Translate

Νικηφόρος Λύτρας

Νικηφόρος Λύτρας, Αυτοπροσωπογραφία, 1867

Ο Νικηφόρος Λύτρας  (Πύργος Τήνου, 1832 – Αθήνα, 13 Ιουνίου 1904) συγκαταλέγεται στις κορυφαίες φυσιογνωμίες της ελληνικής ζωγραφικής του 19ου αιώνα, τόσο ως δημιουργός όσο και ως παιδαγωγός. Υπήρξε ένας εκ των σημαντικοτέρων εκπροσώπων της περίφημης Σχολής του Μονάχου και θεωρείται πρωτοπόρος στη θεμελίωση και διαμόρφωση της διδασκαλίας των Καλών Τεχνών στην Ελλάδα, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην καλλιέργεια της εγχώριας εικαστικής συνείδησης.

Γεννημένος στον Πύργο της Τήνου το 1832, προερχόταν από οικογένεια με καταβολές στη λαϊκή τέχνη· πατέρας του ήταν ένας περιπλανώμενος μαρμαρογλύπτης, ο οποίος, διανύοντας μεγάλες αποστάσεις και έχοντας περιδιαβεί όλες σχεδόν τις μεγάλες πόλεις των Βαλκανίων αναζητώντας επαγγελματική αποκατάσταση, κατέληξε εντέλει να εγκατασταθεί στη γενέτειρα του Νικηφόρου, την Τήνο.

Η σχέση πατέρα και γιου σφυρηλατήθηκε μέσα από την κοινή αγάπη για την καλλιτεχνική δημιουργία· ο πατέρας μετέδωσε στο παιδί του την αισθητική ευαισθησία και το σεβασμό προς το χειροποίητο έργο, γεγονός που θα καθορίσει την πορεία του Νικηφόρου Λύτρα. Ήδη από τα παιδικά του χρόνια, ο Λύτρας εντυπωσίαζε όσους είχαν την ευκαιρία να τον γνωρίσουν, με το φυσικό του ταλέντο, την παρατηρητικότητα και την ευγένεια του εικαστικού του βλέμματος.

Το έτος 1850, σε ηλικία δεκαοκτώ ετών, ο Νικηφόρος Λύτρας μετέβη στην Αθήνα συνοδευόμενος από τον πατέρα του, προκειμένου να εισαχθεί στο Σχολείο των Τεχνών — το εκπαιδευτικό αυτό ίδρυμα, το οποίο αργότερα μετεξελίχθηκε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, αποτελούσε τον κατεξοχήν πυρήνα της εικαστικής παιδείας στην Ελλάδα. Εκεί, ο νεαρός Λύτρας παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής υπό την καθοδήγηση καταξιωμένων διδασκάλων: του Γερμανού διευθυντή της Σχολής, Λουδοβίκου Θείρσιου (Ludwig Thiersch), των αδελφών Μαργαρίτη, καθώς και του Ιταλού Ραφαήλ Τσέκκολι (Raffaelo Ceccoli), όλοι εκφραστές της ακαδημαϊκής παράδοσης και φορείς των ευρωπαϊκών επιδράσεων στην τέχνη του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.

Δέκα έτη αργότερα, το 1860, και έχοντας ήδη αναγνωριστεί για την καλλιτεχνική του ιδιοφυΐα, ο Λύτρας έλαβε κρατική υποτροφία από τον ίδιο τον βασιλέα Όθωνα, προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του στη Βασιλική Ακαδημία των Καλών Τεχνών του Μονάχου — ένα από τα εγκυρότερα καλλιτεχνικά ιδρύματα της εποχής και σημείο αναφοράς για τον ακαδημαϊκό ρεαλισμό του 19ου αιώνα. Εκεί, μαθήτευσε κοντά στον διακεκριμένο ιστοριογράφο ζωγράφο Καρλ φον Πιλότυ (Karl von Piloty), ο οποίος υπήρξε ο κεντρικός εκπρόσωπος της ιστορικής ρεαλιστικής ζωγραφικής στη Γερμανία και άσκησε καταλυτική επίδραση στην εικαστική διαμόρφωση του Λύτρα.

Το 1862, με την έξωση του βασιλέως Όθωνα και τη συνακόλουθη πολιτική αναταραχή, η ελληνική κυβέρνηση διέκοψε την κρατική υποτροφία που είχε χορηγηθεί στον Νικηφόρο Λύτρα. Ωστόσο, η διακοπή αυτή δεν ανέκοψε την πορεία των σπουδών του, καθώς έσπευσε να τον υποστηρίξει οικονομικά ένας από τους σημαντικότερους εθνικούς ευεργέτες του 19ου αιώνα: ο εύπορος βαρώνος Σιμών Σίνας, πρέσβης της Ελλάδας στη Βιέννη και εξέχουσα προσωπικότητα του ελληνισμού της διασποράς. Χάρη στη γενναιοδωρία του Σίνα, ο Λύτρας μπόρεσε να ολοκληρώσει απρόσκοπτα την καλλιτεχνική του παιδεία στη Βασιλική Ακαδημία του Μονάχου.

