Translate

Λιλή Ζωγράφου

Η Λιλή Ζωγράφου (17 Ιουνίου 1922 – 2 Οκτωβρίου 1998) υπήρξε σημαντική μορφή της σύγχρονης ελληνικής διανόησης: δημοσιογράφος, λογοτέχνιδα, δοκιμιογράφος, θεατρική συγγραφέας και πολιτική αγωνίστρια. Με έντονη παρουσία στον δημόσιο λόγο και ακλόνητη στάση υπέρ των δικαιωμάτων των γυναικών, ανέδειξε με το έργο της κρίσιμα ζητήματα της ελληνικής κοινωνίας του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα.

Κατά τα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής, πήρε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση, αντιτάχθηκε ανοιχτά στον ναζισμό και πλήρωσε το τίμημα με τη φυλάκισή της — όντας μάλιστα έγκυος, γέννησε μέσα στη φυλακή. Αργότερα, κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών (1967–1973), στάθηκε αμετακίνητα απέναντι στο καθεστώς. Το βιβλίο της Επάγγελμα: πόρνη αποτέλεσε αιχμηρή και αποκαλυπτική μαρτυρία της ζωής στην περίοδο της Χούντας, φανερώνοντας τις καταπιεστικές και απάνθρωπες πτυχές της εξουσίας.

Η ίδια η ζωή και το έργο της υπήρξαν σε μεγάλο βαθμό αλληλένδετα. Στο αυτοβιογραφικό της έργο Η Συβαρίτισσα, η Ζωγράφου σκιαγραφεί με ένταση και ειλικρίνεια τον εσωτερικό της κόσμο και την πολυκύμαντη διαδρομή της. Ο λογοτεχνικός κριτικός Δημοσθένης Κούρτοβικ την χαρακτήρισε ως τη «σκοτεινή θεά Εκάτη της λογοτεχνίας μας» — έναν χαρακτηρισμό που αποτυπώνει τη βαθιά, στοχαστική αλλά και ανατρεπτική φύση του έργου και της προσωπικότητάς της.

Σταδιοδρομία

Η Λιλή Ζωγράφου γεννήθηκε το 1922 στο Ηράκλειο της Κρήτης, όπου και πέρασε τα παιδικά της χρόνια. Ο πατέρας της, Ανδρέας Ζωγράφος, καταγόμενος από τη Νεάπολη Λασιθίου, ήταν εκδότης της καθημερινής βενιζελικής εφημερίδας Ανόρθωση — ένα γεγονός που φαίνεται πως υπήρξε καθοριστικό για την πρώιμη επαφή της με τον κόσμο της δημοσιογραφίας και της συγγραφής.

Φοίτησε αρχικά στο Λύκειο «Κοραής» και κατόπιν στο Καθολικό Γυμνάσιο των Ουρσουλίνων στη Νάξο. Στη συνέχεια ακολούθησε σπουδές στη Φιλολογία, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, ενισχύοντας έτσι τη φιλοσοφική και λογοτεχνική της παιδεία.

Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, σε ηλικία μόλις 21 ετών και ενώ ήταν έγκυος, συνελήφθη από τη Γκεστάπο και φυλακίστηκε στις φυλακές της Αγιάς στα Χανιά. Εκείνη την περίοδο γεννήθηκε η μοναχοκόρη της, η μετέπειτα ποιήτρια Ρένα Χατζηδάκη.

Μετά την Απελευθέρωση, το 1944, η Ζωγράφου ξεκίνησε να εργάζεται ως δημοσιογράφος σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά, διαμορφώνοντας σιγά-σιγά το ιδιαίτερο ύφος και το ιδεολογικό στίγμα που θα χαρακτήριζε το σύνολο του έργου της. Πραγματοποίησε ταξίδια σε χώρες του Ανατολικού Μπλοκ και περιόδευσε σε ευρωπαϊκές πόλεις, ενώ από το 1953 έως το 1954 διέμεινε στο Παρίσι, εμπλουτίζοντας τις εμπειρίες και τις ιδέες της μέσα από τη ζύμωση με τα φιλοσοφικά και πολιτιστικά ρεύματα της εποχής.

