Κωνσταντίνος Καλλάρης
Η Απελευθέρωση των Ιωαννίνων
Καθώς η Ιστορία ξετυλίγεται σε τόπους αιματηρούς και στιγμές υπαρξιακής έντασης, η μορφή του Κωνσταντίνου Καλλάρη προβάλλει όχι μόνο ως πολεμιστή στρατηγού, αλλά και ως τραγικού ήρωα αρχαίας σύλληψης. Στο πλαίσιο της Ηπειρωτικής Εκστρατείας του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, η ΙΙα Μεραρχία υπό την αρχηγία του έλαβε μέρος σε σφοδρές συγκρούσεις, μεταξύ των οποίων και στη μάχη των Πεστών (29–30 Οκτωβρίου 1912), αλλά και στις πολιορκίες του υψώματος του Μπιζανίου, του πλέον οχυρωμένου σημείου πριν από την απελευθέρωση των Ιωαννίνων.
Στην ίδια αυτή γη, ποτισμένη από την αλύγιστη θέληση ενός έθνους να ανασυστήσει το ιστορικό του σώμα, έμελλε ο Καλλάρης να βιώσει το υπαρξιακό ρήγμα ανάμεσα στο καθήκον και την προσωπική οδύνη. Στις 7 Δεκεμβρίου 1912, στην περιοχή της Μανωλιάσας, έπεσε μαχόμενος ο πρωτότοκος γιος του, Σπυρίδων, νέος έφεδρος ανθυπολοχαγός. Το πένθος του Στρατηγού διασώθηκε από την παρατήρηση ενός πολεμικού ανταποκριτή: «Πολέμησε όλη μέρα σαν στρατηγός και το βράδυ θρήνησε σαν πατέρας». Εδώ η ιστορική δράση συμπλέκεται με την αρχαιοπρεπή μοίρα – ένας άνδρας που μέσα στην εθνική ανάταση βιώνει τον πιο προσωπικό πόνο, δίνοντας στο πολεμικό χρονικό τον τόνο μιας τραγωδίας.
Μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, η Μεραρχία του επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη. Όμως η ανάπαυση ήταν σύντομη. Ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος, που εξερράγη τον Ιούνιο του 1913, τον βρήκε εκ νέου στο προσκήνιο. Η άρνηση του Βουλγάρου στρατηγού Χεσάψιεφ να αποχωρήσει από τη Θεσσαλονίκη ανάγκασε τον Καλλάρη να προβεί σε στρατιωτική επέμβαση. Στις 17 Ιουνίου, ενώ οι διαπραγματεύσεις καθυστερούσαν σκόπιμα, άρχισαν οι πρώτες εχθροπραξίες στην πόλη. Η πρώτη σύγκρουση ξέσπασε έξω από το βουλγαρικό ταχυδρομείο, όταν οδηγοί δύο ελληνικών στρατιωτικών οχημάτων δέχθηκαν πυρά. Ο Καλλάρης, με χαρακτηριστική αποφασιστικότητα, ανέλαβε την εκκαθάριση της πόλης και συνέλαβε δύο πλήρη βουλγαρικά τάγματα που καταυλίζονταν ακόμη εντός των τειχών.
Η 2η Μεραρχία, υπό τη διοίκησή του, εντάχθηκε αμέσως στο γενικό θέατρο του πολέμου εναντίον των βουλγαρικών δυνάμεων. Πολέμησε στις μάχες των Μανδρών (19 Ιουνίου 1913), του Κιλκίς (20–21 Ιουνίου), στην κατάληψη των διαβάσεων της Κερκίνης (25 Ιουνίου), στα υψώματα του Ροσσελίν (7 Ιουλίου), του Βίντρεν (13 Ιουλίου), του Χασάν Πασά (15 Ιουλίου) και του Λέσκου (17 Ιουλίου).
Η στρατηγική του δράση δεν υπήρξε απλώς επιχειρησιακή. Φέρει μέσα της την πεποίθηση πως το έργο της Ιστορίας δεν πραγματώνεται μόνο με τα όπλα αλλά και με τον στοχασμό, με την αίσθηση του Χρόνου ως πεδίου ευθύνης. Ο Καλλάρης, πολεμώντας, θρηνώντας και προχωρώντας, ενσάρκωσε τον σπάνιο εκείνο τύπο ηγέτη που η μοίρα δεν του επιτρέπει να διαλέξει μεταξύ του ανθρώπινου και του συλλογικού χρέους – γιατί καλείται να φέρει ταυτόχρονα και τα δύο.