Κατά το θέρος του 1865, λίγο πριν αναχωρήσει για την επιστροφή του στην Ελλάδα, ο Λύτρας συνάντησε στη βαυαρική πρωτεύουσα τον στενό του φίλο και μετέπειτα ομοτέχνό του, Νικόλαο Γύζη, ο οποίος μόλις είχε φθάσει στο Μόναχο για να μαθητεύσει κι αυτός κοντά στον Καρλ φον Πιλότυ. Οι δύο νέοι καλλιτέχνες μοιράστηκαν δημιουργικές και ανθρώπινες στιγμές· περιηγήθηκαν μαζί σε μουσεία και εικαστικές εκθέσεις, αντλώντας έμπνευση από τα μεγάλα έργα της ευρωπαϊκής ζωγραφικής, και περιηγήθηκαν στις εξοχές του Μονάχου, επισκεπτόμενοι γραφικά χωριά της βαυαρικής υπαίθρου — ένα σύντομο αλλά καθοριστικό διάλειμμα πριν ο Λύτρας επιστρέψει στην πατρίδα για να αναλάβει τον δικό του ρόλο στον νεοελληνικό καλλιτεχνικό βίο.

Με την επιστροφή του στην Αθήνα, ο Νικηφόρος Λύτρας διορίστηκε καθηγητής στο Σχολείο των Καλών Τεχνών, καταλαμβάνοντας την έδρα της Ζωγραφικής — θέση την οποία τίμησε επί τριάντα οκτώ ολόκληρα έτη, υπηρετώντας με απαράμιλλη ευσυνειδησία και παιδευτικό ζήλο. Το διδακτικό του έργο υπήρξε καθοριστικό για τη συγκρότηση της νεοελληνικής καλλιτεχνικής παιδείας, ενώ η πειθαρχία, το ήθος και η ευρύτητα των γνώσεών του ενέπνευσαν γενιές μαθητών.

Το 1873, συνοδευόμενος από τον στενό του φίλο και ομοτέχνη Νικόλαο Γύζη, πραγματοποίησε τρίμηνο ταξίδι στη Σμύρνη και σε περιοχές της Μικράς Ασίας, εμπειρία που επηρέασε σε βάθος τη θεματολογία και την αίσθηση του χρώματος στο έργο του. Το επόμενο έτος (1874) μετέβη εκ νέου στο Μόναχο και επέστρεψε στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1875. Τον Σεπτέμβριο του 1876 πραγματοποίησε νέο ταξίδι με τον Γύζη, αυτή τη φορά με προορισμό το Μόναχο και το Παρίσι, πόλεις-ορόσημα για την καλλιτεχνική πρωτοπορία της εποχής.

Το 1879 επισκέφθηκε την Αίγυπτο, μια εμπειρία που διεύρυνε περαιτέρω τους εικαστικούς του ορίζοντες. Τον ίδιο χειμώνα, τέλεσε τον γάμο του με την Ειρήνη Κυριακίδη, κόρη ευκατάστατου εμπόρου από τη Σμύρνη. Από την ένωση αυτή γεννήθηκαν έξι τέκνα: πρώτος ο Αντώνιος, το 1880, και ακολούθησαν τέσσερις ακόμη γιοι — ο Νικόλαος, ο Όθων, ο Περικλής και ο Λύσανδρος — καθώς και μία κόρη, η Χρυσαυγή. Από τα παιδιά του, ο Νικόλαος Λύτρας ακολούθησε τα χνάρια του πατέρα του και διακρίθηκε ως ζωγράφος με σπουδαίο και πολυσχιδές καλλιτεχνικό έργο.

Ο Νικηφόρος Λύτρας υπήρξε υπόδειγμα εργατικότητας και αφοσιώσεως, τόσο στην καλλιτεχνική του δημιουργία όσο και στη μακρόχρονη διδακτική του παρουσία στη Σχολή των Καλών Τεχνών. Η ευσυνειδησία με την οποία υπηρέτησε το έργο του, η βαθειά του γνώση και το γνήσιο παιδαγωγικό του ήθος συνετέλεσαν ώστε να καταξιωθεί νωρίς, απολαμβάνοντας την αναγνώριση και τον θαυμασμό του πνευματικού και καλλιτεχνικού κόσμου της εποχής του.