Η λογοτεχνική πορεία της Λιλής Ζωγράφου ξεκίνησε το 1949 με τη συλλογή διηγημάτων Αγάπη, σηματοδοτώντας την πρώτη της δημόσια παρουσία στα ελληνικά γράμματα. Δέκα χρόνια αργότερα, το 1959, δημοσίευσε το δοκίμιο Νίκος Καζαντζάκης: ένας τραγικός, στο οποίο προσέγγισε τον μεγάλο συγγραφέα από μια νέα και τολμηρή σκοπιά: εστιάζοντας αφενός στην αγωνιώδη του προσπάθεια να φτάσει στο ιδεώδες του Υπερανθρώπου, αφετέρου στην ταραγμένη ερωτική του ζωή.

Όπως σημειώνει η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ, Μαριέττα Ιωαννίδου, η Ζωγράφου τόλμησε να «απομυθοποιήσει τον Καζαντζάκη», στηριγμένη κυρίως στις μαρτυρίες της πρώτης συζύγου του, Γαλάτειας Καζαντζάκη. Η φιλόλογος Γεωργία Φαρίνου-Μαλαματάρη, συγκρίνοντας το έργο της Ζωγράφου με εκείνα που είχαν προηγηθεί —των Γαλάτειας Καζαντζάκη, Έλλης Αλεξίου και Ελένης Καζαντζάκη—, υποστήριξε πως, αν και η Ζωγράφου δεν είχε γνωρίσει προσωπικά τον συγγραφέα, η δική της εκδοχή αποτέλεσε «την πιο συνεκτική αφήγηση της ζωής του Καζαντζάκη». Παρόμοια άποψη εξέφρασε και ο μελετητής της νεοελληνικής λογοτεχνίας Πίτερ Μπιν, ο οποίος χαρακτήρισε το έργο της ως ένα «αμφιλεγόμενο δοκίμιο» που —αν δεν ήταν λογοτεχνική κριτική— θα μπορούσε να θεωρηθεί και λίβελος. Παρ’ όλα αυτά, παρατήρησε πως η Ζωγράφου κατάφερε να απομακρύνει μια ολόκληρη γενιά αναγνωστών από τον Καζαντζάκη, «ίσως επειδή οι υπερβολές του είναι απίστευτα αληθείς».

Το 1962, η Ζωγράφου έδωσε στην Αθήνα μια διάλεξη για τον Φραντς Κάφκα, καρπό μελέτης που είχε αρχίσει από την παραμονή της στην Πράγα, γενέτειρα του Τσέχου συγγραφέα. Σύμφωνα με τη δική της μαρτυρία, η διάλεξη έτυχε θερμής αποδοχής, και ο Γιάννης Ρίτσος την ενθάρρυνε να μετατρέψει το υλικό της σε δοκίμιο. Η συγγραφέας ολοκλήρωσε το δοκίμιο τον Απρίλιο του 1967· όμως, έπειτα από έφοδο της Ασφάλειας στο σπίτι της κατά τη διάρκεια της Χούντας, το χειρόγραφο υπέστη φθορές και εγκαταλείφθηκε για χρόνια. Η συγγραφή επαναλήφθηκε γύρω στο 1990, και το έργο εκδόθηκε τελικά το 1993, με τίτλο Σύγχρονός μας ο Κάφκα.

Το 1966, κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα Μίκαελ ή Ποιος σαν τον Θεό, το οποίο μετέπειτα επανεκδόθηκε υπό τον τίτλο Οι Εβραίοι κάποτε (Μίκαελ). Πρόκειται, όπως σημειώνεται στη βιβλιογραφία, για μία από τις πρώτες, αν όχι την πρώτη, εκτενή απεικόνιση στα ελληνικά γράμματα του διωγμού των Ελλήνων Εβραίων και του Ολοκαυτώματος στην Ελλάδα, με πλήρη κάλυψη των διαδοχικών σταδίων της ιστορικής αυτής τραγωδίας.