Ανάμεσα σε Δύο Πολέμους και Εμφύλιοι Ίσκιοι
Ο ιστορικός και φιλοσοφικός στοχασμός πάνω στην πορεία του Αντιστράτηγου Κωνσταντίνου Καλλάρη, μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, αναδεικνύει όχι μόνο τον βίο ενός αξιωματικού του ελληνικού στρατού, αλλά και την πορεία μιας ολόκληρης εποχής κατά την οποία η Ελλάδα, ακροβατώντας ανάμεσα σε εσωτερικές διχόνοιες και παγκόσμιες αναταράξεις, αναζητούσε τον ιστορικό της προσανατολισμό.
Μετά το πέρας των Βαλκανικών πολέμων, οι οποίοι σφράγισαν την αρχή μιας νέας ιστορικής περιόδου, ο Καλλάρης παρέμεινε στο πεδίο της ευθύνης του, ως διοικητής της 2ης Μεραρχίας για έναν ακόμη χρόνο. Στις 5 Ιανουαρίου 1914, την εποχή που άρχιζε η συγκρότηση των Σωμάτων Στρατού, του ανατέθηκε, ως αντιστρατήγου, η διοίκηση του Α' Σώματος Στρατού, αν και για ένα διάστημα προηγήθηκε η τοποθέτησή του στη θέση του Προέδρου του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Η επιστροφή του στην ηγεσία του Α' Σώματος συνέπεσε με την αποχώρηση της Γαλλικής στρατιωτικής αποστολής από την Ελλάδα, και η διατήρηση του Αντιστρατήγου Ιπποκράτη Παπαβασιλείου, παλιού του συνεργάτη, ως Επιτελάρχη, σηματοδοτούσε μια συνέχεια στην επιτελική του αντίληψη για τη διοίκηση.
Όταν εκδηλώθηκε το Κίνημα της Εθνικής Αμύνης στη Θεσσαλονίκη, στις 17 Αυγούστου 1916, ο Καλλάρης βρέθηκε ενώπιον μιας ηθικής και πολιτικής δοκιμασίας. Πιστός στην αρχή της ενότητας του Έθνους και στην υπέρβαση των εμφύλιων αντιπαλοτήτων, αρνήθηκε να εμπλακεί ενεργά στο κίνημα, παρότι ενστερνιζόταν τη στρατηγική επιλογή της συμμετοχής της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Ωστόσο, για εκείνον η πολιτική διάσταση του κινήματος καθιστούσε την εμπλοκή του ασυμβίβαστη με τη συνείδησή του ως στρατιώτη και πολίτη.
Κατά τη διάρκεια των Νοεμβριανών συγκρούσεων, τα στρατεύματα υπό τη διοίκησή του υποστήριξαν τη νόμιμη κυβέρνηση των Αθηνών, με τίμημα τη διάσπαση της εθνικής συνοχής. Με την επικράτηση της κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης, αντικαταστάθηκε από τον Αντιστράτηγο Γεννάδη και οι μονάδες του Σώματος μετεστάθμευσαν στην Πελοπόννησο. Όταν, μετά την απομάκρυνση του βασιλιά, η νόμιμη κυβέρνηση επανήλθε στην Αθήνα, η πολιτική σταθερότητα φαινόταν να επανέρχεται, και ο Καλλάρης κλήθηκε εκ νέου να υπηρετήσει το κράτος.
Από τις 9 Ιουνίου έως τις 3 Σεπτεμβρίου 1916, υπηρέτησε ως Υπουργός των Στρατιωτικών και προσωρινώς των Ναυτικών στην κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη, μια θητεία που ανέδειξε το κύρος και τη διοικητική του ευθυκρισία σε περίοδο ακραίων εσωτερικών και εξωτερικών πιέσεων. Στις 12 Οκτωβρίου του ίδιου έτους ανέλαβε και πάλι την διοίκηση του Α' Σώματος Στρατού, αλλά στις 9 Ιανουαρίου 1917 απαλλάχθηκε από τα καθήκοντά του· η απομάκρυνσή του υπήρξε αποτέλεσμα εξωτερικών πιέσεων από τους συμμάχους, ως όρος για την εμπέδωση της νέας πολιτικής κατάστασης.
