Γεώργιος Παπαδόπουλος (Μάρκος Αυγέρης)
Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος (ψευδώνυμο Μάρκος Αυγέρης), γεννήθηκε στο χωριό Καρίτσα Ιωαννίνων στις 18 Φεβρουαρίου 1884 και πέθανε στην Αθήνα στις 8 Ιουνίου 1973. Υπήρξε ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας και διακεκριμένος κριτικός της λογοτεχνίας. Διετέλεσε μέλος της δεύτερης Επιτροπής Απονομής Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων το 1940.
Ο πατέρας του, φαρμακοποιός στα Ιωάννινα, συμμετείχε ενεργά στον Μακεδονικό Αγώνα. Από την ηλικία των δύο έως τα οκτώ του χρόνια, έζησε στο χωριό Καρίτσα, όπου είχε εγκατασταθεί η μητέρα του λόγω της ασθένειάς της από φυματίωση. Μετά την επιστροφή της οικογένειας στα Ιωάννινα, ο Μάρκος συνέχισε τη φοίτησή του στη φημισμένη Ζωσιμαία Σχολή.
Το καλοκαίρι του 1901 εγκατέλειψε τα Ιωάννινα για να εγκατασταθεί στην Αθήνα, όπου ξεκίνησε σπουδές στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1907 αποφοίτησε με το δίπλωμα του ιατρού και εργάστηκε σε διάφορες κλινικές της πρωτεύουσας. Στο διάστημα 1912–1922 υπηρέτησε ως ανθυπίατρος στον Ελληνικό Στρατό, συμμετέχοντας ενεργά σε στρατιωτικές εκστρατείες για συνολικά έξι χρόνια.
Το 1926 διορίστηκε επιθεωρητής υγιεινής στο Υπουργείο Εργασίας και την περίοδο 1928–1929 μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι και στο Βερολίνο, εστιάζοντας στην επαγγελματική υγιεινή. Το 1933 παντρεύτηκε τη Γαλάτεια Καζαντζάκη–Αλεξίου, αδελφή της Έλλης Αλεξίου και πρώην σύζυγο του Νίκου Καζαντζάκη. Συνέχισε την υπηρεσία του στο Υπουργείο Εργασίας μέχρι το 1947, οπότε αποπέμφθηκε λόγω της πολιτικής του δράσης και της συμμετοχής του στο ΕΑΜ και στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας.
Μετά τον θάνατο της συζύγου του, στις 19 Νοεμβρίου 1962, βρήκε στήριγμα στην Έλλη Αλεξίου, στην οποία και άφησε όλη την προσωπική του περιουσία. Πέθανε σε προχωρημένη ηλικία, διατηρώντας ως το τέλος διαύγεια πνεύματος και δημιουργική παρουσία.
Το λογοτεχνικό έργο του υπήρξε πολύπλευρο και βαθιά συνδεδεμένο με τα κοινωνικά και πολιτικά συμφραζόμενα της εποχής του. Πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα σε νεαρή ηλικία, το 1904, με τη δημοσίευση του ποιήματος Η Βάβω η Τασιά στο περιοδικό Νουμάς, το οποίο υπήρξε κεντρικό όργανο του δημοτικισμού. Την ίδια χρονιά, ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος παρουσίασε στη σκηνή του θεάτρου «Νέα Σκηνή» το δραματικό έργο του Μπροστά στους ανθρώπους. Η θεατρική και ποιητική του παρουσία γνώρισε θερμή υποδοχή από τους καλλιτεχνικούς και λογοτεχνικούς κύκλους της Αθήνας, με ιδιαίτερα εγκωμιαστικές κριτικές.
Στη συνέχεια δημοσίευσε ποιήματα, πεζογραφήματα και μεταφράσεις έργων αρχαίων Ελλήνων αλλά και ξένων συγγραφέων. Ιδιαίτερη σημασία έχει η μετάφρασή του, το 1921, του εμβληματικού μυθιστορήματος Οι Άθλιοι του Βίκτωρος Ουγκώ, έργο με έντονο κοινωνικό και ανθρωπιστικό περιεχόμενο, το οποίο αντανακλούσε και τις δικές του ιδεολογικές ευαισθησίες.