Με την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας τον Απρίλιο του 1967, η Λιλή Ζωγράφου υπηρετούσε ως πολιτικό προσωπικό στο Πρωτόκολλο Στρατολογίας του Υπουργείου Αμύνης. Ωστόσο, αρνούμενη να συνεχίσει να εργάζεται υπό το νέο αυταρχικό καθεστώς, υπέβαλε την παραίτησή της. Παράλληλα, συνέχιζε να αρθρογραφεί στο περιοδικό Γυναίκα, προβάλλοντας προοδευτικές ιδέες, ιδίως σχετικά με τα δικαιώματα των γυναικών, ενώ δεν δίσταζε να εκφράζει ανοικτά την αντίθεσή της προς το Καθεστώς των Συνταγματαρχών.

Περί το 1970, απέκτησε ιδιόκτητη κατοικία στο χωριό Μίλατος Λασιθίου, στην Κρήτη, όπου πέρασε σημαντικό διάστημα της ζωής της και συνέγραψε πολλά από τα μυθιστορήματά της.

Τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 1971, πραγματοποίησε δύο διαλέξεις που αργότερα εκδόθηκαν σε μορφή δοκιμίου με τίτλο Ο ηλιοπότης Ελύτης. Στο έργο αυτό μελέτησε την ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, προτού εκείνος τιμηθεί με το Βραβείο Νόμπελ. Η Ζωγράφου επικοινώνησε με τον ποιητή πριν την έκδοση, ζητώντας του την άποψή του επί του χειρογράφου· ο ίδιος όμως δήλωσε πως δεν ενέκρινε το κείμενο και της ζήτησε να μην το δημοσιεύσει. Παρ’ όλα αυτά, η Ζωγράφου προχώρησε τελικά στην έκδοση του δοκιμίου, πράξη που αποτύπωνε την αυτονομία της σκέψης και της συγγραφικής της κρίσης.

Το 1974, λίγο μετά την πτώση της Χούντας, εξέδωσε ένα συγκλονιστικό χρονικό για την Εξέγερση του Πολυτεχνείου, με τίτλο 17 Νοέμβρη 1973 – Η νύχτα της μεγάλης σφαγής. Η Ζωγράφου υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων, καθώς εκείνη την εποχή διέμενε ακριβώς απέναντι από το κτήριο του ΕΑΤ–ΕΣΑ, που λειτουργούσε ως κέντρο βασανιστηρίων. Οι κατ’ οίκον έρευνες της αστυνομίας ήταν τακτικές και ενοχλητικές· στο βιβλίο της περιγράφει πώς, για να διασώσει το έργο της, έκρυβε κάθε τελειωμένη σελίδα του χειρογράφου ανάμεσα στους τόμους της εγκυκλοπαίδειας της βιβλιοθήκης της.

Σημαντικό σταθμό στην πεζογραφία της αποτέλεσε και η συλλογή διηγημάτων Επάγγελμα: πόρνη, που ολοκληρώθηκε το 1978, έπειτα από πέντε χρόνια συγγραφής. Στον πρόλογο του βιβλίου, η ίδια δηλώνει ρητά ότι πρόκειται για εξιστόρηση πραγματικών περιστατικών. Στο έργο αυτό, η Ζωγράφου ασκεί οξεία σάτιρα στην αυταρχική γραφειοκρατία της Χούντας και φωτίζει τη διαρκή απειλή που βιώνουν οι περιθωριοποιημένοι σε ένα καθεστώς βίας και καταστολής. Το Επάγγελμα: πόρνη καλύπτει μια ευρεία θεματολογία: την επιστροφή μεταναστών εργατών από τη Γερμανία, τις αληθινές —και χωρίς ίχνος υπερβολής— αντιδράσεις ανθρώπων μοναχικών που αναζητούν ουσιαστική επαφή, αλλά και τη βιαιότητα που υπέστη η ίδια η συγγραφέας.