Ακόμη και τότε, όμως, ο Καλλάρης δεν έπαψε να θεωρεί την προσφορά στο έθνος καθήκον και προνόμιο. Με δύο επιστολές του ζήτησε να επανέλθει στην ενεργό δράση και να πολεμήσει στην πρώτη γραμμή του μετώπου κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όταν το αίτημά του απορρίφθηκε, παραιτήθηκε οριστικά στις 29 Ιουνίου 1918, με τη σεμνότητα ενός ανθρώπου που δεν επιζητούσε την εξουσία, αλλά την υπηρεσία.
Το μέτρο της ζωής του δεν ήταν μόνο ο προσωπικός του βίος, αλλά και οι θυσίες της οικογένειάς του για την πατρίδα. Στις 20 Αυγούστου 1922, κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Καταστροφής, ο δευτερότοκος γιος του, Άγγελος, έπεσε στο Ουσάκ ως λοχαγός του Πυροβολικού. Η τραγική αυτή απώλεια, όπως και ο θάνατος του πρωτότοκου γιου του στον Πόλεμο της Ηπείρου, σφράγισαν την ύπαρξη του Καλλάρη με την αυστηρότητα του πεπρωμένου που μόνο η Ιστορία και η συνείδηση του καθήκοντος μπορούν να παρηγορήσουν.
Ο Καλλάρης ανήκει στους ελάχιστους εκείνους ανθρώπους για τους οποίους ο πόνος και η θυσία δεν υπήρξαν μονάχα βίωμα, αλλά και έκφραση βαθιάς ιστορικής ευθύνης· στον τύπο εκείνου του στρατιώτη-πολίτη που δεν επιδιώκει την εξουσία, αλλά την προσφορά στο συλλογικό πεπρωμένο.
Υσταία Περίοδος ενός Στρατηγού: Ο Καλλάρης μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή
Η Μικρασιατική Καταστροφή δεν υπήρξε απλώς ένα στρατιωτικό ναυάγιο· υπήρξε το πέρας μιας εθνικής αυταπάτης και η αρχή ενός ιστορικού αναστοχασμού. Ο στρατηγός Κωνσταντίνος Καλλάρης, ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της παλαιάς στρατιωτικής ευγένειας, δέχθηκε να συμμετάσχει στην ειδική Στρατιωτική Επιτροπή για τη διερεύνηση των αιτίων της ήττας, αντιλαμβανόμενος τον ιστορικό ρόλο του όχι ως τιμωρό αλλά ως συνείδηση ενός πληγωμένου στρατεύματος. Όμως, η ατμόσφαιρα του καιρού, βαριά από τις αναθυμιάσεις του διχασμού και τις πιέσεις της Επαναστατικής Επιτροπής, δεν επέτρεπαν ανεπηρέαστη κρίση· όταν δε του χορηγήθηκε η απαιτούμενη εξάμηνη προθεσμία για ενδελεχή εξέταση των δεδομένων, αποσύρθηκε, αρνούμενος να προσφέρει το όνομά του ως πρόσχημα σε μία προαποφασισμένη απόδοση ευθυνών.
Αναλόγως, το 1925, σε μία περίοδο εσωτερικής καχυποψίας και εξωτερικών αμφισβητήσεων, αρνήθηκε εκ νέου τον διορισμό του σε επιτροπή που θα διερευνούσε την ευθύνη των διοικητών κατά την οπισθοχώρηση στη Μικρά Ασία. Μόνο το 1926, μετά την πτώση του καθεστώτος Πάγκαλου, δέχθηκε να αναλάβει την προεδρία του Ανωτάτου Στρατιωτικού Συμβουλίου, θέτοντας τον εαυτό του στην υπηρεσία ενός κράτους που προσπαθούσε να ξαναβρεί τη θεσμική του συνοχή.
Η δράση του, όμως, δεν περιορίστηκε στον χώρο του στρατού. Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με τον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», επιβεβαιώνοντας πως ο άνθρωπος του ξίφους μπορεί να είναι και άνθρωπος του πνεύματος. Στις 16 Δεκεμβρίου 1929 εξελέγη αριστίνδην Γερουσιαστής και ως τέτοιος διέπρεψε στην υπεράσπιση των απλών ανθρώπων, ζητώντας μέτρα υπέρ των εργατών που απασχολούνταν από στρατιωτικές υπηρεσίες χωρίς προστασία, και θέτοντας ζητήματα παιδείας, ηθικής αγωγής και εθνικού ελέγχου στην εκπαίδευση των νέων που φοιτούσαν σε ξένα ιδρύματα.
