αποσπάσει Έλληνες μαθητές από καθολικές σχολές —όπως η σχολή Παπάζ Κιοπρού— και να τους εγγράψει στο υπό ίδρυση Ζωγράφειο Λύκειο, επιτυγχάνοντας να προσελκύσει 130 μαθητές.

Παράλληλα, ίδρυσε Παρθεναγωγείο για τη μόρφωση των Ελληνίδων, το οποίο επί σειρά ετών έφερε το όνομά του: «Παρθεναγωγείο Καραβαγγέλη». Δεν περιορίστηκε στην οργανωτική μέριμνα, αλλά δίδασκε ο ίδιος, παρέχοντας κατηχητικά και θεολογικά μαθήματα τις Κυριακές, ενώ δεν έπαυε να κηρύττει με πνευματικό πάθος και θέρμη. Στην ίδια περίοδο, αφιερώθηκε στην εκπαίδευση και την ανάδειξη νέων ικανών και μορφωμένων κληρικών, συμβάλλοντας έτσι καθοριστικά στη στελέχωση της Εκκλησίας με πρόσωπα υψηλής ποιότητας και ήθους.

Η Μητροπολική Διακονία του στην Καστοριά και η Καθοριστική Συμμετοχή του στον Μακεδονικό Αγώνα

Το έτος 1900, ύστερα από πρόταση του Έλληνα πρέσβη Νικολάου Μαυροκορδάτου, και με την ευλογία του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντίνου Ε΄, τοποθετήθηκε Μητροπολίτης Καστορίας – της καίριας αυτής επισκοπής στην καρδιά του υπόδουλου μακεδονικού χώρου. Από την πρώτη κιόλας στιγμή της ενθρόνισής του, κατέστη φανερό ότι επρόκειτο να μην περιοριστεί στον πνευματικό του ρόλο, αλλά να αναδειχθεί σε εθνικό ηγέτη και στρατηγικό νου του Μακεδονικού Αγώνα. Με φλογερούς και παρηγορητικούς λόγους, ενίσχυσε το ηθικό των καταπιεσμένων Ελλήνων της περιοχής, ενθαρρύνοντάς τους να αντισταθούν ενεργά στις βουλγαρικές εξαρχεικές πιέσεις και στη στρατιωτική δράση των ενόπλων κομιτατζήδων.

Υπό την καθοδήγησή του, οργανώθηκαν ένοπλες ομάδες από ντόπιους Μακεδόνες οπλαρχηγούς, οι οποίες αντιπαρατέθηκαν στις βουλγαρικές συμμορίες που αποσκοπούσαν στην προσάρτηση των ελληνόφωνων χριστιανικών πληθυσμών στη Βουλγαρική Εξαρχία. Το παράδειγμα του Καραβαγγέλη δεν άργησε να εμπνεύσει και άλλους τοπικούς ιεράρχες, οι οποίοι συντάχθηκαν στον ίδιο αγώνα, με αποτέλεσμα η αντίσταση να λάβει μορφή συντονισμένου κινήματος, το οποίο σήμερα αποκαλούμε «Μακεδονικό Αγώνα».

Η επιρροή του υπήρξε τέτοια, ώστε πλήθος χωριών και κοινοτήτων να αποσχισθούν εκούσια από τη Βουλγαρική Εξαρχία και να επανενταχθούν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, αποδεικνύοντας τη ζωτική δύναμη της εκκλησιαστικής του δράσης.

Στο πολιτικό επίπεδο, ο Μητροπολίτης δεν παρέμεινε άπραγος. Αντιλαμβανόμενος την ανάγκη συστηματικής και κρατικής υποστήριξης, απηύθυνε επιστολές και εκθέσεις στους τότε πρωθυπουργούς της Ελλάδας, Αλέξανδρο Ζαΐμη και Θεόδωρο Δηλιγιάννη, καλώντας την επίσημη πολιτεία να αναλάβει δράση στον υπόδουλο μακεδονικό χώρο. Το αίτημά του, αν και παρουσιαζόταν με επίχρισμα θρησκευτικό, υποκρύπτει εθνικοπολιτικές στοχεύσεις και τελικά καρποφόρησε: το 1904, υπό την πίεση και της κοινής γνώμης, το Ελληνικό Κράτος αποφάσισε την ενεργή συμμετοχή του στον ένοπλο Μακεδονικό Αγώνα.

