Αναστάσιος Τσαμαδός
Ο Αναστάσιος Τσαμαδός (Ύδρα, 1774 – Σφακτηρία Μεσσηνίας, 8 Μαΐου 1825) υπήρξε εξέχουσα μορφή του Αγώνα της Ελληνικής Ανεξαρτησίας και διακρίθηκε ως ένας από τους γενναίους και αφοσιωμένους αγωνιστές της Επανάστασης του 1821. Καταγόμενος από την Ύδρα, νησί με μακρά ναυτική παράδοση και ουσιώδη συνεισφορά στον εθνικό ξεσηκωμό, ο Τσαμαδός αναδείχθηκε σε ηγετική φυσιογνωμία των ναυτικών δυνάμεων του αγώνα.
Χαρακτηριζόταν ανέκαθεν ως ατρόμητος ναύτης, προσόν που διέσωσε αμείωτο καθ’ όλη τη διάρκεια της συμμετοχής του στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Διακρίθηκε ως καπετάνιος του ιστορικού βρίκιου Άρης, το οποίο κατέστη σύμβολο ναυτικής ανδρείας, και υπηρέτησε με ευθύνη και πατριωτισμό ως αρχηγός μοίρας υπό την ανώτατη διοίκηση του Ανδρέα Μιαούλη. Ενδεικτική της τόλμης του υπήρξε η πρωτοβουλία του να ορμήσει πρώτος κατά την επιχείρηση στη Χίο, επιτιθέμενος με σθένος στο ντελίνι του Καπητάμπαση, επιβεβαιώνοντας τη φήμη του ακατάβλητου πολεμιστή του Ελληνικού Στόλου.
Στην κρίσιμη μάχη της Σφακτηρίας, το 1825, όταν οι αιγυπτιακές δυνάμεις του Ιμπραήμ Πασά εξαπέλυσαν συνδυασμένη επίθεση από ξηρά και θάλασσα με στόχο την κατάληψη του Νεοκάστρου, ο Αναστάσιος Τσαμαδός ήταν ένας εκ των επικεφαλής της ελληνικής αντίστασης. Μαζί με τον οπλαρχηγό Αναγνωσταρά και τον φιλέλληνα αξιωματικό Σανταρόζα, υπερασπίστηκαν με αυταπάρνηση τη θέση τους και έπεσαν ηρωικά επί του πεδίου της τιμής, ενσαρκώνοντας το πνεύμα της αυτοθυσίας και της αφοσίωσης στην πατρίδα.
Η Ελληνική Πολιτεία, αναγνωρίζοντας την ανεκτίμητη προσφορά και την ανδρεία του, τίμησε μετά θάνατον τον Αναστάσιο Τσαμαδό με τον βαθμό του Ναυάρχου, αποδίδοντάς του την υψίστη τιμή που μπορούσε να απονεμηθεί σε αγωνιστή του απελευθερωτικού αγώνα. Η μνήμη του παραμένει ζωντανή στο συλλογικό εθνικό φαντασιακό, ως παράδειγμα απαράμιλλου θάρρους και πίστης στην ιδέα της ελευθερίας.
Ο Αναστάσιος Τσαμαδός γεννήθηκε στην Ύδρα το 1772· νησί που με τις ναυτικές του δυνάμεις διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Η ενεργός πολεμική του δράση καταγράφεται με ιδιαίτερη ένταση από τον Μάιο του 1821, όταν, φέρων ήδη τον τίτλο του ναυάρχου, αναλαμβάνει επικεφαλής μιας μικρής αλλά σημαντικής μοίρας επτά πλοίων προερχόμενων από την Ύδρα και τις Σπέτσες, με αποστολή την υποστήριξη της επαναστατικής δραστηριότητας στη Μαγνησία.
Η αποστολή αυτή τον φέρνει στον Παγασητικό κόλπο, όπου και προσορμίζεται ανοιχτά του χωριού Λεχώνια, στους πρόποδες του Πηλίου. Η αιφνίδια και δυναμική του παρουσία τρομοκρατεί τους Οθωμανούς της περιοχής, οι οποίοι εγκαταλείπουν τις θέσεις τους και καταφεύγουν στον Βόλο, ενισχύοντας έτσι το ηθικό των επαναστατημένων Ελλήνων.