Κατά την ιστορική ψηφοφορία της 12ης Οκτωβρίου 1934 για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, δεκαοκτώ βουλευτές του κόμματος Παπαναστασίου τον ψήφισαν, τιμώντας όχι μόνο την υπηρεσία αλλά και το ήθος του· ωστόσο, εξελέγη ο Αλέξανδρος Ζαΐμης, με τον Καλλάρη να μένει εκτός εξουσίας, όπως και τόσες άλλες φορές είχε επιλέξει να σταθεί έξω από τα πολιτικά παιχνίδια.
Μετά τον θάνατο της συζύγου του, η μοναχική σιγή αντικαταστάθηκε από τη δημιουργία. Αφοσιώθηκε σε μελέτες Δημοσίων Έργων, αξιοποιώντας την παιδεία του ως μηχανικός. Τα έργα του κοσμούν έως σήμερα τον ελληνικό χώρο: από το θέατρο της Κέρκυρας μέχρι τον ναό του Αγίου Ιωάννη στο Μαρκόπουλο, τα έργα του φέρουν τη σφραγίδα μιας λιτής μεγαλοπρέπειας, μιας αισθητικής η οποία συμφιλιώνει την ωραιότητα με τη χρηστικότητα.
Το τέλος τον βρήκε όπως έζησε: σε προσφορά. Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρά την κλονισμένη υγεία και την προχωρημένη ηλικία του, αποδέχθηκε την εντολή της κυβέρνησης Μεταξά να απογράψει τις υποδομές του Ελληνικού Σιδηροδρόμου. Παρά τις αντιξοότητες, συνέταξε μια τεράστια μελέτη, που παρέδωσε λίγο πριν σβήσει. Ο τότε Υπουργός Πρωτευούσης, Κωνσταντίνος Κοτζιάς, απέστειλε ευχαριστήρια επιστολή στις κόρες του, Αγγελική και Χρυσηίδα – ένα ύστατο δημόσιο αντίο σε έναν άνθρωπο που δεν ζητούσε τιμές, αλλά μόνο να είναι χρήσιμος στην πατρίδα του.
Μνήμη Καλλάρη
Η Μνήμη, ως φορέας του συλλογικού βιώματος, διασώζει όχι απλώς γεγονότα, αλλά ανασύρει μορφές που καθόρισαν, με το ήθος και τη δράση τους, την πορεία του έθνους και της κοινωνίας. Μια τέτοια μορφή υπήρξε ο Στρατηγός Καλλάρης· όχι μόνον ως πολεμιστής και διοικητής, αλλά και ως εργάτης του Πνεύματος και της Δημιουργίας, υπηρέτης της Πολιτείας και αρχιτέκτονας της υλικής και ηθικής της υποδομής.
Για το έργο του στη Σχολή Ευελπίδων και για τη συμβολή του στα δημόσια έργα στην ιδιαίτερή του πατρίδα, την Κέρκυρα, συγκαταλέχθηκε μεταξύ των πρώτων τριάντα Ελλήνων που τιμήθηκαν, το 1895, με τον Σταυρό των Ταξιαρχών του Βασιλικού Τάγματος του Σωτήρος· μια διάκριση που δεν αποδίδεται μονάχα για την αριστεία στην εκτέλεση καθήκοντος, αλλά κυρίως για την ενσάρκωση μιας βαθύτερης ηθικής ευθύνης απέναντι στην κοινωνία.
Όμως η αναγνώριση του έργου του δεν περιορίστηκε στα παράσημα και τις τελετές· έλαβε τη μορφή πιο απτής, πιο καθημερινής, αλλά και διαρκέστερης μνήμης: η ελληνική επικράτεια, σε μια σπάνια ομοφωνία ανάμεσα σε περιφέρειες και αστικά κέντρα, τον τίμησε χαράζοντας το όνομά του σε οδούς και λεωφόρους. Από τα Ιωάννινα και τη Θεσσαλονίκη μέχρι την Αθήνα και πλήθος άλλων πόλεων, η "οδός Καλλάρη" δεν είναι απλώς μια γεωγραφική ένδειξη, αλλά ένας ηθικός οδοδείκτης. Στην καθημερινή ροή των πολιτών, το όνομα αυτό υπενθυμίζει μια ζωή αφιερωμένη στο κοινό καλό, στον τεχνικό και στρατιωτικό μόχθο, στη δημόσια ευθύνη και στην πνευματική ευγένεια.
