Νικόλαος Αστρινίδης
Γεννήθηκε στο Άκερμαν της Βεσσαραβίας, περιοχή τότε ενσωματωμένη στο βασίλειο της Ρουμανίας, σε μια πολυπολιτισμική κοινότητα, γόνος οικογένειας Ελλήνων προσφύγων της Ανατολικής Θράκης. Ο πατέρας του, καταγόμενος από τον Σκοπό, είχε αποκτήσει αξιοσημείωτη περιουσία στη Ρωσία πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση, ενώ η μητέρα του είχε ρουμανορωσική καταγωγή. Αν και εντός της οικογένειας καλλιεργείτο έντονη ελληνική συνείδηση, η ελληνική γλώσσα δεν ομιλείτο, γεγονός που μαρτυρεί την πολυσύνθετη πολιτισμική του ανατροφή.
Ανατραφείς στη διανοητικά ζωηρή και καλλιτεχνικά πλούσια ατμόσφαιρα της μεσοπολεμικής Ρουμανίας, επέδειξε από νωρίς εξαιρετική μουσική κλίση. Παράλληλα με τις σπουδές Χημείας στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου, φοίτησε στο εκεί Ωδείο, όπου και επηρεάστηκε καθοριστικά από τον μεγάλο Ρουμάνο πιανίστα και συνθέτη Ντίνο Λιπάτι, ο οποίος μόλις είχε επιστρέψει από το Παρίσι και του παρείχε ιδιωτικά μαθήματα σύνθεσης και πιάνου.
Η έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ανέτρεψε δραματικά τη ζωή της οικογένειας Αστρινίδη. Μετά τη σοβιετική εισβολή του 1940, η οικογένεια διασπάστηκε και ο νεαρός Νικόλαος, μαζί με τους γονείς του, κατέφυγε στη Μέση Ανατολή. Εκεί κατατάχθηκε στην Ελληνική Βασιλική Αεροπορία και υπηρέτησε με γενναιότητα στη 335η Μοίρα Καταδρομών, υπό την ηγεσία του θρυλικού Βαρβαρέσου, στο θέατρο των επιχειρήσεων της Βορείου Αφρικής. Κατά τη διάρκεια της θητείας του τραυματίστηκε και παρασημοφορήθηκε με το Μετάλλιο Εξαιρέτων Πράξεων. Καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου, αλλά και μετά τον τραυματισμό του, δραστηριοποιήθηκε έντονα ως πιανίστας, δίνοντας περίπου 80 συναυλίες στο Κάιρο και σε άλλες πόλεις για τα ελληνικά και συμμαχικά στρατεύματα.
Το 1944 τιμήθηκε με το Πρώτο Βραβείο Πιανιστικής Ερμηνείας και Σύνθεσης στο διεθνούς κύρους Φεστιβάλ Eisteddfod, με την Κυπριακή Ραψωδία. Την επόμενη χρονιά (1945) διηύθυνε στην Όπερα του Καΐρου το συμφωνικό του έργο Οιδίπους Τύραννος, σηματοδοτώντας την έναρξη της διεθνούς του καριέρας.
Μετά την αποστράτευσή του το 1947, μετέβη στο Παρίσι για να ολοκληρώσει τις μουσικές του σπουδές στη Schola Cantorum, από όπου αποφοίτησε με διακρίσεις στη σύνθεση και στο πιάνο. Ακολούθησε μια εντυπωσιακή διεθνής σταδιοδρομία ως σολίστ και μουσικός συνοδός, με περισσότερες από 3.000 συναυλίες σε όλο τον κόσμο. Συνεργάστηκε με διεθνούς φήμης σολίστ, όπως οι Christian Ferras, Henryk Szeryng, Jacques Thibaud και Μπρενάρ Μισελέν, και ηχογράφησε για σημαντικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς σε μεγάλα αστικά κέντρα.
Η μουσική του παραγωγή έγινε αντικείμενο ιδιαίτερης αναγνώρισης. Το 1949 ο εκδοτικός οίκος Ricordi Americana εξέδωσε έργα του για πιάνο. Το συμφωνικό του ποίημα Ο Πύργος της Μοναξιάς πρωτοπαρουσιάστηκε στο Théâtre des Champs-Élysées στο Παρίσι το 1950 από την Orchestre de la Société des Concerts du Conservatoire και μεταδόθηκε από το Εθνικό Δίκτυο της Γαλλικής Ραδιοφωνίας. Το Fantaisie Concertante για βιολί και πιάνο εκτελέστηκε στην Salle Gaveau (1951) και στο Φεστιβάλ του Αμβούργου (1952).