Ακολούθως, ξεκινά η πολιορκία του οθωμανικού φρουρίου του Βόλου, κατά την οποία η συμβολή του Τσαμαδού καθίσταται καθοριστική: αποβιβάζει στη στεριά τρία κανόνια από τα πλοία του, ενισχύοντας αποτελεσματικά τις δυνάμεις των πολιορκητών. Παρά τη γενναία αυτή ενίσχυση, η πολιορκία αποβαίνει άκαρπη, καθώς στις 10 Μαΐου οι Οθωμανοί ενισχύονται με στρατεύματα, τα οποία υποχρεώνουν τις ελληνικές δυνάμεις σε άτακτη υποχώρηση.
Η συγκεκριμένη αποστολή του Τσαμαδού, αν και στρατιωτικά ανεπιτυχής, αποκαλύπτει το ευρύ φάσμα της στρατηγικής του αντίληψης και τον καθιστά μία από τις πρώτες φυσιογνωμίες του επαναστατικού ναυτικού, με δράση που εκτεινόταν πέραν των νησιωτικών περιοχών, υποστηρίζοντας ενεργά τα επαναστατικά κινήματα και στη στεριά.
Η Συμμετοχή του στη Διάσωση των Κυδωνιών και η Ναυμαχία των Πατρών
Κατά τον Μάιο του 1821, ενώ η Ελληνική Επανάσταση είχε πλέον εξαπλωθεί με δυναμική ένταση σε πολλά μέτωπα, οι Έλληνες των Κυδωνιών (σημερινό Αϊβαλί της Μικράς Ασίας) αντιμετώπιζαν τον άμεσο κίνδυνο εξόντωσης από τα οθωμανικά στρατεύματα, τα οποία, σε εκδικητική μανία, επιζητούσαν ανταπόδοση για την πρόσφατη πυρπόληση ενός δικρότου στο λιμάνι της Ερεσού. Ο Αναστάσιος Τσαμαδός φαίνεται να συμμετείχε στην αγωνιώδη επιχείρηση διάσωσης των απειλούμενων κατοίκων· το γεγονός αυτό τεκμηριώνεται από σχετικές καταγραφές στο προσωπικό του ημερολόγιο, το οποίο συνιστά πολύτιμη πηγή τεκμηρίωσης των γεγονότων εκείνων.
Παρά τις ηρωικές προσπάθειες ελληνικών ναυτικών αγημάτων να αναχαιτίσουν τις οθωμανικές δυνάμεις, οι τελευταίες είχαν καταλάβει καίρια στρατηγικά σημεία της πόλης, καταφέρνοντας τελικά να επιβληθούν. Ακολούθησε η τραγική κορύφωση: σφαγές, λεηλασίες, και ολοκληρωτική πυρπόληση της πόλης, που αποτέλεσε ένα από τα πρώτα μεγάλα εθνικά δράματα της Επανάστασης. Ωστόσο, ένα μέρος του πληθυσμού, κυρίως γυναίκες και παιδιά, κατόρθωσε να διασωθεί χάρη στην άμεση επέμβαση των Ελλήνων ναυτικών, οι οποίοι επέδειξαν ανυπέρβλητη αλληλεγγύη και αυτοθυσία, φιλοξενώντας τους πρόσφυγες στα πλοία και περιθάλποντάς τους με συγκινητική φροντίδα.
Στις 17 Ιουνίου 1821, στο ημερολόγιό του, ο Τσαμαδός καταγράφει και επαινεί τη στοργική συμπεριφορά των πληρωμάτων προς τα διασωθέντα γυναικόπαιδα, σημειώνοντας πως οι άνδρες των πλοίων, σε αρκετές περιπτώσεις, έφταναν στο σημείο να παραχωρούν στους πρόσφυγες ακόμη και τα δικά τους ρούχα. Η πράξη αυτή συνιστά κορυφαία έκφραση του ανθρωπισμού και της ηθικής ευγένειας που χαρακτήριζε τους αγωνιστές της θάλασσας.
Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή, ο Τσαμαδός συνυπέγραψε, από κοινού με τους διακεκριμένους Υδραίους αγωνιστές Ανδρέα Μιαούλη Τομπάζη, Νικόλαο Βούλγαρη και Δημήτριο Λαλεχό, το έγγραφο με το οποίο γνωστοποιούσαν στην Ύδρα την τραγική καταστροφή των Κυδωνιών, καταγράφοντας με πικρό ρεαλισμό την έκταση της συμφοράς.