Ο ρόλος του ελληνικού κλήρου αποδείχθηκε τότε καταλυτικός. Ιεράρχες και ιερείς στήριξαν με ενθουσιασμό την κρατική αυτή πρωτοβουλία, και ο ίδιος ο Μητροπολίτης Γερμανός ανεδείχθη σε θανάσιμο αντίπαλο του Βουλγαρικού Κομιτάτου. Η φήμη του και η δράση του απλώθηκαν πέραν των στενών εκκλησιαστικών ορίων, αγγίζοντας τον θρύλο.

Πολύτιμες μαρτυρίες για τη δράση του διασώζονται στα απομνημονεύματά του, τα οποία εκδόθηκαν μεταγενέστερα από το Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου (ΙΜΧΑ), υπό τον τίτλο «Ο Μακεδονικός Αγών: Καραβαγγέλης Γερμανός, Μητροπολίτης Καστοριάς», προσφέροντας στον ιστορικό και τον φιλίστορα ένα αυθεντικό τεκμήριο της πολυδιάστατης αυτής προσωπικότητας που συνέδεσε το όνομά της άρρηκτα με την εθνική αφύπνιση της Μακεδονίας.

Κατά τη διάρκεια της θητείας του στην Καστοριά, ο Μητροπολίτης Γερμανός αναδείχθηκε σε ακαταπόνητο και αμετάκλητο υπέρμαχο του ένοπλου αγώνα κατά των βουλγαρικών αντάρτικων ομάδων (κομιτατζήδων), οι οποίες επιχειρούσαν με ωμή βία και εκφοβισμό να αποσπάσουν τις ελληνόφωνες και σλαβόφωνες κοινότητες της Μακεδονίας από το πνευματικό κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου και να τις εντάξουν υπό τη δικαιοδοσία της Βουλγαρικής Εξαρχίας. Στον σκοπό αυτόν συμπορεύθηκε στενά με τον δραστήριο Έλληνα πρόξενο στο Μοναστήρι, Ίωνα Δραγούμη, καθώς και, από το 1904, με τον Παύλο Μελά, με τον οποίο μοιράστηκε την οραματική και μαχητική συνείδηση της ελληνικότητας του Μακεδονικού χώρου.

Στην αρχική φάση της δράσης του, ο Μητροπολίτης Γερμανός επιχείρησε με ειρηνικά μέσα και πνευματικά επιχειρήματα να συνετίσει τους πληθυσμούς της περιοχής – ιδίως τους σλαβόφωνους – προβάλλοντας ότι όλοι ανεξαιρέτως ανήκουν εκκλησιαστικώς στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και ότι ως εθνότητα είναι και παραμένουν Έλληνες. Μάλιστα, δεν δίστασε να επιδιώξει προσωπικές επαφές με επικεφαλής των Βουλγάρων κομιτατζήδων, όπως τον διαβόητο Βασίλ Τσακαλάρωφ, σε μία τελευταία προσπάθεια να αποτρέψει την αιματοχυσία με λόγο πατρικό και πνευματικό.

Όμως, καθώς οι εχθροπραξίες, οι σφαγές και οι πυρπολήσεις εναντίον ελληνικών κοινοτήτων γενικεύονταν κατά την περίοδο 1900–1907, η στάση του μεταβλήθηκε ριζικά. Ως Μητροπολίτης Καστοριάς πλέον, έλαβε αποφασιστικά θέση υπέρ της αντίστασης και έθεσε το σύνθημα: «Βούλγαρος να μη μείνει», υποδηλώνοντας όχι εθνοτική στοχοποίηση, αλλά μάλλον την ανάγκη εξάλειψης της βουλγαρικής κομιτατζήδικης επιρροής, η οποία αιματοκυλούσε τον τόπο.