Με απόλυτη ειλικρίνεια, η Ζωγράφου αφηγείται προσωπικές τραυματικές εμπειρίες από την επταετία της Δικτατορίας: ξυλοδαρμό, απόπειρα αυτοκτονίας και βιασμό. Με την αποκάλυψη αυτών των βιωμάτων, δεν καταγγέλλει μόνο το δικτατορικό καθεστώς, αλλά αναδεικνύει και τη βαθιά πατριαρχική βία της εποχής, επιμένοντας στον ρόλο της γυναίκας ως αυτόνομου και πολιτικά ενεργού υποκειμένου.

Ύστερα από την κατάρρευση της Δικτατορίας, το 1974, η Λιλή Ζωγράφου επανήλθε ενεργά στον χώρο της δημοσιογραφίας. Άρχισε να αρθρογραφεί στην Ελευθεροτυπία, μία από τις πλέον επιδραστικές εφημερίδες της Μεταπολίτευσης, καθώς και σε άλλες εφημερίδες και περιοδικά, όπου η γραφή της διατήρησε τον παρεμβατικό και ριζοσπαστικό χαρακτήρα της.

Κατά την ώριμη συγγραφική περίοδο που ακολούθησε, η Ζωγράφου εξέδωσε σειρά έργων που γνώρισαν ευρεία απήχηση στο αναγνωστικό κοινό. Το 1983 κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων Μου σερβίρετε ένα βασιλόπουλο, παρακαλώ, ένα έργο που ισορροπεί ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον σαρκασμό, αποκαλύπτοντας την υποκριτική ηθική της μεταπολιτευτικής κοινωνίας.

Το 1987 παρουσίασε την αυτοβιογραφική της αφήγηση Η Συβαρίτισσα, ένα βιβλίο όπου η συγγραφέας αποτυπώνει το προσωπικό της βίωμα με λογοτεχνικό τρόπο, μέσα από μια συνειδητή απόσταση αυτοπαρατήρησης, αναδεικνύοντας τη γυναικεία υποκειμενικότητα απέναντι στις κοινωνικές συμβάσεις και στις πολιτικές μεταπτώσεις του καιρού της.

Ακολούθησε, το 1994, το μυθιστόρημα Η αγάπη άργησε μια μέρα, ένα έργο με ισχυρή συναισθηματική και κοινωνική φόρτιση, που απέσπασε ιδιαίτερη απήχηση. Η επιτυχία του ενισχύθηκε περαιτέρω όταν μεταφέρθηκε στην τηλεόραση από την ΕΡΤ, το 1997, σε σκηνοθεσία Κώστα Κουτσομύτη και με πρωταγωνίστριες τις Τάνια Τρύπη και Καριοφυλλιά Καραμπέτη. Η σειρά γνώρισε ευρεία τηλεοπτική προβολή και συνέβαλε στην εδραίωση της Ζωγράφου στο συλλογικό πολιτισμικό φαντασιακό της εποχής.

Το 1998, λίγο πριν το τέλος της ζωής της, η Ζωγράφου εξέδωσε το τελευταίο της έργο: Από τη Μήδεια στη Σταχτοπούτα· η ιστορία του φαλλού, ένα εκτενές δοκίμιο με το οποίο ολοκλήρωσε τη διαδρομή της ως στοχαστική φωνή του φεμινισμού στην Ελλάδα. Στο έργο αυτό επιχείρησε μια τολμηρή και πολυεπίπεδη ανάλυση της πατριαρχίας στον ελληνικό πολιτισμό, εξετάζοντας τις απαρχές της από την προϊστορία έως την εποχή των Μεγάλων Τραγικών. Με κριτικό πνεύμα και ανατρεπτική γραφή, η Ζωγράφου εντόπισε τις θεσμικές και μυθολογικές καταβολές της εξουσίας του ανδρικού φύλου και πρότεινε μια ερμηνευτική ανάγνωση της ιστορίας μέσα από το πρίσμα της γυναικείας εμπειρίας και αντίστασης.