Παράλληλα με τη διάσωση των προσφύγων, ο Τσαμαδός συμμετείχε ενεργά και στη ναυμαχία των Πατρών, επιβαίνοντας στο πλοίο του Αγαμέμνων. Για τη συγκεκριμένη ναυτική σύγκρουση, το ημερολόγιό του αποτελεί ανεκτίμητο τεκμήριο, καθώς παρέχει λεπτομερείς και ζωντανές μαρτυρίες από την πρώτη γραμμή του αγώνα στη θάλασσα. Η διπλή αυτή συμβολή του—τόσο στη διάσωση του άμαχου πληθυσμού όσο και στη ναυτική πολεμική δράση—αναδεικνύει το εύρος του πατριωτισμού και του ηθικού μεγαλείου του Αναστασίου Τσαμαδού.
Η συμβολή του Αναστασίου Τσαμαδού στη ναυμαχία του Ναυαρίνου και η πτώση της Σφακτηρίας (Απρίλιος 1825)
Την 19η Απριλίου 1825, ο πλοίαρχος Αναστάσιος Τσαμαδός, κυβερνήτης του περίφημου μπρικιού Άρης, ευρισκόμενος σε αποστολή μεταφοράς πολεμικού υλικού προς την πολιορκούμενη Πάτρα, διήλθε εκουσίως από το Νεόκαστρο (τη σημερινή Πύλο) και στάθμευσε αυτεπαγγέλτως στο λιμάνι. Εκεί, αντιλαμβανόμενος την επικείμενη απόβαση των αιγυπτιακών στρατευμάτων του Ιμπραήμ Πασά, ζήτησε άδεια από τον Υπουργό του Πολέμου της επαναστατικής ελληνικής κυβέρνησης να παραμείνει και να συνδράμει στην οχύρωση της περιοχής, εφοδιάζοντας την άμυνά της.
Κατόπιν συμβουλίου που πραγματοποιήθηκε στο πλοίο Άρης υπό την προεδρία του Υπουργού Πολέμου Δημητρίου Αναγνωσταρά, ελήφθη η απόφαση να ενισχυθεί η άμυνα της νήσου Σφακτηρίας με την αποστολή πεντακοσίων ανδρών και ναυτών, ενώ παράλληλα αποφασίστηκε να ζητηθούν επιπλέον ενισχύσεις από την επαναστατική κυβέρνηση. Στις 22 Απριλίου, ο ελληνικός στόλος έλαβε θέση έναντι του Νεοκάστρου, ενώ ο εχθρικός στόλος αγκυροβόλησε πέριξ των Οινουσσών. Ο ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης, μετά από σύσκεψη με τον Αναστάσιο Τσαμαδό, παρέταξε τα ελληνικά πλοία προς μάχη. Η ημέρα πέρασε με ανταλλαγές πυρών και ακροβολισμούς, χωρίς ουσιαστική εμπλοκή, ενώ και οι επόμενες δύο επιθέσεις των ελληνικών ναυτικών δυνάμεων δεν κατόρθωσαν να επιφέρουν τη συμπλοκή με τον εχθρικό στόλο.
Μετά την αποτυχημένη απόπειρα απόβασης του Ιμπραήμ Πασά στο Νεόκαστρο την 25η Απριλίου, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, εντολοδόχος του προέδρου του Εκτελεστικού Γεωργίου Κουντουριώτη, πέρασε με ολιγομελή συνοδεία στη Σφακτηρία, όπου η ελληνική άμυνα, υπό τον Αναγνωσταρά, είχε περιέλθει σε κρίσιμο σημείο εξαιτίας της αριθμητικής μειονεξίας των υπερασπιστών. Ο Ιμπραήμ, επιδιώκοντας να καταλάβει πρωτίστως τη νήσο, διέταξε την πρώτη μοίρα του στόλου του, η οποία απαρτιζόταν από τρεις φρεγάτες, τέσσερις κορβέτες και τριάντα εννέα μικρότερα σκάφη, να εισχωρήσει στον όρμο του Ναυαρίνου, να βομβαρδίσει το νησί και να καλύψει τις αποβατικές κινήσεις. Η δεύτερη μοίρα, συγκροτούμενη από τα μεγαλύτερα πλοία, είχε αποστολή να εμπλακεί με τον ελληνικό στόλο, ο οποίος έπλεε πλησίον της νήσου Πρώτη. Ταυτοχρόνως, οι αιγυπτιακές δυνάμεις ξηράς εξαπέλυσαν επίθεση κατά του Παλαιοκάστρου.