Ο ίδιος, έφιππος και οπλισμένος με στρατιωτικό τυφέκιο τύπου Μάνλιχερ, συμπορευόταν με τους άνδρες του Μακεδονικού Αγώνα, ενσαρκώνοντας το πρότυπο του ποιμένα-στρατηγού. Μαζί με τον αξιωματικό του Ελληνικού Στρατού που έφερε το ψευδώνυμο «Βάρδας», οργανώνει και εμπνέει ενέργειες αντιποίνων για τις σφαγές και τις καταστροφές που συγκλόνιζαν τα μακεδονικά χωριά. Ένα από τα τραγικότερα και πλέον χαρακτηριστικά επεισόδια της περιόδου υπήρξε η επιχείρηση στη Ζαγορίτσανη, για την οποία ο ίδιος ο Μητροπολίτης Γερμανός αφηγείται στα απομνημονεύματά του:

«Το χωριό είχε πάνω από 600 σπίτια... Ήταν οι χειρότεροι Βούλγαροι της επαρχίας μου. Όταν ο Βάρδας αποφάσισε να εφαρμόσει την τιμωρία τους, μου έγραψε και εγώ του έστειλα τα ονόματα των δικών μας (πρακτόρων), για να μην τους αγγίζει. Στις παραμονές της 25ης Μαρτίου 1905 αυτός, μαζί με 300 άντρες κρύφτηκε στο δάσος που βρισκόταν απέναντι από το χωριό. Πρωί - πρωί μπήκαν στο χωριό και άρχισαν οι τουφεκιές. Σκότωναν και πυρπολούσαν τα σπίτια τους. Εκείνη τη μέρα δολοφονήθηκαν 79 Βούλγαροι και δυστυχώς και μερικοί δικοί μας, σλαβόφωνοι μεν αλλά πολύτιμοι. Οι δικοί μας άνθρωποι δεν έπαθαν πολλές ζημιές, επειδή είχα δώσει τον κατάλογό τους στον Βάρδα και αυτοί είχαν κρυφτεί...»

Η αφήγηση αυτή, σκληρή αλλά αποκαλυπτική, δεν αποσκοπεί στην εξιδανίκευση της βίας, αλλά στη μαρτυρία των δραματικών διλημμάτων και της ιστορικής αναγκαιότητας που επικρατούσε σε έναν τόπο όπου η πνευματική ηγεσία αναγκάστηκε να οπλιστεί, προκειμένου να υπερασπιστεί το ποίμνιό της, την ελληνορθόδοξη ταυτότητα του λαού και την παρουσία του Πατριαρχείου στην ταραγμένη Μακεδονία. Ο Μητροπολίτης Γερμανός, με το βλέμμα στραμμένο όχι μόνον στη σωτηρία ψυχών αλλά και στη διατήρηση της εθνικής συνέχειας, έγραψε μία από τις δραματικότερες σελίδες του Μακεδονικού Αγώνα.

Ως επικεφαλής του ένοπλου αντιανταρτικού κινήματος κατά των βουλγαρικών κομιτατζήδων, ο Μητροπολίτης Καστορίας Γερμανόςδιαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη συγκρότηση και καθοδήγηση των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων που δρούσαν στη Μακεδονία κατά τις αρχές του 20ού αιώνα. Στα απομνημονεύματά του καταγράφει χαρακτηριστικά:

«Οι αντάρτικες ομάδες μεγάλωναν και αυξάνονταν συνεχώς»,

παραθέτοντας μάλιστα τα ονόματα τριάντα Κρητών πολεμιστών, οι οποίοι ηγήθηκαν αυτών των σωμάτων, φέροντας στο πεδίο του αγώνα την πολεμική τους εμπειρία από την ιδιαίτερη πατρίδα τους. Ο Μητροπολίτης Γερμανός διατηρούσε τακτική επαφή με τις ομάδες αυτές, μέσω του ελληνικού προξενείου στο Μοναστήρι και μέσω των τοπικών ιεραρχών, λειτουργώντας ως οργανωτικός και ηθικός καθοδηγητής.