Από το 1959 έως το 1962 εγκαταστάθηκε στη Μαρτινίκα των Γαλλικών Αντιλλών, όπου, κατόπιν εντολής της Γαλλικής Κυβέρνησης, ίδρυσε μαζί με την Κολέτ Φραντς μια μουσική σχολή και ανέλαβε τη διεύθυνση της Ορχήστρας Δωματίου των Γαλλικών Αντιλλών.
Το 1965 εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Θεσσαλονίκη, όπου διετέλεσε επί δύο δεκαετίες διευθυντής της Φιλαρμονικής και της Μικτής Χορωδίας του Δήμου. Στο πλαίσιο των «Α΄ Δημητρίων» (1966) παρουσίασε τα ορατόριά του Άγιος Δημήτριος και Κύριλλος και Μεθόδιος, ενώ στα επόμενα χρόνια ακολούθησαν τα Ψαλμοί (1968) και η Συμφωνία 1821 (1971), έργα στα οποία καταγράφεται η σύζευξη της βυζαντινής και λαϊκής μουσικής με τα συμφωνικά μέσα της Δύσης.
Από τη δεκαετία του 1970 και εξής πραγματοποίησε πολυάριθμες περιοδείες στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, τιμώντας τη γενέθλια γη και διατηρώντας στενούς καλλιτεχνικούς δεσμούς με τον βαλκανικό χώρο.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Μουσικής Εταιρείας Βορείου Ελλάδος, ενώ συμμετείχε στην Καλλιτεχνική Επιτροπή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Μεταξύ των πρώτων που υποστήριξαν ενεργά την ίδρυση Όπερας στη Θεσσαλονίκη, διηύθυνε τις πρώτες παραγωγές της Όπερας Θεσσαλονίκης και αργότερα ίδρυσε και τη Όπερα Δωματίου Βορείου Ελλάδος.
Το έργο του Αστρινίδη αποτελεί πολύτιμο τεκμήριο της συνέχειας της ελληνικής εθνικής μουσικής ταυτότητας, όπως αυτή διαμορφώθηκε εντός και εκτός συνόρων, και μαρτυρεί έναν βίο αφιερωμένο στη σύνθεση, την ερμηνεία και την καλλιτεχνική παιδεία.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο Νικόλαος Αστρινίδης συνέχισε αδιάλειπτα τη μουσική και παιδαγωγική του δράση στη Θεσσαλονίκη, συμβάλλοντας καθοριστικά στην πολιτιστική ζωή της πόλης. Από το 1979 ανέλαβε τη διεύθυνση της ιστορικής Μαντολινάτας Θεσσαλονίκης, ενός σχήματος με βαθιές ρίζες στην αστική μουσική παράδοση, το οποίο υπηρέτησε με ιδιαίτερη αφοσίωση. Τον επόμενο χρόνο (1980) τοποθετήθηκε διευθυντής στο Μακεδονικό Ωδείο Θεσσαλονίκης, όπου ανέπτυξε αξιόλογο διδακτικό και οργανωτικό έργο, καλλιεργώντας τη νέα γενιά μουσικών της Βόρειας Ελλάδας.
Η αναγνώριση της πολυσχιδούς του προσφοράς είχε έρθει ήδη από το 1962, όταν τιμήθηκε με το Μετάλλιο του Τάγματος του Γεωργίου Α΄, μία από τις υψηλότερες κρατικές διακρίσεις της εποχής. Παράλληλα, η διεθνής του παρουσία επισφραγίστηκε από τη συμμετοχή του σε κορυφαίους θεσμούς της μουσικής δημιουργίας, όπως η γαλλική Ένωση Συγγραφέων, Συνθετών και Μουσικών Εκδοτών (S.A.C.E.M., Παρίσι), η Διεθνής Εταιρεία Σύγχρονης Μουσικής (ISCM - Παρίσι), καθώς και η Ένωση Ελλήνων Μουσουργών με έδρα την Αθήνα.