Η Μικρασιατική Καταστροφή, τραύμα βαθύ για τον Ελληνισμό, επέδρασε καθοριστικά στις πολιτικές και ιδεολογικές του αντιλήψεις, κλονίζοντας το έως τότε φιλελεύθερο ιδεολογικό του πλαίσιο. Σε αυτή την περίοδο στράφηκε προς μια πιο έντονα ρεαλιστική και αντιπολεμική λογοτεχνική έκφραση. Αξιοποιώντας τις αφηγήσεις του Έλληνα αεροπόρου Βασίλειου Κοτρώτσου, αιχμαλώτου των Τούρκων κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας, συνέγραψε ανώνυμα το έργο Από την αιχμαλωσία – Κατά το ημερολόγιο του αιχμαλώτου αεροπόρου Β.Κ. (Αθήνα 1923), το οποίο επανεκδόθηκε το 2006. Το πεζογράφημα αυτό συγκαταλέγεται στα κορυφαία αντιπολεμικά έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, πλάι στη Ζωή εν Τάφω του Στρατή Μυριβήλη και στο Νούμερο 31328 του Ηλία Βενέζη.
Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, απομακρύνθηκε από τη συγγραφή, επιστρέφοντας δυναμικά κατά τα χρόνια της γερμανοϊταλικής Κατοχής (1941–1944), με έργα που αντανακλούσαν το κοινωνικό και πατριωτικό του ήθος. Στη μεταπολεμική περίοδο, επικεντρώθηκε στον πολιτικό σχολιασμό και κυρίως στην κριτική της λογοτεχνίας, μέσα από εφημερίδες και περιοδικά, πάντοτε από τη σκοπιά της μαρξιστικής και φιλοσοβιετικής ιδεολογίας. Παρά τη σαφή πολιτική του τοποθέτηση, η διεισδυτική του ματιά και η σοβαρότητα της σκέψης του στην κριτική απέσπασαν τον σεβασμό ακόμη και ανθρώπων άλλων ιδεολογικών κατευθύνσεων, όπως μαρτυρεί ο Μ. Δημάκης στη Νέα Εστία (15 Νοεμβρίου 1973).
Εργογραφία
Η εργογραφία του αντικατοπτρίζει τη βαθιά πνευματική του καλλιέργεια, την ποικιλία των ενδιαφερόντων του και τη συνεχή παρουσία του στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι του 20ού αιώνα. Η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Τραγούδι της τάβλας εκδόθηκε στην Αθήνα το 1908, σηματοδοτώντας την είσοδό του στη νεοελληνική ποίηση με γλωσσικό και θεματικό τόνο που συνδυάζει την παραδοσιακή ρίζα με την ανανεωτική διάθεση της εποχής.
Ιδιαίτερη θέση στο δοκιμιακό του έργο καταλαμβάνει το Ο Σικελιανός, η ποίησή του, το θέατρό του – Κριτικός απόλογος (Αθήνα, 1952), με το οποίο επιχειρεί μια εις βάθος ανάλυση της προσωπικότητας και του έργου του Άγγελου Σικελιανού, προσφέροντας ταυτόχρονα και έναν προβληματισμό γύρω από τη λειτουργία της τέχνης και της ποίησης στον σύγχρονο κόσμο.
Στο εξωτερικό, και συγκεκριμένα στο Βουκουρέστι, εκδόθηκαν δύο σημαντικά δοκίμια του, Κριτικά – Αισθητικά – Ιδεολογικά (1959) και ο ενιαίος τόμος Εισαγωγή στη νεοελληνική λογοτεχνία και Η ελληνική ποίηση (1964), τα οποία διακρίνονται για τον συστηματικό χαρακτήρα τους και τη διεπιστημονική προσέγγιση της λογοτεχνικής έκφρασης.
Η επιμέλεια και έκδοση των Απάντων του σε τρεις τόμους (Αθήνα, 1964–1966) αποτέλεσε σημαντικό σταθμό στην αποτύπωση της συνολικής του προσφοράς, ενώ ταυτόχρονα εξέδωσε τις μελέτες Ξένοι λογοτέχνες και Έλληνες λογοτέχνες (Αθήνα, 1966), που σκιαγραφούν με κριτική ενάργεια κορυφαίες μορφές της παγκόσμιας και εγχώριας λογοτεχνίας.
Ακολούθησαν έργα με πολιτικό και στοχαστικό περιεχόμενο όπως Η παγκόσμια έρις (1967), αλλά και νεότερες ποιητικές συλλογές όπως Αντίδρομα και παράλληλα (1969) και Φωνές της νύχτας (1970), όπου καταγράφεται η ώριμη φωνή του δημιουργού. Το έργο του Εισαγωγή στην ελληνική ποίηση (1971) αποτελεί σύνοψη των αισθητικών και φιλολογικών του απόψεων, ενώ τα Θεωρήματα (1972) συνεχίζουν τη στοχαστική του πορεία προς το τέλος της ζωής του.
Μετά τον θάνατό του, το 1975, εκδόθηκε το Άπαντα ποιητικά, συγκεντρώνοντας το σύνολο της ποιητικής του παραγωγής και αποτυπώνοντας τη διαχρονική του συμβολή στη νεοελληνική λογοτεχνία.

Σχόλια