Δεν περιορίστηκε όμως μόνον στην έμμεση στήριξη· όπως ο ίδιος αναφέρει με ωμή ειλικρίνεια:

«Συναντιόμουν προσωπικά μαζί τους και τους συμβούλευα να σκοτώνουν όλους τους ιερείς και Βούλγαρους δασκάλους»,

λόγος που αποκαλύπτει τον έντονο, σχεδόν θεολογικό χαρακτήρα του φανατισμού της εποχής. Ο Μητροπολίτης Γερμανός, βλέποντας στους εξαρχικούς κληρικούς και παιδαγωγούς όχι μόνον φορείς ετερόδοξου πνευματικού προσηλυτισμού αλλά και οργανωτές πολιτικής αποσταθεροποίησης, προκρίνει την εξουδετέρωσή τους ως πράξη θεμιτής άμυνας.

Σε αυτό το πλαίσιο της ανελέητης σύγκρουσης, εντάσσεται και η περίπτωση του διαβόητου καπετάν Κώττα. Παρά την προηγούμενη προσφορά του στον ελληνικό αγώνα και τις στενές του σχέσεις με πρόσωπα της εθνικής υπόθεσης, ο Κώττας κατηγορήθηκε από τον Καραβαγγέλη για ολιγωρία, καθώς απέφευγε τη σύγκρουση με τον παλαιό του φίλο και «αδελφοποιτό» Μήτρο Βλάχο, Βούλγαρο κομιτατζή. Όταν πληροφορήθηκε πως οι δύο άνδρες συναντήθηκαν τον Μάιο του 1904, ο Μητροπολίτης Γερμανός αποφάσισε να ενεργήσει κατασταλτικά.

Άγαλμα του στην Καστοριά

Κατόπιν εντολής του, ο Παύλος Κύρου – παλιός συμπολεμιστής και φίλος του Κώττα – οδήγησε τον Ιούνιο του ίδιου έτους ένα οθωμανικό απόσπασμα στη Ρούλια, στο σπίτι του Κώττα. Η επακόλουθη σύλληψή του οδήγησε στη φυλάκισή του και, τελικώς, στον απαγχονισμό του το 1905. Το επεισόδιο αυτό αποτυπώνει τον περίπλοκο και ενίοτε τραγικό χαρακτήρα των εσωτερικών συγκρούσεων εντός του ελληνικού στρατοπέδου κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, όπου οι προσωπικές φιλίες υποχωρούσαν μπροστά στην αδιαπραγμάτευτη προσήλωση στον στρατηγικό σκοπό.

Η εν γένει δράση του Μητροπολίτη αποκαλύπτει τον σημαίνοντα και πολλαπλώς δραστικό ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην προσπάθεια αντίστασης στη βουλγαρική εθνική επιρροή, όπως αυτή εκδηλώθηκε δια της Εξαρχίας. Ο Μητροπολίτης Γερμανός δεν εκπροσωπούσε απλώς ένα θρησκευτικό κέντρο· ενσάρκωνε το πνευματικό και εθνικό φρόνημα των ελληνοφώνων και πατριαρχικών σλαβοφώνων Μακεδόνων.

Ωστόσο, οι ελληνικές προσπάθειες για προσάρτηση των επίμαχων μακεδονικών εδαφών, όπου κατοικούσαν μικτές πληθυσμιακές ομάδες δεν καρποφόρησαν άμεσα μετά την καταστολή της εξέγερσης του Ίλιντεν το 1903 – όπως συχνά εσφαλμένως υποστηρίζεται. Η ελληνική εδαφική ενσωμάτωση κατέστη εφικτή μόνον μετά την παρέλευση περίπου μίας δεκαετίας και συγκεκριμένα το 1913, με τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων, και ύστερα από την υπογραφή της πρώτης συνθήκης ανταλλαγής πληθυσμών ανάμεσα στη Βουλγαρία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η συμφωνία αυτή προηγήθηκε της ελληνικής ενσωμάτωσης και ανέδειξε τον σύνθετο χαρακτήρα των εθνοτικών μετασχηματισμών στα Βαλκάνια, μέσα από αλλεπάλληλες διπλωματικές και πολεμικές ανακατατάξεις.