Πλήθος νέων δημιουργών μαθήτευσαν υπό την καθοδήγησή του και διαμόρφωσαν το ιδίωμά τους επηρεασμένοι από το ήθος και την τεχνική του. Ανάμεσα στους μαθητές του συγκαταλέγονται κορυφαίοι ζωγράφοι της νεότερης Ελλάδας, οι οποίοι ακολούθησαν στη συνέχεια ποικίλες καλλιτεχνικές τροχιές και διακρίθηκαν ιδιαιτέρως· μεταξύ αυτών, ο Γεώργιος Ιακωβίδης, ο Πολυχρόνης Λεμπέσης, ο Περικλής Πανταζής, ο Γεώργιος Ροϊλός και ο Νικόλαος Βώκος — ο καθένας εκ των οποίων κατέθεσε τη δική του σφραγίδα στην ελληνική εικαστική παράδοση.

Το έργο του Νικηφόρου Λύτρα

Κατά την περίοδο των σπουδών του στη Βασιλική Ακαδημία του Μονάχου, υπό την καθοδήγηση του Καρλ φον Πιλότυ, ο Νικηφόρος Λύτρας αφοσιώθηκε στη λεγόμενη ιστορική ζωγραφική, αντλώντας τα θέματά του από την ελληνική μυθολογία και την εθνική ιστορία. Αντιπροσωπευτικά έργα αυτής της περιόδου αποτελούν οι συνθέσεις: Ο απαγχονισμός του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, Η Πηνελόπη διαλύει τον ιστό της, και Η Αντιγόνη εμπρός στο νεκρό Πολυνείκη – πίνακες οι οποίοι μαρτυρούν την προσήλωσή του στο ρεαλιστικό ιστορικό ιδίωμα, ενταγμένο στα μορφολογικά πρότυπα της Σχολής του Μονάχου.

Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, ο Λύτρας έστρεψε το ενδιαφέρον του στην προσωπογραφία, είδος στο οποίο διακρίθηκε και που τον κατέστησε ευρύτατα αναγνωρίσιμο. Αναγορεύθηκε σε ένα από τα πλέον επιφανή πρόσωπα των αθηναϊκών καλλιτεχνικών κύκλων της εποχής και συμμετείχε ενεργά σε σημαντικές εικαστικές διοργανώσεις. Τιμήθηκε επανειλημμένως σε πανελλήνιες εκθέσεις στο Ζάππειο, καθώς και στις παγκόσμιες εκθέσεις του Παρισιού (1855, 1867, 1878, 1889 και 1900), της Βιέννης (1873), αλλά και στις εκθέσεις που οργάνωνε τακτικά ο Καλλιτεχνικός Σύλλογος Παρνασσός. Ως επίσημος προσωπογράφος της υψηλής κοινωνίας των Αθηνών, φιλοτέχνησε μνημειακά ολόσωμα πορτρέτα μελών επιφανών οικογενειών, όπως των Σερπιέρη και Καυτατζόγλου, διευθυντών της Εθνικής Τραπέζης και άλλων διακεκριμένων προσώπων της εποχής· έργα τα οποία σήμερα συγκαταλέγονται στα σημαντικότερα δείγματα της ελληνικής ζωγραφικής του 19ου αιώνα.

Εξίσου σημαντική υπήρξε η συμβολή του Λύτρα στην καθιέρωση της ηθογραφίας ως αυτοτελούς εικαστικού είδους. Θεωρείται εισηγητής του ρεύματος αυτού στην ελληνική τέχνη, το οποίο αποτυπώνει με ζωηρότητα σκηνές της καθημερινής ζωής και των λαϊκών εθίμων, υπηρετώντας παράλληλα την κυρίαρχη ιδεολογία της ανερχόμενης αστικής τάξης και το αίτημα της ιστορικής συνέχειας του ελληνικού έθνους. Τα ταξίδια του στη Μικρά Ασία και στην Αίγυπτο εμπλούτισαν το εικαστικό του λεξιλόγιο με φιγούρες εξωτικές: αραπάκια, φελάχες, χότζες και άλλες μορφές από την πολυθρύλητη, για τη δυτική φαντασία, Ανατολή, διαμορφώνοντας μια εικονογραφία που ανταποκρινόταν στο φιλολογικό και αισθητικό κλίμα του οριενταλισμού.