Το συγγραφικό ύφος της Λιλής Ζωγράφου

Το λογοτεχνικό έργο της Λιλής Ζωγράφου διακρίνεται για τον έντονα προσωπικό του χαρακτήρα και τη σταθερή του προσήλωση σε θεματικούς άξονες όπως ο απελευθερωμένος έρωτας, η γυναικεία χειραφέτηση και, γενικότερα, η ατομική ελευθερία. Στην καρδιά της συγγραφικής της πρόθεσης βρίσκεται η διαρκής αναμέτρηση με τα κοινωνικά στερεότυπα, τις πατριαρχικές δομές και την υποκρισία του ηθικολογικού καθωσπρεπισμού.

Ο συγγραφέας Γιώργης Μανουσάκης έχει επισημάνει ότι η Ζωγράφου επέλεγε χαρακτήρες με ισχυρές εσωτερικές αντιθέσεις και με μια συχνά απρόβλεπτη ή αντιφατική συμπεριφορά. Αυτή η επιλογή χαρακτήρων εξασφάλιζε, κατά τη γνώμη του, την αδιάπτωτη προσοχή του αναγνώστη, μολονότι οι πράξεις τους συχνά δεν διέπονταν από ψυχολογική συνέπεια. Η ασυνέπεια αυτή, ωστόσο, φαίνεται να συνδέεται οργανικά με την πρόθεση της συγγραφέως να απεικονίσει το χάος της ανθρώπινης ψυχής και την τραυματική εμπειρία του κοινωνικού περιορισμού, ιδίως για τις γυναίκες.

Στο ίδιο πνεύμα, ο Μανουσάκης παρατηρεί ότι στα έργα της Ζωγράφου οι αντρικοί χαρακτήρες εμφανίζονται συχνά απαλλαγμένοι από ηθικούς ενδοιασμούς, αντίθετα με τις γυναικείες μορφές, που βιώνουν εντονότερα τις συγκρούσεις και τα διλήμματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο γιατρός Τάγαρης στο Η αγάπη άργησε μια μέρα, του οποίου η σαδιστική συμπεριφορά πυροδοτείται από την αποκάλυψη ενός μυστικού του παρελθόντος της συζύγου του. Παρ’ όλα αυτά, στο ίδιο έργο παρουσιάζονται και ανδρικοί χαρακτήρες αδύναμοι ή παθητικοί, όπως οι γιοι της οικογένειας Φτενούδου, οι οποίοι δεν φέρουν το βάρος της ευθύνης για τη συνέχιση της οικογενειακής επιχείρησης – έναν ρόλο που αναλαμβάνει τελικά η κόρη, με τρόπο αποφασιστικό και ενσυνείδητα ανατρεπτικό.

Ανάλογες θεματικές συναντώνται και στο μυθιστόρημα Και το χρυσάφι των κορμιών τους, όπου ο ψαράς Γρηγόρης σκιαγραφείται ως μια μορφή αγνού και αφοσιωμένου εραστή. Η ερωτική του σχέση με τη δυναμική και χειραφετημένη Γαλανή –μια γυναίκα που κινείται άνετα σε ανδροκρατούμενα περιβάλλοντα– τον βοηθά να υπερβεί τον πόνο και να ανακτήσει την ψυχική του ισορροπία. Η αντιστροφή των έμφυλων ρόλων, όπως διαφαίνεται σε αυτό το έργο, αποτελεί χαρακτηριστικό μοτίβο στην αφήγηση της Ζωγράφου.

Ως προς την τεχνική της αφήγησης, η συγγραφέας προτιμούσε γενικά την τριτοπρόσωπη αφήγηση, που της επέτρεπε να διατηρεί μια σχετική απόσταση από τα δρώντα πρόσωπα, ενώ σπανιότερα κατέφευγε στην πρωτοπρόσωπη εκφορά. Το ύφος της είναι ποικίλο, συνδυάζοντας λυρισμό, ιδιαίτερα στις ερωτικές σκηνές, με έντονη συναισθηματική φόρτιση, η οποία, σε ορισμένες περιπτώσεις –όπως στο δραματικό τέλος του Η αγάπη άργησε μια μέρα– μπορεί να αγγίξει τα όρια του μελοδραματισμού.