Το συνθετικό έργο του Αστρινίδη, ήδη αναγνωρισμένο από τη δεκαετία του 1940, χαρακτηρίζεται από εντυπωσιακή πολυμορφία και θεματολογική ποικιλία. Περιλαμβάνει μνημειακά ορατόρια, συμφωνικά έργα βαθύτατης εκφραστικής φόρτισης, σολιστικές συνθέσεις για πιάνο και μουσική δωματίου, έργα σκηνικής μουσικής, καθώς και έντεχνα τραγούδια. Το corpus του έχει αποτελέσει αντικείμενο μουσικολογικής μελέτης, ενώ προσφάτως αποτέλεσε αντικείμενο διπλωματικής εργασίας στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τεκμηριώνοντας τη διαχρονική σημασία της συνεισφοράς του στην ελληνική μουσική. Συναυλίες αποκλειστικά αφιερωμένες στο έργο του έχουν πραγματοποιηθεί σε πολλές πόλεις της Ευρώπης και της Αμερικής, καταδεικνύοντας την απήχηση του έργου του και πέραν των ελληνικών συνόρων.
Στις 13 Ιανουαρίου 2020, ο «Όμιλος Φίλων Νίκου Αστρινίδη» προχώρησε στην έναρξη μιας συμβολικής, αλλά σημαντικής πρωτοβουλίας, με σκοπό την ανακήρυξη του έτους 2021 ως «Έτους Νίκου Αστρινίδη», με αφορμή τη συμπλήρωση 100 ετών από τη γέννησή του. Στο πλαίσιο αυτής της τιμητικής καμπάνιας, τον Δεκέμβριο του 2020, ο διακεκριμένος πιανίστας Στέφανος Κατσαρός ανέλαβε την καλλιτεχνική επιμέλεια και εκτέλεση μιας σειράς από μηνιαία μικροντοκιμαντέρ, όπου παρουσιάζονται ζωντανές ερμηνείες αντιπροσωπευτικών έργων του συνθέτη. Μέσα από τις πρωτοβουλίες αυτές επιχειρείται η ουσιαστική ανάδειξη και αποκατάσταση του έργου του Νίκου Αστρινίδη στη συλλογική πολιτισμική μνήμη της σύγχρονης Ελλάδας.
Σταδιοδρομία
Η διεθνής σταδιοδρομία του Νίκου Αστρινίδη, που εκτείνεται από το 1947 έως το 1964, υπήρξε εντυπωσιακή τόσο σε εύρος όσο και σε βάθος, και μαρτυρεί μια σπάνια συνύπαρξη δεξιοτεχνίας, μουσικότητας και παγκόσμιας αναγνώρισης. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Αστρινίδης έδωσε περί τις 3.000 συναυλίες σε τέσσερις ηπείρους, διαγράφοντας μια πορεία πραγματικά διεθνούς ακτινοβολίας. Συνεργάστηκε με μερικές από τις πιο εξέχουσες μορφές της ερμηνευτικής τέχνης του 20ού αιώνα, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν οι σπουδαίοι σολίστ Jacques Thibaud και Henryk Szeryng. Οι πρεμιέρες των έργων του φιλοξενήθηκαν σε μείζονες αίθουσες συναυλιών και σημαντικά φεστιβάλ, ενισχύοντας το κύρος του συνθέτη στο διεθνές μουσικό στερέωμα.
Ωστόσο, η διαρκής κινητικότητα και οι απαιτήσεις της περιοδεύουσας ζωής περιόρισαν τη δυνατότητά του να αφοσιωθεί απερίσπαστα στη σύνθεση. Η οριστική εγκατάστασή του στη Θεσσαλονίκη σήμανε το τέλος αυτής της διεθνούς περιόδου, αλλά ταυτόχρονα του προσέφερε την πολύτιμη δυνατότητα να επικεντρωθεί στη δημιουργική του εργασία. Μέσα σε αυτό το νέο, περισσότερο στοχαστικό περιβάλλον, ο Αστρινίδης μπόρεσε να αφιερωθεί στη σύνθεση συμφωνικών έργων μεγάλης κλίμακας, βασισμένων σε θεματικές ενότητες που αντανακλούν την ιστορική και πνευματική του ιδιοσυγκρασία. Παράλληλα, αξιοποίησε τη γεωγραφική του εγγύτητα για να καλλιεργήσει πρωτοποριακούς καλλιτεχνικούς διαύλους με βαλκανικές χώρες —ιδιαίτερα τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία—, ενισχύοντας την πολιτιστική ανταλλαγή και συνεργασία σε μια ευρύτερη περιφερειακή κλίμακα.