Από τη Μακεδονία στον Πόντο και η Συνέχιση της Εθνικής του Δράσης (1907–1913)

Μετά το πέρας του Μακεδονικού Αγώνα το 1907 και υπό το βάρος διεθνών πιέσεων, ο Μητροπολίτης Καστορίας Γερμανός υπήρξε στόχος συντονισμένης διπλωματικής εκστρατείας, προκειμένου να απομακρυνθεί από την επίμαχη περιοχή. Η Οθωμανική κυβέρνηση, ενδίδοντας στις καταγγελίες των Βουλγάρων και κυρίως υπό την ασφυκτική πίεση του Ρώσου πρεσβευτή στην Υψηλή Πύλη, Ζηνόβιεφ, απαίτησε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο την παύση του Καραβαγγέλη από τη θέση του. Παρά τις αρχικές αντιστάσεις, ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄, έπειτα από μήνες συνεχών διπλωματικών πιέσεων, υποχρεώθηκε να αποδεχθεί το αίτημα. Έτσι, ο Γερμανός εγκατέλειψε τη Μακεδονία και μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπου εντάχθηκε στη Σύνοδο του Πατριαρχείου.

Η απομάκρυνσή του, ωστόσο, δεν υπήρξε μακρά. Τον Ιανουάριο του 1908, μετά την εκδημία του Μητροπολίτου Αμάσειας, ο Πατριάρχης κάλεσε τον Γερμανό να επιστρέψει στην ενεργό εκκλησιαστική διακονία. Έτσι, στις 5 Φεβρουαρίου 1908, ανέλαβε την ηγεσία της Μητροπόλεως Αμάσειας, με έδρα τη Σαμψούντα, σε μια από τις πλέον ευαίσθητες περιοχές του Πόντου.

Από τη νέα του θέση, ο Μητροπολίτης Γερμανός επέδειξε και πάλι πολυσχιδή εθνική δραστηριότητα. Αφοσιώθηκε στην πνευματική και μορφωτική ανάταση του ελληνικού πληθυσμού του Πόντου, μεριμνώντας για την ίδρυση σχολείων ακόμη και στα πλέον δυσπρόσιτα ορεινά χωριά. Ίδρυσε γυμνάσιο στη Σαμψούντα, δίνοντας έμφαση στη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και στην καλλιέργεια εθνικής συνείδησης στους νέους της περιοχής. Παράλληλα, ενίσχυσε —σε μια εποχή γενικευμένης ανασφάλειας— την τοπική αυτοάμυνα, οργανώνοντας ομάδες ενόπλων για την προστασία των χριστιανικών πληθυσμών από τις επιδρομές ατάκτων τουρκικών στοιχείων.

Τον Ιανουάριο του 1913, μετά την κοίμηση του Πατριάρχου Ιωακείμ Γ΄, Μητροπολίτης Γερμανός ορίστηκε προσωρινός τοποτηρητής του Πατριαρχικού Θρόνου Κωνσταντινουπόλεως, επιφορτισμένος με την ομαλή μετάβαση στην επόμενη εκλογική διαδικασία. Υπήρξε μάλιστα και υποψήφιος για το αξίωμα του Οικουμενικού Πατριάρχη, τυγχάνοντας σημαντικής αποδοχής στους εκκλησιαστικούς κύκλους. Ωστόσο, μετά από έντονη παράκληση τριμελούς επιτροπής της Επιτροπής Εθνικής Αμύνης, η οποία του ζήτησε επιμόνως να αποσύρει την υποψηφιότητά του προς χάριν της ενότητας και της στρατηγικής επιλογής της εποχής, ο Μητροπολίτης Γερμανός πειθάρχησε. Παραιτήθηκε από την κούρσα της διαδοχής και διέθεσε τις ψήφους του υπέρ του Μητροπολίτου Γερμανού Ε΄, ο οποίος εξελέγη Πατριάρχης στις 28 Ιανουαρίου 1913.