Στα έργα των τελευταίων του χρόνων διακρίνεται μια σταδιακή μετατόπιση: κυριαρχούν πλέον οι εσωστρεφείς αποχρώσεις, οι μελαγχολικές αναζητήσεις των γηρατειών, οι υπαρξιακοί τόνοι και τα θρησκευτικά υποβλήματα. Τις θέσεις των λυγερόκορμων κοριτσιών καταλαμβάνουν ασκητικές και σιωπηλές μορφές, ενδεδυμένες με μαύρα, που φέρουν κέρινα πρόσωπα, αντανακλώντας μια ζωγραφική καταβύθιση στη στοχαστική σιγή του τέλους.

Η επί δεκαετίες θητεία του ως καθηγητή στη Σχολή των Καλών Τεχνών υπήρξε καθοριστική για την ανάπτυξη της νεοελληνικής ζωγραφικής. Αν και παρέμεινε πιστός στις αρχές του ακαδημαϊκού ρεαλισμού της Σχολής του Μονάχου και ουσιαστικώς ανεπηρέαστος από τις αναζητήσεις του ευρωπαϊκού ιμπρεσιονισμού, εν τούτοις ενθάρρυνε διαρκώς τους μαθητές του να διατηρούν πνεύμα δεκτικό στις καινοτομίες και στις νεωτερικές τάσεις της εποχής. Η επίδρασή του, τόσο ως δημιουργού όσο και ως δασκάλου, υπήρξε καταλυτική για την πορεία της ελληνικής τέχνης του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα.

Δεν είναι τυχαίο ότι συνήθιζε να λέει: «Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ ὡραῖον εἶναι ἡ γέφυρα μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου» — μια φράση που συνοψίζει όχι μόνο την καλλιτεχνική του κοσμοθεωρία, αλλά και τη βαθιά ανθρωπιστική πίστη που διαπότιζε το σύνολο του έργου του.

Ο Νικηφόρος Λύτρας απεβίωσε κατά το θέρος του 1904, σε ηλικία εβδομήντα δύο ετών, ύστερα από σύντομη και αιφνίδια ασθένεια, η οποία κατά την επικρατέστερη εκδοχή αποδίδεται σε δηλητηρίαση από τις τοξικές ουσίες των χρωστικών με τις οποίες εργαζόταν επί δεκαετίες. Η απώλειά του εσήμανε βαθύ πένθος στον καλλιτεχνικό κόσμο της Ελλάδας και άφησε αισθητό κενό στη Σχολή των Καλών Τεχνών, όπου είχε διδάξει επί σχεδόν τέσσερις δεκαετίες. Ολίγους μόλις μήνες μετά τον θάνατό του, την έδρα της Ζωγραφικής στο Σχολείο των Τεχνών (Πολυτεχνείο) ανέλαβε ο διακεκριμένος μαθητής του, Γεώργιος Ιακωβίδης, συνεχίζοντας την πνευματική παρακαταθήκη του δασκάλου του.

Διακρίσεις και υστεροφημία

Το 1903, έναν μόλις χρόνο προ της εκδημίας του, ο Νικηφόρος Λύτρας τιμήθηκε επισήμως από το ελληνικό κράτος με την απονομή του Χρυσού Σταυρού του Τάγματος του Σωτήρος, σε αναγνώριση της πολύχρονης και πολυσχιδούς προσφοράς του στην εθνική καλλιτεχνική παιδεία και στη διαμόρφωση της νεοελληνικής ζωγραφικής.

Μετά τον θάνατό του, το όνομά του εξακολούθησε να τιμάται εντός και εκτός των ελληνικών συνόρων. Το 1909, έργα του παρουσιάστηκαν στη σημαντική έκθεση με τίτλο Η Σχολή του Πιλότυ 1885–1886, η οποία διοργανώθηκε στην περίφημη γκαλερί Heinemann του Μονάχου, φωτίζοντας τη συμβολή του Λύτρα στο πλαίσιο της γερμανικής ακαδημαϊκής ζωγραφικής.

Το 1933, με αφορμή τη συμπλήρωση τριάντα ετών από τον θάνατό του, πραγματοποιήθηκε εκτενής αναδρομική έκθεση στο κτήριο της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, όπου παρουσιάστηκαν εκατόν ογδόντα έξι (186) έργα του — μία εκδήλωση που αποσκοπούσε όχι μόνον στην αισθητική αποτίμηση του έργου του, αλλά και στην επιστημονική αναγνώριση της επίδρασής του στη συγκρότηση της νεοελληνικής καλλιτεχνικής ταυτότητας.

Στο πλαίσιο της δημόσιας τιμής και μνήμης, τα Ελληνικά Ταχυδρομεία εξέδωσαν και αναμνηστικό γραμματόσημο με την προτομή του, εντάσσοντάς τον στον εικονογραφικό κανόνα των προσώπων που έθεσαν τα θεμέλια της νεοελληνικής πνευματικής και καλλιτεχνικής αναγέννησης.

Σχόλια