Νίκος Αθανασιάδης
Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στο Πολεμικό Ναυτικό (1925–1927) και μετέπειτα εργάστηκε ως υπάλληλος της Εθνικής και της Αγροτικής Τράπεζας, καθώς και στον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού επί μία δεκαετία. Συνταξιοδοτήθηκε από την Αγροτική Τράπεζα το 1958. Έκτοτε αφιερώθηκε πλήρως στα γράμματα.
Η λογοτεχνική του παρουσία ξεκινά με τη δημοσίευση του διηγήματος Ο μετανάστης στην εφημερίδα Ελεύθερος Λόγος της Μυτιλήνης (1929). Είχαν προηγηθεί ήδη από το 1928 ποικίλες δημοσιεύσεις στίχων, κριτικών και διηγημάτων, ενώ το ίδιο έτος βραβεύθηκε στο διαγωνισμό των Ελληνικών Γραμμάτων για το διήγημα Ο φίλος μου ο Πρεζανός. Την περίοδο 1930–1940 επιδόθηκε επίσης σε ποιητικές δοκιμές ρομαντικής υφής, κριτικά δοκίμια και διαλέξεις για τη λογοτεχνία, το θέατρο και τις εικαστικές τέχνες. Δύο θεατρικά του έργα, Η προτομή (1933) και Η τρίτη πράξη (1934), ανέβηκαν με επιτυχία, ενώ δέκα ακόμη θεατρικά του έργα παρέμειναν ανέκδοτα.
Η μυθιστοριογραφία, ωστόσο, υπήρξε ο κατεξοχήν χώρος της δημιουργικής του πληρότητας. Το Βιβλίο του νησιού μου (1950), εμπνευσμένο από τη Λέσβο των παιδικών του χρόνων, αποτελεί το εναρκτήριο λάκτισμα μιας πυκνής συγγραφικής διαδρομής. Ακολουθούν το Πέρα από το ανθρώπινο (1956), έργο έντονα φιλοσοφικό και πολυπρόσωπο, με σαφείς επιδράσεις από τον Ντοστογιέφσκι και ιδιαίτερη αναφορά στον Στέπαν Τροφίμοβιτς, ήρωα των Δαιμονισμένων, τον οποίον ο Αθανασιάδης αντιστρέφει ως προς την ιδεολογική του τοποθέτηση – ο ήρωάς του Στέφαν είναι πολέμιος του ολοκληρωτισμού και υπερασπιστής του ατόμου έναντι της μαζικής ισοπέδωσης. Στο Σταύρωση χωρίς ανάσταση (1963), δίτομο έργο 775 σελίδων, αποπειράται τη σύνθεση της νεοελληνικής ιστορίας του 20ού αιώνα σε λογοτεχνική μορφή, ενσωματώνοντας γεγονότα, πολέμους και κοινωνικές μεταβολές σε μια ενιαία, στιβαρή αφηγηματική ροή.
Άλλα σημαντικά μυθιστορήματά του είναι Το γυμνό κορίτσι (1964), Ψηλαφητός κόσμος (1970), Θύελλα και γαλήνη (1975, σε δύο τόμους: Οι άνθρωποι του πολέμου και Τα παιδιά της ειρήνης) και Σίμπαλ – Το δελφίνι του ωκεανού (1978). Παράλληλα, εξέδωσε νουβέλες (Θεός αρχαίος, Οι αετοί των Δελφών, Ανώνυμοι) και διηγήματα (Ρίζες, 1988), διατηρώντας σταθερά την προσήλωσή του στη λογοτεχνική πρόζα.
Ιδιαίτερη πτυχή της προσφοράς του συνιστά η μεταφραστική του δραστηριότητα. Μετέφερε στα ελληνικά έργα συγγραφέων όπως οι: Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ, Ανατόλ Φρανς, Αντρέ Ζιντ, Κλεμάν Λεπίντ, Ροζέ Μαρτέν ντυ Γκαρ και Σάμιουελ Μπέκετ. Οι μεταφράσεις του διακρίνονται για την ακρίβεια και τη φιλολογική τους ευαισθησία.
Η γλώσσα του Νίκου Αθανασιάδη είναι πυκνή και ελλειπτική, εναλλασσόμενη ανάμεσα στον ρεαλιστικό αφηγηματικό λόγο και την ποιητική περιγραφή. Η συντακτική του ελευθερία, ενίοτε παραβιάζουσα την τυπικότητα χάριν της έμφασης, συνοδεύεται από αισθησιακό τόνο και λεπτό στοχασμό. Οι περιγραφές του, χυμώδεις και παλλόμενες, δημιουργούν μια σχεδόν μουσική αρμονία των επιμέρους με το όλον, όπως σε μια συμφωνική σύνθεση.
Τιμήθηκε με το Βραβείο Ουράνη της Ομάδας των Δώδεκα το 1958, ενώ το 1971 ένα από τα μυθιστορήματά του απέσπασε Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας. Το 1974 του απονεμήθηκε λογοτεχνική σύνταξη από το Υπουργείο Πολιτισμού για το σύνολο του έργου του και το 1989 τιμήθηκε με το Αριστείο Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών.
Η λογοτεχνική του συνεισφορά εντάσσεται στο πλαίσιο της πεζογραφίας του μεσοπολέμου, με χαρακτηριστικά τον ψυχογραφικό ρεαλισμό, τη δραματική ένταση και τη φιλοσοφική εμβάθυνση. Πολλά από τα έργα του μεταφράστηκαν και κυκλοφόρησαν στο εξωτερικό, συντελώντας στη διεθνή αναγνώριση της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας. Ο Νίκος Αθανασιάδης ανήκει σε εκείνη τη μικρή χορεία των συγγραφέων που, χωρίς εκκωφαντική παρουσία, οικοδόμησαν ένα σώμα έργου ανθεκτικό στον χρόνο, με βαθιά πίστη στην αξία της τέχνης του λόγου και στη δύναμη της ανθρώπινης συνείδησης.
Σχόλια