Η τελευταία περίοδος της δράσεως του: Μητροπολίτης Ιωαννίνων - Αντίσταση, διωγμοί και μετάβαση στα Ιωάννινα (1913–1923)

Μετά την επάνοδό του στην Αμάσεια, ο Μητροπολίτης Γερμανός επιδόθηκε με ακατάβλητο σθένος στην υπεράσπιση των υπόδουλων χριστιανικών πληθυσμών, ιδίως Ελλήνων και Αρμενίων, ενάντια στις ολοένα σφοδρότερες διώξεις των Νεοτούρκων. Στη δύσκολη αυτή αποστολή συνεργάστηκε στενά με τον Μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρύσανθο, τον Λέσβιο επίσκοπο Ευθύμιο Ζήλων και τον αρχιμανδρίτη Πλάτωνα Αϊβαζίδη. Κατά τις φρικτές σφαγές των Αρμενίων, κατόρθωσαν να διασώσουν εκατοντάδες αθώους, αποκρύπτοντάς τους είτε στον μητροπολιτικό ναό είτε σε οικίες Ελλήνων της περιοχής. Η γενναιότητα και η φιλανθρωπία του Καραβαγγέλη αναγνωρίστηκε ακόμη και από αρμενικά έντυπα της διασποράς, κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η γενναία αυτή δράση του δεν έμεινε χωρίς συνέπειες. Το 1917 συνελήφθη από τις οθωμανικές αρχές και φυλακίστηκε στην Κωνσταντινούπολη. Η παρέμβαση του Πατριάρχη Γερμανού Ε΄ υπήρξε καθοριστική για την αποφυλάκισή του. Ωστόσο, η άνοδος του κεμαλιστικού εθνικισμού επιδείνωσε δραματικά τη θέση του. Το στρατοδικείο του Κεμάλ Ατατούρκ τον καταδίκασε ερήμην σε θάνατο το 1920, με αποτέλεσμα να καταδιώκεται ανηλεώς.

Σε μια ύστατη διπλωματική πρωτοβουλία, ο Καραβαγγέλης, στις 10 Μαρτίου 1921, απηύθυνε πρόταση στον Υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας, Γεώργιο Μπαλτατζή, για συνεργασία Ελλήνων, Κούρδων και Αρμενίων εναντίον των κεμαλικών. Σκοπός ήταν η δημιουργία μιας αυτόνομης χριστιανικής δημοκρατίας στον Πόντο. Η ελληνική κυβέρνηση του Δημητρίου Γούναρη, απομονωμένη διπλωματικά και εγκλωβισμένη στις εξελίξεις του μικρασιατικού μετώπου, παρέμεινε αδρανής απέναντι στην πρόταση αυτή.

Τον Νοέμβριο του 1921, ο Μητροπολίτης Γερμανός θεωρείτο φαβορί για την εκλογή στον Οικουμενικό Θρόνο. Ωστόσο, αποσύρθηκε εκουσίως και παρέδωσε τις ψήφους του στον Μελέτιο Μεταξάκη, ο οποίος και εξελέγη Πατριάρχης.

Τον Αύγουστο του 1922, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στο Βουκουρέστι για τη στέψη του βασιλέως της Ρουμανίας, πληροφορήθηκε την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου και τη Μικρασιατική Καταστροφή. Επιχείρησε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη μέσω Κωνστάντζας, όμως εμποδίστηκε από τα κεμαλικά στρατεύματα, τα οποία, στηριζόμενα στην προγενέστερη καταδίκη του, απειλούσαν με σύλληψη και εκτέλεσή του. Προειδοποιήθηκε εγκαίρως από τον Πατριάρχη, ο οποίος, για να τον προστατεύσει, τον διόρισε μεταβατικώς Μητροπολίτη Ιωαννίνων. Έτσι, απομακρύνθηκε οριστικά από τη Μητρόπολη Αμασείας και τυπικά έκπτωτος, στις 27 Οκτωβρίου 1922, απώλεσε και τον τίτλο.

Το έτος 1923 εξελέγη επισήμως Μητροπολίτης Ιωαννίνων, θητεία την οποία υπηρέτησε για έναν μόλις χρόνο. Στο διάστημα αυτό, παρά την προσωπική του δοκιμασία και τη σκληρή πραγματικότητα του ξεριζωμού, ο Μητροπολίτης Γερμανός συνέχισε να υπερασπίζεται τα συμφέροντα και την αξιοπρέπεια των κατατρεγμένων του Γένους.