Κατά τη νύκτα της 25ης προς την 26η Απριλίου, ο αιγυπτιακός στόλος, ευνοούμενος από τους ανέμους, εισέπλευσε αιφνιδίως στον όρμο του Ναυαρίνου συνοδεύοντας αποβατική δύναμη τριών χιλιάδων ανδρών, με σκοπό την κατάληψη του λιμένος και του φρουρίου του. Αρχικώς, οι αιγυπτιακές δυνάμεις κατέλαβαν τη Σφακτηρία, σκοτώνοντας τριακόσιους πενήντα από τους οκτακόσιους υπερασπιστές της. Μεταξύ των πεσόντων περιλαμβάνονταν ο Φιλικός και αρχηγός της ελληνικής άμυνας Δημήτριος Αναγνωσταράς, ο χιλίαρχος Σταύρος Σαχίνης, ο Ιταλός φιλέλληνας κόμης Σανταρόζα και ο ίδιος ο πλοίαρχος Αναστάσιος Τσαμαδός. Ο τελευταίος βρισκόταν στην ξηρά, πολεμώντας γενναία στο πλευρό των υπερασπιστών, μαζί με διακόσιους περίπου αξιωματικούς και ναυτικούς, οι οποίοι, εγκαταλείποντας τα πλοία και τις λέμβους τους, προσέτρεξαν στη στεριά για να ενισχύσουν την άμυνα.
Το γεγονός ότι ο Τσαμαδός, καθώς και ο πλοίαρχος του πλοίου Αθηνά, Νικόλαος Βότσης, δεν πρόλαβαν να επιστρέψουν στα πλοία τους, φανερώνει ότι ο εχθρικός είσπλους υπήρξε αιφνιδιαστικός και κεραυνοβόλος. Κατά τη γενική υποχώρηση των Ελλήνων, πολλοί ναύτες, επιστρέφοντας ατάκτως στις λέμβους, επιβιβάζονταν όπου έβρισκαν θέση, ανεξαρτήτως του αν ανήκαν στο πλήρωμα του πλοίου. Δύο από τα πέντε πλοία του ελληνικού στόλου που βρίσκονταν εντός του όρμου πρόλαβαν να αποπλεύσουν και να διαφύγουν ανενόχλητα: αυτά του Θεόδωρου Σάντου Σπετσιώτη και του Βασιλείου Σ. Βουδούρη. Το Αθηνά, αν και χωρίς τον κυβερνήτη του, πραγματοποίησε και ολοκλήρωσε επιτυχώς ηρωική έξοδο.
Επίσης, στο μπρίκι Αχιλλεύς, υπό τους αδελφούς Γεώργιο και Αντώνιο Ορλάνδο, τριάντα ναύτες κρεμάστηκαν στα πλευρά της λέμβου με το σώμα τους στη θάλασσα κατά την ώρα του απόπλου, φαινόμενο που επαναλήφθηκε και σε άλλα πλοία. Το τρικάταρτο και βαρέως οπλισμένο Ποσειδών, υπό τον Θεόφιλο Μουλά, απέπλευσε οριακά φορτωμένο με βαρέλια νερού στην πλώρη ώστε να προσδίδει την εικόνα πυρπολικού· με αυτό το στρατήγημα κατόρθωσε να διαφύγει, χωρίς ο εχθρός να επιχειρήσει εμβολισμό.
Τελευταίο παρέμεινε στον όρμο το μπρίκι Άρης, το οποίο ανέμενε την επιστροφή του κυβερνήτη του. Μόλις το πλήρωμά του πληροφορήθηκε τον ηρωικό θάνατο του Αναστασίου Τσαμαδού, απέπλευσε υπό τη διοίκηση του πλοιάρχου Νικολάου Βότση, ο οποίος πρόλαβε να επιβιβαστεί την τελευταία στιγμή, μαζί με τον Δημήτριο Σαχτούρη και τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο.
Όπως αναφέρει και ο Αναστάσιος Ορλάνδος, Ναυτικά (1869), σελ. 328, «πολλοί έφυγαν γενόμενοι ριψάσπιδες, εζήτησαν να σωθώσιν... Οι δ’ εγκαρτερήσαντες, μεθ’ ων και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος». Το μπρίκι Άρης δοξάστηκε στις 26 Απριλίου 1825, λίγο πριν την οριστική πτώση της Σφακτηρίας, όταν, διασπώντας τον κλοιό του εχθρικού στόλου, κατόρθωσε, μετά από πολύωρη σκληρή ναυτική συμπλοκή, να εξέλθει σώο από τον όρμο του Ναυαρίνου. Υπό την ηγεσία του Νικολάου Βότση, μετέφερε σε ασφαλή απόσταση προς τον ελληνικό στόλο τον Μαυροκορδάτο και πλήθος αγωνιστών της Επανάστασης, σηματοδοτώντας μία από τις πλέον ηρωικές στιγμές της ελληνικής ναυτοσύνης.
Σχόλια