Κατά την παραμονή του στη Θεσσαλονίκη, ο Αστρινίδης υπηρέτησε για 21 συναπτά έτη ως αρχιμουσικός της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Δήμου Θεσσαλονίκης, αφήνοντας ανεξίτηλο το στίγμα του στον μουσικό βίο της πόλης. Η προσφορά του τιμήθηκε στις 14 Μαρτίου 1990 με μια εμβληματική συναυλία-αφιέρωμα προς τιμήν του, στην οποία συμμετείχαν οι διακεκριμένες μουσικοί Μαρία Τάνη, Έφη Χατζηδημητρίου και άλλες καταξιωμένες καλλιτέχνιδες της Θεσσαλονίκης. Η διαρκής επιρροή του επιβεβαιώνεται επίσης από τη λειτουργία χορωδίας που φέρει το όνομά του, σύμβολο της πολιτιστικής του παρακαταθήκης.
Επιπλέον, ο Αστρινίδης υπήρξε καλλιτεχνικός σύμβουλος στην Κυπριακή Ακαδημία Μουσικής, συνεισφέροντας με τη βαθιά του γνώση και την πείρα του στη διαμόρφωση και την ανάπτυξη της μουσικής παιδείας και δημιουργίας στο νησί.
Εργογραφία
Το συνθετικό έργο του Νίκου Αστρινίδη διακρίνεται για την πολυμορφία, τη θεματική του πληρότητα και τη βαθιά σύνδεσή του με την ελληνική ιστορική και πνευματική παράδοση. Οι σημαντικότερες δημιουργίες του εμπνέονται από πρόσωπα και γεγονότα που διαμόρφωσαν την ελληνική ταυτότητα, όπως το ορατόριο Άγιος Δημήτριος —σε φόρο τιμής στον πολιούχο της Θεσσαλονίκης—, το έργο Κύριλλος και Μεθόδιος με αναφορές στην εκπολιτιστική αποστολή των δύο Αγίων, καθώς και Τα νεανικά χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που εστιάζει στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του Μακεδόνα στρατηλάτη. Ιδιαίτερη θέση στο corpus του κατέχει η Συμφωνία «1821», η οποία αποδίδει μουσικά το επικό και υπαρξιακό βάθος της Ελληνικής Επανάστασης, ενώ η Κυπριακή Ραψωδία (1944–1945) αποτελεί συγκινητικό ηχητικό μνημείο για τον αγώνα της Κύπρου. Άλλα έργα, όπως τα Δύο κομμάτια σε ελληνικό ύφος, αντανακλούν τη βαθιά του ενσυναίσθηση για την παραδοσιακή ελληνική μουσική γλώσσα.
Η συμφωνική του παραγωγή περιλαμβάνει και τρία κοντσέρτα με υψηλές απαιτήσεις ερμηνείας και δομικής συνοχής: Variations Concertantes για πιάνο και ορχήστρα (1952–1955), Concerto-Rhapsody για βιολί και ορχήστρα (1979) —έργο που συνδυάζει λυρισμό και δεξιοτεχνία— και Concerto pour Guitare et Orchestre (2007), δείγμα της διαρκούς εξερεύνησης νέων ηχητικών συνδυασμών μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Η συστηματική μελέτη, καταγραφή και φιλολογική τεκμηρίωση του έργου του έχει αναληφθεί από τον μουσικολόγο δρ Ηλία Χρυσοχοΐδη, ο οποίος αφιέρωσε τη διπλωματική του εργασία στη συνθετική δημιουργία του Νίκου Αστρινίδη: Μια πρώτη προσέγγιση (Τμήμα Μουσικών Σπουδών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1992). Η ενασχόλησή του με το έργο του Αστρινίδη κορυφώθηκε με την έκδοση της μονογραφίας Νίκος Αστρινίδης (1921–2010): Βιογραφία – Κατάλογος έργων, όπου παρουσιάζεται με ακρίβεια το πλήρες δημιουργικό αποτύπωμα του συνθέτη.
Το 2011, με αφορμή τη συμπλήρωση ενενήντα ετών από τη γέννηση του Αστρινίδη, κυκλοφόρησε, σε συνεργασία με την πιανίστα Ερατώ Αλακιοζίδου, η επετειακή δισκογραφική παραγωγή Nikos Astrinidis – 90th Birthday Anniversary από την εταιρεία Subways Music. Η έκδοση περιλαμβάνει έργα μουσικής δωματίου και σόλο συνθέσεις για πιάνο, τα οποία επιλέχθηκαν από τον ίδιο τον συνθέτη, υποδηλώνοντας την προσωπική του εκτίμηση για συγκεκριμένα σημεία του έργου του και λειτουργώντας ως άτυπη αποτίμηση της δημιουργικής του διαδρομής.
Σχόλια