Έξαρχος στην Κεντρική Ευρώπη: Η θητεία του Μητροπολίτης από το 1924 ως το 1926

Μετά τη συνθήκη της Λωζάνης το 1923 και την ανάρρηση στον πατριαρχικό θρόνο του Γρηγορίου Ζ΄, ο Μητροπολίτης Γερμανός, που βρισκόταν τότε στα Ιωάννινα για ένα έτος, κλήθηκε τον Απρίλιο του 1924 από τον Οικουμενικό Πατριάρχη να αναλάβει τη Μητρόπολη Ουγγαρίας και την εξαρχία της Κεντρικής Ευρώπης, με έδρα τη Βουδαπέστη. Η ελληνική κοινότητα στην περιοχή ήταν μικρή και οικονομικά ασθενής, και η προσφερόμενη αμοιβή ανεπαρκής για τα έξοδα διαβίωσής του. Παρά την αρχική του άρνηση και τις διαμαρτυρίες, που εκφράστηκαν και από άλλους Ηπειρώτες κληρικούς, η απόφαση δεν ανατράπηκε.

Η δυσμενής αυτή μετάθεση αποδόθηκε από τον Μητροπολίτη Αυστρίας Μιχαήλ Στάικο στην επιρροή που άσκησε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Α΄, ο οποίος επιδίωκε την επαναφορά του φιλοβασιλικού και αντιβενιζελικού ιεράρχη Σπυρίδωνος Βλάχου στα Ιωάννινα, απομακρύνοντας τον γνωστό για το φιλοβενιζελικό του φρόνημα Γερμανό. Ο ίδιος ο Γερμανός θεώρησε αυτή τη μετάθεση ως εξορία και ταπεινωτικό εμπαιγμό, γι’ αυτό και στις 24 Απριλίου 1924 υπέβαλε γραπτή παραίτηση από τα καθήκοντά του.

Η ελληνική κυβέρνηση, ωστόσο, επενέβη προτείνοντας την μεταφορά της έδρας της εξαρχίας από τη Βουδαπέστη στη Βιέννη, ως επαρχίας της Μητρόπολης Θυατείρων, με μισθό εξασφαλισμένο από το Υπουργείο Εξωτερικών. Τελικά, στις 11 Αυγούστου 1924, ο Γερμανός αποδέχθηκε την τοποθέτηση, υπό τον όρο να διατηρηθεί ο τιμητικός τίτλος του Μητροπολίτη Αμασείας και να αναγνωριστεί ως Έξαρχος Κεντρικής Ευρώπης.

Αναλαμβάνοντας τα καθήκοντά του τον Οκτώβριο του ίδιου έτους στη Βιέννη, αφιερώθηκε με επιμέλεια στην αναζωογόνηση των ελληνικών κοινοτήτων που είχαν αποδυναμωθεί στην Ιταλία, Αυστρία και Ουγγαρία. Πραγματοποίησε πολυάριθμα ταξίδια και φρόντισε για την υποστήριξη των εφημερίων, τη συντήρηση των ναών και την πνευματική στήριξη των αποδήμων σε πόλεις όπως η Βενετία, το Μπρίντιζι, το Λιβόρνο, η Γένοβα, το Μιλάνο, η Νάπολη, η Τεργέστη, το Κέτσκεμετ, η Σέντες και η Βουδαπέστη.

Στη Βιέννη, συνεργάστηκε στενά με τον αρχιμανδρίτη Αγαθάγγελο Ξηρουχάκη, ο οποίος υπηρέτησε ως ιερατικός προϊστάμενος και αργότερα εκλέχθηκε Μητροπολίτης Κυδωνίας και Αποκορώνου. Παράλληλα όμως, αντιμετώπισε δυσκολίες από τον άλλο αρχιμανδρίτη της Βιέννης, Δημήτριο Γεωργιάδη, προϊστάμενο της ενορίας Αγίου Γεωργίου, ο οποίος αρνούνταν να αναγνωρίσει την πνευματική δικαιοδοσία του Γερμανού, διατηρώντας την ιστορική ελληνόφωνη κοινότητα πιστή στον Ρουμάνο επίσκοπο του Τσερνάουτσι.