Συνολικά, η Ζωγράφου υπήρξε συγγραφέας με έντονη αφηγηματική ιδιοτυπία, η οποία, μέσα από την προσεκτικά δομημένη πολυσημία των χαρακτήρων της και τη διαρκή αναμέτρηση με τα κοινωνικά στερεότυπα, κατέθεσε μια συνεκτική και τολμηρή φεμινιστική πρόταση μέσα στο πλαίσιο της ελληνικής μεταπολεμικής πεζογραφίας.

Θάνατος και διαθήκη της Λιλής Ζωγράφου

Το 1998, κατά τη διάρκεια παραμονής της στο Ηράκλειο της Κρήτης, η Λιλή Ζωγράφου υπέστη αιφνίδιο και βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο. Μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου «Βενιζέλειο», όπου και κατέληξε λίγες ημέρες αργότερα, στις αρχές Οκτωβρίου του ίδιου έτους.

Σε προηγούμενη αλληλογραφία της, η ίδια είχε εκφράσει την προτίμησή της για μια συμβατική ταφή, και όχι αποτέφρωση, κατόπιν επιθυμίας φιλικού της προσώπου που είχε ζητήσει να υπάρχει τάφος της – ένα σταθερό σημείο μνήμης. Η κηδεία της τελέστηκε στις 3 Οκτωβρίου 1998 στον Ιερό Ναό του Αγίου Τίτου, στο Ηράκλειο, παρουσία πλήθους κόσμου. Πολιτικά πρόσωπα και εκπρόσωποι του πνευματικού κόσμου απέστειλαν συλλυπητήρια στην οικογένειά της, αναγνωρίζοντας το έργο και την προσφορά της.

Στη διαθήκη που είχε συντάξει, η Ζωγράφου όρισε ως κληρονόμους των πνευματικών δικαιωμάτων του συνόλου του συγγραφικού της έργου τόσο τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, με τις οποίες συνεργάστηκε στενά, όσο και τα Παιδικά Χωριά SOS Ελλάδος, δείχνοντας έτσι έμπρακτα την κοινωνική της ευαισθησία και τη βαθιά της πίστη στην ανάγκη προστασίας των πιο ευάλωτων μελών της κοινωνίας.

Εργογραφία
Αγάπη (1949)
Νίκος Καζαντζάκης – Ένας τραγικός (1959)
Βιογραφία – Άπαντα Μ.Πολυδούρη (1961)
Και το χρυσάφι των κορμιών τους (1961)
Οι καταραμένες (1962)
Οι Εβραίοι κάποτε (Μίκαελ) (1966)
Ο ηλιοπότης Ελύτης (1971)
Παιδεία ώρα μηδέν, ή της εκμηδένισης (1972)
Τι απόγινε κείνος που ήρθε να βάλει φωτιά (θεατρικό έργο, 1972)
Αντιγνώση, τα Δεκανίκια του Καπιταλισμού (1974)
17 Νοέμβρη 1973 – Η νύχτα της μεγάλης σφαγής (1974)
Κ. Καρυωτάκης – Μ. Πολυδούρη, Η αρχή της αμφισβήτησης (1977)
Επάγγελμα: πόρνη (1978)
Η γυναίκα που χάθηκε καβάλα στο άλογο (1981)
Μου σερβίρετε ένα βασιλόπουλο παρακαλώ; (1983)
Η γυναίκα σου η αλήτισσα (1984)
Η Συβαρίτισσα (1987)
Νύχτωσε αγάπη μου, είναι χτες (1990)
Παλαιοπώλης Αναμνήσεων (1998)
Που έδυ μου το κάλλος (1992)
Παραλήρημα σε ντο μείζονα (1992)
Σύγχρονός μας ο Κάφκα (1993)
Η αγάπη άργησε μια μέρα (1994)
Από τη Μήδεια στη Σταχτοπούτα· η ιστορία του φαλλού (1998)

Σχόλια