Διότι, όπως έλεγε ο Πλούταρχος, «ου τα μνήματα, αλλά τα έργα αφήνουν την αθανασία»· και ο Καλλάρης υπήρξε απ’ εκείνους των οποίων η παρουσία παραμένει ενεργή, όχι ως ανάμνηση, αλλά ως υπόδειγμα.
Αρχείο Καλλάρη
Το Αρχείο Καλλάρη, ως θησαυρός μνήμης και αδιάψευστος μάρτυρας του χρόνου, διαπνέεται από την έννοια της διαρκούς διαδρομής και της συνύπαρξης του προσωπικού με το συλλογικό. Αποτελεί μια ζωντανή αναπαράσταση της ελληνικής ιστορίας, διασχίζοντας αιώνες και γεγονότα που καθόρισαν την πορεία του έθνους. Μέσα από φωτογραφίες, χειρόγραφα, επιστολές και καρτ ποστάλ, αποτυπώνεται μια ολόκληρη εποχή — από το 1812 έως το 1974 — αναδεικνύοντας την πνευματική και υλική παρακαταθήκη της οικογένειας Καλλάρη, η οποία έδρασε καθοριστικά στα κρίσιμα σταυροδρόμια της ελληνικής ιστορίας.
Η συνεισφορά των μελών της οικογένειας καλύπτει κρίσιμες περιόδους, από την Εθνεγερσία του 1821 μέχρι την Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, τη συμμετοχή στους Βαλκανικούς πολέμους και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την Μικρασιατική Εκστρατεία, και τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, μέχρι και την ένοπλη αντιπαράθεση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος στην μεταπολεμική εποχή. Αυτές οι ανατρεπτικές φάσεις της εθνικής ιστορίας αποτυπώνονται στο Αρχείο με έναν μοναδικό τρόπο, προσφέροντας, όχι μόνον τα γεγονότα, αλλά και τις προσωπικές εμπειρίες, τις ατομικές προσφορές και τα συναισθηματικά φορτία των ανθρώπων που τα έζησαν.
Οι κόρες του Στρατηγού Καλλάρη, Αγγελική και Χρυσηίδα, συνέβαλαν στην αποτύπωση αυτής της κληρονομιάς με την καταγραφή και την παραχώρηση των κειμηλίων της οικογένειας σε σημαντικά μουσεία και πολιτιστικούς φορείς. Αυτή η γενναιόδωρη πράξη αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στο ρόλο της μνήμης και της πολιτιστικής κληρονομιάς. Στο Πολεμικό Μουσείο των Αθηνών, στο Μουσείο Μπενάκη, και στο Κέντρο Ιστορίας του Δήμου Θεσσαλονίκης, εκτίθενται κειμήλια όπως όπλα, χάρτες, πίνακες και προσωπικά αντικείμενα του Στρατηγού, μαζί με μετάλλια και διακρίσεις που φέρουν τη μαρτυρία των αγώνων και των επιτευγμάτων του.
Το Αρχείο Καλλάρη δεν είναι απλώς μια συλλογή αντικειμένων. Είναι ένα ψηφιδωτό που συνθέτει την ιστορία ενός λαού, αναδεικνύοντας την ανθρώπινη διάσταση πίσω από τα μεγάλα γεγονότα. Μέσα από την καταγραφή αυτών των τεκμηρίων, αποκαλύπτεται η αδιάκοπη αφοσίωση της οικογένειας Καλλάρη στην Ελλάδα, την ελευθερία και τις αξίες που αυτή πρεσβεύει. Κάθε προσωπικό αντικείμενο, κάθε επιστολή, κάθε μαρτυρία αποτυπώνει μια υπέρβαση της ατομικότητας προς το συλλογικό καλό, επιβεβαιώνοντας τη συνεχιζόμενη συνεισφορά των ανθρώπων που ζουν και δημιουργούν με την επίγνωση ότι το έργο τους είναι μέρος ενός συνεχούς αγώνα για το κοινό μέλλον.
Σχόλια