Την 1η Μαρτίου 1926, ο Γερμανός δέχθηκε ένα ακόμη πλήγμα, όταν η δικτατορική κυβέρνηση του Θεόδωρου Πάγκαλου μείωσε τον μισθό του από 118 σε 50 λίρες, ποσό που αδυνατούσε να καλύψει τα έξοδα της κατοικίας, της διατροφής, των ταξιδιών και των ξενοδοχείων. Αναγκάστηκε έτσι να ζει μακριά από τη Βιέννη, διαμένοντας στην Αθήνα, όπου διέθετε ιδιόκτητη κατοικία στο Ψυχικό.

Η θητεία αυτή στην καρδιά της Κεντρικής Ευρώπης δοκίμασε τη συνέπεια και το ήθος του Γερμανού, ο οποίος συνέχισε με αφοσίωση το δύσκολο έργο της διακονίας στους αποδήμους, παρά τις αντιξοότητες και τις προσωπικές θυσίες.

Μνημείο που απεικονίζει τον Μητροπολίτη Γερμανό και τον Παύλο Μελά.

Ο θάνατος και η υστεροφημία του

Ο Μητροπολίτης Γερμανός έφυγε από τη ζωή πάμπτωχος, χτυπημένος από εγκεφαλικό επεισόδιο, στις 11 Φεβρουαρίου 1935, σε ηλικία 69 ετών. Το τέλος του τον βρήκε στην πόλη Μπάντεν, περίπου τριάντα χιλιόμετρα νότια της Βιέννης, σε ένα ξενοδοχείο όπου είχε καταλύσει προσωρινά — μόνος, «ξένος μέσα σε ξένους». Η αδελφή του, Κλεονίκη, κατέφθασε αμέσως από το Βουκουρέστι, όπου και διέμενε μόνιμα, και κατέβαλε προσπάθειες ώστε να μεταφερθεί η σορός του στην Αθήνα, για να ταφεί σύμφωνα με την επιθυμία του, όπως αυτή αποτυπωνόταν ρητά στη διαθήκη του. Η μεταφορά ζητήθηκε επισήμως από τον επιτετραμμένο της ελληνικής πρεσβείας, Δημήτριο Τζιρακόπουλο.

Στο εν λόγω κείμενο της διαθήκης, ο Καραβαγγέλης ζητούσε με σαφήνεια να τελεσθεί η εξόδιος ακολουθία στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Καρύτση, παρουσία ενός και μόνο ιερέως, χωρίς διάκονο, και —σημειωτέον— χωρίς την παρουσία αντιπροσώπων ούτε της Ελληνικής Πολιτείας ούτε της Εκκλησίας. Η επιθυμία αυτή, ποτισμένη με πίκρα και παράπονο για την αχαριστία που ένιωσε κατά τη ζωή του, μαρτυρεί το εσωτερικό του βάθος και την απογοήτευσή του. Ωστόσο, ούτε αυτή του η τελευταία επιθυμία έγινε δεκτή από τις αρχές της Αθήνας. Όπως καταγράφεται, «ούτε νεκρόν επεθύμουν τον εκκλησιαστικόν άνδρα και εθνικόν ήρωα εις το Άστυ».

Έτσι, η ταφή του πραγματοποιήθηκε στη Βιέννη, στο κοιμητήριο Zentralfriedhof, σε έναν ταπεινό τάφο, με την τελετή να τελείται από τον αρχιμανδρίτη Αγαθάγγελο Ξηρουχάκη.

Ανδριάντας του Μητροπολίτη Γερμανού στη Θεσσαλονίκη

Τα απομνημονεύματα και η μετακομιδή των οστών του στην Καστοριά

Ο Μητροπολίτης Γερμανός είχε συγγράψει απομνημονεύματα ειδικά αφιερωμένα στον Μακεδονικό Αγώνα, τα οποία εκδόθηκαν μεταγενέστερα, το 1959, από την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών. Το ίδιο έτος, το Ίδρυμα Μελετών της Χερσονήσου του Αίμου, σε συνεργασία με την προαναφερθείσα Εταιρεία, επιχορήγησε τη μεταφορά των οστών του. Η μετακομιδή πραγματοποιήθηκε με τιμητική συνοδεία, πρώτα στη Θεσσαλονίκη και κατόπιν στην Καστοριά, όπου τα οστά του τοποθετήθηκαν σε κρύπτη, κάτω από τον ανδριάντα που ανεγέρθηκε προς τιμήν του.

Σχόλια